ΚΑΙ, ΞΑΦΝΙΚΑ, ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ!
Όπως βλέπετε κι εσείς,
πρόκειται για μία αγαπημένη και μονιασμένη «παρέα» από μικρά, τρυφερά και
χαμόβλαστα κυκλάμινα που τα πνίγουν τα χάδια του, σπάνιου για τις μέρες του
Οκτώβρη, τόσο θερμού ήλιου.
Κατάφεραν και φρέναραν απότομα το βιαστικό
και σαρωτικό βήμα μου στην μικρή κατηφοριά του εδάφους και μαγνήτισαν ολόθυμα
την προσοχή των μυωπικών μου ματιών.
Εκεί, στη «γη της σιωπής των άφθογγων και αείκειτων ανθρώπων» (ήγουν· στην ανεμόδαρτη γη του ήσυχου Κοιμητηρίου της παραμεθόριας Ενορίας όπου διακονώ!), βρέθηκα έκπληκτος στην θέα μιας ταπεινής και παράμερης δραξιάς γεμάτης από γνήσια, αυθεντική και νοσταλγική ομορφιά από αυτά τα τόσο ταπεινά και «ακενόδοξα» βλαστήματα...
Τα «καλημέρισα», όσο μπορούσα πιο άηχα και σιωπηλά, απαθανατίζοντάς τα με τον φακό του κινητού μου, σκύβοντας μέχρι κάτω στη γη, εισβάλλοντας έτσι αποφασιστικά στο εκλεπτυσμένο πεδίο του δικού τους «ανυψηλού» ύψους...
Κυριολεκτικά «μετάνισα» (έβαλα μετάνοια, δηλαδή) μπροστά στο ελκυστικό κάλλος της πανώριας και ξεχωριστής ταπείνωσης που εκπέμπουν, όσο αυτά θάλλουν έτσι τερπνά. Ράσο, ζωστικό και πετραχήλι, έγιναν ένα με το καθαρό χώμα και, συνάμα, γι’ αυτά τα απορημένα τρυφεράδια, οι αιφνίδιοι «γείτονες» ή οι αναπάντεχοι «περαστικοί» τους…
Πιο πέρα, κάτι μεσόκοπες γυναίκες, μαυροφορεμένες και όχι, συνηθισμένες ή όχι στο πένθος, ίσως να κοίταξαν κατά μένα. Και πολύ περισσότερο να απόρησαν –αν όντως κοίταξαν και πρόσεξαν. «Μα, τί κάνει ο παπάς εκεί πέρα;!»: νά ’ναι αυτές οι πιθανές λέξεις του αναμενόμενου συρμού για τους εύλογους λογισμούς τους!...
Ετούτα τα αθώα κι αδύναμα αλλά πανέμορφα κυκλάμινα, τα γεμάτα μωβίζουσα χάρη, έδωσαν ένα φρένο στην αναίτια βιάση και μια παρένθεση στην ρουτίνα των επιτύμβιων «διαβασμάτων». Και, το κυριώτερο; «Χαλάστηκε» για λίγο η σειρά, η ακολουθία και η προτεραιότητα των καθιερωμένων «τρισαγίων» που περίμεναν, ευτυχώς αδιαμαρτύρητα. Αλλά, ειλικρινά, δεν μ’ ένοιαξε καν!...
Τελικά, ο κόσμος αυτός, δεν αλλάζει (βήμα, πορεία, ρότα και κατεύθυνση), παρά μονάχα μ’ εκείνην την ιεροκρύφια αλλά δυναμική, άτυφη αλλά άπεφθη ομορφιά, η οποία, ως συνήθως, αγαπά πάντα να κρύβεται. Αλλά δεν αρνιέται, –ποτέ και σε κανέναν–, να αποκαλύπτεται, ως έχει και ως είναι!...
πατήρ Δαμιανὸς
Εκεί, στη «γη της σιωπής των άφθογγων και αείκειτων ανθρώπων» (ήγουν· στην ανεμόδαρτη γη του ήσυχου Κοιμητηρίου της παραμεθόριας Ενορίας όπου διακονώ!), βρέθηκα έκπληκτος στην θέα μιας ταπεινής και παράμερης δραξιάς γεμάτης από γνήσια, αυθεντική και νοσταλγική ομορφιά από αυτά τα τόσο ταπεινά και «ακενόδοξα» βλαστήματα...
Τα «καλημέρισα», όσο μπορούσα πιο άηχα και σιωπηλά, απαθανατίζοντάς τα με τον φακό του κινητού μου, σκύβοντας μέχρι κάτω στη γη, εισβάλλοντας έτσι αποφασιστικά στο εκλεπτυσμένο πεδίο του δικού τους «ανυψηλού» ύψους...
Κυριολεκτικά «μετάνισα» (έβαλα μετάνοια, δηλαδή) μπροστά στο ελκυστικό κάλλος της πανώριας και ξεχωριστής ταπείνωσης που εκπέμπουν, όσο αυτά θάλλουν έτσι τερπνά. Ράσο, ζωστικό και πετραχήλι, έγιναν ένα με το καθαρό χώμα και, συνάμα, γι’ αυτά τα απορημένα τρυφεράδια, οι αιφνίδιοι «γείτονες» ή οι αναπάντεχοι «περαστικοί» τους…
Πιο πέρα, κάτι μεσόκοπες γυναίκες, μαυροφορεμένες και όχι, συνηθισμένες ή όχι στο πένθος, ίσως να κοίταξαν κατά μένα. Και πολύ περισσότερο να απόρησαν –αν όντως κοίταξαν και πρόσεξαν. «Μα, τί κάνει ο παπάς εκεί πέρα;!»: νά ’ναι αυτές οι πιθανές λέξεις του αναμενόμενου συρμού για τους εύλογους λογισμούς τους!...
Ετούτα τα αθώα κι αδύναμα αλλά πανέμορφα κυκλάμινα, τα γεμάτα μωβίζουσα χάρη, έδωσαν ένα φρένο στην αναίτια βιάση και μια παρένθεση στην ρουτίνα των επιτύμβιων «διαβασμάτων». Και, το κυριώτερο; «Χαλάστηκε» για λίγο η σειρά, η ακολουθία και η προτεραιότητα των καθιερωμένων «τρισαγίων» που περίμεναν, ευτυχώς αδιαμαρτύρητα. Αλλά, ειλικρινά, δεν μ’ ένοιαξε καν!...
Τελικά, ο κόσμος αυτός, δεν αλλάζει (βήμα, πορεία, ρότα και κατεύθυνση), παρά μονάχα μ’ εκείνην την ιεροκρύφια αλλά δυναμική, άτυφη αλλά άπεφθη ομορφιά, η οποία, ως συνήθως, αγαπά πάντα να κρύβεται. Αλλά δεν αρνιέται, –ποτέ και σε κανέναν–, να αποκαλύπτεται, ως έχει και ως είναι!...
πατήρ Δαμιανὸς