Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

«ΠΑΝΑΪΑ ΜΟΥ!... ΠΑΝΑΪΑ ΜΟΥ!...»

«ΠΑΝΑΪΑ ΜΟΥ!... ΠΑΝΑΪΑ ΜΟΥ!...»
Έχει ήδη περάσει πάνω από μία δεκαετία από τότε
που ήλθε ένας χριστιανός για εξομολόγηση,
ο οποίος είχε έναν παππού ιερέα σ’ ένα χωριό
κάπου στα περίχωρα της Δράμας.
Όταν αυτός ήταν μικρός,
διακονούσε τον αγαπημένο του παππού,
τον παπα–Γιώργη –αυτό, ήταν το όνομα του παππού του–
μέσα στο Ιερό Βήμα.
Ο δε παπα–Γιώργης, ήλθε πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία
ξεφεύγοντας από τις σφαγές στη Σμύρνη
και το κάψιμο της πόλης.
Αν και ο ίδιος αγράμματος, ήταν ωστόσο ευλαβέστατος.
Το εκκλησάκι του χωριού ήταν φτωχό,
με δάπεδο κακοστρωμένο από πρόχειρες πλάκες·
γι’ αυτό και ο ταπεινός παπα–Γιώργης
κάθε τόσο σκόνταφτε σ’ αυτές.
Ένα Σάββατο που λειτουργούσε με πέντε–έξι πιστούς,
κατά την Μεγάλη Είσοδο, σκόνταψε
και παραλίγο να σωριαστεί κάτω με τα Τίμια Δώρα.
Ο μικρός εγγονός του, είδε τότε ξαφνικά μια ολόλαμπρη
Κυρία να τον συγκρατεί για να μη πέσει κάτω,
λέγοντάς του τα εξής:
«Μη φοβάσαι!... Σε κρατάω καλά!... Προχώρα!...».
Τρέμοντας ο παπα–Γιώργης από την ιερή συγκίνηση,
εισήλθε μαζί Της μέσα στο Ιερό Βήμα.
Εκείνη, έκλεισε τα βημόθυρα της Ωραίας Πύλης και,
όταν τα Τίμια Δώρα τοποθετήθηκαν
επάνω στην Αγία Τράπεζα,
του έδωσε το θυμιατό για να τα θυμιάσει.
Ο μικρός εγγονός τα έβλεπε όλα αυτά κατάπληκτος,
άφωνος και θαμπωμένος από την ακτινοβολία
Εκείνης της μεγαλόπρεπης Κυρίας.
Η παιδική του ψυχή –και δεν το ξεχνάει ποτέ αυτό– 
πλημμύρισε από ιερό θαυμασμό και δέος.
Καθόλου όμως δεν κατάλαβε το πώς το θυμιατό
που κρατούσε με το μικρό του χέρι,
βρέθηκε στα χέρια της ολόλαμπρης Εκείνης Κυρίας,
της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Βασίλισσας των Ουρανών!
Όταν συνήλθε ο μικρός, είδε τον ιερέα παππού του να κλαίει.
Σε κάθε αίτηση που έκαμνε,
σε κάθε εκφώνηση και ευχή που διάβαζε,
από τη μεγάλη του συγκινησιακή φόρτιση,
συνεχώς επαναλάμβανε τη λέξη: «Παναΐα μου!».
«Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον…» – «Παναΐα μου!».
«Ἄγγελον εἰρήνης, πιστὸν ὁδηγόν…» – «Παναΐα μου!».
«Ἄξιον καὶ δίκαιον Σὲ ὑμνεῖν…» – «Παναΐα μου!».
Στον Καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, το ίδιο.
Ειδικότερα στο «Ἐξαιρέτως τῆς παναγίας, ἀχράντου, 
ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, δεσποίνης ἡμῶν,
Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας…»,
εκεί λυγμοί, εκεί δάκρυα πολλά,
εκεί πάμπολλες φορές το «Παναΐα μου!».
Και όλη αυτή η κατάνυξη, συνεχίσθηκε
μέχρι το πέρας της Θείας Λειτουργίας.
Αφού έκανε και την κατάλυση του Αγίου Ποτηρίου,
γύρισε και είπε στον αγαπημένο του εγγονό:
«Δε θα πεις σε κανέναν ό,τι είδες και ό,τι άκουσες!...
Σε κανέναν!... Γιατί η Παναΐα θα μας κόψει τη γλώσσα!...».
Στα χρόνια της κατοχής (1941–1944)
εμφανίσθηκε ξανά η Παναγία στον παπα–Γιώργη
–ανήμερα των Χριστουγέννων,
δυο χρόνια πριν αυτός κοιμηθεί–
για να τον βοηθήσει και για να τον στηρίξει.
Από τότε ο καλός λευΐτης του Θεού,
μέρα–νύχτα, συνέχεια και ακατάπαυστα,
μουρμούριζε ευλαβικά: «Παναΐα μου!».
Μάλιστα, εξαιτίας αυτής της έκφρασης
πήραν αφορμή και τον πείραζαν καλόκαρδα
οι συγχωριανοί και συντοπίτες του
που ήταν συγχρόνως και τα λογικά του πρόβατα.
Τελικά, ο παπα–Γιώργης εκοιμήθη οσιακώς.
Ένα πρωϊνό που ήταν αδιάθετος,
άνοιξε ο γιος του την πόρτα του δωματίου του
και τον είδε γονατιστό, με τα γεροντικά του χέρια υψωμένα
και, μέσα σ’ ένα υπερκόσμιο φως, να ψελλίζει ικετευτικά: 
«Παναΐα μου! Παναΐα μου! Παναΐα μου, έρχομαι!».
Και Εκείνη, της Οποίας το όνομα δεν έλειψε ποτέ
από τα ιερατικά του χείλη
και από την παναγιόφιλη καρδιά του,
παράλαβε την ευλαβική του ψυχή…

[Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Κ. Αναγνωστόπουλου: 
«Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία»,
μέρος 2ο, κεφ. 3ο, σελ. 250–251,
Πειραιάς 20032.]










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου