ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ
Σ υ ν α ξ ά ρ ι ο ν.
Τῇ ΙΖ΄ (17η) τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου, ὁ Ἅγιος
Νεομάρτυς ὁ Βυζάντιος, ὁ ἐν Μυτιλήνῃ μαρτυρήσας ἐν ἔτει ᾳψϞε΄ (1795), ἀγχόνῃ
τελειοῦται.
Στιχ. Ὕμνος νεάζων Θεοδώρῳ τῷ νέῳ
Χριστοῦ ἀθλητῇ ἐνδίκως ἁρμοστέος.
Ο άγιος Θεόδωρος γεννήθηκε το 1774 σε ένα χωριό
κοντά στην Κωνσταντινούπολη και δούλευε μαθητευόμενος στην υπηρεσία ενός χριστιανού
ζωγράφου στο παλάτι του σουλτάνου Μαχμούτ. Παρά την ευσεβή παιδεία του και την
εκ νεότητος εντρύφησή του στις Γραφές και την προσευχή, τα πλανερά θέλγητρα των
κοσμικών απολαύσεων και της τρυφής τον έκαναν να αρνηθεί τον Χριστό και να
ασπασθεί το Ισλάμ. Μετά από τρία χρόνια σαρκικού και επιπόλαιου βίου στην αυλή,
μια τρομερή επιδημία που έσπειρε τον θάνατο σε ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης
μέχρι και του σουλτανικού περιβάλλοντος, τον έκανε να συναισθανθεί τη
ματαιότητα των απολαύσεων του κόσμου τούτου. Ερχόμενος στον εαυτό του, έφυγε
κρυφά από το παλάτι μεταμφιεσμένος και, αφού συγκαταλέχθηκε με την Εκκλησία διά
του χρίσματος του αγίου Μύρου, πήρε το πλοίο για τη Χίο, όπου πέρασε λίγο καιρό
υπό την καθοδήγηση ενός πνευματικού γέροντα.
Οι επανειλημμένες εξομολογήσεις, η μετάληψη των
αχράντων Μυστηρίων και η ανάγνωση των άθλων των Νεομαρτύρων, όπως του αγίου
Πολυδώρου [4 Σεπτ.], τον οδήγησαν στη σθεναρή απόφαση να σφραγίσει τη μετάνοιά
του χύνοντας κι ο ίδιος το αίμα του για τον Κύριο. Αφού υπερνίκησε με μεγάλους
αγώνες τον πειρασμό να εγκαταλείψει την αγία απόφασή του, μετέβη στη Μυτιλήνη
μαζί με έναν αδελφό, ο οποίος διαπνεόταν από θεοσεβή ζήλο και είχε ήδη
χρηματίσει βοηθός του αγίου Πολυδώρου. Φόρεσε επί σκοπού τη μουσουλμανική ενδυμασία και
την Πέμπτη της πρώτης εβδομάδας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, παρουσιάσθηκε στον
δικαστή και ομολόγησε φλογερά την εις Χριστόν μεταστροφή του, ποδοπατώντας το πράσινο σαρίκι
που είχε πετάξει καταγής.
Έκπληκτος, αρχικά, ο δικαστής, παίρνοντάς τον για
τρελό, τον έριξε στη φυλακή, αλυσοδεμένο, αφήνοντας ελεύθερους τους δεσμοφύλακες
να τον μαστιγώνουν ή να τον προπηλακίζουν όπως και όσο ήθελαν. Την άλλη μέρα,
αφού παρουσιάσθηκε εκ νέου στο δικαστήριο, οδηγήθηκε πάλι στη φυλακή και
δέχθηκε τριακόσιους ραβδισμούς στα πόδια. Έπειτα άφησαν την πόρτα ανοιχτή για
να μπορεί ο οποιοσδήποτε να έρχεται ελεύθερα να τον χτυπά. Κι έβλεπε τότε
κανείς μέχρι και δεκαπέντε μουσουλμάνους να ξυλοκοπούν με λύσσα τον άγιο
μάρτυρα, ο οποίος υπέμενε τα χτυπήματα αγόγγυστα, λέγοντας μόνο με πνιγμένη
φωνή: «Είμαι χριστιανός!». Εν συνεχεία, στερέωσαν στους κροτάφους του δύο
τούβλα που έσφιγγαν τόσο δυνατά με ένα σχοινί, ώστε τα μάτια του έβγαιναν από τις
κόγχες τους. Καθώς ο άγιος επικαλούνταν με δυνατές κραυγές την άνωθεν βοήθεια,
τον χτύπησαν στο στόμα με μπαστούνια, σπάζοντας τα δόντια του και αφήνοντάς τον
ημιθανή.
Ένας νέος χριστιανός, ο Γεώργιος, ο οποίος είχε
διαβάσει άπληστα τους άθλους των αρχαίων μαρτύρων, προκάλεσε εκούσια τη
φυλάκισή του για να μπορεί να παρακολουθεί από κοντά τους αγώνες του αγίου
Θεοδώρου. Την ώρα που οι Τούρκοι ανέκριναν τον άγιο και τον υπέβαλλαν σε
διάφορα μαρτύρια, ο Γεώργιος παρέμενε στο πλευρό του, ασπαζόμενος τα πόδια του
και ενθαρρύνοντάς τον με τη φωνή του.
Βγήκε, τέλος, η απόφαση για τη θανατική πνοή και
οι δήμιοι ανέσπασαν βιαίως τον άγιο από τα δεσμά του και τον οδήγησαν χτυπώντας
τον στον τόπο της θανάτωσης. Αφού ομολόγησε για μια τελευταία φορά τον Χριστό,
τον κρέμασαν στην αγχόνη, αλλά το σχοινί έσπασε και ο Θεόδωρος έπεσε στη γη,
πληγώνοντας τα γόνατά του. Τον ξανακρέμασαν και, τέλος, έλαβε έτσι τον
πολυπόθητο στέφανο του μαρτυρίου. Επί τρεις ημέρες οι χριστιανοί έτρεχαν από
όλα τα μέρη για να κόψουν ένα κομματάκι από το ένδυμά του και να το βουτήξουν
στο τίμιο αίμα του που δεν σταματούσε να τρέχει από τις πληγές του, ενώ
πραγματοποιούνταν πλήθος ιάσεις. Εν συνεχεία, ο άγιος Θεόδωρος κηδεύτηκε με
ευλάβεια και έκτοτε τιμάται δικαίως ως ένας από τους μεγάλους προστάτες αγίους της
Μυτιλήνης.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῷ Θεῷ ὥσπερ δῶρον
φερωνύμως Θεόδωρε, δι’ ἀθλήσεως πόνων προσηνέχθης πολύτιμον· καὶ ἄμωμον θῦμα καὶ
δεκτή, παμμάκαρ ἐγένου προσφορά· ὅθεν πόθῳ συνελθόντες, τοὺς σοὺς ἀγῶνας ἐν ὕμνοις
γεραίρομεν, καὶ δόξαν προσάγομεν Θεῷ, τῷ θαυμαστῶς σε ἐνισχύσαντι, κατ’ ἐχθρῶν ὁρωμένων
καὶ ἀοράτων πολύαθλε.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἡ καινή σου ἄθλησις, ὡς ἑωσφόρος,
φαεινὸς ἀνέτειλε, καὶ συνεκίνησεν ἡμᾶς, Χριστὸν δοξάσαι Θεόδωρε, τὸν σὲ ἐν ἄθλοις,
στερρὸν ἀναδείξαντα.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Φύλαττε σοὺς δούλους διὰ
παντός, Θεόδωρε Μάρτυς, τοὺς τιμῶντάς σε εὐλαβῶς, καὶ πίστει καὶ πόθῳ, τελοῦντας
σου τὴν μνήμην, ἀπὸ παντοίας βλάβης, καὶ περιστάσεως.
[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 6ος (Φεβρουάριος),
σελ. 187–189.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήνα, Ιούνιος 20142.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π.Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται
απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου