ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΜΙΧΑΗΛ
Ο άγιος Μιχαήλ καταγόταν από το χωριό Γρανίτσα των
Αγράφων και ανατράφηκε με αγάπη για τον Θεό και τις εντολές Του. Λίγο μετά τον
θάνατο του πατέρα του, νυμφεύτηκε και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη ασκώντας το
επάγγελμα του αρτοποιού. Από τα χρήματα που έβγαζε, κρατούσε μόλις τα
απαραίτητα για την επιβίωσή του, μοίραζε τα υπόλοιπα σε ελεημοσύνες και σε κάθε
ανάπαυλα της εργασίας του πήγαινε στην εκκλησία για να παρακολουθήσει τις ιερές
Ακολουθίες. Ολοένα μεγάλωνε μέσα του ο πόθος για τον Θεό και επιθυμούσε να
ασπασθεί τον μοναχικό βίο· οι δικοί του όμως τον εμπόδιζαν, θυμίζοντάς του ότι
έπρεπε να φροντίζει τη σύζυγο και τη μητέρα του. Την Κυριακή της
Σταυροπροσκυνήσεως, ενώ ασπαζόταν το Τίμιο Ξύλο, αποφάσισε να ακολουθήσει κι
εκείνος τον Χριστό έως θανάτου. Τρεις ημέρες αργότερα, μόλις είχε επιστρέψει
στο εργαστήριό του μετά τον Εσπερινό, όταν ήρθε ένα τουρκόπουλο να αγοράσει
ψωμί. Ο Μιχαήλ το ρώτησε σε αυστηρό τόνο ποια ήταν η πίστη του και αν
καταλάβαινε αυτό που πίστευε. Καθώς έτυχε να περνά ένας διδάσκαλος του μουσουλμανικού
νόμου, το τουρκόπουλο τον φώναξε σε βοήθεια. Η συζήτηση φούντωσε προσελκύοντας
πλήθος περαστικών, οι οποίοι τελικά άρπαξαν τον τολμητία χριστιανό και τον
οδήγησαν ενώπιον του δικαστή, κατηγορώντας τον Μιχαήλ για βλασφημία κατά του
Μωάμεθ. Παρ’ ότι αγράμματος, ο άγιος εξέθεσε με παρρησία τα μυστήρια της
Πίστεως ως προς την Αγία Τριάδα και την Ενανθρώπηση του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού. Ο δικαστής τον απειλούσε ότι θα τον καταδικάσει να καεί ζωντανός για
τη βλασφημία του, και ο άγιος αναφώνησε: «Πιστεύω
στον Κύριό μου Ιησού Χριστό, που είναι Θεός, Υιός Θεού, Δημιουργός του κόσμου
και Σωτήρας μου, και είμαι έτοιμος να υποστώ τα πάνδεινα από αγάπη για Εκείνον.
Πάρτε, λοιπόν, τα χρήματά μου κι αγοράστε ξύλα για να με κάψετε ζωντανό, γιατί
δε θέλω να προσφέρω θυσία στον Θεό μου με δικά σας ξύλα!».
Στη φυλακή, εν αναμονή της θανατώσεως, δέχτηκε
τους χριστιανούς που τον επισκέφτηκαν για να τον ενθαρρύνουν, με μεγάλη χαρά,
με πρόσωπο μεταμορφωμένο από τη θεία Χάρη, και τους αποκάλυψε ότι ο Χριστός τού
είχε εμφανισθεί για να τον απαλλάξει από κάθε φόβο από τα μαρτύρια. Την Πέμπτη
της Διακαινησίμου (21 Μαρτίου του 1544), τον έβγαλαν από τη φυλακή για μια
ύστατη ανάκριση· ο δικαστής τού ξαναδιάβασε τα Πρακτικά της ομολογίας της
Πίστεώς του και τον κάλεσε να ασπασθεί τη μουσουλμανική πίστη, υποσχόμενος
πλεονεκτήματα, προνόμια και τιμές. Ο άγιος Νεομάρτυς αποκρίθηκε: «Τι θα κέρδιζα με αυτά τα χρήμα και τις
τιμές που μου υπόσχεσαι; Άντε, ας μη χάνουμε χρόνο, γιατί βιάζομαι να προσφερθώ
θυσία στον Θεό μου, να καώ σαν άρτος εκλογής, πρόσφορο στο Θυσιαστήριο της
Αγίας Τριάδος!». Τα λόγια αυτά συγκίνησαν τόσο τον δικαστή, ώστε αναλύθηκε
σε δάκρυα γι’ αυτόν. Συνήλθε όμως γρήγορα και με στοϊκότητα απήγγειλε την καταδίκη.
Ηὕρασι τὸν Ἅγιον εἰς τὴν φυλακὴν
δεδεμένον μὲ δύο ἁλύσεις
ὁποὺ ἔστεκε καὶ ἐπροσκυνοῦσε·
καὶ ὡς τὸν εἶδαν
ὁποὺ δὲν εἶχε καμμίαν ταραχὴν
ἢ φόβον εἰς τὴν ψυχήν,
ἀμὴ ὅλον πασίχαρον,
καὶ ἀλλαγμένον ἔχοντα τὴν ὄψιν
ἀπὸ τὴν θείαν χαρὰν
δι’ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔπαθε
καὶ ὑπέμεινε.
Kαὶ ἐκεῖνος, ὡς εἶδεν
ὅπου ἦλθαν εἰς αὐτὸν εἰς τὴν εἱρκτήν,
εἶπε τους· «Ἀδελφοί,
ὁ Κύριός μου, αὐτὴν τὴν νύκτα,
ὁποὺ ἐπροσευχόμην, μοῦ ἐφάνη
καὶ ἐδυνάμωσε τὴν ἀδυναμίαν μου,
καὶ ἐθάρρυνε τὴν ψυχήν μου,
λέγοντάς μου·
“Μιχαήλ, ἐδικέ Μου ἀθλητά, χαῖρε!
Καὶ καθὼς Ἐγὼ διὰ ἐσένα
καὶ δι’ ὅλον τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων,
ἔβαλα τὴν ψυχήν Μου
καὶ ὑπέμεινα σταυρικὸν θάνατον,
τὸν ὅμοιον τρόπον εἶναι χρεία
καὶ ἐσὺ νὰ ἀποθάνῃς
διὰ τὴν ἀγάπην Μου
διὰ νὰ ζήσῃς
καὶ νὰ βασιλεύσῃς μὲ Ἐμένα·
βλέπε λοιπὸν μὴ φοβηθῇς τὸ πῦρ,
διότι ἡ θεωρία του
ἔχει μόνον τὸν φόβον,
ἀμὴ ἡ δοκιμή του
εἶναι εὐκαταφρόνητος·
καὶ αὐτὰ θέλεις τὰ ὑπομείνει
ἐνδυναμούμενος
ἀπὸ τὴν ἀνίκητόν Μου δύναμιν”·
αὐτὰ λέγοντάς μου ὁ Κύριος,
εὐλόγησέ με καὶ ἀπῆλθεν ἀπ’ ἐμοῦ.
Ἐμένα δέ,
μὲ περιέλαβεν ὑπερβολικὴ ἀγάπη,
καὶ χαρὰ ἀνεκλάλητος,
εἰς τόσον,
ὁποὺ δὲν ἠδυνάμην
νὰ κρατήσω τὸν ἑαυτόν μου
καὶ μόνον ἐπρόσμενα
πότε νὰ ἔλθῃ
ἐκείνη ἡ εὐλογημένη ὥρα
νὰ χωρισθῶ ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμον
καὶ νὰ ἑνωθῶ
μὲ τὸν Χριστόν μου!…»
Ολόκληρη η πόλη της Θεσσαλονίκης συνωστιζόταν στη
διαδρομή μέχρι τον τόπο της θανάτωσης, κοντά στον ιερό Ναό της Υπαπαντής (που
βρίσκεται απέναντι στην Καμάρα), άλλοι κατά μήκος της οδού, άλλοι πάνω σε
στέγες ή σαν πουλιά στα δέντρα, οι μουσουλμάνοι με φωνές μίσους, οι χριστιανοί
προσευχόμενοι σιωπηλά και με αγωνία, για να αντέξει ο Μάρτυς και να λάβει τον
στέφανο της νίκης. Όταν η συνοδεία έφτασε μπροστά στην πυρά, άλειψαν τον άγιο
με θειάφι, ώστε μόλις άναψαν τη φωτιά, το σώμα του Μάρτυρος λαμπάδιασε σαν
δαυλός ή μάλλον σαν ευωδιαστό και ευλαβικό κερί προς τη θεία Αγάπη, τον Χριστό,
και δοξολογώντας σιωπηλά τον Θεό ο άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ, παρέδωσε την
ατρόμητη και αλύγιστη ψυχή του στον Θεό των όλων.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σοφίᾳ τῇ θεόθεν δεδομένῃ
κοσμούμενος, ἐκήρυξας εὐτόλμως, τοῦ Σωτῆρος τὸ Ὄνομα, καὶ τούτῳ ὡς θυσία
καθαρά, προσήχθης τῷ πυρὶ τελειωθείς· διὰ τοῦτο Νεομάρτυς σε Μιχαήλ, τιμῶμεν ἀνακράζοντες·
δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ
σοῦ ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.
—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
(Ποιηθὲν ὑπὸ Λάμπρου
Παπαντωνίου,
πατρὸς Ζαχαρία Παπαντωνίου, ἐν ἔτει 1908.)
Τῶν Ἀγράφων τὸν γόνον καὶ
Ἑλλάδος ἀγλάϊσμα, τῆς Θεσσαλονίκης τὸ κλέος, Μιχαὴλ τὸν θεοῤῥήμονα· τὸν τῶν ἀσεβῶν
τὴν πλάνην ἐλέγξαντα, καὶ ἐν κριτηρίῳ ἀνόμων θεολογήσαντα, τὸν ἐν εἱρκτῇ Χριστὸν
θεασάμενον, καὶ παρ’ αὐτοῦ τὴν ἰσχὺν κομισάμενον· τὸν ἐν πυρὶ διὰ Χριστὸν ὁλοκαυθέντα,
καὶ εὐωδίᾳ τὸ σύμπαν καὶ τὸν Κτίστην τέρποντα· τὸν ὄντως μέγαν καὶ ἔνδοξον τοῦτον
Μάρτυρα, ἐγκωμίοις εὐφημήσωμεν.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀθλητὴς θεόσοφος, καὶ
στρατιώτης γενναῖος, Μιχαὴλ μακάριε, Χριστοῦ ἀθλήσας ἐδείχθης, πᾶσαν γάρ, καταπατήσας
ἐχθροῦ μανίαν, ἤνεγκας, τὸν ἐν πυρὶ θάνατον χαίρων· καὶ ὡς θεῖον ἱερεῖον, Χριστῷ
προσήχθης, τῷ σὲ δοξάσαντι.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις ὁ Γρανίτσης θεῖος
βλαστός, ὁ Χριστὸν δοξάσας, δι’ ἀθλήσεως θαυμαστῆς, χαίροις ὁ Κυρίῳ, προσενεχθεὶς
ὡς θῦμα, ὦ Μιχαὴλ ἐνέγκας, πυρὸς τὴν ἔκκαυσιν.
[ (1) Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου:
«Νέον Μαρτυρολόγιον»,
Μέρος Α΄, Μαρτύριο 10ο,
σελ. 52–57.
Επιστασία: Π. Β. Πάσχος.
Αθήνα 1993.
(2) Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
σελ. 202–203·
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Σωτήρης Γουνελάς,
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήνα, Φεβρουάριος 20172.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου