Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ

ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ


     Το λαμπρό αυτό άστρο της Εκκλησίας ανέτειλε στην Ανατολή, στην πόλη Νίσιβη της Μεσοποταμίας, περί το 306. Νέος ήταν ακόμη όταν ο πατέρας του –ο οποίος ήταν ιερέας των ειδώλων– τον έδιωξε από την οικογενειακή του κατοικία εξαιτίας της συμπάθειάς του για τον χριστιανισμό. Τον δέχθηκε τότε ο άγιος επίσκοπος Ιάκωβος [13 Ιαν.], ο οποίος τον δίδαξε την αγάπη για την αρετή και την αδιάλειπτη μελέτη του λόγου του Θεού. Η μελέτη της Αγίας Γραφής άναψε μέσα του φλόγα που τον έκανε να καταφρονήσει τα αγαθά και τις μέριμνες του κόσμου, για να υψώσει τη ψυχή του προς την απόλαυση των ουρανίων αγαθών. Η πίστη και η εμπιστοσύνη του στον Θεό, ακλόνητες σαν το όρος Σιών, τον οδήγησαν να ασπασθεί ένα θαυμαστό τρόπο ζωής. Διέθετε τέτοια καθαρότητα σώματος και ψυχής, ώστε υπερέβαινε τα όρια της ανθρώπινης φύσης του, μην αφήνοντας ρυπαρό λογισμό να αναφανεί στον ορίζοντα του νου. Στο τέλος της ζωής του, αναγνώριζε ότι δεν είχε πει κακό λόγο για κανένα, ούτε είχε αφήσει να ξεφύγει από το στόμα του μάταιη κουβέντα.

     Απογυμνωμένος από τα πάντα, όπως οι άγιοι Απόστολοι, αγωνιζόμενος την ημέρα κατά της πείνας και τη νύχτα κατά του ύπνου, ενδύοντας τις πράξεις και τους λόγους του με την αγία ταπείνωση του Χριστού, έλαβε από τον Θεό το χάρισμα της κατανύξεως και των αδιάλειπτων δακρύων σε τέτοιο βαθμό, ώστε καταλαμβάνει στη χορεία των αγίων την προνομιακή θέση του «Διδασκάλου της κατανύξεως». Από θαύμα, γνωστό μόνο σε όσους προσφέρουν όλη την ύπαρξή τους θυσία στον Κύριο, οι οφθαλμοί του είχαν μεταμορφωθεί σε δύο αέναες πηγές δακρύων. Για πολλά χρόνια, ουδέ μια στιγμή της ημέρας ή της νύχτας αυτά τα φωτοβόλα νερά, τα καθαρτήρια και αγιαστικά, αυτό το «δεύτερο βάπτισμα των δακρύων», δεν έπαυσαν να τρέχουν από τα μάτια του, μετατρέποντας το πρόσωπό του σε ακηλίδωτο καθρέπτη που αντανακλούσε την παρουσία του Θεού. Θρηνούσε αδιάκοπα τα αμαρτήματά του ή τα αμαρτήματα των άλλων και καμιά φορά, όταν αναλογιζόταν τα όσα θαυμαστά έπραξε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, τα δάκρυά του μεταβάλλονταν σε δάκρυα χαράς. Σαν ένας θαυμαστός κύκλος, όπου δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αρχή και τέλος, οι στεναγμοί του γεννούσαν μέσα του τα δάκρυα, τα δάκρυα γεννούσαν την προσευχή, η προσευχή τη διδασκαλία, που κι αυτή ακόμη τη διέκοπτε νέος θεοστάλακτος θρήνος. Διαβάζοντας τους θαυμάσιους λόγους του περί κατανύξεως ή τις τόσο ρεαλιστικές περιγραφές του για τη Δευτέρα Παρουσία, ακόμη και οι πιο σκληροτράχηλοι δεν μένουν ασυγκίνητοι. Επί γενεές γενεών, έως τις ημέρες μας, η ανάγνωση των έργων του αγίου Εφραίμ φέρνει δάκρυα στα μάτια, ανοίγοντας στους αμαρτωλούς την οδό της μετανοίας και της επιστροφής.


     Λίγο μετά το άγιο Βάπτισμά του –ήταν τότε περίπου είκοσι ετών– ο Εφραίμ εγκατέλειψε τη σύγχυση της πόλης και αποτραβήχτηκε στην έρημο για να συνομιλήσει με τον Θεό στην ησυχία και να ζήσει συντροφιά με τους αγγέλους. Πήγαινε από τόπο σε τόπο, ελεύθερος από κάθε δεσμό, όπου τον οδηγούσε το Άγιο Πνεύμα, για ωφέλεια δική του και των αδελφών. Μετέβη στην πόλη Έδεσσα για προσκύνημα αναζητώντας έναν άγιο άνθρωπο στον οποίο θα μπορούσε να υποταγεί και να ζήσει ως μοναχός. Συναντώντας στον δρόμο του μια πόρνη, προσποιήθηκε ότι αποδέχεται τις φιλήδονες προτάσεις της και, λέγοντάς της να τον ακολουθήσει, την οδήγησε στην κεντρική πλατεία, αντί να αναζητήσει ένα μέρος απόμερο, κατάλληλο για την αμαρτία. Η πόρνη τού είπε: «Γιατί με έφερες εδώ; Δεν ντρέπεσαι να εκτεθείς στα βλέμματα των ανθρώπων;». Ο άγιος αποκρίθηκε: «Δυστυχισμένη! Σε φοβίζει το βλέμμα των ανθρώπων και δεν φοβάσαι το βλέμμα του Θεού, που βλέπει τα πάντα και που θα κρίνει στην έσχατη ημέρα τις πράξεις και τις πιο κρύφιες σκέψεις μας;». Φοβισμένη η γυναίκα μετανόησε και αφέθηκε να οδηγηθεί σε μέρος κατάλληλο για τη σωτηρία της.

     Ύστερα από μερικά χρόνια στην Έδεσσα, ο άγιος Εφραίμ αναχώρησε ξανά για την έρημο. Είχε ακούσει να επαινούν τις αρετές του Μεγάλου Βασιλείου [1 Ιαν.], και ο Θεός τού αποκάλυψε σε όραμα ότι ο επίσκοπος Καισαρείας έμοιαζε με πύρινη στήλη που ένωνε τη γη με τον ουρανό. Χωρίς αργοπορία ο Εφραίμ ξεκίνησε για την Καππαδοκία. Έφθασε στην Καισάρεια κατά την ημέρα των Θεοφανείων και εισήλθε στον ναό τη στιγμή που τελούνταν η θεία Λειτουργία. Μολονότι ο ίδιος δεν ήξερε και δεν καταλάβαινε ελληνικά, τον έπιασε θαυμασμός βλέποντας τον μεγάλο ιεράρχη να κηρύττει, γιατί έβλεπε ένα κατάλευκο Περιστέρι καθισμένο στον ώμο του, να του ψιθυρίζει στο αυτί θεϊκά λόγια. Το ίδιο αυτό Περιστέρι αποκάλυψε στον Μέγα Βασίλειο την παρουσία ανάμεσα στο πλήθος του ταπεινού Σύρου ασκητή. Έστειλε τότε αμέσως ανθρώπους να τον βρουν, συνομίλησε λίγο μαζί του στο βάθος του ιερού και απαντώντας στο αίτημά του, ο Θεός παραχώρησε να αρχίσει ξαφνικά ο Εφραίμ να μιλά ελληνικά, σαν να ήταν η μητρική του γλώσσα. Κατόπιν ο Βασίλειος χειροτόνησε τον Εφραίμ διάκονο και τον άφησε να επιστρέψει στην πατρίδα του.

     Την εποχή εκείνη άρχισε μακρά σειρά πολέμων μεταξύ Βυζαντινών και Περσών (από το 338 μέχρι το 387), καθώς και ανελέητοι διωγμοί των χριστιανών σε όλη την Περσία, επειδή θεωρούνταν σύμμαχοι των Ρωμαίων. Μαθαίνοντας στην έρημο τα βάσανα των αδελφών του, ο άγιος Εφραίμ επέστρεψε στη Νίσιβη για τους συνδράμει με τα έργα του και τους λόγους του. Όταν ήταν μικρός, του είχε αποκαλυφθεί η κλήση στην οποία τον καλούσε ο Θεός, βλέποντας σε όραμα να φύεται από το στόμα του μια μεγάλη κληματαριά που απλώθηκε σε ολόκληρη τη γη. Όλα τα πουλιά του ουρανού έρχονταν να καθίσουν πάνω της και να χορτάσουν από τους καρπούς της και, όσο αυτά τσιμπολογούσαν τις ρώγες, τόσο περισσότερο αυτή γέμιζε σταφύλια. Η Χάρη του Αγίου Πνεύματος τον κατείχε τόσο άφθονα, ώστε, όταν απευθυνόταν στον λαό, η γλώσσα του δεν προλάβαινε να προφέρει τις ουράνιες σκέψεις που του ενέπνεε ο Θεός και έμοιαζε να τραυλίζει. Γι’ αυτό απηύθυνε στον Θεό αυτή την ασυνήθιστη προσευχή: «Συγκράτησε, Κύριε, τα κύματα της Χάριτός Σου!».


     Όταν δεν ήταν απασχολημένος με τη διδασκαλία για τη στερέωση της Πίστεως έναντι των ειδωλολατρών και των αιρετικών, έθετε τον εαυτό του ταπεινά στην υπηρεσία όλων, ως αληθινός διάκονος, μιμούμενος κατά πάντα τον Χριστό, ο οποίος έγινε «δούλος» μας. Από ταπείνωση λοιπόν αρνιόταν πάντα να εισέλθει στον βαθμό του πρεσβυτέρου. Οι αρετές του, η προσευχή του, οι καρποί της θεωρίας και της μελέτης, όλα τα χαρίσματα που του παρείχε ο Θεός, δεν τα κρατούσε για τον εαυτό του, αλλά με αυτά κοσμούσε την Εκκλησία, τη Νύμφη του Χριστού, ωσάν με διάδημα χρυσό με πολύτιμους λίθους. Όταν οι Πέρσες πολιόρκησαν τη Νίσιβη (338), η πόλη σώθηκε χάρη στην προσευχή του αγίου Εφραίμ και του αγίου Ιακώβου [13 Ιαν.]. Όμως, ύστερα από διαδοχικούς πολέμους, παραδόθηκε τελικά στον σκληρό ηγεμόνα των Περσών το 363. Αρνούμενος να ζήσει υπό την κυριαρχία των ειδωλολατρών, ο άγιος Εφραίμ και πολλοί άλλοι χριστιανοί έφυγαν τότε για την Έδεσσα. Εκεί πέρασε τα δέκα τελευταία χρόνια του βίου του συνεχίζοντας το έργο της Ερμηνευτικής Σχολής, που είχε ιδρύσει στη Νίσιβη ο άγιος Ιάκωβος, διδάσκοντας στη Σχολή της Έδεσσας, που έφτασε να επονομάζεται «Σχολή των Περσών». Εκεί συνέταξε το μεγαλύτερο μέρος των θαυμαστών έργων του, όπου η γνώση του για τον Θεό και τα άγια δόγματα ενδύεται την υπέροχη στολή μιας ασύγκριτης ποιητικής γλώσσας. Λέγεται ότι συνέθεσε στα συριακά περισσότερους από τρία εκατομμύρια στίχους: ερμηνείες στα περισσότερα βιβλία της Αγίας Γραφής, συγγράμματα κατά των αιρέσεων, ύμνους στον Παράδεισο, στην Παρθενία, στην Πίστη, στα μεγάλα μυστήρια της Σωτηρίας και στις μεγάλες εορτές του έτους. Μεγάλο μέρος από αυτούς τους ύμνους ενσωματώθηκε στη σύνθεση λειτουργικών βιβλίων της συριακής Εκκλησίας, εξ ου η επωνυμία του «Λύρα του Αγίου Πνεύματος» και «Οικουμενικός Διδάσκαλος». Πολλά άλλα συγγράμματα μάς παραδόθηκαν με το όνομά του στα ελληνικά. Αφορούν κυρίως τη συντριβή της καρδίας, την άσκηση και τις μοναχικές αρετές.

     Ο άγιος Εφραίμ οργάνωσε την κοινωνική περίθαλψη της πόλης τον καιρό του λιμού, το 372, και παρέδωσε τη ψυχή του στον Θεό το 373, περιστοιχιζόμενος από μεγάλο αριθμό μοναχών και ασκητών που άφησαν σκήτες, ερήμους και σπήλαια για να παρευρεθούν στις τελευταίες του στιγμές. Τους άφησε μια συγκινητική «Διαθήκη», πλήρη ταπεινώσεως και κατανύξεως, στην οποία ζητάει ικετευτικά από όλους όσοι τον αγαπούν να μην τον τιμήσουν με λαμπρή κηδεία, αλλά να αποθέσουν το σώμα του στην τάφρο την προορισμένη για τους ξένους και να του προσφέρουν αντί για λουλούδια και αρώματα, το στήριγμα των προσευχών τους.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
εῖθρον ἄϋλον, ἐν τῇ ψυχῇ σου, τὸν ζωήῤῥυτον, πλουτήσας φόβον, κατανύξεως κρατὴρ ἀναδέδειξαι· ὅθεν ἡμᾶς πρὸς ἠθῶν τελειότητα, τοῖς ἱεροῖς σου ῥυθμίζεις διδάγμασιν. Ἐφραὶμ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὴν ὥραν ἀεί, προβλέπων τῆς ἐτάσεως, ἐθρήνεις Ἐφραίμ, δάκρυα κατανύξεως· πρακτικὸς δὲ γέγονας, ἐν τοῖς ἔργοις διδάσκαλος Ὅσιε. Ὅθεν Πάτερ παγκόσμιε, ῥαθύμους ἐγείρεις πρὸς μετάνοιαν.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Σάλπιγγι τῶν λόγων σου τῶν σοφῶν, πρὸς ἔνθεον φόβον, διεγείρεις πᾶσαν ψυχήν· σὺ γὰρ τῆς δευτέρας, τοῦ Λόγου ἐμφανείας, τὸν τρόπον προσημαίνεις, Ἐφραὶμ Πατὴρ ἡμῶν.



[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος)·
σελ. 325–329.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 20142.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου