ΚΛΕΙΣΜΕΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ
Το όλο θέμα μοιάζει με την απλούστατη κίνηση
που κάνουμε πάμπολλες φορές στη ζωή μας όταν κλείνουμε ένα παράθυρο. Αλλά κατά την εσωτερική του πτυχή, πρόκειται για θέμα που πόρρω απέχει από κάθε επιδερμικότητα και απλοϊκότητα. Είναι αρκετές
φορές που τη μοναξιά, την αποξένωση και την απομόνωση στη ζωή μας την
επιλέγουμε εμείς οι ίδιοι αυτοπροσώπως. Άσχετα εάν δεν το έχουμε αντιληφθεί αυτό ή εάν προσπερνάμε βιαστικά αυτή τη διαπίστωση. Και επειδή αυτή η συνθήκη βολεύει τον μέσα μας υπερτροφικό
ονειδισμό, ως συνήθως επικαλούμαστε διάφορες δοκιμασίες ή τρέχοντα προβλήματα
που μας βρίσκουν, για να μένουμε διαρκώς σε μία «ευγενή» αλλά αποφασιστική απόσταση
από τους άλλους. Βρίσκουμε «σωτηρία» σε κλισέ δικαιολογήματα και χάνουμε το
μυστήριο της ζωής. Κατά κάποιο τρόπο, μας «συμφέρει» να πονάμε. Γιατί έτσι μπορούμε
να σκεπάζουμε την τεράστια αθυμία μας να προχωρήσουμε πιο πέρα. Και μπορούμε επίσης, κατ’ αυτόν
τον τρόπο, να συγκαλύπτουμε και τη μεγάλη έλλειψη βούλησης εκ μέρους μας να
αναπτυχθούμε πνευματικά.
Παίζουμε ανέμελα με την έννοια του «πειρασμού»: Ποιος
από μας να καθίσει τώρα να αναλογισθεί ότι είναι δυνατόν αυτός ο πειρασμός που ταλανίζει την ύπαρξή μας, να άφησε
την ταυτότητα και τις ρίζες του, μέσα μας! Στο
φάκελο που μας αποστέλλεται κάθε φορά από την ενδοχώρα των «αδιεξόδων» μας, διαβάζουμε
ξανά και ξανά το ίδιο ανεξίτηλο επώνυμο που προσδιορίζει απόλυτα τον αποστολέα: «Μοναξιά·
το επώνυμο της κόλασης». Ο Παράδεισος του Θεού αντίθετα έχει αδιάρρηκτη
επι–κοινωνία, σύμπνοια και συμπόρευση με τους αγίους και αδελφούς. Γιατί αυτοί είναι το παντοτινό του στερέωμα και ορίζοντάς του. Όσο αρνούμαστε τον πλησίον, τόσο
αρνούμαστε τον εαυτό μας. Αρνούμενοι τον εαυτό μας, θεομαχούμε με τη ρομφαία των θελημάτων μας. Το λιγότερο που μπορεί να σημαίνει η άρνηση αυτή είναι, αυτοπροδοσία· το περισσότερο, θεοεγκατάλειψη. Είναι
βέβαιο ότι εδραιώνεται μετά ένα ανυπολόγιστο ρεύμα απροσμέτρητης λύπης εντός μας και μία
αυξανόμενη ακηδία για όλους και για όλα. Είθισται η θλίψη να εκτρέφεται
και να επιτείνεται διαρκώς με την απόσταση και την απώθηση που δημιουργούμε σε
πρόσωπα και πράγματα, στις σχέσεις που είναι δώρα Θεού.
Ευλογημένος ο άνθρωπος που δεν πτοείται να
ανοίγεται και δεν παύει να εκτίθεται στο φως της κοινωνίας με τους ισόψυχους
αδελφούς του! Ακόμη και οι τυχόν διαφωνίες και ασυμφωνίες του, δεν ακυρώνουν και δεν αμαυρώνουν ποτέ την πηγαία αγάπη που ενυπάρχει ενδόμυχα στη
σχέση του με αυτούς. Η μοναξιά αυτή καθεαυτή, έχει και είναι αυτείδωλη κακία·
γιατί ενέχει άφθονο εγωισμό, κατάκριση και μίσος μέσα στο μυστικό εωσφορικό πυρήνα της. Ο
άνθρωπος του Θεού, και μόνος ή παρατημένος να είναι, έχει και βιώνει την κοινωνία
της αγάπης στην καρδιά του, γιατί όλοι και όλα είναι ενωμένα και αδιάστατα μαζί του. Αρχίζει βαθμιαία να μοιάζει του διωγμένου και επικηρυγμένου Χριστού δίχως να το καταλαβαίνει. Μόνος Εκείνος ανέλαβε μέσα Του όλους μας και όλα μας κι ας έμεινε ο μόνος Μόνος· ο μόνος Κοινωνός και Κοινωνούμενος· η μόνη Άχραντη Κοινωνία, η άφθαρτη και ζώσα. Η
χαρά και η ανάπαυση της ψυχής μας, απαυγάζεται συνεχώς από το πόσο επιθυμούμε να
πραγματώνουμε τη συνάντηση με το πρόσωπο και τη ζωή του άλλου. Και ο άλλος,
εκτός από εικόνα του Θεού που είναι αναντίρρητα, ταυτόχρονα είναι ο καθρέπτης
τον οποίο με κάθε τρόπο αποφεύγουμε να αντρικρίσουμε. Γιατί δε μας συμφέρει πάντα –ή σχεδόν
ποτέ– να κοιτάξουμε και να κοιταχθούμε μέσα απ’ αυτόν.
Με αυτά τα δεδομένα, συναντιώμαστε με τις εκπτώσεις και τη φθορά. Φεύγει το πολύτιμο βίωμα της καρδιάς και έρχεται στη θέση του η λογική, η πρόληψη, ο μύθος, η αυταπάτη, η φαντασία μαζί με την αλλοτρίωση στο ήθος. Τότε, η πίστη,
η θρησκεία και η λατρεία μας προς τον Θεό, εκτός από σαθρές, κωμικές και αστείες και –πολύ πιθανόν– απρόσφορες και μάταιες για μας εκδηλώσεις, καθίστανται και τραγικά μονομερείς: Προτιμούμε να
λατρεύουμε έναν αόρατο, σιωπηλό και αμέτοχο Θεό, εξόριστο στο βασιλικό Του ύψος,
παρά να παιδευόμαστε με την ορατή, απευκταία και «δυσχερή» εικόνα Του, τον πλησίον μας. Τιμούμε απεριόριστα και δακρύβρεχτα τον αόρατο παντοκράτορα Θεό και ατιμάζουμε ανένοχα
και απροβλημάτιστα –με όλη τη γκάμα των παθών μας– την ορατή και κατακρατούμενη από
εμάς εικόνα Του, τον συνάνθρωπο. Δεν κατέρχεται δυναμικά ο Θεός στο κατώφλι μας για να μας
πείσει να Τον πιστεύουμε καλύτερα. Στέλνει ανθρώπους στη ζήση μας, ώστε όσο προάγεται η σχέση μας με αυτούς, να
αποκτήσει βάθος εμπειρίας η δική μας πίστη, με τη δύναμη της μαρτυρίας και του
μαρτυρίου της. Ο Θεός, αν και απόλυτα ανενδεής, μυστικός και απροσωπόληπτος, κουρνιάζει μέσα στα πρόσωπα· συνηθίζει να κρύβει την παρουσία Του μέσα στην παρουσία των ελάχιστων και χοϊκών ανθρώπων. Γιατί μέσα στη σχέση και την κοινωνία διασώζονται και δοκιμάζονται τα πάντα: καρδιές, διαθέσεις, κινήσεις, διανοήματα, ενεργήματα, λόγια και έργα. Άλλωστε, ποτέ δεν υφίσταται πίστη με τα λόγια και τις ιδέες, τους στοχασμούς και τις σοφιστείες. Έτσι, δίχως το Μυστήριο της παρουσίας του Θεού στο στίβο του ανθρώπινου βίου, οι
σχέσεις καταντούν μεταξύ τους μία αλγεινή τριβή, ένα ατελείωτο
φροντιστήριο πόνου. Παίρνουμε απεγνωσμένα ευλογίες από Πνευματικούς και Γεροντάδες και κάνουμε τα πάντα για να ξορκίσουμε το δυσβάσταχτο αδιέξοδο των σχέσεων που υφιστάμεθα. Μα, μέσα μας πονάμε πιο πολύ, γιατί δεν υπογράψαμε εμείς τα βασικά και ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά τους. Δεν αδειοδοτήθηκε ποτέ η θεία πρόνοια από το δικό μας
θέλημα για το πώς θα διευθετεί καταστάσεις και συνθήκες. Δε ρωτήθηκε θεόθεν η
ελευθερία μας για τις επιθυμίες της στην εξέλιξη των γεγονότων. Τα αντίθετα που όλο σκοντάφτουν τις λαχτάρες μας, λυγίζουν τις αντοχές των προσδοκιών μας. Παρά ταύτα, και πάλι, όλα λειτουργούν υπέρ μας. Και αυτή η θλίψη και το πρόβλημα που μας βρίσκει και μας συνθλίβει τόσο απερίγραπτα, είναι τελικά «ωφέλιμα» και «λυσιτελέστατα» για μας και για τα σκαριφήματα του ατομισμού μας. Στέκονται
σαν το πειστικότερο άλλοθι για την εκούσια μοναξιά μας. Σαν το ποθητό έρεισμα
για να μπορούμε να προσκαλούμε εντονότερα την απόσταση, τη φυγή και την
αποφυγή, εφαρμόζοντας κάθε μιζέρια και αυτοπαραίτηση στην καθημερινότητά μας.
Διαπιστωτικά, ο μίζερος, ο άθυμος, ο
αδιάφορος, ο αναίσθητος, ο ανάλγητος, ο αμέτοχος, ο σκληρός, ο άκαμπτος, ο μισητός, ο ασυμπαθής και πονηρός άνθρωπος
μένει αθεράπευτος. Όχι γιατί το θέλει να είναι έτσι ο Θεός. Αλλά γιατί δεν δέχεται ο ίδιος να είναι αλλιώς. Ο επάρατος τύπος αυτός του ταλαίπωρου ανθρώπου, χωρίς την κένωση της αγίας αγάπης, δεν έχει και δεν του μένει τίποτα για να
προσλάβει μέσα του και πλάι του. Χωρίς τη δύναμη της υπομονής, τα πάντα είναι υγρά και διαλελυμμένα. Και η δικαιοσύνη του ακόμη, είναι άχρηστη· γιατί δεν είναι παρά ένα σκουριασμένο γύφτικο μυτερό καρφί μπηγμένο «εγωπρεπώς» στο σώμα του αδελφού του, δηλαδή στον δυστυχή εαυτό του. Έχει μεν απόλυτα το αναφαίρετο δικαίωμα στη ρήξη, το χωρισμό, την απόσταση και τη μοναξιά, αλλά απέχει από την παραμικρότερη αυτοδιάθεσή του για κοινωνία,
για σύμπραξη, για καταλλαγή, για συνδιαλλαγή, για ενότητα, για ομόνοια, για συγχώρεση και ειρήνευση. Ο
άνθρωπος αυτός ακυρώνει τη χάρη του Θεού επιλέγοντας ν’ ακολουθεί σκιές και
φαντάσματα, πολυδαίδαλους λογισμούς και αδιέξοδες ιδεοληψίες και θλιβερές μανίες που του χαράζει ο
ενδόκοσμός του. Ζει βασικά με τη νοοτροπία του αιτιασμού των πάντων, με την
απροσχημάτιστη και επιθετική κατάκριση όλων, με ενέργειες που κινούν ή υποδαυλίζουν
το πάθος του για συνεχή και κακόβουλη αυτονομία. Ενώ γνωρίζει πολύ καλά ο ίδιος ότι αυτή του τη
νοοτροπία τη συνθέτει αποκλειστικά ένα άσχημο σύνολο από ενδόμυχες ιδιοτροπίες και βαθιές
αγκυλώσεις που μαγνητίζουν επάνω του τις τέλειες νευρώσεις και κάθε άλλη ψυχοτροπία.
Είναι μονόδρομος για το εγωικό θέλημα
του ανθρώπου η μοναξιά. Όταν καθιστάς όρο ατομικής ζωής τον στεναγμό και τη λύπη,
την απόρριψη και την άρνηση, την απόγνωση και την αδιαφορία, την κατάκριση και την
ανεπιείκια, τον κυνισμό και την κακεντρέχεια, την απληστία και την αρπαγή, τη βαρβαρότητα και την καταδυνάστευση, δεν απομακρύνεσαι μόνο από το ανοιχτό παράθυρο, δεν κλείνεις απλά το παντζούρι
στο παράθυρο της ψυχής σου· χτίζεις τοίχο σ’ ένα παράθυρο που μέχρι πρότινος σου
παρείχε σταθερά την ευεργεσία της θέας, το φιλόκαλο κοίταγμα προς τα έξω, την αυθόρμητη δραπέτευση προς τον ορίζοντα του Θεού, την μακάρια απόλαυση του ρήγα ήλιου –αυτού του φυσικού κυρίαρχου συμβόλου της χαράς και της ελευθερίας. Μα, όσο και δυνατός και
μεγαλοπρεπής να είναι αυτός ο μεσουρανισμένος ήλιος, κλεισμένα και χτισμένα παράθυρα δεν
γνωρίζει να διαπερνά. Γιατί, αν και άψυχος, είναι ένας ευγενής ήλιος, ένας ήλιος αρχοντιάς, ειρήνης και ελευθερίας.
Όπως, απερινόητα ευγενής και αρχοντικός, ειρηνικός και ελεύθερος, είναι ο πραγματικός νοητός Ήλιος·
Ο φιλάνθρωπος Χριστός μας!...
Όπως, απερινόητα ευγενής και αρχοντικός, ειρηνικός και ελεύθερος, είναι ο πραγματικός νοητός Ήλιος·
Ο φιλάνθρωπος Χριστός μας!...
πατὴρ Δαμιανὸς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου