ΕΥΧΗ ΑΠΟ ΤΟ
ΧΕΡΙ ΤΟΥ
Βλέπουμε κάτι τέτοιες φωτογραφίες και μας
πιάνει αβάσταχτη νοσταλγία για κάτι πνευματικά πολύτιμο και ωραίο που,
δυστυχώς, δεν βλέπουμε πια να συμβαίνει και που δεν το ζούμε πια έξω στον κόσμο
μας και πολύ περισσότερο μέσα στην καρδιά μας.
Η ευχή και η ευλογία από το χέρι του
ιερέως!
Τρέχαμε όλοι μικροί που ήμασταν και, παρά
την τρέλα μας και τη σαστιμάρα μας, παρά την αλαβατιά και την αγνωσία που μας «έδερνε»
από πάνω μέχρι κάτω, κι όμως! Με το που βλέπαμε, ένα–δυο τετράγωνα από μακριά πιο
πέρα να εμφανίζεται ο παπάς –«ο καλός παπάς μας!», που γράφει και το
Αναγνωστικό– αφήναμε αυτοστιγμεί και ομοθυμαδόν τα παιγνίδια, τα κρυφτά, τα
κυνηγητά, τις μπάλες και τους πολέμους και τρέχαμε όλοι με φόρα και με λαχτάρα καταπάνω
του.
Ποιος πρώτος από μας να τον φτάσει, για να
πάρει την ευχή του από το ιερατικό του χέρι. Ένα χαρούμενο μελίσσι από παιδικές
ψυχές τον πλησίαζε και τον περικύκλωνε αυθόρμητα και σεβαστικά και λαχταρούσε να
λάβει σαν έπαθλο παραδεισένιο την ευλογία και την ευχή του λειτουργού,
ασπαζόμενοι και προσκυνώντας τη χάρη της ιερωσύνης του Χριστού, που βρίσκεται
κρυμμένη πίσω από τα πρόσωπα που Αυτός μόνο θέτει στην Εκκλησία Του.
Κι εκείνος (ο παπάς), χαρούμενος,
καμαρωτός, προσηνής, ευπροσήγορος, γελαστός, τρυφερός, ευγενής, σκορπούσε
παντού τη χάρη και τη χαρά. Ανέμιζε με μακάριο θρόισμα το φαρδύ μαύρο ράσο του,
ανέμιζαν κι οι φτερούγες της ολόλευκης καρδιάς μας. Οι παιδικές και αθώες
ψυχές, σαν το καθαρό και άρρυπο σφουγγάρι, ρουφούσαν το απλό μεγαλείο της
Χάριτος, το ουράνιο ρεύμα της παπαδικής ευλογίας και κατ’ επέκταση της ευλογίας
του ουράνιου Πατέρα. Οι λέξεις γινόταν μυρωδάτο αντίδωρο, που η δύναμη και η
κραταίωσή τους πήγαινε κατευθείαν στην παιδική αμόλυντη καρδιά, στην παιδική
ορθόδοξη συνείδηση: «Ευχή Κυριου!», «Την ευλογία του Θεού να έχετε παιδιά
μου!», ακούγονταν είτε έτσι είτε αλλιώς η μειλίχια φωνή του λευΐτη του Θεού,
του ιερέως της μητέρας μας της Εκκλησίας, του καλοκάγαθου παπά που, σε κάθε
ανάγκη, περίπτωση και περίσταση του βίου μας, ερχόταν ολοπρόθυμα να μας
ενισχύσει με τον αγιασμό των ευχών του, με τις κατάλληλες δεήσεις, τα
παρακαλετά του ενώπιον του θρόνου του Χριστού, να ικετεύσει με πατρική
συμπάθεια για μας, για τα σπίτια μας, για την πρόοδο και την προκοπή μας.
«Ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν…» – «Κύριε
ἐλέησον».
Όλες οι ορθόδοξες απαρχές μας, όλες οι
τελειώσεις μας, όλες οι αδιάφθορες ρίζες μας, όλη μας η κατά Χριστόν εξέλιξη
και ανάπτυξη είναι αδιάρρηκτα δεμένες με την παρουσία του ιερέα, με την ευχή
του, με τη μεσιτεία και το ύψωμα των χεριών του, με τον ασπασμό της δεξιάς του,
με τη ειρηνική φωνή των δεήσεων, των «ειρηνικών», των «εκτενών», των
«πληρωτικών» του. Η αγάπη του κάτι περισσότερο από θρησκευτική και ανθρώπινη:
λειτουργική, μυστηριακή και χριστοφόρα. Όλες οι αναμνήσεις από τις παιδικές μας
λειτουργίες παραμένουν άσβηστες, αξεθώριαστες και απείραχτες στον πανδαμάτορα χρόνο.
Τούτες οι αγιασμένες παραστάσεις από τους παιδικούς μας εκκλησιασμούς είναι γεμάτες
φως ανέσπερο, γεμάτες άρωμα από ιεροσολυμίτικο ή αγιορείτικο λιβάνι, μυρωμένες
από το αγνό λάδι στην πορφυρή κανδήλα που φωτίζει ακόμη την καρδιά μας. Όλα μια
ιερή μετουσίωση και μια μυστική μεταρσίωση. Τα γνωστά τροπάρια, τα απολυτίκια
και τα κοντάκια δεν έπαψαν να ηχούν μέσα μας, από παιδιά. Όλα τα κατανυκτικά
ακούσματα μάς πάνε στην αιωνιότητα του Θεού που είναι γεμάτη χάρη νηπίων και παίδων
που ωσανίζουν το μεγαλείο Του.
Ένα «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν…», προ πάντων
μία «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…» και
ένα καταληκτήριο «Δι’ εὐχῶν…» που, όμως, δεν λήγει και δεν τερματίζει τίποτα,
γιατί δεν είναι το τέλος μιας ακολουθίας που δεν καταλαβαίναμε, γιατί είναι η ευτυχισμένη
και ανέκφραστη είσοδός μας στην παραδείσια αγάπη του Αγίου Θεού, την οποία αισθάνεται
με νοσταλγία η καρδιά μας μέσα της. Κι ο κόσμος δεν σκούριασε τελείως θαρρώ,
όσο υπάρχει ορθόδοξη καρδιά που παρακαλεί ακόμη μέσα της να δει και πάλι κάπου
στον δρόμο της έναν παπά να φανεί στον ορίζοντα των θλίψεων, έναν ιερουργό των
Μυστηρίων του Θεού να περνάει αθόρυβα από σιμά της, για να αισθανθεί τούτη τη
θεία αγάπη ακόμη πιο δυνατά και ευχάριστα.
Ω, ορθόδοξα βιώματα! Ω, ορθόδοξες μνήμες
και συγκινήσεις των παιδικών μας αθώων και αμέριμνων χρόνων! Που στέκεστε τώρα,
μέσα στην έρημο, την παγωμάρα και τη καταχνιά του άθεου, αχαρίτωτου και ασεβούς
κόσμου, σαν ένα πολύτιμο και καθαρό προσκεφάλι για την κουρασμένη καρδιά μας·
σαν μια τρεχούμενη πηγή με το πεντακάθαρο νερό της Χάριτος για τη διψασμένη μας
ψυχή! Αθάνατα, ακατάλυτα ορθόδοξα βιώματα! Που, ένα από αυτά –πρωτίστως και
κυρίως από αυτά– είναι και θα είναι και η αλησμόνητη ευχή του ιερέως του
Χριστού, της Εκκλησίας μας, της καρδιάς μας…
π.
Δαμιανός
⁜
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση
των
αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να
αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή
προέλευσης.
⁜
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου