«Μια από τις
μέρες που βρισκόμουν στην Ιερουσαλήμ, πρόσεξα ότι μερικοί κάτοικοι της Βηθλεέμ,
αραβόφωνοι Χριστιανοί, μοίραζαν στους προσκυνητές –επί αμοιβή– πέτρινα ρεβίθια. Τους ρώτησα “από πού τα
βρίσκουν”. Μου είπαν ότι, μεταξύ της Ιερουσαλήμ και της Βηθλεέμ, αριστερά του
αμαξωτού δρόμου που οδηγεί στην Βηθλεέμ, υπάρχει ένα παλαιό αλώνι, εκεί όπου
βρίσκονται τα πέτρινα ρεβίθια. Για να
έχω σαφή γνώση του πράγματος, την άλλη μέρα, πήρα για οδηγό έναν που είχε στην κατοχή
του αυτά τα πέτρινα ρεβίθια και πήγα
επί τόπου.
–Να, το αλώνι! Από ’δω είναι τα πέτρινα ρεβίθια! μου είπε ο οδηγός μου,
σαν φτάσαμε.
Όντως, αριστερά
του δρόμου, υπάρχει ένα ευρύχωρο αλώνι, σκαλισμένο στην πέτρα. Παλιά, τα αλώνια,
ήταν φτιαγμένα με γερή πέτρα, την οποία, την εξομάλυναν και την ισοπέδωναν
καλά. Κι αυτό γιατί οι πέτρες, εκεί στην Βηθλεέμ και γύρω από αυτήν, είναι τόσο
εύπλαστες, που τις κόβουν με το πριόνι!
Μπήκαμε μέσα στο αλώνι. Στις άκρες του, είχαν συσσωρευτεί χώματα και χαλίκια. Εκεί, ανάμεσά τους, βρισκόντουσαν τα πέτρινα ρεβίθια. Μάζεψα πάνω από μια οκά. Από αυτά, άλλα ήταν καλώς ώριμα, άλλα ήταν μικρότερα και λιγότερο ώριμα, και μερικά ήταν ακοπάνιστα με το έξω τους ένδυμα (τον φλοιό).
Αφού ρώτησα πολλούς “πώς γίνεται και γιατί μόνον εκεί, σ' αυτό το αλώνι, να βρίσκονται αυτά τα απολιθωμένα ρεβίθια”, πήρα από αυτούς την απάντηση, ότι, η Παναγία μας μαζί με τον Μνήστορα τον Ιωσήφ, όπως λέει και το θείο και ιερό Ευαγγέλιο, ανέβαιναν στα Ιεροσόλυμα από την Ναζαρέτ. Επειδή όμως ο Ιωσήφ καταγόταν από την Βηθλεέμ, είχε και εκεί συγγενείς, πήγαιναν και στην Βηθλεέμ κι έμεναν κι εκεί για μερικές μέρες.
Μια μέρα, ενώ πήγαινε η Κυρία Θεοτόκος, από την Βηθλεέμ προς τα Ιεροσόλυμα, μαζί με τον Μνήστορα Ιωσήφ και με τον Ιησού Χριστό, όταν Αυτός –κατά το ανθρώπινο– ήταν μικρό παιδάκι, ένας κάτοικος της Βηθλεέμ, ήταν εκεί στο αλώνι που είπαμε και κοπάνιζε ρεβίθια. Λέει η Παράδοση, ότι, τα ζώα, μόλις έβλεπαν την Θεοτόκο που είχε στην αγκαλιά Της τον Χριστό, σαν μικρό παιδάκι που Αυτός ήταν, έμεναν από σεβασμό ακίνητα μέχρις ότου να περάσει η Παναγία μας μαζί με το Χριστό. Έτσι, μόλις λοιπόν τα ζώα με τα οποία αλώνιζε τα ρεβίθια αυτός ο Βηθλεεμίτης είδαν την Θεοτόκο να περνάει μαζί με τον Χριστό, σταμάτησαν, ακινητοποιήθηκαν. Η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ χαιρέτισαν εκείνον τον άνθρωπο και τον ρώτησαν “τί αλωνίζει”. Αυτός, λόγω του ότι τα ζώα ακινητοποιήθηκαν με παράδοξο και ανεξήγητο τρόπο, οργίστηκε. Και τους απάντησε με οργή και αυθάδεια: “Πέτρες, αλωνίζω!”. Αμέσως, τα ρεβίθια του έγιναν πέτρες και βρίσκονται εκεί μέχρι σήμερα.
Εγώ που πήγα εκεί επί τόπου και εξέτασα με προσοχή αυτά τα πέτρινα ρεβίθια, πείσθηκα ότι έτσι ακριβώς έχει το πράγμα. Το αλώνι, σώζεται ανέπαφο κοντά στον αμαξωτό δρόμο και μέσα σ’ αυτό βρίσκονται αυτά τα ρεβίθια πετρωμένα, μια κι έχουν μεταβληθεί σε πέτρες...».
Μπήκαμε μέσα στο αλώνι. Στις άκρες του, είχαν συσσωρευτεί χώματα και χαλίκια. Εκεί, ανάμεσά τους, βρισκόντουσαν τα πέτρινα ρεβίθια. Μάζεψα πάνω από μια οκά. Από αυτά, άλλα ήταν καλώς ώριμα, άλλα ήταν μικρότερα και λιγότερο ώριμα, και μερικά ήταν ακοπάνιστα με το έξω τους ένδυμα (τον φλοιό).
Αφού ρώτησα πολλούς “πώς γίνεται και γιατί μόνον εκεί, σ' αυτό το αλώνι, να βρίσκονται αυτά τα απολιθωμένα ρεβίθια”, πήρα από αυτούς την απάντηση, ότι, η Παναγία μας μαζί με τον Μνήστορα τον Ιωσήφ, όπως λέει και το θείο και ιερό Ευαγγέλιο, ανέβαιναν στα Ιεροσόλυμα από την Ναζαρέτ. Επειδή όμως ο Ιωσήφ καταγόταν από την Βηθλεέμ, είχε και εκεί συγγενείς, πήγαιναν και στην Βηθλεέμ κι έμεναν κι εκεί για μερικές μέρες.
Μια μέρα, ενώ πήγαινε η Κυρία Θεοτόκος, από την Βηθλεέμ προς τα Ιεροσόλυμα, μαζί με τον Μνήστορα Ιωσήφ και με τον Ιησού Χριστό, όταν Αυτός –κατά το ανθρώπινο– ήταν μικρό παιδάκι, ένας κάτοικος της Βηθλεέμ, ήταν εκεί στο αλώνι που είπαμε και κοπάνιζε ρεβίθια. Λέει η Παράδοση, ότι, τα ζώα, μόλις έβλεπαν την Θεοτόκο που είχε στην αγκαλιά Της τον Χριστό, σαν μικρό παιδάκι που Αυτός ήταν, έμεναν από σεβασμό ακίνητα μέχρις ότου να περάσει η Παναγία μας μαζί με το Χριστό. Έτσι, μόλις λοιπόν τα ζώα με τα οποία αλώνιζε τα ρεβίθια αυτός ο Βηθλεεμίτης είδαν την Θεοτόκο να περνάει μαζί με τον Χριστό, σταμάτησαν, ακινητοποιήθηκαν. Η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ χαιρέτισαν εκείνον τον άνθρωπο και τον ρώτησαν “τί αλωνίζει”. Αυτός, λόγω του ότι τα ζώα ακινητοποιήθηκαν με παράδοξο και ανεξήγητο τρόπο, οργίστηκε. Και τους απάντησε με οργή και αυθάδεια: “Πέτρες, αλωνίζω!”. Αμέσως, τα ρεβίθια του έγιναν πέτρες και βρίσκονται εκεί μέχρι σήμερα.
Εγώ που πήγα εκεί επί τόπου και εξέτασα με προσοχή αυτά τα πέτρινα ρεβίθια, πείσθηκα ότι έτσι ακριβώς έχει το πράγμα. Το αλώνι, σώζεται ανέπαφο κοντά στον αμαξωτό δρόμο και μέσα σ’ αυτό βρίσκονται αυτά τα ρεβίθια πετρωμένα, μια κι έχουν μεταβληθεί σε πέτρες...».
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
ΙΩΑΚΕΙΜ
ΣΠΕΤΣΙΕΡΗΣ (1858–1943)
[Αρχιμανδρίτου Ιωακείμ Σπετσιέρη (1858–1943): «Απομνημονεύματα», μέρος 2ο, κεφ. 32ο, σελ. 152-154, έκδοσις (2η) Καλύβης «Σύναξης Αγίων Αναργύρων», Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος, Μάρτιος 1998.]
[Αρχιμανδρίτου Ιωακείμ Σπετσιέρη (1858–1943): «Απομνημονεύματα», μέρος 2ο, κεφ. 32ο, σελ. 152-154, έκδοσις (2η) Καλύβης «Σύναξης Αγίων Αναργύρων», Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος, Μάρτιος 1998.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου