ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΦΡΑΙΜ
(1384–1426)
Για τον άγιο αυτόν νεομάρτυρα δεν γνωρίζαμε τίποτε μέχρι
τις 3 Ιανουαρίου 1950, οπότε και φανέρωσε τον τόπο της ταφής του, στην αρχαία
Μονή του Ευαγγελισμού, στο όρος των Αμώμων (Πεντέλη), στη Νέα Μάκρη Αττικής. Από
το 1965 μέχρι σήμερα, ο άγιος εμφανίσθηκε πολλές φορές στη μακαριστή Καθηγουμένη
Μακαρία, σε μοναχές της μονής ή σε προσκυνητές, στον ύπνο τους ή μπροστά τους,
καλυπτόμενος από υπέρλαμπρο φως και γλυκύτατη ευωδία, διηγούμενος με λεπτομέρειες,
για τις οποίες υπάρχει εντυπωσιακή ταύτιση, τον βίο του και τις συνθήκες του
μαρτυρίου του.
Ο άγιος
Εφραίμ έγινε μοναχός σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, σε μονή που άκμαζε την εποχή
εκείνη. Μετά από είκοσι επτά χρόνια ασκητικής βιοτής, συνελήφθη από τους Τούρκους
που έσφαξαν όλους τους υπόλοιπους μοναχούς και κατέστρεψαν τη μονή. Από τις 14
Σεπτεμβρίου του 1425 μέχρι τις 5 Μαΐου 1426 υποβλήθηκε σε πλήθος βασανιστηρίων.
Τέλος, οι βάρβαροι Αγαρηνοί τον κρέμασαν ανάποδα σε μια μουριά, κάρφωσαν τα πόδια
και το κεφάλι του στο δένδρο και παρέδωσαν το σώμα του στις φλόγες.
Μετά
την αποκάλυψη αυτή, ο άγιος δεν έπαυσε να δείχνει ότι είναι εν Θεώ ζωντανός, με
πολλές εμφανίσεις και ιάματα. Εμφανίζεται με τη μορφή ενός κάτισχνου στην όψη
ασκητή ή με τα ιερατικά του άμφια και δηλώνει την ταυτότητά του λέγοντας: «Ονομάζομαι
Εφραίμ!». Στους πολλούς θεραπεύει ανίατες ασθένειες, σε άλλους ενδυναμώνει την
κλονισμένη πίστη, σώζει από κινδύνους ή πυρκαγιά, ή πάλι παρηγορεί τους βασανισμένους
από πίκρες και θλίψεις, δείχνοντάς τους τα βάσανα που πέρασε ο ίδιος για την αγάπη
του Χριστού.
Το
1982, ο άγιος Εφραίμ εμφανίσθηκε σε έναν πιστό μαζί με τον άγιο ιερομάρτυρα
Ραφαήλ τον εκ Μυτιλήνης, που φανερώθηκε κι αυτός σε πρόσφατους καιρούς κάτω από
παρόμοιες συνθήκες διωγμού και μαρτυρίου [9 Απρ.]. Ο Κύριος, φαίνεται με τον τρόπο
αυτόν, να θέλει να δείξει προφητικά σε όλους μας ότι σήμερα, όπως και χθες, χαίρεται
και αναπαύεται μέσα στους αγίους Του και επιχέει μέσω αυτών τη Χάρη Του για την
πνευματική οικοδομή της Εκκλησίας και για την παρηγορία των πιστών.
ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΥΡΕΣΕΩΣ
[1]
«Σκάψε και θα βρεις αυτό
που επιθυμείς!»
«Καθισμένη
πάνω στα ερείπια του παλιού Μοναστηριού, όπου η θεία Πρόνοια οδήγησε τα βήματά
μου, έφερνα τον στοχασμό μου σε χρόνια περασμένα, σε παλιούς καιρούς, όταν
σκορπισμένα ήταν παντού τα κόκκαλα των Αγίων, που με το αίμα τους ποτίστηκε το
δένδρο της Ορθοδοξίας. Και καθώς καταγινόμουν στο καθάρισμα απ’ τα χαλάσματα
της ιεράς Μονής, αναλογιζόμουν ότι βρίσκομαι σε ιερό τόπο και έλεγα: “Θεέ μου! Aξίωσέ με, την ανάξια δούλη σου, να δω έναν από τους Πατέρες
που έζησαν εδώ!”.
»Κι ενώ
πέρασε αρκετός καιρός, κατά τον οποίο συνεχώς παρακαλούσα, ένιωθα μία φωνή μέσα
μου να μου λέγει: “Σκάψε εκεί και θα βρεις αυτό που επιθυμείς!”. Και θαυμαστώς
μου υπέδειξε με τρόπο μυστηριακό ένα κομμάτι γης στο προαύλιο του Μοναστηριού.
Ο καιρός περνούσε και η φωνή, ολοένα πιο δυνατή και πιο φλογερή, με προέτρεπε: “Σκάψε
και θα βρεις αυτό που επιθυμείς!”».
[2]
Ο απρόθυμος και νευρικός
εργάτης
«Έδειξα
τον τόπο στον εργάτη, που είχα φωνάξει εκείνες τις μέρες για μια μικροεπισκευή
στο Ηγουμενείο. Εκείνος ο άνθρωπος δεν ήταν πρόθυμος να σκάψει εκεί που με
ωθούσε η εσωτερική φωνή. Ήθελε να σκάψει κάπου πιο πέρα, οπουδήποτε αλλού! Στην
επιμονή του, τον άφησα να πάει όπου ήθελε. Κι εγώ έμεινα εκεί και προσευχόμουν
να μην μπορεί να σκάψει, να βρίσκει βράχους για ν’ αναγκαστεί να έλθει στον
τόπο που με ωθούσε εκείνη η φωνή.
»Και,
πράγματι, ενώ προσπάθησε σε τρία–τέσσερα μέρη, συνεχώς έβρισκε βράχους και γι’
αυτό επέστρεψε στον τόπο που αρχικώς του υπέδειξα. Ο τόπος εκείνος από το
τζάκι, τις τρεις θυρίδες, τον μισογκρεμισμένο τοίχο, όλα αυτά μαρτυρούσαν πως
κάποτε υπήρξε κελλί κάποιου μοναχού και που έμειναν τα ερείπια αυτά για να μας
πουν το δράμα που κάποτε συνέβη εκεί.
»Καθαρίσαμε
τον τόπο από τις πέτρες και άρχισε ο εργάτης εκείνος να σκάβει κάπως νευρικά,
κάπως θυμωμένα. Και επειδή φοβόμουνα να μη μου κάνει καμιά ζημιά, του είπα:
“Μην βιάζεσαι, μην κουράζεσαι, κάνε λίγο πιο σιγά!”. Αλλά επειδή δεν με άκουγε
και έσκαβε με τον ίδιο σκοπό, του είπα: “Μήπως είναι κανείς θαμμένος και κάνεις
ζημιά! Σε παρακαλώ, πρόσεχε!”. Και τότε κατάλαβε και μου είπε: “Νομίζεις ότι θα
είναι αλήθεια αυτό που έχεις μέσα στον νου σου;”».
[3]
Η θαυμαστή και μυροβόλα εύρεση
«Στ’ αλήθεια!
Ήμουν τόσο βέβαιη, σαν να τον έβλεπα! Και προχωρώντας τώρα στην αγία και ιερά
εκταφή, και φθάνοντας περίπου ένα και εβδομήντα βάθος, ο κασμάς έφερε στο φως πρώτα
το κεφάλι του Ανθρώπου του Θεού. Την ίδια στιγμή, σκορπίστηκε άρρητη ευωδία σε
όλη την γύρω ατμόσφαιρα. Ο εργάτης, χλόμιασε. Δέθηκε η γλώσσα του, κόπηκε η
μιλιά του.
»“Άφησέ
με μόνη, σε παρακαλώ!”, είπα στον εργάτη και αυτός απομακρύνθηκε αμέσως.
Γονάτισα με ευλάβεια και ασπάσθηκα το σκήνωμα του Αγίου και αισθάνθηκα βαθειά
την έκταση του μαρτυρίου του. Η ψυχή μου, γέμισε από αγαλλίαση. Απέκτησα μεγάλο
θησαυρό. Και παίρνοντας το χώμα με προσοχή, έβλεπα την αρμονία του σκηνώματός
του που, αν και τόσους αιώνες μέσα στην γη, δεν είχε αλλοιωθεί.
»Χαρακτηριστικό
ότι επρόκειτο για κληρικό είναι ότι, παίρνοντας το χώμα στην θέση όπου ήσαν τα
άγιά του χέρια, είδα το στρίφωμα του μανικιού του ράσου, που δεν υπήρχε ούτε η
ελάχιστη σκόνη, ολοκάθαρο, χονδροϋφασμένο από αργαλειό του παλαιού καιρού. Το
πάχος της κλωστής, ήταν πάνω από χιλιοστό. Και προχωρώντας κάτω στα πόδια του,
να το και πάλι, το στρίφωμα του ράσου του όπως και στα χέρια του, ολοκάθαρο! Και
τα πέλματά του, είχαν αποτυπωθεί στο χώμα.
»Δεν ήξερα
τί να κάνω· να χαρώ ή να κλάψω; Πώς βρέθηκε εκεί θαμμένος ο του Θεού Άνθρωπος;
Τί να είχε συμβεί; Τί να είδαν τα μάτια του; Έλεγα: “Κάποιο δράμα θα συνέβη!”.
Και, προσπαθώντας να καθαρίσω τα οστά από την λάσπη των δακτύλων του, αυτά θρυμματίζονταν.
Διότι η βροχή είχε ποτίσει μέχρι κάτω το βάθος του τάφου του, γι’ αυτό και τα
τοποθέτησα όπως ήταν στην θυρίδα, που ήταν πάνω από τον τάφο του.
»Μα, τί
να σας πω για ’κείνη την βροχή;!
»Λες
και ο Ουρανός έριχνε ασημένια φυλλαράκια με τα οποία έραινε τον Άγιο και τον
τάφο του!».
[4]
«Τότε γύρισα και τον είδα!…»
«Ήταν
βράδυ, διάβαζα τον Εσπερινό. Ήμουν ακόμη μόνη σ’ αυτόν τον άγιο τόπο που μ’
έφερε ο Κύριος για να Τον υπηρετήσω. Και, ξαφνικά, ακούω βήματα που ξεκινούσαν
από το βάθος του τάφου και τα οποία προχωρούσαν στην αυλή και έφταναν στην
πόρτα της Εκκλησίας. Τα βήματά του, τόσο ακούγονταν δυνατά και σταθερά, ώστε
ένιωσα μέσα μου ότι ήταν άνθρωπος με δυνατό χαρακτήρα. Είναι αλήθεια ότι ήταν η
μοναδική φορά που φοβήθηκα. Αισθάνθηκα το αίμα μου να μουδιάζει στο κεφάλι μου
και από τον φόβο μου ούτε που γύριζα πίσω μου να δω.
»Οπότε,
ακούω την φωνή του να μου λέγει:
—Έως πότε θα με έχεις εκεί πέρα; Κι’ αυτός,
που μου έβαλε το κεφάλι μου, έτσι!...
»Τότε,
γύρισα και τον είδα· Ήταν ψηλός στο ανάστημα, με μάτια μικρά στρογγυλά, με
ελαφρές ρυτίδες στην άκρη. Τα γένια του έφθαναν και εκάλυπταν τον λαιμό και,
κάπως, εδώ κι εκεί, με χάρη διχάζονταν στα πλάγια και μπροστά, λίγο σγουρά,
χρώματος μαύρου. Ήταν με όλη την μοναχική αμφίεση· στο αριστερό του χέρι υπήρχε
φως υπέρλαμπρο και το δεξί του χέρι ευλογούσε.
»Η ψυχή
μου, γέμισε από αγαλλίαση και χαρά ανεκλάλητη. Πήρα θάρρος και δύναμη. Ο φόβος,
εξαφανίστηκε. Τον ένιωσα δικό μου και του είπα·
—Συγχώρεσέ με! Αύριο, μόλις ξημερώσει ο
Θεός την μέρα, θα σε περιποιηθώ…
»Και
αμέσως έγινε άφαντος και συνέχισα τον Εσπερινό μου με ειρήνη. Το πρωί, μετά την
Ακολουθία του Όρθρου, πήρα τ’ αγιασμένα οστά και τα καθάρισα από τα χώματα, τα
έπλυνα καθαρά, και τα απόθεσα στο Ιερό, σε μια παλιά θυρίδα, αφού πρώτα άναψα κι
ένα καντηλάκι».
[5]
«Ονομάζομαι Εφραίμ!...»
«Το
βράδυ της ίδιας μέρας, βλέπω στον ύπνο μου τον όσιο άνθρωπο του Θεού, όρθιο
μέσα στην Εκκλησία, αριστερά όμως και κοντά στον Άγιο, μια περίλαμπρη,
ωραιότατη Εικόνα του Αγίου, που την κρατούσε με το ένα του χέρι αγκαλιασμένη.
Ήταν από παλαιό ασήμι σφυρηλατημένη και με το χέρι εργασμένη. Δίπλα του,
βρισκόταν ένα μανουάλι κι εγώ του έβαλα μια λαμπάδα αναμμένη από καθαρό κερί.
Και τότε άκουσα την φωνή του να μου λέγει:
—Σ’ ευχαριστώ πολύ! Ονομάζομαι Ε φ ρ α ί μ .
»Πέρασε
αρκετός καιρός και είχα μέσα μου απορία για τούτο το περιστατικό. Μια μέρα, μετά
το τέλος του Εσπερινού, καθώς άπλωσα το χέρι μου για να κλείσω την πόρτα της
Εκκλησίας, ακούω τρία κτυπήματα σαν από κεχριμπαρένιο κομπολόϊ. Κατάλαβα ότι
ήταν ο Άγιος. Μπήκα στο Ιερό, διότι εκεί είχα τοποθετημένα τα άγια του λείψανα,
άναψα ένα κεράκι και τα προσκύνησα.
Αλλά,
τί να πω και τί να λαλήσω για την ουράνια εκείνη ευωδία που ανέπεμπαν τα
λείψανά του! Χείμαρρος πραγματικός, πλημμύρησε όλο μου το είναι! Αισθάνθηκα μέσα
μου τον Παράδεισο! Μα, και την ταπεινότητά μου, μέσα σε αυτό το μεγαλείο!...».
ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΗ
ΜΑΚΑΡΙΑ ΔΕΣΥΠΡΗ
(1911–1999)
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐν ὄρει τῶν Ἀμώμων ὥπερ ἥλιος ἔλαμψας, καὶ μαρτυρικῶς θεοφόρε, πρὸς Θεὸν ἐξεδήμησας· βαρβάρων ὑποστὰς ἐπιδρομάς, Ἐφραὶμ Μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ· διὰ τοῦτο ἀναβλύζεις Χάριν ἀεί, τοῖς εὐλαβῶς βοῶσί σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
—ΕΤΕΡΑ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ—
(Τῆς Εὑρέσεως τῶν ἱερῶν Λειψάνων·
τῇ Γ΄ Ἰανουαρίου.)
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Χάριν εὕρατο, ἐν τῇ εὑρέσει, τῶν λειψάνων σου, μυριπνόων, ἡ εὐαγής σου Μονὴ θείῳ Πνεύματι· ἁγιασμὸν γὰρ καὶ πλεῖστα ἰάματα, τοῖς εὐλαβῶς προσιοῦσι πηγάζουσιν. Ἐφραὶμ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν χάριν ἐκφαίνοντα, τὴν σοι δοθεῖσαν σοφέ, τὰ θεῖα σου λείψανα, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς, ἡμῖν ἄρτι ὤφθησαν. Ὅθεν ταῦτα πλουτοῦσα, ἡ ἁγία Μονή σου, στήριγμα σε κατέχει, καὶ θερμότατον πρέσβυν, Ἐφραὶμ Ὁσιομάρτυς· διὸ καὶ μεγαλύνει σε.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν τῷ ὄρει ἤσκησας, τῷ τῶν Ἀμώμων θεόφρον, καὶ ἐν τούτῳ ἤνυσας, τοῦ μαρτυρίου τὸν δρόμον· ὅθεν σε, διπλοῖς στεφάνοις ὁ Ζωοδότης, ἔστεψεν, Μεγαλομάρτυς Ἐφραὶμ ἀξίως, ἐκτενῶς ἐκδυσωποῦντα, ἐλεηθῆναι τοὺς σὲ γεραίροντας.
—ΕΤΕΡΟΝ ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
(Τῆς Εὑρέσεως τῶν ἱερῶν Λειψάνων·
τῇ Γ΄ Ἰανουαρίου.)
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ νεόφωτος, ἡμῖν ἐφάνης, φανερώσας Ἅγιε, τὰ λείψανά σου τὰ σεπτά, ὑπὸ τὴν γῆν ὄντα πρότερον, Ὁσιομάρτυς, Ἐφραὶμ ἀξιάγαστε.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ—
Ἄγνωστος ἐτέλεις χρόνοις πολλοῖς, καὶ τῇ φανερώσει, τῶν Λειψάνων σου τῶν σεπτῶν, ἔδειξας τῷ κόσμῳ, τὴν σὴν πλουσίαν χάριν, θαυμάτων ἐνεργείαις, Ἐφραὶμ μακάριε.
Βίῳ διαλάμπων ἀσκητικῷ, ἐν Ὄρει Ἀμώμων, ἠγωνίσω μαρτυρικῶς, καὶ θαυμάτων χάριν, θεόθεν ἐκομίσω, Ἐφραὶμ Μεγαλομάρτυς, Ἀγγέλων σύσκηνε.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ κοινωνός, χαίροις τῶν Μαρτύρων, ὁ ζηλώσας τὴν ἀρετήν· χαίροις ὁ ἐν ὄρει, Ἀμώμων διαπρέψας, Ἐφραὶμ Μεγαλομάρτυς, διπλοῖς ἐν σκάμμασι.
—ΕΤΕΡΑ ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ—
(Τῆς Εὑρέσεως τῶν ἱερῶν Λειψάνων·
τῇ Γ΄ Ἰανουαρίου.)
Χαίρει ἡ Μονή σου ἡ εὐαγής, ἐπὶ τῇ εὑρέσει, τῶν λειψάνων σου τῶν σεπτῶν, καὶ πιστῶς βοᾷ σοι, Ἐφραὶμ Ὁσιομάρτυς· χαῖρε τῆς Ἐκκλησίας ἀστὴρ νεόφωτος.
Ὤφθησαν ὡς κρίνα ἐαρινά, ὀσμὴν ἰαμάτων, διαπνέοντα τοῖς πιστοῖς, Ἐφραὶμ θεομάκαρ, τὰ θεῖα λείψανά σου· διὸ ἐν τῇ εὑρέσει, τούτων ὑμνοῦμέν σε.
※
[ (1) «Οπτασίαι και θαύματα
του Αγίου Εφραίμ
του Νεοφανούς
(1384–1426)»,
σελ. 18–22.
Έκδοσις
Ιεράς Μονής
Ευαγγελισμού της Θεοτόκου·
Νέα Μάκρη Αττικής, 1982.
(2) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 9ος (Μάιος), σελ. 65–66.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι 2007.
(3) «Πλήρης Ασματική
Ακολουθία του Αγίου Εφραίμ»
(ποιηθείσα παρά του Γερασίμου
Μοναχού Μικραγιαννανίτου
Υμνογράφου της ΜΧΕ)·
σελ. 22–23, 35, 46–47,
59, 73 και 86.
Έκδοσις
Ι. Κοινοβιακής Μονής
Ευαγγελισμός της Θεοτόκου·
Νέα Μάκρη Αττικής (χ.χ.).
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου