ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ
Ο όσιος
πατήρ ημών Ιωάννης γεννήθηκε σε ένα χωριό της Μικρορωσίας (Ουκρανία) το 1690
και μεγάλωσε με την ευσέβεια και την αγάπη των αγίων αρετών. Όταν ενηλικιώθηκε
κατά τα χρόνια του ρωσο-τουρκικού πολέμου (1710), κατετάγη στον στρατό του
τσάρου. Έλαβε μέρος στην ολέθρια εκστρατεία του Πουτ, αιχμαλωτίσθηκε από του
Τατάρους, πιθανώς μαζί με τον άγιο Παχώμιο του Ουσακίου [7 Μαΐου], και
πουλήθηκε σκλάβος σε έναν Τούρκο, αξιωματικό του ιππικού, ο οποίος τον έφερε
στην πατρίδα του, το Προκόπι της Καππαδοκίας.
Αντίθετα
με πολλούς συναιχμαλώτους του, που απαρνήθηκαν την χριστιανική Πίστη, ο όσιος
Ιωάννης αντιστεκόταν στις προτάσεις και τα χτυπήματα του κυρίου του, λέγοντας
πως κανένα μαρτύριο δεν θα ήταν ικανό να τον απομακρύνει από την αγάπη του
Χριστού. Μάλιστα, συμπλήρωνε: «Είσαι αφέντης του σώματός μου, όχι όμως και της
ψυχής μου. Άφησέ με ελεύθερο να εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα, κι εγώ
πρόθυμα θα υπακούω στις προσταγές σου. Μετά χαράς θα πλαγιάζω στη γωνιά αυτή
του στάβλου σου, έχοντας τον νου μου στον Χριστό που για βασιλικό κρεβάτι είχε
τη φάτνη της Βηθλεέμ. Θα υποφέρω αγόγγυστα τους ραβδισμούς σου, όπως ο Κύριος
υπέμεινε τα χτυπήματα των στρατιωτών, κι αν θελήσεις να με υποβάλεις στα
μεγαλύτερα και φριχτά βασανιστήρια, εγώ θα τα αντέξω όλα· τον Χριστό όμως δεν
πρόκειται ποτέ να Τον αρνηθώ!».
Τούτα
τα γεμάτα χριστιανικό ζήλο λόγια, όπως και η αγνή και ταπεινόφρονα διαγωγή του,
άλλαξαν τα συναισθήματα του αξιωματικού απέναντί του. Έπαψε να τον βασανίζει
και δεν τον υποχρέωσε να αλλάξει την πίστη του. Ο Ιωάννης ανέλαβε να φροντίζει
τα άλογα, είχε για κατοικία του μια σκοτεινή γωνιά του στάβλου κι όταν ο κύριός
του έβγαινε έφιππος στην πόλη, εκείνος έπρεπε να τον ακολουθεί πεζός, σαν
σκλάβος. Ωστόσο, ο μακάριος δεχόταν με ευγνωμοσύνη την εξευτελιστική αυτή
κατάσταση και δόξαζε τον Θεό που τον είχε γλυτώσει με τον τρόπο αυτό από την εσχάτη
αποστασία της αρνήσεως. Ανυπόδητος χειμώνα-καλοκαίρι, ντυμένος με κουρέλια,
ξεκουράζοντας για λίγο το σώμα του πάνω στα άχυρα ή τις κοπριές, όπως άλλοτε ο
Δίκαιος Ιώβ, ο Ιωάννης δεν έπαυε εντούτοις να προσεύχεται νύχτες ολόκληρες
γονατιστός στον νάρθηκα της γειτονικής εκκλησίας που ήταν αφιερωμένη στον άγιο
Γεώργιο. Δεχόταν αγόγγυστα τις προσβολές και τους εμπαιγμούς των άλλων σκλάβων
και πρόθυμα τους υπηρετούσε.
Οι
θυσίες αυτές και οι ενάρετοι αγώνες είχαν ευεργετικά αποτελέσματα για τον κύριό
του, ο οποίος έγινε ο πλουσιότερος και ο πλέον αξιοσέβαστος μεταξύ των κατοίκων
της πόλης. Κάποτε αποφάσισε να πάει για προσκύνημα στη Μέκκα, όπως οφείλει κάθε
ευσεβής μουσουλμάνος, και μετά από ένα μακρύ και κουραστικό ταξίδι έφθασε την
περιλάλητη πόλη. Λίγες εβδομάδες μετά την αναχώρησή του, η γυναίκα του κάλεσε
συγγενείς και φίλους και τους παρέθεσε μεγάλο δείπνο, ώστε οι καλεσμένοι να ευχηθούν
για την αίσια επιστροφή του συζύγου της. Καθώς ο Ιωάννης έμπαινε στη σάλα για
να σερβίρει ένα πλούσιο πιλάφι, η οικοδέσποινα αναφώνησε: «Αχ! Πόσο θα χαιρόταν
ο αφέντης, αν ήταν εδώ μαζί μας για να γευτεί το αγαπημένο του φαγητό!». Ο
Ιωάννης, αφού συγκεντρώθηκε για λίγο προσευχόμενος σιωπηλά, ζήτησε από την
κυρία του να του δώσει ένα πιάτο πιλάφι, προκειμένου να το στείλει στον αφέντη
του στη Μέκκα. Η ομήγυρη ξέσπασε σε γέλια και κοροϊδίες και η οικοδέσποινα
χαμογελώντας του έδωσε το πιάτο που ζητούσε. Ο Ιωάννης αποσύρθηκε τότε στον
στάβλο και ανέπεμψε τούτη την προσευχή στον Θεό: «Αυτός που άλλοτε έστειλε τον
προφήτη Αββακούμ στη Βαβυλώνα να φέρει τροφή στον προφήτη Δανιήλ στον λάκκο των
λεόντων, ας ακούσει και τη δική μου προσευχή κι ας στείλει τούτο το πιάτο στον
αφέντη μου!». Έπειτα, επέστρεψε στη σάλα και ανήγγειλε ότι το πιάτο είχε φθάσει
στον προορισμό του. Όλοι ξέσπασαν σε ασυγκράτητα γέλια και τον κατηγόρησαν ότι
είχε φάει ο ίδιος το πιλάφι κρυφά.
Όταν
όμως ο αφέντης του επέστρεψε από το ταξίδι, φέρνοντας μαζί του το άδειο πιάτο
που ήταν στολισμένο με τα αρχικά του και διηγήθηκε ότι το είχε βρει γεμάτο με
νοστιμότατο πιλάφι ένα βράδυ επιστρέφοντας στη σκηνή του, όλοι οι άνθρωποι του
σπιτιού έμειναν έκθαμβοι και επικαλούμενοι τον Αλλάχ άρχισαν να τιμούν τον
χριστιανό σκλάβο και να του δείχνουν μεγάλο σεβασμό. Του πρότειναν να τον
ελευθερώσουν και να του παραχωρήσουν ένα αξιοπρεπές δωμάτιο, αλλά ο όσιος
Ιωάννης αρνήθηκε λέγοντας ότι προτιμούσε να παραμείνει στη σκοτεινή γωνιά του στάβλου,
όπου θα μπορούσε να δοξάζει καλύτερα τον Θεό. Κι έτσι έζησε με ευσέβεια για
μερικά χρόνια. Όταν ασθένησε, ζήτησε να του φέρει ένας ιερέας τη θεία Κοινωνία.
Ο ιερέας, όμως, φοβούμενος να τη μεταφέρει φανερά στο σπίτι ενός μουσουλμάνου,
την έκρυψε μέσα σε ένα μήλο που πρόσφερε στον άγιο. Έτσι ο όσιος Ιωάννης
μετέλαβε της αιώνιας ζωής και εκοιμήθη εν ειρήνη, για να αποκτήσει την ένδοξη και
αναφαίρετη ελευθερία των τέκνων του Θεού, στις 27 Μαΐου του 1730.
Τρία
χρόνια αργότερα, ένας γέροντας ιερέας και άλλοι χριστιανοί είδαν μέσα στη νύχτα
μια πύρινη στήλη να καταβαίνει από τον ουρανό πάνω στον τάφο του αγίου. Άνοιξαν
το μνήμα και βρήκαν το σκήνωμά του άθικτο να ευωδιάζει. Το μετέφεραν τότε με
μεγάλη χαρά στον ναό του αγίου Γεωργίου και το κατέθεσαν σε μια λάρνακα κάτω
από το θυσιαστήριο. Έκτοτε τα τίμια λείψανα επιτέλεσαν πολλά θαύματα προς
όφελος των χριστιανών της Καππαδοκίας, αλλ’ ακόμη και μουσουλμάνων. Όταν τα
στρατεύματα του Οσμάν Πασά λεηλάτησαν το χωριό το 1832, Τούρκοι στρατιώτες
έριξαν τα λείψανα στη φωτιά. Αυτά, ωστόσο, παρέμειναν άκαυστα και ο όσιος
εμφανίσθηκε μέσα στις φλόγες, απειλώντας τους ασεβείς στρατιώτες. Οι Τούρκοι
παράτησαν έντρομοι τη λεία τους και τράπηκαν σε φυγή από το χωριό. Μια άλλη
φορά, ο όσιος εμφανίσθηκε για να κρατήσει με τα δυο του χέρια τη σκεπή ενός
ελληνικού σχολείου που κατέρρεε και έσωσε έτσι τα είκοσι παιδιά που βρίσκονταν
μέσα.
Όταν οι
Έλληνες εκδιώχθηκαν από τη Μικρά Ασία (1922), οι χριστιανοί από το Προκόπι
πήραν μαζί τους τα άγια λείψανα ως τον μεγαλύτερο θησαυρό τους και τα μετέφεραν
στην Εύβοια, στο χωριό Νέο Προκόπι. Έκτοτε τιμώνται ως πηγή ιαμάτων και
ευλογίας για όσους προσέρχονται προς αυτά με θερμή πίστη.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὸ φῶς κατέχων, πικρὰν ἤνεγκας,
αἰχμαλωσίαν, Ἰωάννη καὶ ὁσίως ἐβίωσας· ὅθεν τὸ θεῖόν σου λείψανον Ἅγιε,
θαυματουργίας πηγάζει ἐν Πνεύματι· ᾧ προστρέχοντες, ὑμνοῦμεν τὸν σὲ δοξάσαντα,
τιμῶντες τὰ σεπτά σου προτερήματα.
—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε, πρὸς οὐρανίους μονάς, τηρεῖ μετὰ
θάνατον, ἀδιαλώβητον, τὸ σκῆνός σου Ὅσιε. Σὺ γὰρ ἐν τῇ Ἀσίᾳ, ὡς αἰχμάλωτος
ἤχθης, ἔνθα καὶ ὠκειώθης τῷ Χριστῷ Ἰωάννη. Αὐτὸν οὖν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς
ἡμῶν.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐσεβείας δόγμασιν, ἐντεθραμμένος θεόφρον, ἀκλινῶς
ὑπέμεινας, αἰχμαλωσίας τὰς θλίψεις. Ὅθεν σε, ὁ Ζωοδότης λαμπρῶς δοξάσας,
δέδωκε, πιστοῖς τὸ τίμιον λείψανόν σου, ἀναβλῦζον Ἰωάννη, Πνεύματι θείῳ ῥεῖθρα
ἰάσεων.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ—
Ἄστρον ἐξ Ἑῴας ὤφθης λαμπρόν, μάκαρ Ἰωάννη, καταυγάζον
τοὺς εὐσεβεῖς, χάριτι θαυμάτων, καὶ νῆσον τῆς Εὐβοίας, τῷ σῷ καθαγιάζεις,
λειψάνῳ Ἅγιε.
Λύχνος εὐσεβείας νεοφανής, ἐκ Καππαδοκίας, ἀνεδείχθης
ὡς ἀληθῶς, Πάτερ Ἰωάννη, καὶ πάντας καταυγάζεις, θαυμάτων ταῖς ἀκτίσιν, Ἁγίῳ
Πνεύματι.
※
[ (1)
Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 9ος (Μάιος),
σελ. 297–299.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι 2007.
(2) «Βίος και
Ασματική Ακολουθία
Οσίου Ιωάννου
του Νέου Ομολογητού
του Ρώσου»·
σελ. 30–31, 35, 40 και 47.
Έκδοσις
Ιερού Προσκυνήματος
του Αγίου·
Προκόπι Ευβοίας,
Ιανουάριος (;) 1974.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου