ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
Πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Αντιόχειας
Ο άγιος Λουκιανός έζησε στα χρόνια του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού (304-312). Καταγόταν από την Αντιόχεια ή κατ’ άλλους από τα Σαμόσατα. Όταν πέθαναν οι γονείς του, μοίρασε όλη του την περιουσία στους φτωχούς, άφησε τη γενέτειρά του και πήγε στην Έδεσσα της Οσροηνής, για να παρακολουθήσει την πνευματική διδασκαλία του Μακαρίου, ενός φημισμένου διδασκάλου. Εκεί έλαβε το άγιο Βάπτισμα και έζησε πολλά χρόνια με αυστηρή άσκηση. Μοναδική του συντροφιά ήταν η νηστεία, οι αγρυπνίες και τα δάκρυα. Ο διδάσκαλός του, του είχε μεταδώσει τόσο μεγάλο πόθο για τη μελέτη της Αγίας Γραφής, ώστε ο Λουκιανός περνούσε όλες του τις νύχτες σχεδόν χωρίς να κοιμάται· τόσο κοντά στην επουράνια και αιώνια πραγματικότητα τον έφερνε η ανάγνωση των Γραφών και η προσευχή. Η Εκκλησία της Αντιόχειας όμως, έχοντας επίγνωση του θεάρεστου βίου του, τον κάλεσε να επιστρέψει και τον χειροτόνησε πρεσβύτερο.
Ο άγιος Λουκιανός ίδρυσε τότε στην Αντιόχεια την περίφημη «Σχολή των Ερμηνευτών», όπου οι μαθητές διδάσκονταν, υπό την φωτισμένη καθοδήγησή του, την ιστορική και φιλολογική ερμηνεία της Αγίας Γραφής [1]. Επειδή ήταν γνώστης και της εβραϊκής γλώσσας, μπορούσε να διορθώνει όσα χειρόγραφα κείμενα είχαν φθαρεί από τον χρόνο ή είχαν αλλοιωθεί από τις επεμβάσεις των αιρετικών [2]. Όταν ο αυτοκράτορας Μαξιμίνος Δάιας πληροφορήθηκε την επιρροή που ασκούσε ο Λουκιανός, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον φέρουν στη Νικομήδεια.
Φθάνοντας ο άγιος στην πόλη αυτή, άρχισε με μεγάλο ζήλο να ενθαρρύνει τους χριστιανούς, οι οποίοι λόγω των βασανιστηρίων εγκατέλειπαν την Πίστη και ασπάζονταν την ειδωλολατρία. Τους απέδειξε, με αναφορές στην Αγία Γραφή, ότι η αιώνια τιμωρία που επιφυλάσσεται στους αποστάτες είναι πολύ φρικτότερη από τα σύντομα βασανιστήρια των ειδωλολατρών. Τα λόγια του είχαν τέτοια δύναμη, ώστε όλοι μετανόησαν για τη δειλία τους και περίμεναν με ανυπομονησία να δώσουν τον αγώνα του μαρτυρίου. Αλλά και ο ίδιος ο άγιος ακτινοβολούσε τόσο πολύ, ώστε συχνά αρκούσε στους συνομιλητές του να δουν το πρόσωπό του, που έλαμπε από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, και να βεβαιωθούν για την αλήθεια των λόγων του. Από φόβο μήπως πέσει και ο ίδιος ο αυτοκράτορας θύμα αυτής της χάριτος, όταν κάλεσε τον άγιο να παρουσιασθεί ενώπιόν του, έβαλε ανάμεσά τους ένα παραπέτασμα. Μετά τη συζήτηση, επειδή κανένα επιχείρημά του δεν κατόρθωσε να κλονίσει τον άγιο Λουκιανό, ο Μαξιμίνος διέταξε να τον βασανίσουν και έπειτα να τον αφήσουν να πεθάνει στο κελλί του από την πείνα και τη δίψα [3].
Καθώς πλησίασε η εορτή των Θεοφανείων, μεγάλος αριθμός μαθητών του αγίου Λουκιανού ήλθε από την Αντιόχεια και από άλλες πόλεις, για να τον δουν για τελευταία φορά και να πάρουν την ευλογία του. Όταν ήλθε η ημέρα της εορτής, οι μαθητές του κατάφεραν να φθάσουν στο κελλί του με τον άρτο και τον οίνο, που απαιτούνταν για την τέλεση των θείων και αχράντων Μυστηρίων. Τον παρακάλεσαν τότε να τελέσει γι’ αυτούς για μια ακόμη φορά τη λογική και αναίμακτη Θυσία. Και επειδή δεν υπήρχε θυσιαστήριο καθαγιασμένο σύμφωνα με την τάξη της Εκκλησίας, ο Λουκιανός τέλεσε τη θεία Λειτουργία επάνω στο ιερομαρτυρικό στέρνο του, το πλέον κατάλληλο θυσιαστήριο του Θεού, αφού κατ’ εικόνα Του πλάσθηκε ο άνθρωπος.
Οι ημέρες περνούσαν και ο άγιος έμενε ακλόνητος μπροστά στην πείνα και τη δίψα. Για να κάνουν οι ειδωλολάτρες το μαρτύριό του ακόμη πιο δυσβάστακτο, έβαλαν μπροστά του ένα τραπέζι γεμάτο ειδωλόθυτα κρέατα και άλλα φαγητά. Ο άγιος τα περιφρόνησε τελείως· και κάθε φορά που τον παρακινούσαν να υποχωρήσει, αυτός απαντούσε: «Είμαι χριστιανός!». Αφού έδωσε τρεις φορές την ίδια απάντηση, παρέδωσε πράος και ήσυχος τη ψυχή του στον Κύριο (7 Ιανουαρίου 312) [4].
Τότε ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή να ρίξουν το σώμα του στη θάλασσα, αλλά ένα δελφίνι το πήρε στη ράχη του και το μετέφερε στην ακρογιαλιά, κοντά στο Δρέπανο της Βιθυνίας, γενέτειρας της αγίας και ισαποστόλου Ελένης [21 Μαΐου]. Μπόρεσαν έτσι οι πιστοί να το ενταφιάσουν και να γίνουν κοινωνοί της άφθονης χάριτός του. Εκεί ο Μέγας Κωνσταντίνος ίδρυσε αργότερα την Ελενούπολη, όπου κτίσθηκε μεγάλος και περικαλλής ναός προς τιμήν του αγίου Λουκιανού.
—ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ—
[1] Γι’ αυτό τον λόγο πολλοί τον θεωρούν ιδρυτή της
ερμηνευτικής σχολής της Αντιόχειας, της οποίας σπουδαίοι εκπρόσωποι υπήρξαν ο
άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, που αφιέρωσε θερμό εγκώμιο στον άγιο Λουκιανό (βλ.
PG
50, 519-526), και ο Θεόδωρος Μοψουεστίας. Μαθητής του διετέλεσε και ο Άρειος, ο
οποίος εκμεταλλεύτηκε τη φήμη του αγίου Λουκιανού για να στηρίξει τις αιρετικές
του δοξασίες. Η μελέτη των ολίγων αποσπασμάτων από τα διασωθέντα έργα του αγίου
Λουκιανού δεν οδηγεί στον ισχυρισμό ότι ο άγιος αρνούνταν τη θεία φύση του Υιού
του Θεού. Μερικοί πατρολόγοι διατυπώνουν την άποψη ότι πρόκειται περί δύο
διαφορετικών προσώπων, και η γνώμη αυτή φαίνεται να στηρίζεται στο εγκώμιο του
αγίου Χρυσοστόμου, που μιλάει μόνο για το μαρτύριό του και όχι για το
ερμηνευτικό του έργο.
[2] Τα έργα του αγίου Λουκιανού συνέβαλαν
σημαντικά στον καθορισμό του κειμένου της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, που
μεταφέρθηκε από την Αντιόχεια στην Κωνσταντινούπολη από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο,
και από εκεί διαδόθηκε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο.
[3] Βλ. Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλ. Ιστορ. Θ΄, 6, 3.
[4] Ο θάνατος του αγίου Λουκιανού θεωρείται ότι οριοθετεί το τέλος του μεγάλου διωγμού. Η μνήμη του, που εορταζόταν αρχικά αυτή την ημέρα, μετατέθηκε στις 15 Οκτωβρίου, λόγω της συμπτώσεως με τη Σύναξη του Τιμίου Προδρόμου, αλλά στη Δυτική Εκκλησία συνεχίζει να μνημονεύεται την 7η Ιανουαρίου.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας Πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι,
λελαμπρυσμένος, γνῶσιν ἔνθεον, ἐταμιεύσω, καὶ τῆς Πίστεως τὸν λόγον ἐτράνωσας· ὅθεν
Μαρτύρων ἀλείπτης γενόμενος, Λουκιανὲ ἐν ἀθλήσει ἠρίστευσας. Μάρτυς ἔνδοξε,
Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἑρμηνεὺς τῶν ζωηφόρων
ῥημάτων, καὶ ἱερεὺς τῶν τοῦ Θεοῦ μυστηρίων, Λουκιανὲ θεόληπτε ἐνήθλησας στερρῶς·
ὅθεν τὸ ἐσώτερον, καταπέτασμα Μάρτυς, χαίρων διελήλυθας, καὶ Χριστοῦ τῷ προσώπῳ,
ἐνεφανίσθης πάντοτε ἡμῖν, τοῖς σὲ τιμῶσιν, αὐτὸν ἱλεούμενος.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Ἄρτῳ διαθρέψας πνευματικῷ, πιστῶν τὰς καρδίας, ὡς τοῦ λόγου διανομεύς, λιμῷ καταισχύνεις, τὸν λιχνοβόρον ὄφιν, Λουκιανὲ ἀθλήσας, καθάπερ ἄσαρκος.
[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμος 2ος (Οκτώβριος),
σελ. 173–175.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Οκτώβριος 20092.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου