Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Η ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
     Η Πνευματικότητα της Ορθοδοξίας δεν είναι ένας ακοινώνητος και σκοτεινός μυστικισμός, χώρος στεγανός από την θεολογία1. Αντίθετα, είναι η ίδια θεολογία και κοινωνία «ἐν ἐκκλησίαις», «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» (Εφεσ. α΄ 1· Κολ. α΄ 2). Η κοινωνία αυτή η άφθαρτη είναι τριαδολογική, γίνεται «ἐν Τριάδι»»: «Ἡ γὰρ διδομένη χάρις καὶ δωρεὰ ἐν Τριάδι δίδοται παρὰ Πατρός, δι’ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι»2. Η Εκκλησία είναι ο επί γης παράδεισος, «ὁ ἐπίγειος οὐρανὸς ἐν ᾗ (η Εκκλησία), ὁ ἐπουράνιος Θεὸς ἐνοικεῖ καὶ ἐμπεριπατεῖ»3. Είναι ο «τόπος», ο «οἶκος», η «σκηνή», η «βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Μόνο εδώ ξεπερνιούνται οι λογικές κατηγορίες και καταργείται η διαλεκτική σχέση των αντιθέτων. Μόνο εδώ «συμπλέκεται» το φθαρτό και το άφθαρτο, η σάρκα και το πνεύμα, το επίγειο και το επουράνιο, ο χρόνος και η αιωνιότητα, το πεπερασμένο και το άπειρο, ο άνθρωπος και ο Θεός. Μόνο εδώ «τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει καὶ τὰ κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ»4. Τα πολιτογραφημένα σ’ Αυτήν (την Εκκλησία) «φωτόμορφα» τέκνα, «λάμποντα, ἀστράπτοντα, ἠλλοιωμένα»5, αναδείχνονται «ἐπίγειοι ἄγγελοι καὶ οὐράνιοι ἄνθρωποι»6. Αυτά είναι οι φορείς και αναμεταδότες των θείων ενεργειών επί της γης, οι «οἰκονόμοι μυστηρίων Θεοῦ» (Α΄ Κορ. δ΄ 1· Πέτρ. δ΄ 10), οι «ἠγαπημένοι ἀδελφοὶ ὑπὸ Κυρίου» (Β΄ Θεσ. β΄ 13), οι «ἐπουρανίου κλήσεως μέτοχοι» (Εβρ. γ΄ 1). Ονομάζονται «θεοσοφίας καθηγεμόνες» (Διονύσιος Αεροπαγίτης), «στύλοι», «φωστῆρες», «λύχνοι», «κριτές», «ὁδηγοί», «σωτῆρες», «θεοί»… Οι άγιοί μας, δεν είναι μόνο ἱσαπόστολοι και ὁμόζυγοι τῶν Αποστόλων «ἐνεργείᾳ», αλλά, και απόστολοι και ευαγγελιστές, «δυνάμει». Γι’ αυτό και ο μοναχός, στο άκουσμα του ονόματος του αγίου της ημέρας, κάνει το σημείο του σταυρού.
     Εκεί που ο μοναχός, ιδιαίτερα ο Αγιορείτης, εκφράζεται με μεγάλη ευλάβεια, είναι η Κυρία Θεοτόκος, λόγω της μεγάλης παρρησίας που έχει αυτή προς τον Υιό της, αλλά και των πολλών ευλογιών της προς το Άγιον Όρος. Αμέτρητες είναι οι θαυματουργές της εικόνες, όπως αμέτρητα είναι και τ’ αγιορείτικα σκηνώματα, τα αρχαιότερα, που συγκροτήθηκαν προς τιμή της: Πρωτάτο, Μεγίστη Λαύρα, Βατοπεδίου, Ιβήρων, Αμαλφηνών, Φιλοθέου, Παύλου, Ξυλουργού, Βουλευτήρια… Σε πολλές Μονές ιστορούνται τα συμβολικά ονόματα της Θεοτόκου κατά θαυμαστούς τρόπους· έτσι στη Μονή Διονυσίου (στον νάρθηκα, δίπλα στην πόρτα του παρεκκλησίου της Θεοτόκου) ιστορούνται μέσα σε πλαίσιο τα συμβολικά ονόματα της Παναγίας. Στην τράπεζα της Μονής Βατοπεδίου αναφέρονται όλα τα ονόματά της –τα ονόματα της Θεοτόκου, κατά τον Όσιο Νικόδημο, αριθμούνται σε 1462–· στον εσωνάρθηκα του Καθολικού της Λαύρας υπάρχει ένα μονόγραμμα με τις λέξεις «χαῖρε πύλη Κυρίου». Υπενθυμίζεται πως και η μεγάλη σφραγίδα της Ιεράς Κοινότητας φέρει την Πλατυτέρα. Υπάρχουν κώδικες (όπως οι των Καυσοκαλυβίων 18 και 235), που ερμηνεύουν πλατιά τα ονόματα αυτά.
     Στην Εκκλησία κεφαλή και ακρογωνιαίος λίθος είναι ο Χριστός, και οι πιστεύοντες σ’ Αυτόν είμαστε το σώμα και η οικοδομή (Κολ. α΄ 18, 24· Εφεσ. β΄ 21). Αυτό σημαίνει πως το στήθος του σώματος και το δωμάτιο του οικοδομήματος περιέχουν το θυσιαστήριο. Έτσι τα Άγια των αγίων, ο τόπος όπου αναπαύεται ο Θεός, είναι το ανθρώπινο φύραμα· θυσιαστήριο είναι οι πιστοί Του. Η αγία Τράπεζα του Ναού, θεμελιώνεται επάνω σε λείψανα αγίων Μαρτύρων, όπως και το αντιμίνσιο· ο τοίχος γύρω είναι αγιογραφημένος με επιβλητικές μορφές ιεραρχών που πορεύονται δυναμικά στο θείο γνόφο· η θεία λειτουργία, ποίημα θεοπνεύστων ιεραρχών, μεταβάλλει τις προσφορές μας σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Η κοιλία της Παρθένου, η ιερότερη σάρκα εν ουρανώ και επί γης· οι αγκάλες του δικαίου Συμεών· τα χέρια του Τιμίου Προδρόμου, του Αποστόλου Θωμά, του ευσχήμονος Ιωσήφ, μακαρίζονται ιδιαίτερα στην Εκκλησία, διότι έφεραν ή έψαυσαν το ακήρατο Σώμα του Κυρίου. Όλα στην Εκκλησία, με την πραγματική ή την συμβολική τους ενέργεια, κάμπτουν το θείο έλεος και θεώνουν τους πιστούς. Ο Θεός, «θεοῖς συγγινόμενος», «ἐνοικεῖ καὶ ἐμπεριπατεῖ» ανάμεσά μας: είμαστε η «μονή» Του7.
     Ο τρόπος προσευχής στην Αγιορείτικη Πνευματικότητα είναι ιδιαίτερος: κείται ανάμεσα στο θεωρητικό των Σιναϊτών και στον πρακτικό των Στουδιτών. Οι μοναχοί του Αγ. Αθανασίου του Αθωνίτου προσεύχονταν χωρίς εικόνες και έφεραν «τὸν ψαλμὸν ἐπὶ γλώσσης», όταν εργάζονταν8. Και στη μετάληψη των θείων Μυστηρίων αποφεύγονται οι ακρότητες, απ’ όλους τους παραδοσιακούς Αγιορείτες: ο Νικηφόρος ο Φωκάς με τον Άγιο Αθανάσιο συμφωνούν να μεταλαμβάνουν μια φορά την εβδομάδα. Παρόμοια ο Άγιος Διονύσιος, ο ιδρυτής της ομώνυμης Μονής, καθώς και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
     Η μοναδικότητα της Ορθόδοξης Πνευματικότητας δημιουργεί μεγάλες διαφορές μεταξύ αυτής και των αντίστοιχων πνευματικοτήτων των άλλων δογμάτων και θρησκευμάτων. Η πνευματικότητα σε όλα τα θρησκεύματα μετέχει –ας μας επιτραπεί εδώ η απολυτότητα– του δαιμονιακού· είναι ένας μυστικισμός, όπου εκπέμπονται φλογώδεις ανταύγειες και πληρώνεται ο αέρας με οσμή θειαφιού. Θα πρέπει να αναφερθούν, ενδεικτικά, μερικά χωρία από κάποια κείμενα, χωρίς να σχολιαστούν οι κραυγαλέες αντιφάσεις τους.
     Και πρώτα ένα χωρίο από τα «Εφτά βιβλία της μεγάλης ατραπού» (5, 51), όπου περιγράφεται η θεωρία της μεταθανάτιας πορείας της ψυχής: «σφαιρικοί όγκοι εκτυφλωτικού φωτός από ακτινοβολούσες σπίθες κατακλύζουν την ύπαρξη με μια ραγδαία βροχή. Στη συνέχεια εμφανίζονται κάποιες μορφές ερμαφρόδιτες με απειλητικές διαθέσεις, οι οποίες οδηγούν την ψυχή προς τον Δήμιο, για να την τοποθετήσει σε μια σιδερένια φυλακή…»!9
     Ιδού, πώς ερμηνεύεται από αυθεντικά κείμενα του ταοϊσμού το Τάο (=οδός): «Το Τάο είναι ένα yin (=μαύρο), ένα yang (=άσπρο)· αυτό είναι το Τάο. Το yang είναι συνεχώς μέσα στο yin· το yin είναι συνεχώς μέσα στο yang. Χωρίς το yin δεν υπάρχει yang· χωρίς το yang δεν υπάρχει yin. Όπου καλείται το yang έρχεται το yin· όπου καλείται το yin έρχεται το yang…». Λοιπόν, «το yin και το yang, ενωμένα, παράγουν τα δέκα χιλιάδες όντα». Την παραδοξολογία αυτή ερμηνεύει άλλο κείμενο, με άλλη παραδοξολογία(!): δέκα χιλιάδες «είναι ο αριθμός αυτού που δεν έχει αριθμό». Κι αυτά τα παραπάνω θεωρούνται το «κατώφλι του μυστηρίου των μυστηρίων» και η «θύρα των θαυμασίων»!10 
     Να, και οι μωρές εμπειρίες ενός γιογκανάντα: «–από σήμερα θα ζήσεις με φως αστρικό· τα κύτταρα του σώματός σου θα ανανεώνουν την δύναμή τους από το ρεύμα του Απείρου»· «αμέσως παρουσιάστηκαν φώτα μικρά περιστρεφόμενα, τα οποία σε λίγο συγκεντρώθηκαν και πήραν το σχήμα ενός πνευματικού οφθαλμού που είχε χρώμα οπάλινο με πλαίσιο χρυσό, στο κέντρο δε παρουσιάστηκε ένα πεντάγωνο αστέρι λευκό»· «εκάθισα επάνω στο κρεβάτι μου και πήρα την στάση λωτού (…) καθώς σήκωσα τα μάτια μου είδα στο ταβάνι να παίζουν μικρά χρωματιστά φώτα και να ακτινοβολούν με λάμψεις σπινθήρων (…) αισθάνθηκα το σώμα μου να χάνει τον όγκο και το βάρος του, να μεταμορφώνεται σε αστρική ουσία (…) “–Αυτός είναι ο μηχανισμός της κοσμικής κινηματογραφικής ταινίας”, είπε μια φωνή που έβγαινε μέσα από τις φωτεινές αναλαμπές»11. Ιδού, και πώς περιγράφεται η μορφή του «θεού»: «...Ταραγμένη βρίσκεται η ψυχή μέσα μου, και δεν έχω ούτε χαρά, καθώς κοιτάζω τα τρομερά σου στόματα με τους πολλαπλούς χαυλιόδοντας τους καταστρεπτικούς· τα πρόσωπά σου, μοιάζουν σαν τις φωτιές του θανάτου και του χρόνου, χάνω την αίσθηση των κατευθύνσεων και δεν βρίσκω την ειρήνη, ω θεέ των θεών»!12. Επίσης, και αυτά τα «σοφά»: «ο βουδδισμός (…) είναι πίστη που υπερβαίνει την πίστη, θεωρία που υπερβαίνει την θεωρία, άσκηση που υπερβαίνει την άσκηση – και πάνω απ’ όλα υπέρβαση που υπερβαίνει την υπέρβαση (…). Σκοπός του (βουδδιστή) είναι με το να εξαντλεί τις τάσεις του και να μην δημιουργεί νέες, να φθάσει σε ένα επίπεδο ύπαρξης, όπου δεν χρειάζεται τίποτε – ούτε καν την ανάγκη να μην χρειάζεται τίποτε»!!13
     Αρκεί στον Ορθόδοξο Χριστιανό να έχει κάποιες προσβάσεις στην θεωρητική ζωή για να κρίνει πόσο βλακώδη είναι όλα τα παραπάνω. Αλλά και πόσο δαιμονικά. Επιμείναμε στην αναφορά της ινδουιστικής θρησκείας, διότι αυτή βρίσκει έδαφος μεταξύ των snob, ενώ η μουσουλμανική θρησκεία μεταξύ των καθυστερημένων λαών. Η πρώτη έχει ανεξιθρησκία, ενώ η δεύτερη αν επιτρέψει στις λαϊκές μάζες την ανεξιθρησκία θα διαλυθεί. Ο μουσουλμανισμός, σαφώς πολεμική θρησκεία, χρειάζεται συναφή ψύχωση για την επικράτησή του μεταξύ των μαζών. Ενδεικτικά, πάλι, θα έπρεπε ν’ αναφερθεί η προσευχή –δαιμονικός φριμαγμός– των μουσουλμάνων μπεκτασήδων από έναν αυτόπτη: «όλες οι προσευχές τους συνοδεύονταν και από σωματική άσκηση που εντεινόταν σε ρυθμού πυρετού και εκστάσεως· έβγαζαν κραυγές αγρίων θηρίων με βρυχηθμούς, και το ύφος τους θύμιζε θηρία ανήμερα»14. Για τον μουσουλμανισμό, αρκεί κανείς να μελετήσει το κοράνιο, το βιβλίο «που κατέβηκε από τον ουρανό» (6, 156· 10, 38 κ.α.), και να το συγκρίνει με το βιβλίο της Καινής Διαθήκης: ερεβώδες σκότος το ένα, πάμφωτη ημέρα το άλλο. Με τον ιουδαϊσμό δεν είναι δυνατή καμμία σύγκριση, διότι η καμπάλα και το ταλμούδ δεν είναι μόνο αντιχριστιανικά αλλά και σατανολατρικά.
     Αλλά και προς τις χριστιανικές ομολογίες διαφέρει καίρια η Ορθόδοξη Πνευματικότητα. Προς τον Παπισμό, που διακηρύσσοντας την αλάθητη αυθεντία του ανθρώπου του Βατικανού, δίνει την ευτελή αυτάρκεια στον οπαδό του «Αλαθήτου», ότι ο κορτεσιανής δομής μυστικισμός που ασκεί, ανακατεμένος με νοσηρό ερωτισμό (βλ. τους Βίους Φραγκίσκου της Ασσίζης, Ιωάννη του Σταυρού, της Αλακόκ, της Τερέζας, της Γερτρούδης, της Ούρσουλας, της Φιλικίας, των Βερονικών) αποτελεί τη συνισταμένη της χριστιανικής «Μίμησης». Πρέπει να διευκρινισθεί πως στην Ορθόδοξη Πνευματικότητα, η μίμηση της ζωής του Χριστού δεν σταματά στις ηθικιστικές νόρμες των εξωτερικών έργων, αλλά προχωρεί στην εσωτερική, τη μυστική κοινωνία: όχι μόνο «ἀποσκοπεῦσαι εἰς τὴν θειοτάτην κατὰ σάρκα ζωὴν» του Χριστού, αλλά και «ἀναδραμεῖν τῇ ἀφομοιώσει τῆς ἱερᾶς ἀναμαρτησίας» Του15. Εκείνος που προχώρησε πέρα από τις επιταγές της ηθικής, του νόμου και όλων των κοινωνικών συμβατικοτήτων, μεθά με το δυνατό κρασί της χριστιανικής ζωής.
     Ο Προτεσταντισμός, από την άλλη, καταργεί την πνευματικότητα, αφού αποψιλώνει το δόγμα. Εδώ κάθε νεότερη «σχολή», περισσότερο ορθολογιστική από την προηγούμενη, ζητά μόνο να ανατρέπει. Όμως, παρά ταύτα, γιγαντώνουν μέσα στους κόλπους του προτεσταντισμού, κάθε μέρα και πιο πολύ, ο μυστικισμός, ο ενθουσιασμός και οι εξάρσεις των «χαρισματούχων», σ’ ένα κλίμα ξέφρενης φαντασίας και δαιμονικής υστερίας. Αλλά και οι προτεστάντες φονταμενταλιστές, προσκολλημένοι στις διδαχές των ιδρυτών του προτεσταντισμού, δεν κάνουν τίποτε, παρά να δημιουργούν, μαζί με τους αντίθετους προς αυτούς φιλελεύθερους προτεστάντες, μια θρησκευτική πόλωση, μια συνεχώς επιτεινόμενη βαβυλωνιακή σύγχυση…
[Δωροθέου Μοναχού: «Άγιον Όρος – Μύηση στην ιστορία και την ζωή του», τ. α΄, μέρος γ΄, κεφ. ΙΙ, σελ. 442–446· Όλες οι σχετικές σημειώσεις και παραπομπές: τ. β΄, σελ. 199–200, εκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη 19861.
1. «Δεν υπάρχει χριστιανικός μυστικισμός άνευ θεολογίας, αλλά, κυρίως, δεν υπάρχει θεολογία άνευ μυστικισμού», τονίζει επιγραμματικά ο Βλ. Λόσσκι (Η μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, μετ. Στ. Πλευράκη, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 5).
2. Μ. Αθανάσιος, Προς Σεραπίωνα επιστολή, 1, 30-32. – Μ. Βασίλειος, Κατά Σαβελλιανών 3: PG 31, 605Α. – Άγ. Γρηγόριος Θεολ. Λόγος ΚΗ΄ (Θεολ. Β΄ 1): PG 36, 25D – 28A· Λόγος ΜΕ΄ 5: PG 36, 629A· Περί ειρήνης 3: PG 35, 1164A. – Αγ. Γρηγόριος Νύσσης, Περί Αγίου Πνεύματος 13: PG 45, 1317A. – Αγ. Κύριλλος Αλεξ., Περί Αγίας Τριάδος 6: PG 75, 1056A. – Αγ. Ιωάννης Δαμ., Περί πίστεως ορθοδόξου 1, 13: PG 94, 856B. – Μ. Γλυκάς, Εις τα άπορα της θείας Γραφής, έκδ. Σ. Ευστρατιάδου, Αθήναι 1906, σ. 350λ΄.
3. Άγ. Γερμανός ΚΠόλεως, Dybia, Ιστορία εκκλησιαστική και μυστική θεωρία: PG 98, 384B: βλ. και Άγ. Ειρηναίος: plantata est enim Ecclesia Paradisus in hoc mundo, Adv, Haer. V, 20, 2: PG 7, 1178A.
4. Μέγα Ευχολόγιον, Ακολουθία μεγάλου αγιασμού.
5. Άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός, Κανόνας της Πεντηκοστής, Ειρμός ε΄ ωδής και β΄ τροπ. θ΄ ωδής.
6. Φράση που περιέχεται σε πολλά τροπάρια Οσίων.
7. Β΄ Κορ. στ΄ 16· Ιω. ιδ΄ 23. «Και το Σώμα του Χριστού, το Θεανθρώπινο, γίνεται δικό μας υπέρ–υποκειμενικώς, κατά την Σάρκωση· κατά δε την θεία Ευχαριστία, γίνεται δικό μας αντικειμενικώς» (βλ. Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, σ. 69).
8. «Οὐκ εἴχομεν γὰρ φῶτα ἐν τῷ κελλίῳ, ἀλλ’ οὐδὲ εἰκόνας, διὰ τὸ ἀπερίσπαστον» (Βίος Β΄ Αγ. Αθανασίου, και Βίος Α΄, Noret, σ. 179 και σ. 66)· «ὁ στίχος ἐπὶ στόματος αὐτῶν φέρεται» (Υποτύπωσις, Meyer, σ. 136).
9. Έκδ. W. Y. Evans – Wentz, Tibetan yoga and secret doctrines, Oxford Univerisity Press 1973, σ. 243.
10. Βλ. Encyclopedie des Mystiques Orientales, Paris 1975, σ. 208-209.
11. Παραμχάνσα Γιογκανάντα, Η αυτοβιογραφία ενός γιόγκι, μετ. Ι. Βορρέ, Αθήναι χ.χ., σς 593, 367, 363.
12. Μπαγκαβάτ Γκιτά 11, 24-25, μετ. Γ. Ζωγραφάκη, Αθήναι 1966, σ. 169.
13. Αιμ. Μπουρατίνος, περ. «Εποπτεία», τχ. 15/1977, σ. 497.
14. παρά Παν. Φωτέα, περ. «Ευθύνη», τχ. 68/1977, σ. 422. – Πολύ θα ήθελε ο γράφων (και δεν θα βρει άλλη τέτοια ευκαιρία) να απευθύνει σ’ όλους εκείνους τους μουσουλμάνους που θεωρούνται «πνευματικοί» (αγιατολάχ, μουφτήδες, δερβίσηδες, ουλεμάδες, σουΐχ) μια συμβουλή: «Βγείτε, ταλαίπωροι, από το σκότος στο φως· πετάξτε τις γραφές σας στο βάθος του υπονόμου, απ’ όπου βγήκαν, και αναπνεύστε…».
15. Αεροπ., Περί εκκλ. ιεραρχίας Γ΄ 3, 12 και Περί ουρανίου ιεραρχίας Γ΄ 2: PG 3, 344B και 165Α· βλ. και Βλ. Λόσσκι, όπ. π., σ. 293.]



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου