Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ

     Ο όσιος πατήρ ημών Ιερώνυμος γεννήθηκε το 347 στη Στριδώνα της Δαλματίας (κοντά στη σημερινή Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας) στους κόλπους χριστιανικής οικογενείας. Σε ηλικία δώδεκα ετών εστάλη στη Ρώμη για να σπουδάσει κοντά σε έναν περίφημο γραμματικό, τον Δονάτο, ο οποίος αφύπνισε μέσα του την έφεση για τη ρητορική, από την οποία έμελλαν να διαποτιστούν όλα τα έργα του. Ο νέος, προικισμένος με φλογερή ιδιοσυγκρασία και τεράστια μνήμη, μελετούσε με μεγάλο ενθουσιασμό και δήλωνε ακόρεστη επιθυμία για γνώση. Συχνές επισκέψεις στους τάφους των μαρτύρων στις κατακόμβες, του ενέπνευσαν θερμό ζήλο για τον Χριστό· ωστόσο, παρασυρμένος από τις συναναστροφές του, η νεότητά του υπήρξε ουχ ήττον άστατη και θυελλώδης, γεγονός για το οποίο μετάνιωσε αργότερα πικρά. Στην ηλικία των είκοσι ετών περίπου, λίγο μετά τη βάπτισή του, αναχώρησε από τη Ρώμη για τους Τρεβήρους (σημ. Τρίερ), έδρα τότε της αυτοκρατορικής αυλής, με σκοπό να σταδιοδρομήσει στη διοίκηση. Εκεί ήταν που ένιωσε την ακαταμάχητη κλήση του Θεού: να εγκαταλείψει τα πάντα και να μπει στην υπηρεσία Του. Μετέβη τότε στην Ακυληία, όπου μαζί με τον φίλο και συμμαθητή του Ρουφίνο, σύχναζε σε έναν κύκλο κληρικών και λαϊκών που επιδίδονταν σε ευσεβείς διαλογισμούς, συγκροτώντας, όπως έλεγε, «έναν χορό μακαρίων». Ακολουθώντας ήδη βίο ασκητικό με όλη τη φλόγα ενός χαρακτήρα που αρνιόταν κάθε συμβιβασμό, αποφάσισε να μιμηθεί το παράδειγμα του πατριάρχη Αβραάμ και εκείνων που αυτοεξορίσθηκαν από αγάπη για τον Θεό και πήρε το πλοίο για την Ανατολή.

     Φθάνοντας στην Αντιόχεια, πέρασε τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή νηστεύοντας και μελετώντας ενδελεχώς τους προφήτες, διανθίζοντας, ωστόσο, τους διαλογισμούς του με την ανάγνωση κλασικών συγγραφέων. Στα μέσα της Τεσσαρακοστής προσβλήθηκε από ισχυρό πυρετό· και, φθάνοντας στα πρόθυρα του θανάτου, αρπάχθηκε εν πνεύματι και είδε εαυτόν παρουσιαζόμενο ενώπιον του θεϊκού Βήματος. Καθώς δήλωνε τη χριστιανική ιδιότητά του, ο Κριτής τού απάντησε: «Ψεύδεσαι! Είσαι οπαδός του Κικέρωνα και όχι χριστιανός!» και έδωσε εντολή να τον κτυπήσουν με βέργες. Τυπτόμενος έτσι από τη συνείδησή του, ο Ιερώνυμος έδωσε τον εξής όρκο: «Κύριε, αν ποτέ έχω στην κατοχή μου θύραθεν βιβλία, ή τα διαβάζω, σημαίνει ότι θα Σ’ έχω αρνηθεί!». Έκτοτε αφιερώθηκε αποκλειστικά στη μελέτη της Αγίας Γραφής. Και δίχως να συμβουλευθεί κανέναν, τράβηξε βαθιά στην έρημο της Χαλκίδος (νοτιοανατολικά της Αντιόχειας) ποθώντας να μιμηθεί τα παλαίσματα του αγίου Αντωνίου (375). Είχε όμως υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις του· και παρά τις νηστείες και τις σκληραγωγίες που επέβαλε στον εαυτό του, δοκιμαζόταν σκληρά από λογισμούς και αναμνήσεις του παρελθόντος βίου του. Ενώ εξαντλούσε τη φρυγμένη από τον ήλιο σάρκα του με την άσκηση, εν μέσω σκορπιών και αγριμιών, πίστευε ότι βρισκόταν μέσα στις απολαύσεις της Ρώμης, περιτριγυρισμένος από νεαρές ακόλαστες γυναίκες. Για να πολεμά την ακηδία, τελειοποίησε τις γνώσεις του στην ελληνική γλώσσα και με πολύ κόπο έμαθε εβραϊκά και αραμαϊκά, ενώ διατηρούσε αλληλογραφία με φίλους του στην Ακυληία. Στις δοκιμασίες αυτές, ο Θεός τού χάρισε ουράνιες παραμυθίες, αλλά παρά ταύτα χρειάστηκε σύντομα να εγκαταλείψει την έρημο, την ειρήνη της οποίας διατάρασσαν οι έριδες των μοναχών γύρω από το θέμα του σχίσματος της Εκκλησίας της Αντιοχείας (βλ. άγιος Μελέτιος [12 Φεβρ.]). Προσκείμενος ευνοϊκά απέναντι στον Παυλίνο, ο Ιερώνυμος απευθύνθηκε στον πάπα Δάμασο για να του ζητήσει να δώσει λύση στη διένεξη, αλλά δεν έλαβε απάντηση. Μετέβη τότε στην Αντιόχεια, όπου αφού χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, παρά τους δισταγμούς, από τον Παυλίνο, συνέχισε τη μελέτη της Βίβλου κοντά στον σοφό Απολλινάριο Λαοδικείας, εξοβελίζοντας από τη διδασκαλία του σοφού ό,τι δεν συμμορφωνόταν με την Ορθοδοξία. Κατόπιν, ωθούμενος από τη φήμη της ευγλωττίας και της αγιότητας του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου [25 Ιαν.], αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη όπου πέρασε τρία χρόνια στη σχολή του, ανακαλύπτοντας με θαυμασμό τα έργα του Ωριγένους, τον οποίο άρχισε να μεταφράζει. Μετά την παραίτηση του Γρηγορίου, προσκλήθηκε από τον Παυλίνο Αντιοχείας και τον άγιο Επιφάνιο [12 Μαΐου] να τους συνοδεύσει στη Σύνοδο της Ρώμης (382). Κατά τις εκεί συνεδρίες, ο πάπας Δάμασος πρόσεξε τα σπάνια χαρίσματα του Ιερωνύμου και μετά τη Σύνοδο τον κράτησε κοντά του ως γραμματέα. Ο μέγας ιεράρχης έβρισκε πνευματικά ερεθίσματα σε θέματα που ανέκυπταν από δύσκολα εδάφια της Γραφής και του ανέθεσε να αναθεωρήσει τις λατινικές μεταφράσεις του Ευαγγελίου με βάση τα ελληνικά πρωτότυπα.

     Η φήμη του ως ερμηνευτή της Γραφής συνέβαλε ώστε να γίνει πνευματικός καθοδηγητής ενός κύκλου ευγενών και ευσεβών γυναικών που είχαν συγκεντρωθεί γύρω από την αγία Μαρκέλλα [31 Ιαν.], στο αρχοντικό της στο Αβεντίνο. Οργάνωναν τακτικά συνάξεις, κατά τις οποίες ο Ιερώνυμος διάνθιζε τις ερμηνείες του ιερού κειμένου και τα μαθήματα εβραϊκής γλώσσας με διάπυρες ομιλίες περί ασκητικής πολιτείας. Στη νεαρότατη θυγατέρα της αγίας Παύλας [26 Ιαν.], αγία Ευστοχία [28 Σεπτ.], έγραφε: «Να είσαι ο τζίτζικας της νύχτας. Να λούζεις το κρεβάτι σου κάθε νύχτα, να πλημμυρίζεις το στρώμα σου με δάκρυα. Να αγρυπνάς και να γίνεσαι όπως το σπουργίτι στη μοναξιά…» (Επ. 22, 18, PL 22, 404). Ο αχαλίνωτος ζήλος του, όμως, τόσο στην εξύμνηση του ασκητικού βίου όσο και στην επιτίμηση των κοσμικών ιερέων, βρήκε πλήθος επικριτών που τον κατηγορούσαν ότι καταδίκαζε τον γάμο και οι οποίοι, μετά τον θάνατο του Δάμασου (384), διέδιδαν εις βάρος του αισχρές συκοφαντίες που τον ανάγκασαν τελικά να εγκαταλείψει τη Ρώμη (385).

     Συνάντησε την Παύλα και την κόρη της Ευστοχία στην Αντιόχεια και ξεκίνησαν από κοινού ένα μακρύ προσκύνημα τόσο στους Αγίους Τόπους όσο και στην Αίγυπτο, κοντά στους Πατέρες της ερήμου. Μετά την περιοδεία αυτή, ακολουθώντας το παράδειγμα της αγίας Μελάνης της Πρεσβυτέρας [8 Ιουν.] και του φίλου του Ρουφίνου στο Όρος των Ελαιών, ο Ιερώνυμος εγκαταστάθηκε στη Βηθλεέμ και ίδρυσε κοντά στη βασιλική της Γεννήσεως δύο μονές: μία για τους μοναχούς και μία για την αγία Παύλα και τις ευσεβείς γυναίκες που την ακολουθούσαν (389). Μεριμνώντας για την οργάνωση των δύο κοινοτήτων, συνέγραψε τότε γι’ αυτές τους «Βίους» του αγίου Παύλου του Θηβαίου [15 Ιαν.], του αγίου Ιλλαρίωνος [21 Οκτ.] και του αγίου Μάλχου [26 Μαρτ.]. Υπομνημάτιζε καθημερινά την Αγία Γραφή στην αγία Παύλα και στις μαθήτριές της και επί πλέον υποδεχόταν τους πολυπληθείς προσκυνητές που έρχονταν να τιμήσουν το Σπήλαιο της Γεννήσεως και να ξεδιψάσουν στην πηγή της σοφίας του. Κυρίως όμως αφιερώθηκε εκεί στο τεράστιο έργο της μετάφρασης της Αγίας Γραφής και των υπομνημάτων που τη συνόδευαν, εμπνευσμένων από τη μέθοδο του Ωριγένους, παραχωρώντας όμως μεγαλύτερο χώρο στην κατά γράμμα πιστή ερμηνεία. «Άγνοια των Γραφών σημαίνει άγνοια του Χριστού» (Προοίμιο στο «Υπόμνημα στον Προφήτη Ησαΐα», PL 24, 17Β), δήλωνε, και το μέλημά του να επιστρέψει στην ακρίβεια του πρωτότυπου κειμένου τον ώθησε να αναλάβει τη μετάφραση ολόκληρης της Παλαιάς Διαθήκης από τα εβραϊκά, έργο τεράστιο που ολοκλήρωσε μετά από δεκαπέντε χρόνια επίμονης εργασίας. Για την ακρίβεια του πράγματος, η μετάφραση αυτή θα ολοκληρωνόταν και από άλλους και σταδιακά θα καθιερωνόταν ως η επίσημη έκδοση της λατινικής Εκκλησίας, ευρέως γνωστή ως «Βουλγάτα».

     Εκτός από τα ερμηνευτικά έργα του, ο φλογερός χαρακτήρας του δεν του επέτρεπε να σιωπά για τα εκκλησιαστικά πράγματα της εποχής, και με την ίδια ορμή με την οποία αγωνιζόταν εναντίον των παθών στην έρημο ρίχθηκε στην υπεράσπιση της Αλήθειας κατά των αιρετικών. Παρά τον θαυμασμό του για τον Ωριγένη, ακολούθησε τον άγιο Επιφάνιο [12 Μαΐου] στη σφοδρή εκστρατεία του κατά των μαθητών του μεγάλου διδασκάλου και ήλθε σε σύγκρουση με τον φίλο του Ρουφίνο και τον επίσκοπό του, Ιωάννη Ιεροσολύμων. Η διένεξη οξύνθηκε όταν ο Επιφάνιος χειροτόνησε τον αδελφό του Ιερωνύμου, Παυλίνο, για να υπηρετήσει τις μονές της Βηθλεέμ. Ο Ιωάννης διαμαρτυρήθηκε για την αντικανονική αυτή καταπάτηση της δικαιοδοσίας του και απαγόρευσε την είσοδο στη βασιλική της Γεννήσεως στον Ιερώνυμο και τους μαθητές του. Επήλθε ωστόσο ανακωχή (396)· δύο χρόνια όμως αργότερα η σύγκρουση αναζωπυρώθηκε με αφορμή τη μετάφραση από τον Ρουφίνο του «Περί Αρχών» του Ωριγένους. Ο Ιερώνυμος απάντησε σύντομα με μια μετάφραση που έδειχνε την ωριγενική αίρεση και συνέχισε την πολεμική του κατά του παλαιού φίλου του ακόμη και μετά τον θάνατο του τελευταίου.

     Η συρροή στη Βηθλεέμ προσφύγων από τη Δύση μετά την άλωση της Ρώμης από τους βαρβάρους (410) απαιτούσε να τεθεί κανείς στην υπηρεσία τους και «να πράττει μάλλον παρά να γράφει άγια πράγματα»· ουχ ήττον όμως, ο Ιερώνυμος συνέχισε να γράφει τη νύχτα τα ερμηνευτικά και απολογητικά έργα του, ιδιαίτερα κατά των πελαγιανών, οι οποίοι, ως αντίποινα, επιτέθηκαν στις μονές της Βηθλεέμ και άφησαν τα κτήρια ερειπωμένα (416). Η λατινική αυτή κοινότητα, απομονωμένη στην Ανατολή και εις το εξής παρακμάζουσα, εκ των πραγμάτων δεν είχε μέλλον· και μετά τον θάνατο του οσίου Ιερωνύμου, στις 30 Σεπτεμβρίου του 420, δεν άργησε να σβήσει.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—

Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τὴν σοφίαν τιμήσας Ἱερώνυμε Ὅσιε, παρ’ αὐτῆς ἐτιμήθης οὐρανίοις χαρίσμασι, καὶ γέγονας φωστὴρ περιφανής, βιώσας ὥσπερ ἄγγελος ἐν γῇ· διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τελοῦμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—

Ἦχος β΄. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τὸν εὐκλεῆ, τῶν ἀρετῶν διδάσκαλον, καὶ μυστικήν, τῆς εὐσεβείας σάλπιγγα, Ἱερώνυμον τὸν μέγιστον, μελωδικῶς ἀνευφημήσωμεν· ἐν κόσμῳ γὰρ ὁσίως πεπολίτευται, καὶ μύστης τῆς σοφίας ὤφθη ἔνθεος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—

Χαίροις ἐναρέτου βίου εἰκών, καὶ τοῦ Παρακλήτου, ἐνδιαίτημα ἱερόν· χαίροις συνωνύμων, καὶ σῶν προστάτης θεῖος, καὶ πρέσβυς πρὸς τὸν Κτίστην, ὦ Ἱερώνυμε.


 

 

 

[ Ιερομονάχου Μακαρίου

Σιμωνοπετρίτου:

«Νέος Συναξαριστής

της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·

Τόμος (Ιούνιος),

σελ. 192–196.

Διασκευή εκ του Γαλλικού:

Ξενοφών Κομνηνός.

Θεώρηση κειμένου:

Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.

Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Αθήνα, Φεβρουάριος 2008.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π. Δαμιανός. ]








Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση των αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου