Η ΑΔΕΛΦΗ
ΒΡΥΑΙΝΗ
«Και το λεπτό ακόμη να το εκμεταλλεύεστε,
να βαδίζετε με την ώρα, με το λεπτό, κομποσχοινάκια πιο πολλά, μετανίτσες πιο
πολλές, ανάγνωση περισσότερη. Να αποφεύγετε την αργολογία, διότι με την
αργολογία χάνει ο άνθρωπος, σβήνει το μεγαλείο από την ψυχή του ανθρώπου. Και
ένα κόμπο ακόμη αν έχουμε παραπάνω, κι αυτόν μας τον γράφει ο Άγγελος. Ένα
κομποσχοινάκι, ένα καλό λογισμό να τον βάλουμε στην άκρη. Όλα αυτά ο Χριστός
μάς τα αποταμιεύει κι όταν θα ’ρθεί η ώρα για να φύγεις, έχεις τις βαλίτσες σου
έτοιμες, τις φορτώνεσαι χωρίς κόπο και μόχθο και περνάς ανεμπόδιστα τα τελώνια.
Να μη φεύγει ο νους μας από την μνήμη του Θεού ούτε δευτερόλεπτο.
»Να βλέπουμε μόνο και μόνο τον εαυτό μας.
Τον νου μας να τον πηγαίνουμε συνέχεια στον θρόνο του Θεού. Θέλουμε να
βοηθήσουμε τον εαυτό μας; Να πηγαίνουμε συνέχεια στον θρόνο του Χριστού. Απ’
τον θρόνο του Χριστού, στον θρόνο της Παναγίας· και να λέμε λογάκια στην Κυρία
Θεοτόκο, να την ευχαριστούμε που μας ανέχεται, που μας δίνει το φαγάκι μας, τον
ύπνο μας. Αυτό το μεγαλείο πού θα το βρούμε; Πουθενά.
»Θα σας πω και κάτι άλλο που είδα. Τα
δίνει ο Θεός, για να ξέρω να σας κυβερνήσω και να δούμε πώς θα σωθούμε. Έφθασα
σε μια μάνδρα που ήταν ατελείωτη. Μέσα ήταν όλο γραφεία. Γραφεία εδώ, γραφεία
εκεί, όλο γραφεία. Κι εκεί λοιπόν μου ’κάναν έλεγχο τα κομποσχοινάκια μου.
Προτού μπω, είδα ότι είχα τρεις λίρες χρυσές στα χέρια μου και τις έπαιζα και
μου λέει ο λογισμός ότι είναι τα τάλαντα αυτά, η Χάρις του Θεού. Αυτό το
χρυσάφι το έχει αυτός που θα κάνει το θέλημα του Θεού. Μπαίνω λοιπόν μέσα και
άρχισαν να μου τα κάνουν όλα έρευνα, την αγρυπνία μου, την νηστεία μου, τα
κομποσχοίνια. Άλλος σφράγιζε, άλλος δεν σφράγιζε. Και με καθυστερούσαν και
ήθελα να φύγω. Μετά λοιπόν έφυγα με δυσκολία και βρέθηκα σε μια εξέδρα μετέωρη
που δεν είχε βάσεις. Κρεμόταν στον ουρανό. Από ’δω να είναι ο “βρυγμός των
οδόντων”, μια κόλαση απέραντη, ούτε να την φανταστεί κανείς· κι απ’ την άλλη
ήταν ένα τάγμα Αγγέλων και Αγίων και στην μέση ήταν ο Χριστός μας, που καθόταν
σ’ ένα μαρμάρινο θρόνο και το πρόσωπό Του από την λάμψη δεν μπορούσα να το
αντικρίσω. Κι εγώ καθόμουν απ’ την δεξιά πλευρά. Κάτω δε ήταν χάος μαύρο. Κι
έβλεπες λοιπόν τσουβαλιές οι δαίμονες να ρίχνουν ψυχές σ’ αυτό το στόμιο μέσα.
Εν ριπή οφθαλμού ’πέφταν οι τσουβαλιές. Να ρίχνουν καλογέρους, να βλέπεις
αρχιερείς, χίλιοι δυο· και λέω με τον νου μου, πόσοι δαίμονες υπήρχαν και πόσες
τσουβαλιές έριχναν μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο! Έρχονταν ένας-ένας να κριθούν στον
Χριστό, παπάδες, δεσποτάδες, και ξεπηδούσαν λέοντες απ’ το χάος εκείνο και τους
άρπαζαν από τα πόδια και τους έριχναν μέσα στην αφάνεια. Κι έλεγα: “Αχ, Χριστέ
μου! Τι θα γίνει;”. Φοβόμουν κιόλας, επειδή βρισκόμουν μεταξύ αφάνειας και
στεριάς· και ξύπνησα. Είχα μια βδομάδα να φάω απ’ το κλάμα και τον οδυρμό. Πόσο
έκλαψα, πόσο θρήνησα, τι να σας πω! Μετά απ’ αυτό που είδα, δεν κοιτούσα τίποτα
γύρω μου. Ήρθε μια αλλοίωση στην ψυχή μου, σαν να έσβησε ο κόσμος από μπροστά
μου. Σκέψου, ο Δίκαιος Κριτής! Όλα είναι μια πραγματικότητα. Μας τα δείχνει
αυτά ο Θεός, μόνο και μόνο για να μας συνεφέρει…
»Η ώρα του θανάτου είναι πολύ δύσκολη.
Εκείνη την ώρα τρέχουν οι Άγγελοι να πάρουν την ψυχή, τρέχουν και οι δαίμονες
με τα χειρόγραφα και γίνεται πόλεμος, γίνεται μάχη. Παρουσιάζει ο Άγγελος τα
δικά του χειρόγραφα, λέει: “Έχει εξομολογηθεί, έχει τόσες αρετές, έχει εκείνο,
έχει το άλλο”. Πηγαίνει και ο δαίμονας με τα δικά του και ανάλογα παίρνουν την
ψυχή ή οι Άγγελοι ή οι δαίμονες.
»Μια αδελφή δυσκολεύτηκε, γιατί ένα βράδυ
δεν είπε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Σκεφτείτε! Η αδελφή Βρυαίνη, όταν
κόντευε να πεθάνει, ανακάθισε στο κρεβάτι και εμείς της κρατούσαμε την πλάτη κι
έλεγε:
–Δεν
έχω λόγους να ευχαριστήσω τον μεγάλο μου αδελφό.
–Ποιος είναι; Τι σου έκανε; τη ρωτάω.
–Είναι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Πολύ με
βοήθησε, πάρα πολύ. Δεν έχω λόγους να ευχαριστήσω και τον μικρό μου αδελφό.
–Ποιος είναι ο μικρός σου αδελφός;
–Ο φύλακας Άγγελος της ψυχής μου. Δεν έχω
λόγους να ευχαριστήσω τον Γέροντά μου, δεν έχω λόγους να ευχαριστήσω την
Γερόντισσά μου. Ένα πράγμα μόνο δεν βλέπω μπροστά μου, Γερόντισσα· που δεν μ’
άφηνες να πλένω τα πιάτα.
»Επειδή ήταν ασθενής, δεν την άφηνα. Όλες
οι εργασίες που έκανε πέρασαν από μπροστά της και ήταν όλες διαμαντένιες.
»Μετά λέει:
–Πες τις αδελφές να μην οκνεύουν (=να μην
τεμπελιάζουν), γιατί η οκνηρία είναι το μεγαλύτερο θανάσιμο αμάρτημα.
»Όλα, ό,τι κάνει κανείς, όλα τα βλέπει
μπροστά του διαμαντένια. Ό,τι εργάζεται κανείς δεν πάει χαμένο. Ο Θεός όλα τα
πληρώνει. Όσο κοπιάζει κανείς περισσότερο, άλλο τόσο παίρνει Χάρη. Είχε πολλή
αγάπη η αδελφή Βρυαίνη στον φύλακα Άγγελο της ψυχής, πολλή αγάπη στον Αρχάγγελο
Μιχαήλ και στην Παναγία. Μας είπε πολλά πράγματα και τελείωσε με το “Ιησού!
Ιησού!”. Όλες οι νοσοκόμες έλεγαν πως, “τέτοιο θάνατο δεν είδαμε μέχρι τώρα!”».
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ
ΜΑΚΡΙΝΑ
(ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ,
1921–1995)
※
[«Λόγια
Καρδιάς»
–Γερόντισσα
Μακρίνα Βασσοπούλου
(1921–1995)–
Μέρος 2ο
, Λόγος 36ος και 40ος,
(Παραμονή
Αγίων Πάντων 1986
και 26
Δεκεμβρίου 1987),
σελ. 349–350
και 383–385,
Έκδοση
Ιεράς Μονής
Παναγίας
Οδηγητρίας
Πορταριά
Βόλου, 2013.
Επιμέλεια
ανάρτησης,
επιλογή
θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση
κειμένου:
π.
Δαμιανός.]
※
⁜
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση
των
αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να
αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή
προέλευσης.
⁜
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου