Η
ΜΥΣΤΙΚΗ «ΣΧΙΝΟΒΑΣΙΑ» ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
«Νὰ σᾶς πῶ κάτι ὡραῖο.
Τό
’χω ξαναπεῖ ὅτι μοῦ ἄρεσε πολὺ τὸ δάσος. Εἶχα συνηθίσει στὴ μοναξιὰ κι ἤθελα νὰ
εἶμαι μόνος. Ἤθελα νὰ ζῶ ἔξω, καὶ πιὸ πολὺ τὴ νύκτα. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἀνέβαινα
πάνω σ’ ἕναν πρίνο, ψηλά, πάνω ἀπό δυόμισι μέτρα. Ἔφτιαξα ἐκεῖ ἕνα κρεββάτι μὲ
σχίνους. Ἔκοψα σχίνα καὶ τὰ ἔπλεξα μὲ τὰ κλαδιὰ τοῦ πρίνου. Ἔβαλα ἀπὸ πάνω μία
κουβέρτα καὶ τυλιγόμουνα. Ἦταν πολὺ ὡραῖο. Ἀνέβαινα μὲ μία σκάλα, ποὺ τὴν εἶχα
φτιάξει μόνος μου, κι ὅταν ἔφθανα πάνω, τὴν τραβοῦσα καὶ κανεὶς δὲν μ’
ἐνοχλοῦσε. Τὸ κρεββάτι τὸ εἶχε ζώσει μία ἀγράμπελη, ποὺ εὐωδίαζαν πολὺ ὡραῖα τ’
ἄφθονα ἄνθη της. Κάτω ἀπὸ τὸν πρίνο ἦταν ἕνας πλούσιος σχίνος. Ἀπείχε ἀπ’ τὸν
πρίνο, ἀπ’ τὴ ρίζα τοῦ πρίνου, κάνα δυὸ μέτρα μὲ τρία. Ἀνέβαινα στὸ κρεββάτι
σκαρφαλώνοντας. Ἐκεῖ ἤμουν ὅλο προσευχή. Ἤμουν ἅγιορείτης. Ἤθελα μοναξιὰ καὶ Ψαλτήρι.
Ἀλλὰ καὶ τὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…”. Προσευχόμουν ὧρες ἐκεῖ στὸν πρίνο, μὲς στὰ
λουλούδια τῆς ἀγράμπελης, πάνω στὸ σχινένιο κρεββάτι μου.
Ἕνα βράδυ ποὺ σκαρφάλωσα στὸ κρεββάτι αὐτό, τὸ γεμάτο λουλούδια, ἔκανα τὴν προσευχή μου. Ἦταν νύκτα, μὲς στὴν ἐρημιά. Τὸ φεγγάρι ἔλουζε τὴν πλάση. Μὲ συνόδευαν τ’ ἀηδόνια, ποὺ μόλις εἶχαν ξυπνήσει καὶ κελαηδοῦσαν.
Ἕνα βράδυ ποὺ σκαρφάλωσα στὸ κρεββάτι αὐτό, τὸ γεμάτο λουλούδια, ἔκανα τὴν προσευχή μου. Ἦταν νύκτα, μὲς στὴν ἐρημιά. Τὸ φεγγάρι ἔλουζε τὴν πλάση. Μὲ συνόδευαν τ’ ἀηδόνια, ποὺ μόλις εἶχαν ξυπνήσει καὶ κελαηδοῦσαν.
Εἶπα πολλὰ ἀπ’ τὸ Ψαλτήρι καὶ κυρίως τὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”. Σὲ μιὰ στιγμὴ σηκώθηκα ὄρθιος κι εἶπα νοερῶς τὸ ἀπόδειπνο.
Τὴν ὥρα ποὺ ἄρχισα νὰ λέω τὴν εὐχὴ τῆς Παναγίας, ἔφτιαξα μία εἰκόνα νοερὴ τῆς
Παναγίας: Πάνω σὲ ἕναν ὡραῖο, θεῖο καὶ ὑψηλὸ θρόνο ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ γύρω
γύρω τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων, ἀρχαγγέλων, χερουβείμ, σεραφείμ, τῶν μαρτύρων, τῶν
ἁγίων, τῶν προφητῶν.
Μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο γονάτισα σὰν ἀνάξιος κι ἄρχισα νὰ λέω δυνατά:
Μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο γονάτισα σὰν ἀνάξιος κι ἄρχισα νὰ λέω δυνατά:
“Ἄσπιλε, ἀμόλυντε, ἄφθορε, ἄχραντε, ἁγνὴ Παρθένε, Θεόνυμφε Δέσποινα...”.
Δέος, τρόμος μὲ κατέλαβε, ὅταν μία ἀκτίνα φωτεινή, ποὺ ἐρχόταν ἀπ’ τὴν Παναγία
μας, χτυποῦσε τὸ κεφάλι μου, που εἶχα σκύψει ταπεινὰ ταπεινὰ γιὰ τὴ μεγάλη μου
ἀναξιότητα...».
Ἦχος πλ. δ΄. Ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος.
Πάτερ ἱερέ, Πορφύριε, * εὐκλείας θείας Χριστοῦ, * καὶ τῆς αἴγλης τῆς κρείττονος, * ὑπὲρ πᾶσαν ἔννοιαν, * ἀπολαύων ἐν δώμασι * τοῖς οὐρανίοις, * ἀπαύστως πρέσβευε * Χριστῷ, διδόναι * ἡμῖν μετάνοιαν, * καὶ πάσης ῥύεσθαι * συμφορᾶς τοὺς σπεύδοντας * σῇ ἀρωγῇ, * καὶ θερμὴν ἀντίληψιν, * ἐκδεχομένους σου.
Ἦχος πλ. δ΄. Ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος.
Πάτερ ἱερέ, Πορφύριε, * εὐκλείας θείας Χριστοῦ, * καὶ τῆς αἴγλης τῆς κρείττονος, * ὑπὲρ πᾶσαν ἔννοιαν, * ἀπολαύων ἐν δώμασι * τοῖς οὐρανίοις, * ἀπαύστως πρέσβευε * Χριστῷ, διδόναι * ἡμῖν μετάνοιαν, * καὶ πάσης ῥύεσθαι * συμφορᾶς τοὺς σπεύδοντας * σῇ ἀρωγῇ, * καὶ θερμὴν ἀντίληψιν, * ἐκδεχομένους σου.
ΑΓΙΟΣ
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ
Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ (1906–1991)
※
[(1) Ἁγίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου: «Βίος καὶ Λόγοι»,
μέρος 1ο, κεφ. 4ο, σελ. 109–111,
ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Χρυσοπηγῆς, Χανιά, Ὀκτώβριος 200910·
(2) «Ἀκολουθία εἰς τὸν ἀρτίως ἐκλάμψαντα
πνευματέμφορον Πατέρα ἡμῶν Πορφύριον»,
ποίημα τοῦ Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια
(Μ. Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας),
προσόμοια τῶν Αἴνων τοῦ Ὄρθρου, δ΄ τροπάριο, σελ. 43,
ἔκδ. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου
Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι
Ὠρωποῦ,
ἐκδοτικὴ παραγωγὴ «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι, Νοέμβριος 20031·
(3) Στὴν ὑπότιτλη φωτογραφία: πρωτότυπη ἁγιογραφικὴ σύνθεση
ἀπὸ τὸν ἐμπνευσμένο
χρωστῆρα τοῦ Ξενοφῶντα Μπόκου.]
※
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου