Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ

Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ


     Ο ορθόδοξος ασκητισμός δεν έχει τίποτε το κοινό με την ηθικολογία. Το αντίθετο της αμαρτίας δεν είναι η αρετή, αλλά η πίστη των αγίων. Η ηθικολογία ασκεί τις φυσικές δυνάμεις και η συμφυής βουλησιαρχία (volontarisme) υποτάσσει την ανθρώπινη συμπεριφορά στις ηθικές προστακτικές. Αλλά ξέρουμε σε ποιο βαθμό κάθε αυτόνομη και ενδοκοσμική ηθική είναι εύθραυστη και ελάχιστα αποτελεσματική, γιατί δεν προσφέρει καμιά ζωοποιό πηγή.

     Μπορεί κανείς να τηρεί ένα νόμο, ποτέ όμως δεν μπορεί να τον αγαπά, όπως αγαπούμε ένα πρόσωπο, τον Ιησού Χριστό, παραδείγματος χάριν. Ο Χριστός δεν είναι η αρχή του Καλού, αλλά το Καλό ενσαρκωμένο. Γι’ αυτό στις τραγικές συγκρούσεις της ύπαρξης, στο κορύφωμα μιας βαθιάς οδύνης ή μοναξιάς, οι ηθικές ή κοινωνιολογικές «αρχές» είναι αδύναμες. Δεν έχουν την εξουσία να πουν σ’ έναν παραλυτικό «ἔγειρε καὶ περιπάτει». Δεν μπορούν να συγχωρήσουν μήτε να δώσουν άφεση, να καταστήσουν το λάθος ανύπαρκτο ή να αναστήσουν ένα νεκρό. Από τη στιγμή που αυτές έγιναν «σύστημα», η άκαμπτη, απρόσωπη και γενική εμφάνισή τους, κρύβει όλο το φαρισαϊσμό της «υπερηφάνειας των ταπεινών» (των ανθρώπων του συστήματος). Είναι η μορφή η πιο ολέθρια, γιατί «άμα η υπερηφάνεια εκληφθεί σαν ταπείνωση, η αρρώστια δεν έχει φάρμακο» (άγιος Ιγνάτιος Μπρατσιανίνωφ).

     Αντίστροφα, η «αρετή» των ασκητών αντηχεί εντελώς διαφορετικά και σημαίνει τον ανθρώπινο δυναμισμό, κινητοποιημένο από την παρουσία του Θεού. Δεν πρόκειται εδώ για κανένα «αξιόμισθο» έργο· «η βασιλεία των ουρανών δεν είναι μισθός που προέρχεται από τα έργα, αλλά είναι η Χάρη του Δεσπότου Χριστού, που έχει ετοιμασθεί για τους πιστούς δούλους» (Μάρκος ο ασκητής).


     Καμιά δικανική έννοια ανταμοιβής δεν μπορεί να εφαρμοσθεί. «Δωσ’ μου, γιέ Μου, την καρδιά σου»· «και θα σου δώσει (ο Κύριος) αυτά που ζητάει η καρδιά σου». Τα λόγια αυτά της Παλαιάς Διαθήκης προαναγγέλλουν το Ευαγγέλιο: «ζητείτε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και όλα αυτά που θέλετε θα σας προστεθούν» (Λουκ. 12:31). Αναζητώντας το μόνο αναγκαίο, ο άνθρωπος φθάνει στη διαπασών του και κάνει την καρδιά του προσφορά. Εκείνο που έρχεται από το Θεό, η Βασιλεία Του, είναι ένα δώρο: «Εάν ο Θεός παρατηρούσε τις αξιομισθίες μας, τότε κανείς δεν θα έμπαινε στη Βασιλεία του Θεού».

     Κατά τους πνευματικούς, η ψυχή που αναζητεί τη σωτηρία δεν κηλιδώνεται ποτέ από εμπορικούς λογαριασμούς ενός πνεύματος, που υπερβολικά νοιάζεται για την τύχη του. Η ταπείνωση απαγορεύει να αισθανθεί κανείς τον εαυτό του «σωσμένο»· αντίθετα, μας κάνει να σκεφτόμαστε αδιάκοπα τη σωτηρία των άλλων. Η ψυχή ασχολείται προπαντός με την τύχη του Θεού μέσα στον κόσμο, με την απάντηση που ο Θεός αναμένει από τον άνθρωπο. Μέσα στη θεωρία των μυστικών, ο Θεός εμφανίζεται σαν ένα ον εγκαταλελειμμένο, που πάσχει μέσα στον πληγωμένο έρωτά του. Αν πρέπει να σωθεί κάτι μέσα στον κόσμο, δεν είναι προπαντός ο άνθρωπος, αλλά η αγάπη του Θεού, γιατί μας αγάπησε πρώτος και η δύναμή Του κρατάει και στηρίζει την αναμενόμενη απάντηση. Μέσα στην αλληλεπίδραση της χάριτος και της αμαρτίας, που διατυπώνουν οι θεολόγοι, οι πνευματικοί θεωρούν την αλληλεπίδραση των δύο γενηθήτω· τη συνάντηση του κατερχόμενου έρωτα του Θεού και του ανερχόμενου έρωτα του ανθρώπου.


     Εάν «ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα καταδικασμένος και σωσμένος» (άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων) και εάν «η Εκκλησία είναι η σωτηρία εκείνων που χάνονται» (άγιος Εφραίμ ο Σύρος), τότε δεν πρόκειται για τίποτε άλλο, παρά για την πλήρη έκφραση της πίστης μας. Είναι η ελευθερία εκλογής όχι των «έργων», αλλά της σφοδρής επιθυμίας να είσαι παιδί του Θεού. Εξαρτάται από μένα να ανοίξω την πόρτα της ψυχής μου, για να εισέλθει. Δεν μπορώ παρά να προσκυνήσω και να κρύψω το πρόσωπό μου, όπως οι μαθητές στο Θαβώρ, τυφλωμένοι από τη λάμψη της έλευσής Του. Η βία, για την οποία μιλάει το Ευαγγέλιο, αναφέρεται στην καρδιά του ανθρώπου. Γι’ αυτό «ο Θεός θα κρίνει τα κρυφά έργα των ανθρώπων» (Ρωμ. 2:16)· και θα τα κρίνει, γιατί ο άνθρωπος είναι κύριος της καρδιάς του…

ΠΑΥΛΟΣ ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ
(1901–1970)



[Παύλου Ευδοκίμωφ:
«Η Πάλη με τον Θεόν»
μέρος β΄, κεφ. 10ο, σελ. 193–195,
«Θεολογικά Δοκίμια»
εκδιδόμενα από Παναγιώτου Κ. Χρήστου,
μετάφραση: Ι. Κ. Παπαδόπουλου,
Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών,
Θεσσαλονίκη 1970.]








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου