Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΙΔΕΡΟ

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΙΔΕΡΟ


     Μικρά που ήμασταν, εφτάχρονα παιδούδια τότε, είχαμε μια γριούλα στη γειτονιά μας που, από την πολλή μοναξιά της, φώναζε η καημένη τα βράδια και ξυπνούσε το γύρω τετράγωνο. Μαρία Καλαβρινού, λεγότανε (;). Δίχως σόι και συγγενείς. Σε προχωρημένα γεράματα πέθανε στο «Χαρίσειο» Γηροκομείο. Πήγαινε τακτικά η μάνα μου εκεί και την έβλεπε. Θεός σχωρέσ’ την! Ακόμη τη μνημονεύω για να της απευθύνω ένα εγκάρδιο και σωτήριο χαιρετισμό μέσα στο Μυστήριο του Θεού. Όσο στεκόταν στα πόδια της, άναβε τα καντήλια της εκκλησίας και διακονούσε στις υποθέσεις της ενορίας (βαφτίσια, γάμοι, κηδείες κτλ.). Όσοι είναι από το χωριό μου τη θυμούνται μια χαρά. Πήγαινα πού και πού προς αυτήν μαζί με τον αδελφό μου, κυρίως τα πρωινά, τάχα για «επίσκεψη», αλλά με απώτερο σκοπό να μας κεράσει κανένα γλυκό του κουταλιού που πάντα είχε φυλαγμένο βρέξει-χιονίσει· κάθε φορά κι άλλο γλυκό, άλλη γεύση. Τρόμος, μετά, η μάνα μας για το αν ήταν πλυμένο ή άπλυτο το κουτάλι που μας έδινε να μεταχειριστούμε. Όμως αυτό εντελώς φυσικά, δίχως υστερία, σιχασιά και απέχθεια. Βλέπετε, δεν υπήρχε καμία κορωνοϊοφοβία στον ορίζοντα του κόσμου. Χαλαρά και καθαρά ήταν όλα. Φαίνεται όμως ότι από τότε προ–καλωσόριζα το σάκχαρο στην ενήλικη ζωή μου. Το λοιπόν, θυμάμαι εκεί στο μικρό και μισοφωτισμένο καμαράκι της που είχε ένα τέτοιο μεγάλο παλιό σίδερο πάνω σε ένα επιτοίχιο ράφι. Βαρύ κι ασήκωτο. Μου είχε κάνει εντύπωση. Τη ρώτησα γι’ αυτό. Μου είπε την ονομασία και το σκοπό του. «Αφού δεν σιδερώνεις ποτέ, τότε τι το θέλεις;», τόλμησα και της είπα ανοιχτά την απορία μου. «Πώς δε σιδερώνω!», διαμαρτυρήθηκε αυτή κάπως θιγμένα, «εσύ δε με βλέπεις!». Ακόμη και τώρα, οφείλω να είμαι ειλικρινής, πιστεύω ότι δεν σιδέρωνε. Μια και όλα της τα ρούχα της τά ’παιρνε και της τά ’πλενε η μάνα μου. Και να, που η υπότιτλη φωτογραφία της ανάρτησης μού θύμισε εκείνο το παλιό και βαρύ σίδερο στο ράφι κι εγώ τώρα σας το αναφέρω έτσι για τη δόξα της ανάμνησης και του ποσταρίσματος. Το συμπέρασμα; Βαριά πυρωμένα σίδερα της Χάριτος, είθε να γίνουμε κι εμείς ώστε να σιδερώνεται έτσι κάπου-κάπου –«θεοπύρινα» ή «ατμοθεϊκά»!– πάσα ενδόμυχη κακία, πονηρία, αμαρτία, σκοτοδίνη, υποκρισία, σύγχυση, θλίψη, ηλιθιότητα, απρέπεια και ανελευθερία. Θα μου πείτε: «μα, τα έχουμε εμείς όλ’ αυτά; Είναι δυνατόν;». Δε ξέρω, μάλλον. Ή καλύτερα, οπωσδήποτε ως ένα σημείο κάτι απ’ αυτά ή μέρος απ’ αυτά. Οι πολλές τσαλακωσιές ή η καλή σιδερωσιά θα δείξει!…

 

π. Δαμιανός








Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση των αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου