Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΝΑΣ ΣΕΒΑΣΜΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΘΥΜΑΤΑΙ…

ΕΝΑΣ ΣΕΒΑΣΜΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΘΥΜΑΤΑΙ…


1. Η παρηγοριά της θείας αγάπης·
η παναρμόνια χορωδία, η υπερκόσμια μελωδία
     
     Σεπτέμβριος 1938.
     Η ζωή μου, πια, μέσα στην καλύβη μας (στην Καλύβη του Γενεσίου της Θεοτόκου, από τη Σκήτη της Αγίας Άννης – Αγίου Όρους), κυλούσε ήσυχα, κάτω από την ευλογία του Θεού και την ευχή του σεβαστού μου Γέροντα Γρηγορίου. Όλα εκεί, ένοιωθα πως είχαν μεγάλη συγγένεια με τη ψυχή μου, η οποία τ’ αγκάλιαζε με πολλή λαχτάρα. Η προσωπικότητα του κάθε αδελφού ασκούσε επάνω μου την ευεργετική της επίδραση. Κάθε κίνηση, κάθε λόγος, κάθε εκδήλωσή τους, σημάδευε την πορεία της καινούργιας μου ζωής. Αγωνιζόμουν κι εγώ, όσο μπορούσα, να τους παρακολουθώ στους σκληρούς τους αγώνες.


     Ήμουν αρχάριος ακόμη. Ο Γέροντας κάθε βράδυ δεχόταν τους λογισμούς μου και παρακολουθούσε με πολύ ενδιαφέρον τις ψυχικές μου καταστάσεις. Έκανα τα πρώτα μου βήματα στη μοναχική ζωή. Χρειαζόμουν καθημερινό στήριγμα. Το κελί μου ήταν δίπλα στου Γέροντα. Εκείνος συνήθιζε μετά το απόδειπνο να μελετά. Πολλές φορές, όταν συναντούσε κάποια περικοπή που θα με οικοδομούσε, με φώναζε.
     Θυμάμαι μια τέτοια περίπτωση. Όταν με κάλεσε, τον βρήκα απορροφημένο στη μελέτη. Περίμενα λίγο όρθιος, έως ότου μου ένευσε να καθίσω.
     –Άκουσε κι εσύ, παιδί μου, τι διαβάζω. Ίσως να μην το έχεις συναντήσει ή, αν το συνάντησες, να μην του έδωσες την πρέπουσα προσοχή.
     Μου ανέγνωσε, λοιπόν, ένα ωραιότατο απόσπασμα από το βίο του Αγίου Ανδρέου του διά Χριστόν Σαλού (=Τρελού). Εκεί, ο Άγιος περιγράφει πώς είδε τον Παράδεισο, όταν μια χειμωνιάτικη νύχτα, που τον είχε σκεπάσει το χιόνι, ηρπάγη πνευματικώς από τον παρόντα κόσμο στη χώρα του Φωτός. Στην περικοπή αυτή, ο Άγιος, προσπαθεί με ανθρώπινες λέξεις να περιγράψει τα απερίγραπτα και με παραστάσεις της παρούσης ζωής να δώσει μια εικόνα της μέλλουσας (σχετικά βλ. «Όσιος Ανδρέας, ο διά Χριστόν σαλός», μτφρ. μοναχού Ισαάκ, κεφ. 9ο–10ο, σελ. 46–57, έκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, 19895).


     Τον Γέροντα, τόσο τον είχε συγκινήσει, τόσο τον είχε συνεπάρει εκείνη η περιγραφή, ώστε κάποια στιγμή διέκοψε την ανάγνωση, έκλεισε το βιβλίο, έμεινε για λίγο άφωνος και, σκουπίζοντας συνεχώς τα δάκρυά του, μου είπε:
     –Σκέψου, παιδί μου, τι πράγματα μάς περιμένουν! «Όσα δεν είδε το ανθρώπινο μάτι κι όσα το αυτί του ανθρώπου δεν άκουσε κι όλα όσα δεν ανέβηκαν μες στην καρδιά του ανθρώπου» (βλ. Α΄ Κορ. 2:9). Τι ζωή θα ζήσουμε στον Ουρανό! Τι θα δούμε! Τι θ’ ακούσουμε! Τι θα γευθούμε! Κι όμως, πόσο μικρή κι ασήμαντη είναι η προσπάθειά μας για την κατάκτησή του!
     Μη χάσεις ποτέ στη ζωή σου τον προσανατολισμό αυτό: Ό,τι λες, ό,τι πράττεις, ό,τι σκέφτεσαι, να το μετράς με το μέτρο της αιωνιότητας. Μη λιποψυχήσεις ποτέ, μη δειλιάσεις εμπρός στον ανήφορο, στους κόπους και τους ιδρώτες της αφιέρωσής σου. Πρέπει να δώσεις πολλά, να τα δώσεις όλα, ό,τι έχεις και δεν έχεις, για να εξαγοράσεις, σαν καλός έμπορος, τον «Πολύτιμο Μαργαρίτη» (βλ. Ματθ. 13:45–46), τη Βασιλεία των Ουρανών.
     Με τα λόγια αυτά ο Γέροντας δυνάμωσε τη θέλησή μου, ανύψωσε το φρόνημά μου και, αφού βεβαιώθηκε γι’ αυτό, μ’ έστειλε ν’ αναπαυθώ στο κελί μου…


     Ήταν μια νύχτα χειμωνιάτικη (του 1938), με βροχή και αέρα. Όλοι οι Πατέρες ησύχαζαν· αλλά εγώ, πού να κλείσω μάτι! Ο Άγιος Ανδρέας, ο διά Χριστόν Σαλός, μου είχε διεγείρει το νου. Στο μυαλό μου, στριφογύριζαν οι σκέψεις του Γέροντα, τα δάκρυά του, ο πόθος τ’ Ουρανού, τα εμπόδια, ο αδυσώπητος αγώνας με τα πάθη και το διάβολο, η ακάνθινη πορεία προς την επουράνια Ιερουσαλήμ, οι αδελφοί μου, η Σκήτη μας, το Άγιον Όρος, η στρατευομένη και η θριαμβεύουσα Εκκλησία μας, η αιωνιότητα…
     Περνούσαν οι ώρες και δεν κατόρθωνα να κοιμηθώ. Κοίταζα από το παράθυρό μου ολόκληρη τη Σκήτη μας, που ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι. «Εδώ», σκεφτόμουν, «είναι η πρώτη γραμμή της μάχης με τους νοερούς εχθρούς». Εγώ ήμουν νεοσύλλεκτος. Μόλις ξεκινούσα. Θα έφθανα, άραγε, στο τέρμα; Θα έφθανα στη νίκη, την οποία ονειρεύτηκα από μικρό παιδί; Μερικοί δισταγμοί ξεπρόβαλαν μέσα μου. Οι γνήσιοι μοναχοί έδωσαν αίμα και έλαβαν Πνεύμα. Θα κατορθώσω να κάνω κι εγώ το ίδιο;
     Δεν ξέρω, πόσο διήρκεσε η πάλη εκείνη των λογισμών. Πάλη συνηθισμένη, μέσα στο πρόγραμμα του ασκητικού αγώνα. Πάλη που σταμάτησε όμως, όταν η καρδιά μου αφέθηκε με εμπιστοσύνη στο έλεος του Κυρίου, με την αδιάλειπτη επίκληση του ονόματός Του:
     Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!...


     Ένοιωσα πως με πήρε ένας ελαφρός ύπνος, χωρίς να είμαι βέβαιος γι’ αυτό, όταν μέσα στην απέραντη σιγή της νύχτας, άκουσα μια παναρμόνια χορωδία να ψάλλει πολύ γλυκά και πολύ πανηγυρικά τον Ειρμό (της 8ης Ωδής του Παρακλητικού Κανόνα προς την Κυρία Θεοτόκο): «Τὸν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν, ὃν ὑμνοῦσι στρατιαὶ τῶν ἀγγέλων, ὑμνεῖτε…» (=«Τον Βασιλιά των ουρανών, που υμνούνε οι στρατιές των αγγέλων, να Τον υμνείτε κι εσείς…»). Πετάχτηκα όρθιος από το κρεβάτι μου, γεμάτος έκσταση και άρρητη αγαλλίαση. Τι μεγαλείο, Θεέ μου, ήταν εκείνος ο ύμνος, εκείνες οι ουράνιες φωνές! Δυσκολεύτηκα στην αρχή να προσανατολισθώ, να πιστεύσω ότι βρισκόμουν στο κελί μου. Χωρίς να το καταλάβω, ξαφνικά, αναλύθηκα σε δάκρυα κατανύξεως και χαράς. Το πρωί, μετά την ακολουθία, έτρεξα αμέσως στον Γέροντα και του ανέφερα το γεγονός.
     –Η μόνη εξήγηση, την οποία μπορώ να δώσω, μου απάντησε ο Γέροντας, είναι η επίδραση από τα όσα διαβάσαμε χθες για τον Άγιο Ανδρέα.
     Τον ευχαρίστησα κι ασχολήθηκα με τα συνήθη μου διακονήματα. Όμως, για πολύ καιρό, αντηχούσε στ’ αυτιά μου και γλύκαινε την καρδιά μου εκείνη η υπερκόσμια μελωδία, έστω κι αν αυτή είχε υπόβαθρο υποκειμενικό…


2. Η γοερή κραυγή ενός πειρασμού:
«Γιώργο!... Γιώργο!...»


     …Παρακολουθούσα και μάθαινα το δόλο και τα τεχνάσματα στο νοερό και αόρατο πόλεμο, που χρησιμοποιούσε ο νοητός «Αμαλήκ» (πρβλ. Έξοδ. 17:10–13) –ο παγκάκιστος σατανάς ο εχθρός μας– και θυμόμουν τον Άγιο Αντώνιο. «Είδε», λέει, «τις παγίδες του διαβόλου απλωμένες στη γη και θαύμασε»… (σχετικά βλ. «Ο Μέγας Αντώνιος», μέρος β΄, απόφθ. ζ΄, σελ. 159, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 19986).


     Κανένας μοναχός δεν μένει έξω από τον πόλεμο αυτό. Επομένως, δεν έμεινα ούτε κι εγώ. Πολλές φορές, ο πόλεμος για τον αποχωρισμό της μητέρας μου ήταν αδυσώπητος, διότι δεν είχα ούτε αδελφό ούτε αδελφή· και τον πατέρα μου δεν πρόφθασα να τον γνωρίσω. Ήμουν σχεδόν «κοιλάρφανος», όπως συνηθίζουν να λένε στα μέρη μας. Εν τούτοις, με τη Χάρη του Θεού και την ευχή του Γέροντά μου, κανένας πειρασμός δεν πέτυχε να με μετακινήσει, κανένας λογισμός δεν κατόρθωσε να με κάμψει, ούτε καν να παραμείνει μέσα μου και να ανακόψει την πορεία μου. Ο εχθρός, όμως, δεν κατέθετε τα όπλα…


     Ήταν, θυμάμαι, άνοιξη (του 1939). Ένα απόγευμα καθόμουν στο κελί μου και μελετούσα, όταν άκουσα κάτω από το παράθυρό μου, ίδια και απαράλλακτη, τη φωνή της μητέρας μου: «Γιώργο!... Γιώργο!...». Εκείνη τη στιγμή, ένοιωσα ένα δυνατό ρίγος να διαπερνά το σώμα μου ολόκληρο. Αυτόματα, άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα έξω, χωρίς να σκεφτώ ότι η παρουσία της μητέρας μου στο Όρος ήταν φυσιολογικά αδύνατη. Αναστατωμένος, έτρεξα στον Γέροντα και του διηγήθηκα την περίπτωση. Κατάπληκτος κι εκείνος, άφησε να του ξεφύγουν από το στόμα τα, αξέχαστα για μένα, λόγια:
     –Κακούργε διάβολε! Κι αυτό ακόμη το μέσο χρησιμοποίησες για να πολεμήσεις τον αρχάριο μοναχό; Πήγαινε, παιδί μου, στο δωμάτιό σου αμέσως και πες τους Χαιρετισμούς της Παναγίας μας…


     Καθ’ όλο το διάστημα της παραμονής μου στο Άγιον Όρος, εκείνες οι στιγμές, μετά τη δαιμονική αυτή επίθεση, ήταν ίσως για μένα οι δυσκολότερες. Ενώ έλεγα τους Χαιρετισμούς και προσπαθούσα να παρακολουθώ τα βαθιά και ουράνια νοήματά τους γύρω από τη Θεία Ενανθρώπιση, στ’ αυτιά μου συνεχώς αντηχούσε η φωνή της μητέρας μου: «Γιώργο!... Γιώργο!...». Τελείωσε αυτή η αιματηρή προσευχή και ξαναπήγα στον Γέροντα να τον ενημερώσω.
     –Καλά, μη δειλιάζεις! Το βράδυ, όλοι οι αδελφοί, θα «τραβήξουν» ένα κομποσχοίνι, να σε βοηθήσει ο Θεός. Αναγνωρίζω κι εγώ, πως ήταν μια από τις πιο ύπουλες επιθέσεις εναντίον σου…
     Συνήθιζε πάντοτε ο Γέροντας, στη συνεργασία με τους υποτακτικούς του, να σταθμίζει τα πράγματα με απόλυτη ακρίβεια και να μην παρατρέχει την πραγματικότητα του ειδικού αγώνα κάθε υποτακτικού του, για λόγους τάχα παιδαγωγικούς. Ήταν διακριτικός και αντικειμενικός. Κι αυτό μας έδινε πολύ θάρρος.


     Είχε περάσει αρκετός καιρός, όταν έλαβε μια επιστολή από τη μητέρα μου, η οποία ανέφερε πως το ίδιο εκείνο απόγευμα –κατά τους υπολογισμούς που κάναμε– άκουσε τη φωνή μου στην εξώθυρα του πατρικού μου σπιτιού: «Μητέρα!... Μητέρα!...». Έντρομη και ξαφνιασμένη, βγήκε κάτω στην αυλή, νομίζοντας ότι επέστρεψα απ’ τ’ Άγιον Όρος. Όταν όμως δεν είδε κανέναν, δεν μπορούσε να εξηγήσει το γεγονός και, κλαίγοντας, μπήκε πάλι μέσα στο σπίτι. Ζητούσε, λοιπόν, να της δοθεί μια εξήγηση στο πρόβλημά της. Την επιστολή της, ο Γέροντας, την διάβασε ενώπιον της αδελφότητας και μείναμε όλοι κατάπληκτοι με τα τεχνάσματα του διαβόλου. Πώς δηλαδή κάνει το παν, για να εμποδίσει μια ψυχή να αφιερωθεί στον Θεό.
     «Είναι διηνεκής, ετούτος ο πόλεμος·
     γι’ αυτό κι είναι συνεχής η ανάγκη
     οι στρατιώτες του Χριστού
     να φέρουν πάνω τους τα όπλα τους,
     μια κι έχουμε να κάνουμε
     μ’ εχθρούς πού ’ναι άσαρκοι»
     (Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος).


ΑΡΧΙΜ. ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ
(1920–1979)




[Αρχιμ. Χερουβείμ:
«Από το Περιβόλι της Παναγίας
Νοσταλγικές αναμνήσεις»
κεφ. 6ο και 7ο, σελ. 89–92 και 108–111,
έκδοσις Ιεράς Μονής Παρακλήτου,
Ωρωπός Αττικής 20007.]








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου