ΑΓΙΟΙ ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ ΚΑΙ ΑΓΛΑΪΑ
Ο άγιος Βονιφάτιος ήταν δούλος στην υπηρεσία της Αγλαΐας,
μιας πλούσιας Ρωμαίας αρχόντισσας, κόρης του ανθύπατου της πρωτεύουσας την
εποχή του Διοκλητιανού (284-305). Ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση της περιουσίας
της αφέντρας του και ζούσε βίο ακόλαστο, κατά πάντα σύμφωνο με τα έκλυτα ήθη
των Ρωμαίων της εποχής του. Παραδομένος στην κραιπάλη και την πορνεία, είχε
μοιχευθεί με την Αγλαΐα και δεν έδειχνε καθόλου να διακατέχεται από ενδοιασμούς και
τύψεις. Ήταν πάντως κατά βάθος καλός και γενναιόδωρος, προσέφερε αφειδώς
φιλοξενία στους ξένους και μοίραζε με συμπόνια ελεημοσύνη στους φτωχούς.
Μετά από χρόνια άστατου βίου και κραιπάλης, η
Αγλαΐα, βασανιζομένη από τύψεις συνειδήσεως και από τον φόβο της απολογίας για τις
αμαρτίες της ενώπιον του Θεού, άκουσε να λένε οι χριστιανοί ότι, όποιος τιμά
και υπηρετεί τα λείψανα των αγίων μαρτύρων, χαίρει της μεσιτείας τους παρά τω
Θεώ και είναι ένας τρόπος και αυτός να συγχωρούνται οι αμαρτίες του. Γεμάτη θάρρος και ελπίδα εξ αυτού, κάλεσε
τότε τον Βονιφάτιο και του ανέθεσε να πάει στη Μικρά Ασία, εκεί όπου οι
χριστιανοί υπέφεραν διωγμούς και μαρτύρια, να βρει τρόπο και να εξαγοράσει
λείψανα και να τα φέρει στη Ρώμη. Ανίδεος και αναίσθητος ακόμη τότε στα του
Θεού, ο δούλος και εραστής της την ειρωνεύτηκε: «Κι αν φέρω το δικό μου σώμα ως
λείψανο, θα με τιμήσεις ως άγιο;». «Δεν είναι ώρα για ευφυολογήματα!»,
αποκρίθηκε η Αγλαΐα επιτιμητικά. «Πρέπει να ξεμεθύσεις και να ετοιμαστείς για
το ταξίδι, γιατί εγώ η αμαρτωλή θα περιμένω ανυπόμονα την επιστροφή σου ώστε να
λάβω παρά Θεού άφεση των αμαρτιών μου».
Ο Βονιφάτιος έφθασε στην Ταρσό της Κιλικίας,
επικεφαλής πολυάριθμης συνοδείας εφοδιασμένης με μεγάλη ποσότητα χρυσού και με
ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο για να ταριχεύσουν και να μεταφέρουν γρήγορα τα
λείψανα των αγίων. Χωρίς χρονοτριβή, κατευθύνθηκε προς το αμφιθέατρο της πόλεως, όπου παρακολούθησε
κατάπληκτος το μαρτύριο μιας εικοσάδας μαρτύρων. Του ενός τα άκρα δέθηκαν σε
τέσσερεις στύλους και εξαρθρώθηκαν, έναν τον κρέμασαν ανάποδα, άλλους οι δήμιοι
τούς μαστίγωναν ή καταξέσχισαν τις σάρκες τους με σιδερένια άγκιστρα. Όλοι όμως
οι μάρτυρες παρέμεναν τόσο απαθείς και έδειχναν τόση καρτερία, ώστε ο άσωτος και ανάλγητος Βονιφάτιος ήλθε σε κατάσταση μεγάλης κατανύξεως κι ένιωσε την καρδιά του να ραγίζει πρωτόγνωρα. Με αναφιλητά έπεσε στα
πόδια τους, ασπάσθηκε με σέβας τα δεσμά τους και, αφού ζήτησε την αρωγή της προσευχής
τους, διακήρυξε δημόσια ότι και εκείνος επίσης ήταν οπαδός του Χριστού. Τον
συνέλαβαν αμέσως και τον πήγαν στο δικαστήριο του επάρχου, όπου ο Βονιφάτιος
χλεύασε με βδελυγμία τη λατρεία των ειδώλων και ευθαρσώς ομολόγησε τον Σωτήρα
Χριστό. Τον πήγαν κατόπιν στην αρένα, όπου, χάρις στις προσευχές των αγίων,
υπέστη κάθε λογής βασάνους με την απάθεια ανθρώπου που έχει εξέλθει από το
σαρκίο του και είναι εντελώς ξένος προς τον κόσμο. Έμπηξαν αιχμηρά καλάμια κάτω
από τα νύχια του, έριξαν στο στόμα του λιωμένο μολύβι, τον έριξαν σε καζάνι με
καυτή πίσσα, και κάθε φορά παρέμενε απτόητος και αβλαβής.
Την επαύριο, ο αθλητής του Χριστού πληροφορήθηκε
με χαρά την καταδίκη του σε θάνατο και πριν αποκεφαλιστεί, έχοντας οπλισθεί με
το σημείο του Σταυρού, ανέπεμψε στον Κύριο διάπυρη προσευχή για την ενδυνάμωση
των χριστιανών που βασανίζονταν· παρακάλεσε επίσης, ο κατά μίμηση Χριστού
θάνατός του να του παράσχει άφεση αμαρτιών ώστε να αξιωθεί να εισέλθει στην
αιώνια χαρά του Παραδείσου σιμά στον Κύριο.
Τα μέλη της συνοδείας του σκέφτηκαν ότι, καταπώς
συνήθιζε, ο Βονιφάτιος θα ήταν σε κάποιο καπηλειό ή χαμαιτυπείο· ανησύχησαν για
την παρατεταμένη απουσία του και άρχισαν να τον αναζητούν με αγωνία παντού. Στον
δρόμο συνάντησαν τον αδελφό του δημίου που αποκεφάλισε τον Βονιφάτιο και αυτός τους
είπε ότι ακριβώς την προηγούμενη είχε θανατωθεί ένας άγνωστος Ρωμαίος που
ταίριαζε στην περιγραφή του συντρόφου τους. Παρότι θεωρούσαν αδιανόητο ο εν
λόγω μάρτυς να είναι ο φιλήδονος και άστατος Βονιφάτιος, έσπευσαν στο αμφιθέατρο
και κατάπληκτοι βρήκαν το τίμιο σκήνωμά του, το οποίο εξαγόρασαν για πενήντα
λίβρες χρυσού και το μετέφεραν με μεγάλη τιμή και επισημότητα στη Ρώμη.
Άγγελος Κυρίου παρουσιάσθηκε τότε στην Αγλαΐα και της
είπε: «Σήκω και πρόστρεξε σ’ εκείνον που πρώτα ήταν δούλος σου και σύντροφος
στην κραιπάλη και τώρα έγινε αδελφός μας. Δέξου τον ως αυθέντη σου, διότι χάρις
σ’ αυτόν θα αφεθούν όλες σου οι αμαρτίες!». Γεμάτη αγαλλίαση η Αγλαΐα, διοργάνωσε
λαμπρή πομπή και συνοδεία για να υποδεχθεί, σύμφωνα με την πρότερη ακούσια
προφητεία του, το τίμιο λείψανο του αγίου Βονιφατίου, λίγο έξω από τη Ρώμη, σε
τοποθεσία όπου αργότερα έβαλε να χτίσουν ωραίο και μεγάλο ναό προς τιμήν του
και όπου επιτελέσθηκαν πολλά θαύματα. Απέταξε τα εγκόσμια και τη μάταιη δόξα,
διαμοίρασε την περιουσία της στους πτωχούς και αφοσιώθηκε στην άσκηση και στην
προσευχή με τόσο ζήλο, ώστε αξιώθηκε να λάβει το χάρισμα να επιτελεί θαύματα.
Εκοιμήθη ειρηνικά εν Κυρίω δεκατρία χρόνια αργότερα, έχοντας λάβει εξ ουρανού
τη διαβεβαίωση ότι όλοι οι ρύποι του παρελθόντος βίου της είχαν απαληφθεί χάρις
στη μεσιτεία του αγίου Βονιφατίου.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μαρτύρων τὴν εὔκλειαν, ἰχνηλατήσας
θερμῶς, Χριστὸν ὡμολόγησας, ἐπὶ ἀπίστων στερρῶς, σοφὲ Βονιφάτιε· ὅθεν καθάπερ
πλοῦτον, ἀδαπάνητον Μάρτυς, δέδωκας σοῦ τὸ σῶμα, τῇ σεμνῇ Ἀγλαΐᾳ· ἐξ οὗ τῷ κόσμῳ
πηγάζει, ῥῶσις καὶ ἔλεος.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱερεῖον ἄμωμον, ἐθελουσίως,
σεαυτὸν προσήγαγες, τῷ ἐκ Παρθένου διὰ σέ, τεχθῆναι μέλλοντι Ἅγιε, στεφανηφόρε,
σοφὲ Βονιφάτιε.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Ἄθλοις ἀπαθείας
καταυγασθείς, παθῶν τῆς δουλείας, ἀπεσείσω τὸν σκοτασμόν, καὶ ἀνδραγαθήσας, υἱὸς
φωτὸς ἐδείχθης, ὡς Ἀθλητὴς τοῦ Λόγου, ὦ Βονιφάτιε.
[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμος 4ος (Δεκέμβριος),
σελ. 223–225.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Μάρτιος 20052.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου