Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑΡΧΗ
Δεν πρόλαβε να ανοίξει το κατάστημά του και ένας πελάτης,
περίπου 65 ετών, τον καλημέρισε και του ζήτησε να δει ύφασμα καλοκαιρινό
σκούρου χρώματος για παντελόνια. Μετά από μια σύντομη ματιά που έριξε στα τόπια, κατάληξε σ’ ένα βαθύ γκρι χρώμα.
Ο καταστηματάρχης τον ρώτησε:
–Να σου
κόψω για ένα παντελόνι;
–Όχι, θα ήθελα ύφασμα για
σαράντα παντελόνια.
–Για
σαράντα παντελόνια; Τι θα τα κάνεις τόσα πολλά;
–Θα τα
ράψει η γυναίκα μου, που είναι ράφτρα, και θα τα πάω σ’ ένα μοναστήρι.
–Σε
μοναστήρι θα τα πας;
–Ναι, είχα
πάει εκεί το Πάσχα και παρατήρησα ότι, ακόμη και τις γιορτινές μέρες, φορούσαν πολύ
τριμμένα παντελόνια.
Τον κοίταξε ο έμπορος καλά και παρατήρησε ότι ήταν
πολύ φτωχικά ντυμένος· ακόμη και το παντελόνι που φορούσε ήταν με καβάλο και
τον ρώτησε:
–Μα,
φαίνεσαι φτωχός άνθρωπος και κάνεις αυτό το έξοδο για άλλους;
–Να σου
πω! Ήθελα να πάρω ένα κουστούμι για μένα, αλλά όταν είδα αυτά τα παλικάρια, τους
μοναχούς, να φορούν τόσο παλιά ρούχα, σκέφτηκα ότι, εγώ που είμαι 65 χρονών, ας
περάσω με αυτά που έχω και του χρόνου παίρνω για τον εαυτό μου κάνα ρούχο. Το
ίδιο είπε και η γυναίκα μου για τον εαυτό της.
Μεσολάβησε ένα κενό τριών λεπτών, γιατί ο έμπορος
έψαχνε να βρει το τιμολόγιο αγοράς.
Ο πελάτης ζήτησε να πληρώσει το ποσό που κόστιζε
το ύφασμα, αλλά δεν πήρε απάντηση. Φαινόταν κάτι να σκέφτεται ο έμπορος. Και πραγματικά·
σκεφτόταν τι να κάνει: να του το δώσει όσο το πουλάει και στους άλλους ή να
κάνει μια καλύτερη τιμή;
–Σε
παρακαλώ, λίγο να πληρώσω, γιατί βιάζομαι. Πρέπει να πάρω και άλλα πράγματα.
–Τι να
σου πω; Χρωστάς 128.000 δραχμές, τόσο κάνει.
Έβγαλε τα χρήματα και άρχισε να μετράει: ένα… δύο…
Το χρώμα του εμπόρου άρχισε να αλλάζει. Νόμιζες, ότι κάποια πάλη γινόταν μέσα
του. Τη στιγμή που έλεγε «ογδόντα…», το χέρι του εμπόρου έπεσε πάνω στα χέρια
του πελάτη.
–Στάσου,
μπάρμπα! Φτάνουν αυτά!
–Μα είπες
128.000 δραχμές. Δεν θέλω να σε ζημιώσω.
–Δεν με
ζημιώνεις. Ας μη βγάλω από σένα, εφόσον κι εσύ στερείσαι για να τα προσφέρεις.
Βούρκωσαν τα μάτια του πελάτη και σκεφτόταν το
πόσο φωτίζει ο Θεός και το πόσο κεντρίζει τις ψυχές να κάνουν κάτι ή έστω να συμμετέχουν
στο καλό, όταν αντιληφθούν ότι υπάρχει καθαρή διάθεση για βοήθεια στους αληθινά
έχοντας ανάγκη.
Ένας που έγινε έμπορος έχει τάξει στη ζωή του στο πώς
θα κερδίζει χρήματα. Γι’ αυτό, ως συνήθως, τους βλέπουμε να είναι σκληροί διαπραγματευτές, όπως και οι διπλωμάτες του Υπουργείου Εξωτερικών.
Ο πελάτης τα είχε χαμένα· τον ευχαρίστησε και πήγε
να φύγει. Τότε ο έμπορος τού έδωσε ένα χαρτάκι.
–Να, εδώ γράφω, του λέει, το όνομα του
παιδιού μου που υποφέρει χρόνια από πονοκεφάλους. Ας το θυμούνται στις προσευχές τους, εκεί οι μοναχοί,
μια και η επιστήμη δεν μπόρεσε μέχρι στιγμής να το βοηθήσει. Ποιος ξέρει; Αυτοί
που πιστεύουν, ανοίγουν καμιά φορά και τον ουρανό!
–Θα δώσω
το χαρτί που μου έδωσες, όμως γράψε και το δικό σου όνομα.
–Τι να το
κάνεις τ’ όνομά μου; Εγώ είμαι μακριά από τον Θεό.
–Γράψτο,
σε παρακαλώ, και θα προσεύχομαι κι εγώ για το παιδί σου, αλλά και για σένα. Έχεις
καλή καρδιά!
Έγραψε τ’
όνομά του στο χαρτί και, δίνοντάς το, είπε:
–Σήμερα κάτι έκανες στη ψυχή μου, άγνωστε
πελάτη μου!
Όσοι φορέσαμε τα ράσα και δεχόμαστε την ατελείωτη
αγάπη των λαϊκών με τα τόσα υλικά πράγματα που μας δίνουν, αλλά και την τόσο
μεγάλη διάθεση που μας δείχνουν, θέτοντας ό,τι έχουν για να μας εξυπηρετήσουν: αναλογιζόμαστε
αληθινά την ευθύνη και την υποχρέωση που έχουμε γι’ αυτούς ή θεωρούμε μέσα μας σαν
δεδομένο ότι έχουν υποχρέωση συνέχεια να μας βοηθούν; Όχι, εμείς έχουμε καθήκον
να προσευχόμεθα γι’ αυτούς, χωρίς να περιμένουμε υλικά ανταλλάγματα επειδή τους
βοηθούμε πνευματικά.
Μπορεί να μην έχουμε οικονομική ανάγκη. Μπορεί να
είναι μικρής οικονομικής αξίας το προσφερόμενο. Μπορεί να μη μας είναι χρήσιμο.
Μπορεί να μη θέλουμε να λαμβάνουμε δώρα. Μπορεί να αισθανόμαστε ή να γνωρίζουμε
ότι με την προσφορά τους, ίσως κάτι να επιδιώκουν από εμάς ή από το μοναστήρι.
Θα μπορούσα να συνεχίσω και με πολλά άλλα «μπορεί»…
Όμως πρέπει
να πεισθούμε ότι επιβάλλεται να ευχαριστούμε από τα βάθη της ψυχής μας τους ανθρώπους,
που τόσο πολύ μας σκέφτονται και στερούνται πολλές φορές οι ίδιοι και η
οικογένειά τους, για να προσφέρουν πολλά ή κάτι στο Μοναστήρι, στην Ενορία, στην
Εκκλησία ή και σε άτομα μοναχικά. Ακόμη, είναι απαραίτητο να ευχαριστούμε μέσα
από την προσευχόμενη καρδιά μας τον Θεό της αγάπης, γιατί μας ευεργετεί μέσω αυτών των ανθρώπων που Τον αγαπούν, που Τον πιστεύουν και Τον λατρεύουν. «Να
ευχαριστείτε για το καθετί» (Α΄ Θεσ. 5, 18), δεν μας λέει ο Απόστολος; ...
ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΟΥΣΤΟΣ ΜΠΡΟΥΣΑΛΗΣ
[ Μοναχού Ιούστου
Μπρούσαλη:
«Στο Άγιον Όρος
αναζήτησα γαλήνη και δύναμη»·
κεφ. 19ο, σελ. 139–142.
Διορθώσεις κειμένων:
Ευδοκία Χ. Παπαγγέλου.
Εκδόσεις «Ζύμη» και
Κάθισμα Αγίου Νικολάου.
Καρυές, Άγιον Όρος 2004. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου