Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ, Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ

ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ, Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ

     Η αγία Αναστασία ζούσε στη Ρώμη την εποχή του Διοκλητιανού (284-305). Ήταν κόρη ενός πλούσιου και επιφανούς εθνικού, ονόματι Πραιξετάτου· η ευλαβής μητέρα της Φαύστα, αφού έσπειρε στη ψυχή της θυγατέρας της τους πρώτους σπόρους της Πίστεως, την εμπιστεύθηκε στον Χρυσογόνο, άνθρωπο σεβάσμιο και σοφό γνώστη της Αγίας Γραφής, για να της διδάξει τα του Θεού μυστήρια. Αργότερα, ο πατέρας της την έδωσε, παρά τη θέλησή της, ως νόμιμη σύζυγο στον Πούπλιο, άνθρωπο ειδεχθή, που μόνη του σκέψη ήταν πώς να ικανοποιήσει τις χυδαίες επιθυμίες του. Η καρδιά όμως της Αναστασίας ποθούσε τον επουράνιο Νυμφίο Χριστό και την παρθενία της ισάγγελης πολιτείας, και η νεαρά κόρη κατόρθωσε να αποφύγει τις συζυγικές σχέσεις με το πρόσχημα ότι ήταν άρρωστη. Τις νύχτες όμως, φορώντας φτωχικά φορέματα, σαν μια άσημη και απλή γυναίκα του λαού, επισκεπτόταν μαζί με τη θεραπαινίδα της τους ομολογητές του Χριστού, που ήταν στη φυλακή του αυτοκράτορα εξαιτίας των διωγμών. Προσφέροντας γενναιόδωρα χρήματα στους φρουρούς, κατάφερνε να εισέρχεται στις φυλακές, και με αγάπη και αφοσίωση ανακούφιζε όσους είχαν υποστεί μαρτύρια για το όνομα του Χριστού. Τους έπλενε τα πόδια, καθάριζε και έβαζε επιδέσμους στις νωπές ακόμη πληγές τους και τους ενθάρρυνε να μείνουν σταθεροί μέχρι το τέλος του αγώνα για να λάβουν τον καλλίνικο στέφανο και την αιώνια δόξα. Όταν όμως ο Πούπλιος πληροφορήθηκε ότι η σύζυγός του τον είχε εξαπατήσει με το πρόσχημα της ασθενείας, και ότι ξευτελιζόταν συγχρωτισμένη με τους καταφρονεμένους χριστιανούς μάρτυρες, κατελήφθη από οργίλη μανία και διέταξε να τεθεί η Αναστασία σε κατ’ οίκον περιορισμό και να της απαγορευθεί κάθε επαφή με τον κόσμο.

     Χάρις στη μεσολάβηση μιας χριστιανής γραίας γειτόνισσας, η Αναστασία κατόρθωσε παρ’ όλ’ αυτά να στείλει μήνυμα στον πνευματικό της πατέρα Χρυσογόνο, που βρισκόταν στη φυλακή κατ’ εντολή του αυτοκράτορα. Της απάντησε με ένα γράμμα γεμάτο χαρά και ελπίδα, παρηγορώντας την για τα δεινοπαθήματά της και παροτρύνοντάς την να υπομένει τα πάντα με καρτερικότητα, αφού φυλακίσεις, διώξεις και βάσανα κάθε λογής, είναι ο κλήρος των μαθητών Εκείνου, ο Οποίος δέχθηκε να σταυρωθεί για τη δική μας σωτηρία. Στην κάμινο δοκιμάζεται πάντα ο χρυσός και μέσα στα ποικίλα βάσανα δοκιμάζει ο Κύριος την πίστη και την αγάπη των δούλων Του. Τα λόγια του στερέωσαν την Αναστασία, η οποία με καρτερία πλέον υπέμεινε τις κακομεταχειρίσεις που της επιφύλασσαν οι δεσμοφύλακες, παρότι είχε φθάσει στα όρια της αντοχής της καθώς οι φύλακες δεν της έδιναν σχεδόν καθόλου φαγητό. Σ’ ένα δεύτερο γράμμα του, ο Χρυσογόνος αναπτέρωσε τις δυνάμεις της, νουθετώντας την να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμη να αποθάνει για τον Χριστό, ώστε να συγκαταλεχθεί στον χορό των καλλινίκων μαρτύρων. Κάθε μέρα η πίστη της Αναστασίας στον Χριστό δυνάμωνε και τη γέμιζε όλο και μεγαλύτερη αγαλλίαση· υπέμεινε καρτερικά τον εγκλεισμό της επί τρεις μήνες, οπότε ξαναβρήκε την ελευθερία της μια και ο σύζυγός της πνίγηκε όταν βυθίσθηκε το πλοίο που τον μετέφερε σε εκστρατεία κατά των Περσών. Πρώτο μέλημά της ήταν να επισκεφθεί τον Χρυσογόνο και με την ευλογία του διαμοίρασε την περιουσία της σε αγαθοεργίες και απερίσπαστη πλέον επισκεπτόταν και στήριζε τους φυλακισμένους ομολογητές του Χριστού.

     Εκείνη την εποχή, σύμφωνα πάντα με το πρώιμο «Μαρτύριο» της αγίας, ο Διοκλητιανός διέμενε στην Ακουιλία και διέταξε να θανατωθούν όλοι οι χριστιανοί που βρίσκονταν στις φυλακές της Ρώμης και να παρουσιασθεί ενώπιον του δικαστηρίου ο Χρυσογόνος, ο κύριος υπαίτιος της ακλόνητης στάσης των φυλακισμένων. Αφού καταφρόνησε με ειρωνεία τις μάταιες κολακείες του αυτοκράτορα, που του υποσχόταν να τον γεμίσει με τιμές αν δεχόταν να υποταγεί, ο γενναιόφρων γέροντας οδηγήθηκε σε ερημική τοποθεσία όπου και αποκεφαλίσθηκε· το σώμα του το έριξαν σε μια λίμνη εκεί κοντά. Λίγο, αργότερα, μετά από ένα αποκαλυπτικό όραμα, το λείψανο του αγίου βρέθηκε και ενταφιάσθηκε με τη δέουσα τιμή από έναν όσιο ασκητή, τον Ζωίλο, που εγκαταβίωνε στη γύρω περιοχή, καθώς και τρεις αδελφές που κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη· την Αγάπη, την Χιονία και την Ειρήνη. Κατόπιν, ακριβώς όπως είχε προλεχθεί στο αποκαλυπτικό όραμα που είδε ο Ζωίλος, οι τρεις νέες κόρες, ενθαρρυμένες από την αγία Αναστασία, συνελήφθησαν και σύρθηκαν ενώπιον του Διοκλητιανού, στην Ακουιλία, όπου άφοβα μαρτύρησαν υπέρ του Χριστού, ο δε Ζωίλος εκοιμήθη ειρηνικά εν Κυρίω.

     Νυχθημερόν η Αναστασία προσέφερε τα πάντα στους χριστιανούς ομολογητές. Δεν υπήρχε χριστιανός που να μην έλαβε κάποια ανακούφιση εκ μέρους της: τροφή, χρήματα, συμπόνια και αρωγή, λόγους εγκάρδιους και διάπυρους που ενθάρρυναν την καρτερία και την ελπίδα των μελλόντων αγαθών. Και όταν ολοκληρωνόταν ο αγώνας του κάθε μάρτυρα, η Αναστασία ήταν που φρόντιζε να ταφεί η σορός του με κάθε ευλάβεια και τιμή. Όταν ο τύραννος έδωσε εντολή να εξοντωθούν μέσα σε μια νύχτα όλοι οι φυλακισμένοι χριστιανοί, άλλοι με πνιγμό, άλλοι διά πυρός, άλλοι διά μαχαίρας, η Αναστασία έφθασε όπως συνήθιζε στη φυλακή, δεν βρήκε κανέναν από τους αδελφούς εκεί, και σπαράζοντας από πόνο έπεσε κοντά στην είσοδο και αναλύθηκε σε δάκρυα. Όταν οι εθνικοί την αντίκρισαν, απάντησε, δίχως να νοιάζεται πλέον να κρυφτεί, ότι κι εκείνη ήταν χριστιανή και θρηνούσε τον χαμό των αδελφών της. Αμέσως την συνέλαβαν και την παρουσίασαν στον έπαρχο του Ιλλυρικού, Φλώρο, σαν να επρόκειτο για γυναίκα του λαού. Πληροφορούμενος την υψηλή κοινωνική της θέση ο έπαρχος, δεν την παρέδωσε αμέσως στους δήμιους· την ανέκρινε και προσπάθησε να την πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Την επαύριο πήγαν την Αναστασία στο ανάκτορο του Διοκλητιανού. Ενώπιον του αυτοκράτορα, όπως και ενώπιον του έπαρχου, οι απαντήσεις της Αναστασίας ένα μονάχα δήλωναν: την καταφρόνηση των εγκόσμιων αγαθών και την ανυπόμονη προσδοκία να συναντήσει τους συντρόφους της στη Βασιλεία των Ουρανών. Μετά την ανάκριση, ο έπαρχος Φλώρος αποφάσισε να στείλει τη νεαρή χήρα στον Ουλπιανό, μέγα αρχιερέα των ειδώλων στο Καπιτώλιο. Ο Ουλπιανός πήγε την Αναστασία στην οικία του, όπου της έδειξε αφ’ ενός κοσμήματα, πλούσια ενδύματα και πολύτιμα στολίδια, και αφ’ ετέρου όργανα βασανισμών, που η θέα τους και μόνο θα έκανε και τον πιο αναίσθητο εθνικό να παγώσει από τρόμο. Αν η Αναστασία δεχόταν να θυσιάσει στους θεούς των ειδώλων, ο Ουλπιανός τής υποσχέθηκε ότι θα την έπαιρνε νόμιμη σύζυγο και θα τη γέμιζε πλούτη, ει δε μη, θα την υπέβαλλε σε μαρτύρια. Επί τρεις ημέρες η Αναστασία ήταν στα χέρια τριών κακών γυναικών που μηχανεύονταν πώς να κλονίσουν την πίστη της· παρέμεινε όμως η αγία συνεχώς προσευχόμενη, δίχως ύπνο και τροφή, και το φρόνημά της ενδυναμωνόταν. Την ώρα που ο Ουλπιανός την πλησίασε για να την ατιμάσει, έχασε το φως του και πέθανε αφού προηγουμένως επικαλέσθηκε μάταια τους ψευδείς θεούς του.

     Η Αναστασία απελευθερώθηκε και πήγε στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου κατά τις επισκέψεις της στις φυλακές γνώρισε τη Θεοδότη, μια ευλαβή χήρα που επίσης είχε αφοσιωθεί στην αρωγή και στην ανακούφιση των ομολογητών της Πίστεως. Ο Διοκλητιανός την είχε προσφέρει ως νόμιμη σύζυγο στον ηγεμόνα της Βιθυνίας, τον Λευκάδιο, ώστε τα ισχυρά θέλγητρα των εγκοσμίων να την πείσουν να αρνηθεί τον Χριστό. Όπως και η Αναστασία, έτσι και η Θεοδότη απέφυγε τη σαρκική επαφή και επωφελούμενη από την απουσία του συζύγου της αφοσιώθηκε πλήρως, μαζί με τα τρία της παιδιά, στην αρωγή των ομολογητών του Χριστού. Όταν επέστρεψε ο Λευκάδιος και πληροφορήθηκε τη διαγωγή της συζύγου του, έξαλλος την παρέδωσε στον ανθύπατο της Βιθυνίας, Νικήτα, για να την τιμωρήσει. Ακλόνητη, όπως και τα παιδιά της, η Θεοδότη προετοιμαζόταν για τον καλλίνικο στέφανο του μαρτυρίου. Ο πρωτότοκος γιος της, Εύοδος, όταν τον πήγαν μπροστά στα όργανα των βασανιστηρίων, απηύθυνε τα εξής λόγια στον τύραννο: «Βλέπεις πολύ καλά ότι, την αποφασιστικότητα της ψυχής μας και το θάρρος των λόγων μας, παρά το νεαρόν της ηλικίας, μας τα δίνει ο Χριστός. Εκείνος είναι που αφαίρεσε από εμάς τον ανθρώπινο φόβο και ένδυσε με θεία δύναμη!». Η μητέρα του τον ενθάρρυνε να μη λυγίσει και το νεαρό παιδί παραδόθηκε στους δημίους και θανατώθηκε με ραβδισμούς. Όσο για τη μητέρα του, την έριξαν μαζί με τους άλλους δύο γιους της στην πυρά, ενώ εκείνη δόξαζε τον Θεό που της επέτρεψε να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών μαζί με τα παιδιά της [29 Ιουλ.].

     Έσυραν τότε την αγία Αναστασία ενώπιον του νέου έπαρχου Ιλλυρίας, Λουκιανού, ανθρώπου άπληστου και άσπλαχνου· αρνήθηκε η αγία να του παραδώσει την περιουσία της «διότι η εντολή του Θεού και Κυρίου μου δεν είναι να μοιράζω τα υπάρχοντά μου σε ανθρώπους πλούσιους, όπως εσύ, αλλά στους πτωχούς για χάρη της ψυχικής τους σωτηρίας». Την έριξαν στη φυλακή όπου έμεινε για έναν ολόκληρο μήνα, δίχως καμιά τροφή, με μόνη ανακούφιση και ενθάρρυνση τις εμφανίσεις της αγίας Θεοδότης. Όταν ο έπαρχος την είδε να βγαίνει από τη φυλακή ακτινοβολώντας πνευματική δύναμη, διέταξε να την παραδώσουν σε άλλους δεσμοφύλακες, πιο σκληρόκαρδους, για άλλες τριάντα ημέρες εγκλεισμού, και μετά το πέρας τους την καταδίκασε σε θάνατο. Επιβίβασαν την Αναστασία σε πλοίο μαζί με εκατόν τριάντα εθνικούς, καταδικασμένους για αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου, και έναν μόνον άλλο χριστιανό, τον Ευτυχιανό. Κατόπιν, τρύπησαν σε πολλές μεριές το κήτος του πλοίου και το εγκατέλειψαν με τους φυλακισμένους στην ανοιχτή θάλασσα. Μόλις όμως άρχισε να βυθίζεται το πλοίο, παρουσιάσθηκε η αγία Θεοδότη, η οποία πήρε το πηδάλιο και οδήγησε το πλοίο στη νήσο Παλμαρία, όπου ζούσαν εξόριστοι χριστιανοί. Μπροστά στο θαύμα αυτό, οι ειδωλολάτρες κατάδικοι ασπάσθηκαν με ευγνωμοσύνη την Πίστη του Χριστού. Πληροφορήθηκε το γεγονός ο έπαρχος και έστειλε στρατό στο νησί, συνέλαβε περί τους διακόσιους χριστιανούς και διέταξε να αποκεφαλισθούν όλοι, αμέσως μετά τον αποκεφαλισμό της αγίας Αναστασίας, η οποία έλαβε τέλος τον καλλίνικο και αμαράντινο στέφανο του μαρτυρίου, που είχε εξασφαλίσει σε τόσους άλλους πριν. Το τίμιο λείψανό της μετακομίσθηκε αρχικά στη Ρώμη, όπου οικοδομήθηκε ναός προς τιμήν της, και κατόπιν μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη επί πατριάρχου αγίου Γενναδίου, περί το 470, και κατετέθη στον ναό που αφιερώθηκε στη μνήμη της και επιτελεί έκτοτε πολλά θαύματα.

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—

Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τῶν Μαρτύρων ταῖς χρείαις διακονήσασα, μαρτυρικῶς ἐμιμήσω τὰς ἀριστείας αὐτῶν, δι’ ἀθλήσεως ἐχθρὸν καταπαλαίσασα· ὅθεν βλυστάνεις δαψιλῶς, χάριν ἄφθονον ἀεί, Ἀναστασία θεόφρον, τοῖς προσιοῦσιν ἐκ πόθου, τῇ ἀρωγῇ τῆς προστασίας σου.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—

Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Οἱ ἐν πειρασμοῖς, καὶ θλίψεσιν ὑπάρχοντες, πρὸς τὸν σὸν ναόν, προστρέχοντες λαμβάνουσι, τὰ σεπτὰ δωρήματα, τῆς ἐν σοὶ οἰκούσης θείας χάριτος, Ἀναστασία· σὺ γὰρ ἀεί, τῷ κόσμῳ πηγάζεις τὰ ἰάματα.

—ΕΤΕΡΟΝ ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—

Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Τὰ πάθη ἡμῶν, τὰ μυσαρὰ καὶ χρόνια, ῥοπῇ μυστικῇ, Ἀναστασία ἴασαι, καὶ ζωὴν ἀκίνδυνον, διανύειν ἡμᾶς καταξίωσον, ὡς ἂν τῶν θείων ἐντολῶν, τρυγήσωμεν πάντες τοὺς ἐνθέους καρπούς.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—

Φάρμακα προχέουσα μυστικά, ψυχῶν καὶ σωμάτων, θεραπεύεις πάθη δεινά, ὦ Ἀναστασία, τῇ θείᾳ ἐνεργείᾳ· διὸ τὰς χάριτάς σου, πάντες κηρύττομεν.


 

[ Ιερομονάχου

Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:

«Νέος Συναξαριστής

της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,

Τόμος 4ος (Δεκέμβριος),

σελ. 251–257.

Διασκευή εκ του Γαλλικού:

Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.

Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Αθήναι, Μάρτιος 20052.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π. Δαμιανός. ]



— Ε Π Ι Μ Υ Θ Ι Ο —

«ΚΑΛΕΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ!»

     Λίγο μετά τα μέσα του 9ου αιώνα, στη Μονή του Χρυσοβαλάντου, στην Κωνσταντινούπολη, προσήλθε για να μονάσει κάποια κοπέλα από επιφανή οικογένεια της Καππαδοκίας. Ύστερ’ από την κανονική δοκιμασία, η ηγουμένη οσία Ειρήνη, Καππαδόκισσα κι εκείνη, την κούρεψε μοναχή.

     Ο μισόκαλος διάβολος, όμως, φρύαξε από το κακό του για τη σωτηρία άλλης μιας ψυχής. Και τι έκανε; Άναψε σφοδρό έρωτα στην καρδιά του πρώην μνηστήρα της, που με ακατασίγαστο πόθο άρχισε να την αναζητάει παντού. Δεν δίστασε, μάλιστα, τυφλωμένος από το παράφορο πάθος του, να καταφύγει σ’ έναν περίφημο μάγο της Καππαδοκία και να του τάξει χρήματα πολλά, αν έφερνε πάλι στα χέρια του τη νεαρή γυναίκα. Κι εκείνος ο υπηρέτης του σατανά επιστράτευσε όλες του τις μαγγανείες.

     Η νεόκουρη μοναχή τότε, εντελώς απροσδόκητα, φλογίστηκε κι αυτή από μανιακό έρωτα για τον παλιό της μνηστήρα. Χάνοντας σχεδόν τα λογικά της, άρχισε να χτυπιέται, να φωνάζει, να κλαίει και να επαναλαμβάνει συνεχώς το όνομά του.

     –Ορκίζομαι, απειλούσε, πως, αν δεν μπορέσω να τον ξαναδώ, θα κρεμαστώ!

     Κάθε τόσο έτρεχε στην πύλη της μονής. Με κραυγές και βρισιές φοβερές, πίεζε την πορτάρισσα μοναχή να την αφήσει να βγει έξω.

     Η θλίψη της αγίας Ειρήνης ήταν απερίγραπτη. Γρήγορα κατάλαβε πως είχε να κάνει με δαιμονικά τεχνάσματα. Κάλεσε αμέσως όλες τις μοναχές και, αφού τις συμβούλεψε να φυλάγονται από τις πανουργίες του διαβόλου, τις πρόσταξε να νηστέψουν αυστηρά και να προσευχηθούν με πολλή θέρμη για μια εβδομάδα, κάνοντας μάλιστα χίλιες μετάνοιες καθημερινά για χάρη της ταλαίπωρης αδελφής τους.

     Πραγματικά, όλη η αδελφότητα, με βαθύ πόνο και θερμά δάκρυα, άρχισε τις ικεσίες προς τον Θεό. Η οσία ηγουμένη Ειρήνη ζητούσε ιδιαίτερα τις μεσιτείες του συμπατριώτη της Μεγάλου Βασιλείου, στον οποίο έτρεφε ξεχωριστή ευλάβεια. Του παραπονιόταν τώρα, γιατί ανεχόταν να γίνονται στην πατρίδα τους, την Καππαδοκία, τέτοια ανοσιουργήματα.

     Είχαν περάσει οι τρεις πρώτες μέρες της νηστείας και της προσευχής. Στα χαράματα της τέταρτης μέρας εμφανίζεται ολοζώντανος μπροστά στην οσία ο άγιος Βασίλειος.

     –Γιατί μου παραπονιέσαι, Ειρήνη, της είπε, πως τάχα ανέχομαι να γίνονται βρώμικες δουλειές στην κοινή μας πατρίδα;… Να, σήμερα η Μητέρα του Κυρίου θα βρίσκεται στις Βλαχέρνες. Πήγαινε εκεί με την άρρωστη μαθήτριά σου κι Εκείνη θα φροντίσει για τη θεραπεία της.

     Μόλις ξημέρωσε, η οσία πήρε την άρρωστη κι άλλες δύο μοναχές, και κίνησε για τον ναό των Βλαχερνών. Εκεί, γονατιστή όλη τη μέρα μπροστά στη θαυματουργική εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου, θερμοπαρακαλούσε με πόνο τη χάρη της, βρέχοντας το δάπεδο με καυτά δάκρυα.

     Όταν, τα μεσάνυχτα, ο ύπνος τής έκλεισε απαλά τα κουρασμένα μάτια, είδε σε όνειρο τη Βασίλισσα των Ουρανών. Το πρόσωπό της αστραποβολούσε από θείο φως. Μπροστά και πίσω της πήγαιναν αναρίθμητοι άγγελοι και άγιοι, που βάδιζαν με σεβασμό και συστολή. Η Παντάνασσα στάθηκε μπροστά στη μαθήτρια της αγίας Ειρήνης. Ύστερα κάλεσε τον Μέγα Βασίλειο και τον ρώτησε:

     –Γιατί η Ειρήνη άφησε το μοναστήρι της και βρίσκεται αυτή την ώρα εδώ;

     –Η Ειρήνη, Δέσποινα, κατέφυγε στην ισχυρή σου προστασία. Έκαναν μάγια στη μαθήτριά της, και σε παρακαλεί να τη θεραπεύσεις.

     –Καλέστε την Αναστασία! πρόσταξε η Θεοτόκος.

     Αμέσως παρουσιάστηκε μπροστά της η αγία μεγαλομάρτυς Αναστασία η Φαρμακολύτρια.

     –Εσύ, της είπε η Παναγία, έχεις ειδικό χάρισμα από τον Υιό μου να θεραπεύεις αυτού του είδους τις αρρώστιες. Εξέτασε, λοιπόν, σε συνεργασία με τον Βασίλειο, τούτη την κόρη και θεράπευσέ την.

     Την ίδια στιγμή, οι άγιοι Βασίλειος και Αναστασία, αφού προσκύνησαν, έφυγαν για την Καππαδοκία. Συγχρόνως, ακούστηκε μια φωνή να λέει στην οσία Ειρήνη:

     –Γύρισε στο μοναστήρι σου, κι εκεί θα δεις τη θεραπεία της μαθήτριάς σου.

     Με την ηχώ αυτής της φωνής ξύπνησε η οσία. Έκθαμβη αναλογιζόταν την ουράνια οπτασία…

     Ήταν Παρασκευή, ώρα Εσπερινού, κι όλη η αδελφότητα του Χρυσοβαλάντου βρισκόταν στην εκκλησία, όταν η αγία Ειρήνη επέστρεψε στη μονή με τις τρεις αδελφές. Στο τέλος της ακολουθίας, διηγήθηκε στις μοναχές, που την περίμεναν με αγωνία, το όραμά της. Στη συνέχεια, της πρόσταξε να υψώσουν τα χέρια στον ουρανό και μ’ ένα στόμα να φωνάξουν το «Κύριε, ελέησον!».

     Όλων οι προσευχές ενώθηκαν τότε σε μια πανίσχυρη ικεσία, που έκρουσε δυνατά και αποτελεσματικά τη θύρα του θείου ελέους. Το δάπεδο του ναού βράχηκε από τα πονεμένα δάκρυα των μοναστριών.

     Ξάφνου, γεμάτες δέος, είδαν να εμφανίζονται ψηλά στον αέρα η Αγία Αναστασία και ο Μέγας Βασίλειος. Συνάμα ακούστηκε μια φωνή, που έλεγε στην οσία Ειρήνη:

     –Άπλωσε τα χέρια σου, πάρε τούτα ’δω και πάψε να μας ονειδίζεις.

     Η οσία άνοιξε την αγκαλιά της, όπου έπεσε από ψηλά ένα παράξενο δέμα.

     Έτρεξαν αμέσως όλες οι αδελφές, άναψαν κεριά και άρχισαν να λύνουν το δέμα, που ζύγιζε τρεις λίτρες περίπου. Όταν το άνοιξαν, είδαν με αποτροπιασμό πως περιείχε δυο μολυβένια ειδώλια –ομοιώματα της άρρωστης μοναχής και του πρώην μνηστήρα της– αγκαλιασμένα και δεμένα με τρίχες και κλωστές. Ήταν ακόμα γραμμένες κάποιες δαιμονικές επικλήσεις, καθώς και το όνομα του μάγου.

     Όλη τη νύχτα οι αδελφές έμειναν στον ναό, δοξολογώντας τον Κύριο και τη Μητέρα Του.

     Το πρωί η οσία Ειρήνη έστειλε τις δύο μοναχές, που την είχαν συνοδεύσει στις Βλαχέρνες, και την άρρωστη στον ναό της αγίας Αναστασίας, δίνοντάς τους κεριά, θυμίαμα, λάδι, πρόσφορο, και τα διαβολικά αντικείμενα του δέματος.

     –Με το λάδι ν’ ανάψετε τα καντήλια στον τάφο της αγίας, τους είπε. Τα κεριά και το πρόσφορο να τα δώσετε στον ιερέα, για να τα χρησιμοποιήσει στη θεία Λειτουργία.

     Έτσι κι έκαναν. Μετά τη θεία Λειτουργία, διηγήθηκαν τα καθέκαστα στον ιερέα, κι εκείνος τις κατέβασε στον τάφο της αγίας. Εκεί προσευχήθηκε και άλειψε με λάδι από το καντήλι την άρρωστη. Ύστερα ανέβηκε στον ναό, πήρε αναμμένα κάρβουνα και άρχισε να καίει τα μάγια. Όσο αυτά, ένα-ένα, καίγονταν, τόσο η δαιμονόπληκτη αδελφή λυτρωνόταν από την επήρεια του πονηρού, ελευθερωνόταν από τα αόρατα δεσμά της, ξανάβρισκε τα λογικά της και ευχαριστούσε τον Παντοδύναμο.

     Όταν πια όλα είχαν γίνει στάχτη, μέσ’ από τ’ αναμμένα κάρβουνα άρχισαν να βγαίνουν τέτοιες κραυγές, που λες κι εκείνη την ώρα έσφαζε κανείς ένα κοπάδι χοίρων. Όλοι όσοι ήταν εκεί πανικοβλήθηκαν κι έφυγαν τρέχοντας από τον ναό, διακηρύσσοντας συνάμα την ακαταμάχητη δύναμη της αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας.

Τροπάρια της Αγίας.

Νενέκρωμαι, ἁμαρτίας βέλεσι, τοξευθεὶς τῇ τοῦ ἐχθροῦ συνεργείᾳ, καὶ κατωτάτῳ ἀπέρριμαι λάκκῳ, καὶ ἐν σκιᾷ τοῦ θανάτου κατῴκησα, ἀλλ’ ἐπιστᾶσα σὺ σεμνή, ἐκ βυθοῦ τῶν κακῶν μου ἀνάγαγε.

νάρρωσιν, καὶ τελείαν λύτρωσιν, τοῖς ἐν πόνοις τρυχομένοις ἀτρύτοις, ὡς φιλοικτίρμων, πρυτάνευσον Μάρτυς, καὶ θλιβομένων τὴν λύπην μετάστρεψον, Ἀναστασία μυστικῶς, εἰς χαρὰν ἀληθῆ καὶ φαιδρότητα.

Σωμάτων σε, ἰατρὸν πανάριστον, καὶ πνευμάτων ἀληθῆ θεραπείαν, ὁ τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων Δεσπότης, Ἀναστασία λαμπρῶς ἀπειργάσατο· διὸ θεράπευσον ἡμῶν, καὶ ψυχῶν καὶ σωμάτων τοὺς μώλωπας.

νάστησον, Ἀναστασία θεόφρον, τοὺς σοὺς ἱκέτας, ἐκ συντριμμάτων καὶ χαλεπῶν παραπτώσεων, καὶ σεσωσμένους προσάγαγε τῷ Κυρίῳ.

[ Από την Στ΄ Ωδή του Παρακλητικού Κανόνος της Αγίας, σελ. 16–17. ]




[ «Οι δαίμονες και τα έργα τους»,

Μέρος Β΄, κεφ. 3ο, §17,

σελ. 336–340.

Εκδόσεις:

Ιεράς Μονής Παρακλήτου·

Ωρωπός Αττικής 20052.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π. Δαμιανός. ]




Στην αγαπημένη θεία μου, Αναστασία Καμπά, πρωτότοκη κόρη των αειμνήστων παππούδων μου, του Ελευθερίου και της Αικατερίνης Κ., και αδελφή της μητέρας μου, την πάλαι ποτέ νηπιαγωγό και κυκλάρχισσα στη μητρόπολη των παιδικών μου χρόνων, μια βαθυκάρδια αφιέρωση και συνάμα μια αγκαλιά υπέρτατης ευγνωμοσύνης για ό,τι από παιδί ήταν για μένα. Τώρα πια, που γέρνει σιωπηλά ο χρόνος της για την Άνω Ιερουσαλήμ, την ασπάζομαι βαθυσεβάστως· η εξ αμφοτέρων αγάπη έγινε άσβεστη και πύρινη προσευχή προς τον θρόνο του Χριστού μας.




Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου