Η ΜΕΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ
…Εκείνη τότε κράτησε τον γέροντα Ζωσιμά και δεν
τον άφησε να ολοκληρώσει την εδαφιαία μετάνοιά του προς αυτήν, αλλά του είπε: «Όλα
αυτά που άκουσες από μένα άνθρωπε, σε ορκίζω στον Σωτήρα Χριστό, τον Θεό μας, να μη τα
διηγηθείς σε κανέναν μέχρι τη στιγμή που ο Θεός θα με πάρει από αυτή τη γη. Προς
το παρόν, ας πηγαίνεις ειρηνικά στον δρόμο σου και πάλι το ερχόμενο έτος,
έχοντας την προστασία της Χάρης του Θεού, θα συναντηθούμε. Κάνε ακόμη, για τον
Κύριο, αυτό που τώρα σου παραγγέλνω· στην περίοδο της ιερής νηστείας του
επόμενου έτους, να μην περάσεις τον Ιορδάνη, όπως έχετε συνήθεια να κάνετε στο
μοναστήρι». Με έκπληξη ο Ζωσιμάς άκουγε ότι και τον κανόνα γνώριζε του
μοναστηριού και δεν έλεγε τίποτε άλλο παρά μόνο «Δόξα τω Θεώ!», που δίνει
μεγάλα χαρίσματα σ’ αυτούς που Τον αγαπούν. Εκείνη τότε συνέχισε: «Να μείνεις
λοιπόν, καθώς είπα, αββά, στο μοναστήρι, γιατί και να θελήσεις να βγεις έξω δεν
θα σου έρθουν ευνοϊκές οι περιστάσεις. Κατά την αγία όμως νύκτα του Μυστικού
Δείπνου (τη Μεγάλη Πέμπτη), να πάρεις για χάρη μου μέρος από το ζωοποιό Σώμα και Αίμα του Χριστού, μέσα
σε ιερό σκεύος και αντάξιο για τέτοια ιερά Μυστήρια και να τα φέρεις και να με
περιμένεις οπωσδήποτε, σ’ εκείνο το μέρος του Ιορδάνου που πλησιάζει προς τα
κατοικημένα μέρη, για να έρθω να μεταλάβω από τα ζωοποιά Δώρα. Γιατί, από τότε
που μετάλαβα στον ναό του Προδρόμου Ιωάννου, προτού περάσω τον Ιορδάνη, δεν
αξιώθηκα να λάβω το άγιο τούτο Μυστήριο καμιά φορά μέχρι σήμερα. Και τώρα ποθώ
το ιερό Μυστήριο με δυνατή και ασυγκράτητη επιθυμία, γι’ αυτό ζητώ και παρακαλώ
να μην παρακούσεις στο αίτημά μου, αλλά οπωσδήποτε να μου φέρεις τα ζωοποιά και
θεία τούτα Μυστήρια, κατά την ίδια ώρα που και ο Κύριος αξίωσε τους μαθητές Του
να λάβουν μέρος στο θείο Δείπνο. Τέλος, και στον αββά Ιωάννη, τον ηγούμενο της μονής
στην οποία κατοικείς, να πεις τα εξής: “Πρόσεχε, αδελφέ, τον εαυτό σου και το
ποίμνιό σου, γιατί συμβαίνουν μερικά πράγματα εκεί, τα οποία χρειάζεται να
διορθωθούν”. Αλλά δεν θέλω να τα πεις αυτά τώρα σ’ αυτόν, αλλά όταν στο
επιτρέψει ο Κύριος». Αφού τελείωσε αυτά και είπε στον γέροντα, «να εύχεσαι για
μένα!», αναχώρησε πάλι προς το εσωτερικό της ερήμου. Ο Ζωσιμάς τότε, αφού
γονάτισε και προσκύνησε το έδαφος πάνω στο οποίο είχαν μείνει τα αποτυπώματα
από τα πόδια της οσίας και αφού δόξασε και ευχαρίστησε τον Θεό, γύρισε πίσω
γεμάτος χαρά στη ψυχή και στο σώμα του, δοξάζοντας και ευλογώντας τον Χριστό
και Θεό μας. Και αφού πέρασε πάλι εκείνη την έρημο, έφθασε στο μοναστήρι κατά
την ημέρα που συνήθιζαν να επιστρέφουν όλοι οι μοναχοί του μοναστηριού.
Ολόκληρο τον επόμενο χρόνο ζούσε ήσυχα στο
μοναστήρι, χωρίς να τολμήσει να διηγηθεί σε κανέναν, κάτι από όσα είδε. Μόνο
μέσα του θερμοπαρακαλούσε τον Θεό να του δείξει και πάλι το πρόσωπο που
επιθυμούσε. Στενοχωριόταν λοιπόν και δυσανασχετούσε έντονα, σκεπτόμενος το
διάστημα του ενός χρόνου, θέλοντας αν ήταν δυνατόν ο χρόνος να γίνει μια μέρα.
Όταν έφθασε η Κυριακή, μετά από την οποία αρχίζει η ιερή νηστεία της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής, αμέσως μετά τη συνηθισμένη προσευχή, όλοι μεν οι άλλοι μοναχοί
έβγαιναν έξω ψέλνοντας, αυτός όμως αρρώστησε με πυρετό και έτσι αναγκάστηκε να
παραμείνει μέσα. Θυμήθηκε τότε ο Ζωσιμάς τον λόγο της οσίας που είπε, ότι, «κι
αν θελήσεις να βγεις έξω από το μοναστήρι, δεν θα σου έρθουν ευνοϊκές οι
περιστάσεις». Αφού πέρασαν όμως λίγες ημέρες και θεραπεύθηκε από την ασθένειά
του, συνέχιζε να ζει μέσα στο μοναστήρι.
Όταν είχαν επιστρέψει πλέον οι μοναχοί και
πλησίασε το βράδυ του Μυστικού Δείπνου, επραγματοποίησε όσα είχε λάβει εντολή
να κάνει· και, αφού πήρε μέσα σε μικρό ποτήρι από το άχραντο Σώμα και το τίμιο
Αίμα του Χριστού και Θεού ημών και έβαλε σε μικρό καλάθι ξερά σύκα και φοίνικες
και λίγη φακή βρεγμένη στο νερό, φεύγει και πηγαίνει αργά το βράδυ και κάθεται
στην όχθη του Ιορδάνη περιμένοντας την άφιξη της οσίας. Καθώς αργούσε να έρθει
η οσία, ο Ζωσιμάς δεν νύσταξε, αλλά συνεχώς παρατηρούσε την έρημο περιμένοντας
να δει αυτό που επιθυμούσε. Ενώ καθόταν ο γέροντας και περίμενε, συλλογιζόταν: «Άραγε,
μήπως η αναξιότητά μου την εμπόδισε να έρθει; Άραγε, μήπως ήρθε και επειδή δεν
με βρήκε έφυγε πάλι πίσω;». Σκεφτόμενος αυτά δάκρυσε· και αφού δάκρυσε
αναστέναξε και, σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό παρακαλούσε τον Θεό,
λέγοντας: «Μη μου στερήσεις, Δέσποτα, να δω και πάλι αυτό που μου επέτρεψες να δω·
μη με αφήσεις να φύγω άδειος χωρίς κανένα αποτέλεσμα, έχοντας μαζί μου μόνο τις
αμαρτίες μου για να με ελέγχουν!». Αφού είπε δακρυσμένος αυτή την προσευχή, μια
άλλη σκέψη πέρασε από το νου του: «Τι θα γίνει και εάν ακόμη τυχόν έρθει; Γιατί
πλοιάριο εδώ δεν υπάρχει. Πώς, λοιπόν, θα περάσει τον Ιορδάνη και θα έρθει σε
μένα τον ανάξιο; Αλίμονο στην αναξιότητά μου· αλίμονο, ποιος μου στέρησε δίκαια
ένα τέτοιο καλό;».
Αφού σκεφτόταν αυτά ο γέροντας, να και η οσία· έφθασε και στάθηκε στην απέναντι όχθη του ποταμού, απ’ όπου και ερχόταν. Ο
Ζωσιμάς τότε σηκώθηκε γεμάτος χαρά και αγαλλίαση, δοξάζοντας τον Θεό. Πάλευε όμως
πάλι μέσα του με τον λογισμό, ότι δεν θα μπορέσει η οσία να περάσει τον
Ιορδάνη· και βλέπει τότε αυτήν να σφραγίζει τον Ιορδάνη με το σημείο του
Σταυρού, γιατί ήταν πανσέληνος εκείνη τη νύκτα, καθώς έλεγε, και συγχρόνως με
το σφράγισμα να πατά τα νερά και να περπατά πάνω τους, βαδίζοντας προς τον γέροντα. Έντρομος ο γέροντας Ζωσιμάς, όταν θέλησε να βάλει μετάνοια, τον
εμπόδισε φωνάζοντας, ενώ ακόμη βάδιζε στα νερά του ποταμού: «Τι πας να κάνεις,
αββά, ενώ είσαι ιερεύς και κρατάς τα θεία Μυστήρια;». Και ενώ εκείνος
συμμορφώθηκε προς τον λόγο της οσίας, εκείνη αφού πάτησε το έδαφος της άλλης όχθης,
είπε στον γέροντα: «Ευλόγησον, πάτερ! Ευλόγησον!». Αυτός τότε της απάντησε
γεμάτος τρόμο, γιατί του δημιούργησε κατάπληξη το παράδοξο εκείνο θέαμα.
Πράγματι, λέει αλήθεια ο Θεός που υποσχέθηκε να ομοιάζουν με Αυτόν, όσο είναι
δυνατόν για τους ανθρώπους, αυτοί που καθαρίζουν τον εαυτό τους από κάθε
αμαρτία. «Ας είσαι δοξασμένος Χριστέ, ο Θεός ημών, που δεν παρέβλεψες την
προσευχή μου και δεν απομάκρυνες το έλεός Σου από τον δούλο Σου! Ας είσαι
δοξασμένος Χριστέ, ο Θεός ημών, που μου φανέρωσες με αυτή τη δούλη Σου, το πόσο
μακριά βρίσκομαι από το μέτρο της τελειότητας!». Και καθώς έλεγε αυτά, ζήτησε η
οσία να πει το άγιο Σύμβολο της Πίστεως (το «Πιστεύω») και να αρχίσει επίσης και
το «Πάτερ Ἡμῶν». Και αφού πραγματοποιήθηκε αυτό και τελείωσε η προσευχή της,
σύμφωνα με τη συνήθεια, έδωσε στον γέροντα τον ασπασμό της αγάπης και έτσι
μετάλαβε από τα ζωοποιά Μυστήρια· και αφού σήκωσε τα χέρια της στον ουρανό,
αναστέναξε με δάκρυα και φώναξε: «Τώρα, ας απολύσεις με ειρήνη τη δούλη Σου, Δέσποτα,
σύμφωνα με τον λόγο Σου, γιατί είδαν τα μάτια μου τη Σωτηρία που
δίνεις στους δούλους Σου!».
Ύστερα
λέει στον γέροντα: «Συγχώρεσέ με, αββά μου, σε παρακαλώ να εκπληρώσεις και
άλλη μια επιθυμία μου· για την ώρα πήγαινε στο μοναστήρι, προστατευόμενος
από την ειρήνη του Θεού, κατά το ερχόμενο όμως έτος, να έρθεις και πάλι σ’
εκείνον τον χείμαρρο, όπου και πρωτύτερα σε συνάντησα και θα με ξαναδείς όπως θέλει
ο Κύριος». Αυτός της απάντησε: «Μακάρι να ήταν δυνατόν να σε ακολουθήσω από
τώρα και να βλέπω συνεχώς το τίμιό σου πρόσωπο· ας ικανοποιήσεις τώρα και μια
παράκληση, εμού του γέροντα, και ας πάρεις να φας λίγη τροφή από αυτήν που έχω φέρει
εδώ»· και λέγοντας αυτά, δείχνει στην οσία το καλάθι που είχε μαζί του. Αυτή
τότε άγγιξε με τα άκρα των δακτύλων της τη φακή και, αφού έπιασε τρεις μόνο κόκκους,
τους έφερε στο στόμα της, λέγοντας ότι, «είναι αρκετή η Χάρη του Πνεύματος για
να διατηρήσει την ουσία της ψυχής χωρίς να υστερήσει σε τίποτα». Και αφού είπε
αυτά, λέει πάλι στον γέροντα: «Προσευχήσου για το όνομα του Κυρίου, προσευχήσου
για μένα, και να θυμάσαι στην προσευχή σου πάντοτε την αθλιότητά μου». Αυτός, τότε, αγγίζοντας τα πόδια της οσίας δακρυσμένος, τής ζήτησε επίμονα να
προσεύχεται για την Εκκλησία και για τη βασιλεία και γι’ αυτόν τον ίδιο, στενάζοντας
και θρηνώντας την άφησε να φύγει, γιατί δεν τολμούσε να συνεχίσει να κρατά για
πολύ, αυτήν που δεν ήταν δυνατόν από κανέναν και από τίποτα να κρατηθεί. Αυτή
λοιπόν, αφού πάλι σφράγισε τον Ιορδάνη με το σημείο του τιμίου Σταυρού, τον
πέρασε πατώντας πάνω στο νερό όπως και πρωτύτερα. Ο γέροντας Ζωσιμάς γύρισε στο
μοναστήρι έχοντας μέσα του χαρά και φόβο πολύ, κατηγορώντας τον εαυτό του ότι
δεν φρόντισε να μάθει το όνομα της οσίας· έλπιζε, όμως, ότι θα μπορούσε να το
μάθει κατά τον ερχόμενο χρόνο…
[ Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων:
«Βίος Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας»,
κεφ. ΛΒ΄–ΛΣΤ΄, σελ. 78–89,
Έκδοση Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα,
Άγιον Όρος, 19965.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου