Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΕΝΤΕ ΜΑΡΤΥΡΕΣ


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΕΝΤΕ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος
Μαρδάριος και Ορέστης


     Την εποχή του τελευταίου και πλέον αδυσώπητου διωγμού κατά των χριστιανών, που έγινε επί Διοκλητιανού (περί το 305), το αίμα κυλούσε ποτάμι και βασίλευε ο τρόμος μέχρι στις εσχατιές της αυτοκρατορίας. Όπου κι αν βρίσκονταν, όποια κι αν ήταν η κατάστασή τους, οι χριστιανοί έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ της άρνησης της πίστεώς τους και του μαρτυρίου.

     Στην πόλη Σάταλα της Αρμενίας ζούσε ένας λαμπρός αριστοκράτης, ο Ευστράτιος, σκρινιάριος (σύμβουλος) δουκικής τάξεως και επικεφαλής των αυτοκρατορικών νοταρίων (συμβολαιογράφων, γραμματέων) της πόλεως, ο οποίος μέχρι τότε είχε κατορθώσει να κρατήσει κρυφή την πίστη του στον Χριστό. Η ένδοξη άθληση των ομολογητών της πίστεως τού είχε κινήσει τον πόθο να αξιωθεί και εκείνος τον καλλίνικο στέφανο του μαρτυρίου· η προοπτική των βασανιστηρίων τον φόβιζε· θα είχε άραγε το θάρρος ν’ αντέξει ή θα υπαναχωρούσε; Για να μάθει αν η βούληση του Θεού ήταν να προχωρήσει στον δρόμο του μαρτυρίου, εμπιστεύθηκε τη ζώνη του, διακριτικό του αξιώματός του, σ’ έναν υπηρέτη προστάζοντάς τον να την αποθέσει στην αγία Τράπεζα του ναού και να δει αν ο πρώτος που θα έμπαινε στο ιερό Βήμα για να την πάρει θα ήταν ο σεβάσμιος ιερέας Αυξέντιος. Έτσι κι έγινε. Πήρε θάρρος ο Ευστράτιος από αυτό το σημείο και έπαψαν να τον φοβίζουν εκείνοι που μόνο το σώμα μπορούν να σκοτώσουν (Ματθ. 10, 28). Κάλεσε φίλους και συγγενείς να μοιρασθούν μαζί του τη χαρά του σ’ ένα μεγάλο δείπνο, κατά τη διάρκεια του οποίου τους ανακοίνωσε ότι σύντομα θα λάβαινε έναν θησαυρό άφθαρτο.

     Την επαύριο, την ώρα που ο ηγεμόνας Λυσίας επιθεωρούσε τους φυλακισμένους χριστιανούς στο κέντρο της πόλης, παρουσιάσθηκε ξαφνικά ο Ευστράτιος, δήλωσε με παρρησία πως είναι χριστιανός και ζήτησε να τύχει της ίδιας μοίρας όπως οι φυλακισμένοι ομόπιστοί του. Εξεπλάγη ο ηγεμόνας και διέταξε να του αφαιρέσουν τα διακριτικά του αξιώματος και γυμνό να τον μαστιγώσουν, πριν τον ανακρίνει. Κατόπιν, κρέμασαν τον Ευστράτιο με σχοινιά, άναψαν από κάτω φωτιά και τον ξυλοκόπησαν άγρια εκ νέου. Μένοντας απαθής στον πόνο σαν να βασάνιζαν το σώμα κάποιου άλλου, ο Ευστράτιος στράφηκε προς τον Λυσία και τον ευχαρίστησε για τη χαρά που του έδινε, λέγοντας: «Τώρα γνώρισα πως είμαι ναός του Θεού και ότι το Πνεύμα το Άγιο κατοικεί μέσα μου!». Παρά το αλάτι και το όξος που έριξαν στις πληγές του, το ίδιο εκείνο βράδυ θεραπεύθηκε θαυματουργικώς. Μπροστά στο ακλόνητο φρόνημα του μάρτυρος και στη βοήθεια που του παρείχε η θεία Χάρη, ένας από τους συμπολίτες και τους υφισταμένους του Ευστράτιου, ο αξιωματούχος Ευγένιος, παρουσιάσθηκε κι αυτός με τη σειρά του στον ηγεμόνα, διακήρυξε την πίστη του και ζήτησε να αγωνιστεί με τον Ευστράτιο και τους άλλους ομολογητές.


     Χαράματα της επομένης, έβγαλαν τους χριστιανούς από τη φυλακή για να μεταφερθούν πεζοπορώντας προς τη Νικόπολη. Από σκληρόκαρδη ειρωνεία κινούμενος ο Λυσίας, θέλοντας να τιμήσει το αξίωμα του Ευστρατίου, έδωσε διαταγή να του φορέσουν υποδήματα, τα οποία στο εσωτερικό τους είχαν αιχμηρά καρφιά. Μετά από δύο ημέρες εξαντλητικής πορείας, η φάλαγγα των χριστιανών αιχμαλώτων πέρασε από τα Αράβρακα, τη γενέτειρα του αγίου Ευστρατίου. Ήταν εκεί ένας άνθρωπος ολιγογράμματος αλλά ευκατάστατος, Μαρδάριος ονόματι, που την ημέρα εκείνη έφτιαχνε τη σκεπή στο καινούργιο του σπίτι. Είδε τον Ευστράτιο να βαδίζει ακτινοβολώντας ως αγλαόμορφος αστέρας και θαύμασε πώς μπόρεσε και καταφρόνησε τη δόξα και τα εγκόσμια για χάρη του μαρτυρίου. Η σύζυγός του τον ενθάρρυνε να αγωνιστεί κι εκείνος ώστε να γίνει προστάτης προς Κύριον των μικρών παιδιών του καθώς και όλου του γένους του. Φόρεσε χιτώνα και υποδήματα, ασπάσθηκε τα δυο παιδιά του, εμπιστεύθηκε την οικογένειά του στη φροντίδα ενός γενναιόψυχου φίλου κι έτρεξε να προφτάσει τους ένδοξους μαθητές του Χριστού και να παραδοθεί στους στρατιώτες.

     Πρώτος παρουσιάσθηκε ενώπιον του Λυσία ο πρεσβύτερος Αυξέντιος. Μετά από συνοπτική ακρόαση, τον πήγαν σ’ ένα απομακρυσμένο και πυκνό δάσος και τον αποκεφάλισαν, αφήνοντας το σώμα του βορά στ’ αγρίμια. Με τη βοήθεια του Θεού όμως, ευλαβείς χριστιανοί ήλθαν λίγο αργότερα και πήραν τα τίμια λείψανα και χάρη σε μια κουρούνα ανακάλυψαν την κάρα κρυμμένη στο φύλλωμα ενός δέντρου.

     Μετά τον Αυξέντιο, ο ηγεμόνας κάλεσε να παρουσιασθεί ο Μαρδάριος, ο οποίος σε όλες του τις ερωτήσεις απαντούσε λακωνικά: «Είμαι Χριστιανός!». Διέταξε τότε να του τρυπήσουν τους αστραγάλους, να τον κρεμάσουν ανάποδα και να τον χτυπούν μέχρι θανάτου με πυρωμένες σούβλες. Λίγο πριν παραδώσει το πνεύμα του ο Μαρδάριος, προσευχήθηκε και είπε:


 ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΔΑΡΙΟΥ
«Δέσποτα Θεέ, 
Πάτερ Παντοκράτωρ, 
Κύριε Υἱὲ μονογενές, 
Ἰησοῦ Χριστὲ καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, 
μία Θεότης, μία Δύναμις, 
ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν· 
καὶ οἷς ἐπίστασαι κρίμασι, 
σῶσόν με, 
τὸν ἀνάξιον δοῦλόν Σου· 
ὅτι εὐλογητὸς εἶ 
εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 
Ἀμήν».

     Αυτή η σύντομη αλλά θεολογικά υπέροχη «Ευχή του αγίου Μαρδαρίου» λέγεται στην Ακολουθία του Μεσονυκτικού, της Τρίτης Ώρας και στο Μεγάλο Απόδειπνο κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

     Έφεραν ενώπιον του τυράννου Λυσία, που ήταν όλος μίσος και μανία, τον Ευγένιο. Εξαιτίας της παρρησίας του και της αποφασιστικότητάς του, του έκοψαν τη γλώσσα και τα χέρια, συνέτριψαν τα άλλα μέλη του με ρόπαλα και, εν μέσω των φρικτών βασάνων, παρέδωσε ο Ευγένιος τη ψυχή του στον Κύριο.

     Μετά τις θανατώσεις αυτές, ο Λυσίας πήγε στο στρατόπεδο για να επιθεωρήσει τα γυμνάσια των στρατιωτών. Ήταν εκεί ένας νεαρός οπλίτης, όμορφος και με ωραίο παράστημα, ο Ορέστης, τον οποίον ο Λυσίας είχε επαινέσει στο παρελθόν· την ώρα που έριχνε το ακόντιο, φάνηκε ο μικρός χρυσός σταυρός που φορούσε στον λαιμό. Τον ανέκρινε ο ηγεμόνας και ο Ορέστης δίχως δισταγμό ομολόγησε ότι είναι μαθητής του Χριστού. Συνελήφθη επί τόπου και εστάλη με τον Ευστράτιο στον διοικητή της Σεβάστειας, Αγρικόλαο, επειδή ο Λυσίας φοβόταν την πιθανή αντίδραση των πολυάριθμων χριστιανών της Νικοπόλεως.


     Η πορεία κράτησε πέντε ημέρες και ο Ευστράτιος πληροφορήθηκε τα της θανάτωσης του Αυξεντίου από τον Ορέστη, που ήταν ένας από τους φρουρούς. Όταν έφθασαν στη Σεβάστεια, ο Ευστράτιος προσήχθη ενώπιον του διοικητή, ο οποίος επιθυμούσε να συζητήσει μαζί του. Χάρη στη μεγάλη του μόρφωση, ο Ευστράτιος δεν δυσκολεύθηκε να του καταδείξει τη μωρία της λατρείας των ειδώλων και τη ματαιότητα της φιλοσοφίας. Κατόπιν, σε γλώσσα περιεκτική και γεμάτη αυθεντία, διηγήθηκε όλη τη θεία Οικονομία, από κτίσεως κόσμου μέχρι την πλήρωση της Χάριτος στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ο Αγρικόλαος κώφευσε σε όλα αυτά τα επιχειρήματα και του υπενθύμισε ότι όφειλε πλήρη υποταγή στα διατάγματα του αυτοκράτορα, και ότι η άρνηση προς τους θεούς του κράτους τιμωρείται με θάνατο. Ωστόσο, δεν εκτέλεσε αμέσως την καταδικαστική απόφαση, αλλά για να του δείξει την κόλαση που τον περίμενε, διέταξε να φέρουν τον Ορέστη και να τον βάλουν πάνω σε πυρακτωμένη κλίνη. Ο νέος στρατιώτης αρχικά δειλίασε μπροστά στη φρίκη του μαρτυρίου, τον ενθάρρυνε όμως στον αγώνα του ο Ευστράτιος, και ο Ορέστης έπεσε πάνω στο πυρακτωμένο κρεβάτι φωνάζοντας: «Κύριε, στα χέρια Σου παραδίδω τη ψυχή μου!».

     Ο Ευστράτιος επέστρεψε πίσω στη φυλακή του για την τελευταία του νύχτα στον κόσμο αυτό, και τον επισκέφθηκε κρυφίως ο επίσκοπος Σεβαστείας άγιος Βλάσιος [11 Φεβρ.], ο οποίος του υποσχέθηκε να εκτελέσει τις τελευταίες του επιθυμίες και να συγκεντρώσει τα λείψανα των πέντε αθλητών του Χριστού στα Αράβρακα. Μετά από μια νύχτα που πέρασε με προσευχή και ουράνιες συνομιλίες, ο επίσκοπος τέλεσε τη θεία Λειτουργία. Τη στιγμή που κοινωνούσε ο Ευστράτιος των αχράντων Μυστηρίων, έλαμψε η φυλακή ωσάν από αστραπή και ακούσθηκε φωνή που έλεγε: «Ευστράτιε, αγωνίσθηκες καλά! Έλα τώρα να λάβεις και το στεφάνι!». Την επομένη, σε μια έσχατη ανάκριση ο Αγρικόλαος προσπάθησε να συγκινήσει τον άγιο, αλλά ο Ευστράτιος τού απάντησε να μην καθυστερήσει πλέον εφόσον θεωρεί βδέλυγμα τους ψευδοθεούς και επικατάρατους όσους τους προσκυνούν. Ο ηγεμόνας διέταξε τότε να θανατωθεί ο άγιος διά πυρός. Ο άγιος έκανε εδαφιαία μετάνοια και ανέπεμψε προς τον Κύριο μια διάπυρη προσευχή για να λάβει το θάρρος που απαιτούσε η ύστατη δοκιμασία. Κατόπιν σηκώθηκε, προχώρησε αποφασιστικά προς την κάμινο που ήδη έκαιγε, έκανε το σημείο του Σταυρού και εισήλθε ψάλλοντας προς τον Κύριο άσμα ευχαριστήριο όπως οι Τρεις Παίδες εν τη καμίνω (βλ. Δαν. 3). Ήταν ακριβώς τότε που, σύμφωνα με την αγιολογική παράδοση, ο άγιος Μάρτυς του Χριστού είπε μια εξαίσια προσευχή. 

    Αυτή η εξαίσια και κατανυκτική προσευχή είναι γνωστή ως η «Ευχή του Αγίου Ευστρατίου» και βρίσκεται στην «Ακολουθία του Μεσονυκτικού» του Σαββάτου ή στη μεταγενέστερη και συνοπτική «Εωθινή» ή «Πρωινή Προσευχή» πάλι κατά την ημέρα του Σαββάτου. Εκφράζει με γλαφυρό τρόπο τη φοβερή περίσκεψη της κάθε ψυχής, όταν αυτή αφήνοντας τον κόσμο αυτόν, αναλογίζεται την επικείμενη παρεμπόδισή της από τα εναέρια τελώνια των δαιμονίων, καθώς θα ανεβαίνει με ολοϋπαρτική συστολή προς τον θρόνο του Παντοκράτορος και Παμβασιλέως Κυρίου για να κριθεί ενώπιόν Του. Η παρεμπόδιση που επιχειρείται από τους θρασείς και πονηρούς δαίμονες βασίζεται στη φθονερή κρίση τους που είναι αναληθής, μισάνθρωπη, πονηρή και υπονομευτική για τον άνθρωπο· ενώ η Κρίση του Θεού, είναι η μόνη αληθής, αληθινή, ακέραιη και δίκαιη, και ανήκει εξ ολοκλήρου στον φιλάνθρωπο και φιλόψυχο Κύριο. Μέσα λοιπόν σε αυτό το αγωνιώδες κλίμα, στο οποίο πραγματικά διακυβεύεται η αιώνια σωτηρία του ανθρώπου, προσφεύγει η πιστή ψυχή προς το μέγα και άφραστο έλεος του Κυρίου ικετεύοντας εκ βαθέων, με ακλόνητη ελπίδα και πίστη προς την ανείκαστη και ανεξιχνίαστη θεία αγάπη, να φρουρηθεί και να σκεπαστεί στοργικά από τους αγίους Αγγέλους, ώστε να φτάσει τελικά αλώβητη, σώα και αβλαβής στα κράσπεδα του γλυκού Παραδείσου. Προσευχήθηκε λοιπόν ο άγιος Ευστράτιος, λέγοντας τα εξής ιερά λόγια:


ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ
Μεγαλύνων μεγαλύνω σε, Κύριε, ὅτι ἐπεῖδες ἐπὶ τὴν ταπείνωσίν μου καὶ οὐ συνέκλεισάς με εἰς χεῖρας ἐχθρῶν, ἀλλ’ ἔσωσας ἐκ τῶν ἀναγκῶν τὴν ψυχήν μου. Καὶ νῦν, Δέσποτα, σκεπασάτω με ἡ χείρ σου, καὶ ἔλθοι ἐπ’ ἐμὲ τὸ ἔλεός σου, ὅτι τετάρακται ἡ ψυχή μου, καὶ κατώδυνός ἐστιν ἐν τῷ ἐκπορεύεσθαι αὐτὴν ἐκ τοῦ ἀθλίου μου καὶ ῥυπαροῦ σώματος τούτου· μήποτε ἡ πονηρὰ τοῦ ἀντικειμένου βουλὴ συναντήσῃ καὶ παρεμποδίσῃ αὐτήν, διὰ τὰς ἐν ἀγνοίᾳ καὶ γνώσει ἐν τῷ βίῳ τούτῳ γενομένας μοι ἁμαρτίας. Ἵλεως γενοῦ μοι, Δέσποτα, καὶ μὴ ἰδέτω ἡ ψυχή μου τὴν ζοφερὰν καὶ σκοτεινὴν ὄψιν τῶν πονηρῶν δαιμόνων· ἀλλὰ παραλαβέτωσαν αὐτὴν Ἄγγελοί σου φαιδροὶ καὶ φωτεινοί. Δὸς δόξαν τῷ ὀνόματί σου τῷ ἁγίῳ, καὶ τῇ σῇ δυνάμει ἀνάγαγέ με εἰς τὸ θεῖόν σου βῆμα. Ἐν τῷ κρίνεσθαί με, μὴ καταλάβοι με ἡ χείρ τοῦ ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου, εἰς τὸ κατασπάσαι με τὸν ἁμαρτωλὸν εἰς βυθὸν ᾅδου, ἀλλὰ παράστηθί μοι, καὶ γενοῦ μοι σωτὴρ καὶ ἀντιλήπτωρ. Ἐλέησον, Κύριε, τὴν ῥυπωθεῖσαν τοῖς πάθεσι τοῦ βίου ψυχήν μου, καὶ καθαρὰν αὐτὴν διὰ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως πρόσδεξαι· ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

          —Με απλά λόγια:
Σε δοξάζω και Σε μεγαλύνω, Κύριε, διότι είδες με ευμένεια την ταπεινότητά μου και δεν συγκατένευσες στο να βρίσκομαι παγιδευμένος στα χέρια των εχθρών μου, αλλά έσωσες από τις δυσκολίες τη ψυχή μου. Και τώρα, Κύριε, ας με προστατέψει το χέρι Σου κι ας έλθει σε μένα το έλεός Σου, διότι είναι ταραγμένη και γεμάτη οδύνη η ψυχή μου, καθώς πρόκειται σε λίγο να φύγει απ’ αυτό το άθλιο και ακάθαρτο σώμα μου· ας έλθει σε μένα το έλεός Σου, μη τυχόν η πονηρή θέληση και επιδίωξη του διαβόλου συναντήσει τη ψυχή μου και την παρεμποδίσει για όλες τις αμαρτίες που τυχόν διέπραξα στη ζωή μου αυτή, είτε με τη γνώση είτε με την άγνοιά μου. Λυπήσου με, Κύριε, και μην επιτρέψεις καθόλου να δει η ψυχή μου τη σκοτεινή και απαίσια μορφή των δαιμόνων. Αντίθετα, ας την παραλάβουν οι λαμπροί και οι φωτεινοί Σου Άγγελοι. Δώσε δόξα στο όνομά Σου το άγιο και, με τη δύναμή Σου, οδήγησέ με προς το θείο Σου Βήμα. Κατά την ώρα της κρίσεώς μου, ας μην προφθάσει να με αρπάξει το χέρι του άρχοντα του κόσμου τούτου για να με γκρεμίσει, εμένα τον αμαρτωλό, στον βυθό του άδη, αλλά στάσου κοντά μου και γίνε σωτήρας μου και βοηθός. Σπλαχνίσου, Κύριε, την ακάθαρτη από τα πάθη αυτού του βίου ψυχή μου και δέξου την καθαρή, με τη μετάνοια και με την προς Σε δοξολογία· καθ’ ότι Εσύ είσαι ευλογημένος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


     Επί σειρά αιώνων και μέχρι τις ημέρες μας οι ένδοξοι Πέντε Μάρτυρες δεν έπαυσαν ποτέ να επιτελούν θαύματα προς παρηγορία και ενίσχυση των χριστιανών, μέσω των λειψάνων, των εικόνων ή και απευθείας με την παρουσία τους. Αναφέρεται, για παράδειγμα, ότι στη νήσο Χίο, κατά τη διάρκεια ενός δριμύτατου χειμώνα, μόνο ένας ευλαβής εφημέριος και κανείς άλλος εκτός από αυτόν δεν μπόρεσε να φθάσει στο απόμερο εξωκκλήσι της Νέας Μονής που ήταν αφιερωμένο στους αγίους Πέντε Μάρτυρες για την ιερά τους πανήγυρη. Ο ευλαβής εφημέριος, απτόητος, αποφάσισε παρ’ όλ’ αυτά να τελέσει την ακολουθία όταν είδε ξαφνικά τότε, σαν σε όραμα, να εμφανίζονται μέσα στον παγωμένο και σιωπηλό ναό πέντε μορφές, όμοιες και απαράλλαχτες με τις εικόνες και τα πρόσωπα των αγίων. Πήραν ήσυχα θέση στο ψαλτήρι και έψαλλαν με καθαρή φωνή τους ύμνους και τα τροπάρια της εορτής. Την ώρα που έπρεπε να γίνει, ως είθισται, ανάγνωση του σεπτού Μαρτυρίου τους, αμέσως μετά την ΣΤ΄ ωδή, ο νεαρός Ορέστης στάθηκε στο αναλόγιο στο κέντρο του ναού και άρχισε να διαβάζει. Όταν όμως έφθασε στην περιγραφή του μαρτυρίου του, αντί να διαβάσει «εδειλίασε μπροστά στην πυρακτωμένη κλίνη», διάβασε «εμειδίασε». Ο άγιος Ευστράτιος, ο πρόκριτος και η κεφαλή της ιερής Πεντάδας των Μαρτύρων, τον διέκοψε τότε και του είπε με αυστηρό τόνο: «Διάβασε αυτό που είναι γραμμένο και έτσι ακριβώς όπως το έζησες εσύ!». Ερυθριώντας από ντροπή ο Ορέστης, υπάκουσε και διάβασε τελικά «εδειλίασεν». Μόλις τελείωσε η παράδοξη όσο και θαυμαστή αυτή αγρυπνία, οι άγιοι Μάρτυρες έκλεισαν τα ιερά βιβλία, έσβησαν τα κεριά και έγιναν άφαντοι, εξίσου ξαφνικά όπως εμφανίσθηκαν…


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
πενταυγὴς τῶν Ἀθλοφόρων χορεία, τῇ τῶν ἀγώνων νοητῇ δᾳδουχίᾳ, τὴν οἰκουμένην ἅπασαν αὐγάζει νοητῶς, ὁ σοφὸς Εὐστράτιος, Αὐξεντίῳ τῷ θείῳ, Ὀρέστης καὶ Μαρδάριος, καὶ Εὐγένιος ἅμα· οὓς εὐφημοῦντες εἴπωμεν πιστοί· χαίροις Μαρτύρων, πεντάριθμε σύλλογε.

—ΚΟΝΤΑΚΙΑ—
Τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
ς Ἀθλόφοροι ἐν πᾶσιν ἀήττητοι, οἱ τοῦ Σωτῆρος πεντάριθμοι Μάρτυρες, πρεσβείας ἀπαύστως προσάγετε, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν μόνον Φιλάνθρωπον, διδόναι ἡμῖν θεῖον ἔλεος.

Τοῦ Ἁγίου Εὐστρατίου.
Ἦχος β΄. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Φωστὴρ ἐφάνης λαμπρότατος Χριστοκῆρυξ, τοῖς ἐν τῷ σκότει τῆς ἀγνωσίας καθημένοις· πίστιν ὡς δόρυ περιθέμενος, τῶν δυσμενῶν τὰ θράση οὐκ ἐπτοήθης Εὐστράτιε, ῥητόρων ὑπάρχων εὐγλωττότερος.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Σύμμορφοι ἐν ἄθλοις τοῖς ἱεροῖς, Εὐστράτιε μάκαρ, καὶ Αὐξέντιε ἱερέ, σὺν τῷ Εὐγενίῳ, Μαρδάριε Ὀρέστα, ἡμᾶς ἐν ὁμονοίᾳ, διατηρήσατε.





[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος),
σελ. 135–140.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήναι, Μάρτιος 2005.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου