Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Η Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ


Η Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΕΥΡΕΣΗ 
ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ


     Όταν το συμπόσιο του Ηρώδη ποτίστηκε με το αίμα του μεγίστου των Προφητών, του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, οι μαθητές του Ιωάννου πήγαν να ενταφιάσουν το σώμα του (Ματθ. 14, 11), ενώ η πανδόλια Ηρωδιάς, αφού πήρε την αιμάσσουσα κεφαλή που, με δική της εντολή, της είχαν φέρει «ἐπὶ πίνακι» (Ματθ. 14, 8· Μάρκ. 6, 25), διέταξε να τη θάψουν βαθιά σε έναν ανάξιο τόπο κοντά στο παλάτι του Ηρώδη στη Μαχαιρούντα [1].

     Πολύ καιρό αργότερα, δύο μοναχοί από την Ανατολή, έφθασαν στην Παλαιστίνη για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Ο Τίμιος Πρόδρομος φανερώθηκε σ’ αυτούς τη νύχτα, χωριστά στον καθένα, και τους είπε: «Πηγαίνετε στο παλάτι του Ηρώδη και θα βρείτε εκεί την κεφαλή μου κάτω από τη γη!». Οδηγημένοι από τη θεία Χάρη, δεν δυσκολεύτηκαν να βρουν το μέρος όπου είχε θαφτεί το τίμιο λείψανο και, ευχαριστώντας τον Θεό, το έβαλαν σ’ ένα σάκκο και πήραν τον δρόμο της επιστροφής.

     Στον δρόμο συνάντησαν έναν κεραμέα από την Έμεσα που, έχοντας πέσει σε μεγάλη ένδεια, είχε αφήσει την πατρίδα του αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Μετά από νέα εμφάνιση του Προδρόμου, ο κεραμέας πήρε την τίμια κάρα και επέστρεψε στην Έμεσα, όπου έκτοτε γνώρισε μεγάλη προκοπή και ευημερία. Την ώρα που ετοιμαζόταν να αφήσει τη ζωή αυτή, έβαλε τον ανεκτίμητο θησαυρό μέσα σ’ ένα σεντούκι και το άφησε κληρονομιά στην αδελφή του, συμβουλεύοντάς την να μην το ανοίξει δίχως την εντολή Αυτού που κρυβόταν εκεί μέσα κι όταν θα ερχόταν η ώρα να το παραδώσει σε κάποιον άνθρωπο ευσεβή και φιλόθεο. Έτσι, η κάρα του Προδρόμου πέρασε από τον έναν στον άλλον, φθάνοντας τελικά σε έναν ιερομόναχο ονόματι Ευστάθιο που ασκήτευε σε σπήλαιο κοντά στην Έμεσα, αλλά που κρυφά ήταν αιρετικός αρειανόφρων. Παρασυρόμενος από την υπερηφάνεια, απέδιδε στον εαυτό του τις άφθονες ιάσεις που επιτελούνταν γύρω από τον πολύτιμο αυτό θησαυρό και επωφελούνταν επονείδιστα από τη θεία Χάρη. Καθώς η αίρεσή του και τα ανομήματά του ήλθαν γρήγορα στο φως, εκδιώχθηκε από τους ορθόδοξους και η τιμία κεφαλή του Προδρόμου έμεινε κρυμμένη στο σπήλαιο μέχρι τη στιγμή που ο ευλαβής Μάρκελλος, άνθρωπος φιλόθεος και φιλάρετος, ορίσθηκε ηγούμενος στη μονή που είχε ιδρυθεί κοντά στο σπήλαιο επί βασιλείας του αυτοκράτορα Μαρκιανού (450-457) και επισκοπίας του επιφανούς Ουρανίου της Εμέσης.

     Ο Τίμιος Πρόδρομος φανερώθηκε τότε πολλές φορές στον Μάρκελλο και του έδειξε την εύνοιά του μ’ έναν στοργικό ασπασμό και προσφέροντάς του ένα βάζο γεμάτο μέλι. Οδηγημένος κατόπιν με εντολή του αγίου από ένα άστρο που στάθηκε πάνω από ένα κοίλωμα του σπηλαίου, ο Μάρκελλος άρχισε να σκάβει αφού πρώτα θυμίασε τον τόπο. Βρήκε τότε κάτω από μια μαρμάρινη πλάκα την τιμία κάρα κρυμμένη σε έναν αμφορέα και το προσκύνησε με δάκρυα χαράς. Το πολύτιμο λείψανο αποτέθηκε αργότερα (761) στον κύριο ναό της Εμέσης και έγινε για την πόλη πηγή ευλογιών κάθε είδους, μέχρι την εποχή της μετοκομιδής του στα Κόμανα της Καππαδοκίας, που υπαγορεύθηκε από την απειλή των Αράβων (810-820) [βλ. 25 Μαΐου] [2].


— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ —
   [1]  Τον 4ο αιώνα ο τάφος του Τιμίου Προδρόμου ετιμάτο μαζί με εκείνους των Προφητών Ελισαίου και Αβδιού στη Σαμάρεια. Βεβηλώθηκε την εποχή του Ιουλιανού του Παραβάτου (361) και τα οστά διασκορπίσθηκαν. Ευσεβείς χριστιανοί μπόρεσαν όμως να σώσουν μερικά τεμάχια και τα μετέφεραν στα Ιεροσόλυμα, στον ηγούμενο Φίλιππο, ο οποίος τα παρέδωσε στον άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας. Το προσκύνημα στον τάφο του Τιμίου Προδρόμου συνεχίστηκε, ωστόσο, για πολλούς αιώνες. Τα σλαβικά μηνολόγια αναφέρουν μια παράδοση άγνωστη στους βυζαντινούς Συναξαριστές, σύμφωνα με την οποία μια κυρία της ακολουθίας της Ηρωδιάδος, σύζυγος του Χουζά (ή Χούζα), επιτρόπου του Ηρώδη, η οποία έγινε μία από τις άγιες Μυροφόρες, μη μπορώντας να υποφέρει να μένει θαμμένη η κεφαλή του Προδρόμου σε τόσο ανάξιο τόπο, έβαλε να την ξεθάψουν και την έφερε κρυφά στην Ιερουσαλήμ, στο Όρος των Ελαιών, όπου βρέθηκε αργότερα από έναν ευγενή ο οποίος κατόπιν εκάρη μοναχός.
   [2]  Συνοψίζεται εδώ η εκδοχή του αγίου Συμεών του Μεταφραστού, την οποία επαναλαμβάνει το Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως. Σύμφωνα με ορισμένους βυζαντινούς ιστορικούς (Σωζομενός, Πασχάλιον Χρονικόν, Ψευδο-Κωδινός), η κεφαλή του Προδρόμου βρέθηκε στην Παλαιστίνη από δύο μοναχούς και μεταφέρθηκε από αυτούς στην Κιλικία. Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο αυτοκράτορας Ουάλης (364-375), έδωσε εντολή στον έπαρχο του Παλατίου, Μαρδόνιο, να τη φέρει στην Κωνσταντινούπολη. Στον δρόμο, το όχημα που τη μετέφερε βρέθηκε θαυματουργικά ακινητοποιημένο στο Παντείχιον (Βιθυνία). Χρειάστηκε λοιπόν να την αφήσουν σε ένα κτήμα του Μαρδονίου, στο Κοσίλαο, στη φύλαξη μιας μοναχής που ανήκε στην αίρεση του Μακεδονίου, τη Ματρώνα, η οποία ήταν ηγουμένη μιας αδελφότητος. Μετά τον θάνατό της, ο πρεσβύτερος Βικέντιος, που μόλις είχε επανακάμψει στην Ορθοδοξία, πήρε το λείψανο στη φροντίδα του, μέχρι την ημέρα που ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας ήλθε να το πάρει στη Βασιλεύουσα και, μεταφέροντάς το ευλαβικά στις πτυχές του μανδύα του, στις 17 Φεβρουαρίου 392, το απέθεσε στη λαμπρή εκκλησία στο προάστιο του Εβδόμου, την οποία είχε κτίσει για να το υποδεχθεί. Για να λύσουν το πρόβλημα χρονολογίας που δημιουργείται από τις δύο διηγήσεις, μερικοί υπέθεσαν ότι μόνον μέρος από την τιμία κάρα του Προδρόμου μετακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη επί Θεοδοσίου.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
κ γῆς ἀνατείλασα, ἡ τοῦ Προδρόμου Κεφαλή, ἀκτῖνας ἀφίησι, τῆς ἀφθαρσίας πιστοὺς τῶν ἰάσεων· ἄνωθεν συναθροίζει, τὴν πληθὺν τῶν Ἄγγελων, κάτωθεν συγκαλεῖται, τῶν ἀνθρώπων τὰ γένη, ὁμόφωνον ἀναπέμψαι, δόξαν Χριστῷ τῷ Θεῷ.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Προφῆτα Θεοῦ, καὶ Πρόδρομε τῆς Χάριτος, τὴν Κάραν τὴν σήν, ὡς ῥόδον ἱερώτατον, ἐκ τῆς γῆς εὑράμενοι, τὰς ἰάσεις πάντοτε λαμβάνομεν· καὶ γὰρ ὡς πρότερον, τῷ κόσμῳ κηρύττεις τὴν μετάνοιαν.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
σπερ μυροθήκη πνευματική, ἐκ γῆς ἀνεφάνη, σοῦ ἡ πάντιμος Κεφαλή, Βαπτιστὰ Κυρίου, καὶ κόσμον κατευφραίνει, τῆς ἡδυπνόου δόξης, ταῖς διαδόσεσι.




[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 6ος (Φεβρουάριος),
σελ. 256–257.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Ιούνιος 20142.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου