Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Η ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑ

Η ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑ
Η μεγαλομάρτυς και πάνσοφος


     Γεννημένη στην Αλεξάνδρεια, την πρωτεύουσα της Αιγύπτου και τη μητρόπολη των επιστημών και των τεχνών, η αγία Αικατερίνα ήταν θυγατέρα του Κώνστα (ή Κέστου), ενός πλουσίου και ισχυρού άρχοντα. Εκτός από αρχοντιά, ο Θεός την είχε προικίσει και με εξαιρετικό κάλλος που προκαλούσε τον θαυμασμό όλων όσοι την πλησίαζαν, καθώς και με ασυνήθιστη ευφυΐα. Η νεαρή κόρη παρακολούθησε τα μαθήματα των καλύτερων διδασκάλων και των πιο ονομαστών φιλοσόφων. Έμαθε να παρακολουθεί και τους πιο περίπλοκους συλλογισμούς και με την ίδια επιτυχία κατείχε τα φιλοσοφικά συστήματα του Αριστοτέλους (384-322 π.Χ.), του Πλάτωνος (427-347 π.Χ.), καθώς και των νεωτέρων μαθητών τους. Διέπρεπε επίσης στην τέχνη του λόγου, γνώριζε τους μεγαλύτερους ποιητές, από τον Όμηρο (8ος αι. π.Χ.) έως τον Βιργίλιο (70-19 π.Χ.), και ήταν σε θέση να διαλέγεται σε πολλές γλώσσες, τις οποίες είχε μάθει φοιτώντας σε σοφούς διδασκάλους ή από ταξιδιώτες που έρχονταν να επισκεφθούν την κοσμοπολίτικη εκείνη πόλη. Είχε διεξέλθει όλες τις φυσικές επιστήμες, ιδιαιτέρως την ιατρική, και κανένας τομέας της ανθρώπινης σοφίας δεν μπορούσε να διαφύγει από το διεισδυτικό και ακόρεστο για γνώση πνεύμα της. Σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ ετών είχε φθάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο μαθήσεως, που γεννούσε τον θαυμασμό και των πιο έμπειρων ακόμη σοφών. Η φήμη της αυτή, όπως και η ευγενική καταγωγή της, η ομορφιά και τα πλούτη της, την έκαναν περιζήτητη και πλήθος μνηστήρων παρουσιάζονταν για να τη ζητήσουν σε γάμο. Η Αικατερίνα όμως, προαισθανόμενη την υπεροχή της παρθενίας, απέρριπτε όλες τις προτάσεις και είχε θέσει στους γονείς της όρο να μη δεχθεί ως σύζυγο παρά μόνον έναν νέο ισάξιο με αυτήν όχι μόνον στην ευγένεια, τα πλούτη και την ομορφιά, αλλά οπωσδήποτε και στη σοφία.


     Η μητέρα της, όντας σε απόγνωση στην προσπάθειά της να βρει έναν τέτοιο σύντροφο για τη θυγατέρα της, έστειλε την κόρη να συμβουλευθεί έναν άγιο χριστιανό ασκητή που ζούσε λίγο έξω από την πόλη της Αλεξάνδρειας. Εκείνος είπε στην Αικατερίνα ότι όντως γνώριζε έναν τέτοιον άνθρωπο και ότι η σοφία Του ήταν ανώτερη όλων, μιας και αποτελεί την ίδια βασική αρχή όλων των ορατών και αοράτων όντων. Τη σοφία αυτή δεν την έχει αποκτήσει, αλλά την κατέχει αιωνίως. Η ευγένειά Του είναι επίσης ανώτερη από ο,τιδήποτε μπορεί κανείς να φαντασθεί, γιατί Αυτός άρχει του σύμπαντος και έχει δημιουργήσει τον κόσμο μονάχα με τη δική Του θέληση. Κύριος των κόσμων Αυτός και αρχή κάθε σοφίας και κάθε γνώσεως, –της είπε ο Γέρων ασκητής– είναι εξάλλου στην ομορφιά «ο ωραιότερος απ’ όλους τους ανθρώπους» (βλ. Ψαλμ. 44, 3), γιατί είναι Θεός ενσαρκωμένος: ο Υιός και Λόγος του Πατρός που έγινε άνθρωπος για τη δική μας σωτηρία και που επιθυμεί να γίνει ο άφθαρτος Νυμφίος κάθε παρθενικής και καλόγνωμης ψυχής. Ο ασκητής την αποχαιρέτησε δίνοντάς της μια εικόνα της «Βρεφοκρατούσας» Θεοτόκου. Την επόμενη νύχτα τής φανερώθηκε η Κυρία Θεοτόκος βαστάζοντας στην αγκάλη της ως βρέφος τον Κύριο, αλλά ο Χριστός απέστρεφε συνεχώς το πρόσωπό Του από αυτήν και αρνούνταν να την κοιτάξει λέγοντας πως γι’ Αυτόν ήταν ακόμη άσχημη, πλήρως καθυποταγμένη ακόμη στον θάνατο και την αμαρτία του κόσμου. Αναστατωμένη η Αικατερίνα, μετέβη προς τον ασκητή, ο οποίος της δίδαξε τα ζωογόνα μυστήρια της Πίστεως και με το άγιο Βάπτισμα την αναγέννησε στην αιώνια εν Χριστώ ζωή. Της φανερώθηκε τότε ξανά η Θεοτόκος με τον Χριστό, που τούτη τη φορά άστραφτε από χαρά. «Να, που λάμπει ολόκληρη και τώρα είναι πανέμορφη, πλούσια και αληθινά σοφή!», είπε επιδοκιμαστικά ο Χριστός, «τώρα τη δέχομαι ως πάναγνη νύμφη Μου!». Για να επικυρώσει και να σφραγίσει αυτούς τους ιερούς αρραβώνες, η Θεοτόκος, πέρασε στο δάχτυλο της σεμνής κόρης ένα δαχτυλίδι και την έβαλε να υποσχεθεί πως δεν θα δεχόταν στη γη άλλον νυμφίο.


     Την εποχή εκείνη ο αυτοκράτορας Μαξιμίνος (305-311) [σύμφωνα με άλλες, μάλλον εσφαλμένες, παραλλαγές του μαρτυρίου της αγίας, ο αυτοκράτορας Μαξέντιος] ήθελε, όπως και ο Διοκλητιανός, να εξαναγκάσει επί ποινή βασανιστηρίων και θανάτου όλους τους υπηκόους του να συμμετέχουν στις ειδωλολατρικές θυσίες ως ξεκάθαρο σημείο υποταγής στην πρόσκαιρη εξουσία του. Οι ασεβείς αυτές τελετές άρχισαν στην Αλεξάνδρεια και τότε η Αικατερίνα παρουσιάσθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα στον ναό, του εκδήλωσε τον απαιτούμενο στον ηγεμόνα σεβασμό, αλλά ταυτόχρονα καταδίκασε αυστηρά τη λατρεία των κτιστών και φθαρτών όντων. Έκπληκτος καταρχήν από το κάλλος της νεαρής κόρης και την τόλμη της, ο αυτοκράτορας την άκουσε να αναπτύσσει τα επιχειρήματά της και γοητεύθηκε κυριολεκτικά από τη σοφία της. Η Αικατερίνα τού πρότεινε να αντιμετωπίσει σε δημόσια συζήτηση τους λαμπρότερους σοφούς και ρήτορες της αυτοκρατορίας. Ο ηγεμόνας δέχθηκε και έστειλε αγγελιαφόρους σε κάθε γωνιά της επικράτειας για να συγκεντρώσει σοφούς, φιλοσόφους, ρήτορες, έμπειρους και δεινούς στη διαλεκτική. Σύμφωνα με τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή αλλά και τα Συναξάρια έφθασαν στην Αλεξάνδρεια εκατόν πενήντα ρήτορες [ή σύμφωνα με άλλες το ίδιο ισχυρές γραφές μαρτυρολογίων πενήντα από αυτούς] και παρουσιάσθηκαν ενώπιον του αυτοκράτορα και του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί στο αμφιθέατρο, έχοντας αντίκρυ τους την εύθραυστη κόρη μόνη, αλλά ακτινοβολώντας από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η αγία δεν ένιωθε τον παραμικρό φόβο απέναντί τους, γιατί παρουσιάσθηκε σε αυτήν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, της προσέδωσε μεγάλη κραταίωση στη ψυχή, ενώ την διαβεβαίωσε ότι ο Κύριος θα μιλούσε διά του στόματός της και θα την ικάνωνε να νικήσει τη σοφία του κόσμου τούτου με την εξ ύψους Σοφία. Ενθαρρυμένη από την οπτασία αυτή η Αικατερίνα, φανέρωσε τις πλάνες και τις αντιφάσεις των μαντείων, των ποιητών και των φιλοσόφων. Έδειξε ότι και οι ίδιοι από μόνοι τους είχαν αναγνωρίσει ότι οι λεγόμενοι θεοί των ειδωλολατρών είναι μισάνθρωποι δαίμονες και φαιδρές προσωποποιήσεις ανθρώπινων παθών. Προς επίρρωση των επιχειρημάτων της, επικαλέσθηκε μάλιστα και ορισμένους παλαιούς χρησμούς της Σίβυλλας (της ιέρειας του μαντείου των Δελφών) και του Απόλλωνος, οι οποίοι με τρόπο σκοτεινό και σκιώδη ανήγγελλαν κατά καιρούς περιστασιακά την Ενανθρώπιση και το σωτήριο Πάθος του Υιού του Θεού. Ανέτρεψε όλα τα μυθεύματα και τις μυθολογίες τους, διακηρύσσοντας ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ του μηδενός από τον μόνο αληθινό και αιώνιο Θεό και ότι ο άνθρωπος λυτρώθηκε από την αμαρτία και τον θάνατο διά της Ενανθρωπήσεως του μονογενούς Υιού του Πατρός, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αποστομωμένοι και έχοντας εξαντλήσει τα σαθρά επιχειρήματά τους όλοι οι ρήτορες, αναγνώρισαν στο τέλος την πλάνη τους και ζήτησαν διακαώς από την αγία να βαπτισθούν. Ο αυτοκράτορας, έξαλλος από αυτή την κραυγαλέα αποτυχία, διέταξε να συλλάβουν τους ρήτορες και τους καταδίκασε να πεθάνουν στην πυρά στις 17 Νοεμβρίου. Αφού μάταια επιχείρησε να πείσει με κολακείες και υποσχέσεις την Αικατερίνα, έβαλε να τη βασανίσουν και να τη ρίξουν στη φυλακή, περιμένοντας να κατασκευασθεί ένα τρομερό όργανο βασανισμού που απαρτιζόταν από τέσσερις τροχούς, εφοδιασμένους με καρφιά, συνδεδεμένους με έναν άξονα. Μόλις ετοιμάσθηκε η φονική μηχανή, έδεσαν εκεί την αγία, αλλά ένας άγγελος Κυρίου ήλθε απροσδόκητα να τη σώσει και το όχημα του θανάτου κατέβηκε ξέφρενο στην κατηφόρα σκοτώνοντας στο σαρωτικό πέρασμά του πλήθος ειδωλολατρών.


     Μπροστά στο θέαμα των άθλων της αγίας μάρτυρος, η ίδια η σύζυγος του αυτοκράτορα, την οποία μερικά Συναξάρια την αναφέρουν απλά ως «βασίλισσα», μεταστράφηκε με τη σειρά της και την επισκέφθηκε στο δεσμωτήριο, συνοδευόμενη από τον στρατηγό Πορφύριο, στενό φίλο του ηγεμόνα, και διακόσιους άλλους στρατιώτες που έγιναν κι αυτοί μαθητές του Χριστού. Η αγία Αικατερίνα τούς δέχθηκε με χαρά και τους προείπε ότι σύντομα θα κέρδιζαν και αυτοί τον στέφανο των ανδρείων αθλητών της Πίστεως. Μαθαίνοντας την αποσκίρτηση των κοντινών του ανθρώπων, ο Μαξιμίνος, έξαλλος από οργή και λησμονώντας κάθε ανθρώπινο αίσθημα στοργής, διέταξε να βασανίσουν τη σύζυγό του και να την αποκεφαλίσουν στις 23 Νοεμβρίου· την επομένη δε προχώρησε και στην εκτέλεση του Πορφυρίου και των λοιπών στρατιωτών. Στις 25 του αυτού μηνός οδήγησαν την Αικατερίνα από το δεσμωτήριο στο δικαστήριο, όπου εμφανίσθηκε απαστράπτουσα από ουράνια αγαλλίαση, πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που είχε όταν φυλακίσθηκε, διότι έβλεπε ότι είχε πια φθάσει η πολυπόθητη μέρα της ουράνιας ένωσής της με τον Νυμφίο Χριστό. Την έφεραν έξω από τη μεγάλη πόλη της Αλεξάνδρειας και μετά από μια τελευταία ευχαριστήρια προσευχή προς τον Κύριο της δόξης, ο Οποίος της είχε αποκαλύψει τους ακένωτους θησαυρούς της αληθινής σοφίας Του, η αγία ετελειώθη μαρτυρικά με αποκεφαλισμό.


     Δύο άγγελοι παρουσιάσθηκαν τότε και μετέφεραν το σώμα της από την Αλεξάνδρεια προς το θεοβάδιστο όρος Σινά. Ανευρέθηκε εκεί τον 8ο αιώνα από έναν ασκητή που διέμενε εκεί κοντά και το τίμιο λείψανο μεταφέρθηκε στη Μονή που είχε ιδρύσει ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (482-565) ήδη από τον 6ο αιώνα. Το βυζαντινό μοναστήρι του Σινά έλαβε οριστικά την ονομασία Αγία Αικατερίνα τον 14ο αιώνα. Το λείψανο της αγίας μεγαλομάρτυρος Αικατερίνης βρίσκεται εκεί έως τις ημέρες μας, ως πολύτιμος θησαυρός, αναδίδοντας ουράνια ευωδία και επιτελώντας αναρίθμητα θαύματα. Κατά τη μέρα της εορτής της μεγάλης αυτής αγίας αποδίδεται και η εορτή των Εισοδίων της Κυρίας Θεοτόκου. Μέχρι τον 16ο αιώνα η μνήμη της αγίας Αικατερίνης εορταζόταν στις 24 Νοεμβρίου. Σύμφωνα με σημείωση που ενέταξε ο λόγιος ιερομόναχος Βαρθολομαίος (1772-1851) της Μονής Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους στο «Μηναίον» του, οι Πατέρες του Σινά μετέθεσαν την ημερομηνία στις 25 Νοεμβρίου προφανώς για να προσδώσουν πανηγυρικότερο χαρακτήρα στην εορτή. Φαίνεται πολύ πιθανό ότι η αγία έλαβε το όνομα Αικατερίνα, που δηλώνει την αγνότητα του βίου της (Αικατερίνα-Αεικαθερίνα), μετά τη μεταστροφή της στον χριστιανισμό ή ως συνέπεια των πολλών της θαυμάτων. Η αγία ως συνήθως εικονίζεται με στολή και στέμμα βυζαντινής αυτοκρατόρισσας ή είναι περιβεβλημένη με μαφόριο ως απτό σύμβολο της υπερέχουσας παρθενίας της. Στο χέρι κρατάει σταυρό ή κλαδί από φοίνικα ή διάφορα βιβλία, τα οποία υπενθυμίζουν την περιβόητη νίκη της κατά της ειδωλολατρίας και την πρωτοφανή σοφία με την οποία εμφορούνταν καθ’ όλο τον βίο και την πολιτεία της. Είθισται να φοράει δαχτυλίδι που είναι δηλωτικό της ολοκληρωτικής αφιέρωσής της προς τον ουράνιο και άφθαρτο Νυμφίο Χριστό. Ένα τέτοιο προσομοιωμένο δακτυλίδι προσφέρεται μέχρι και σήμερα ως ευλογία, ως φυλακτήριο και ως ενθύμιο προς τους προσκυνητές της παλαίφατης Μονής της, εκεί στο θεοβάδιστο όρος Σινά. Η ιερή της εικόνα πλαισιώνεται από τα φοβερά όργανα του σεπτού μαρτυρίου της, τον τροχό και το ξίφος, τα οποία όμως δεν στάθηκαν διόλου ικανά να αναχαιτίσουν ή να μειώσουν στο ελάχιστο τη συγκλονιστική δύναμη της αγάπης της που έτρεφε ολοσχερώς προς τον Σωτήρα Χριστό.

 

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν πανεύφημον νύμφην
Χριστοῦ ὑμνήσωμεν,
Αἰκατερίναν τὴν θείαν
καὶ πολιοῦχον Σινᾶ,
τὴν βοήθειαν ἡμῶν
καὶ ἀντίληψιν·
ὅτι ἐφίμωσε λαμπρῶς,
τοὺς κομψοὺς τῶν ἀσεβῶν,
τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει·
καὶ νῦν ὡς Μάρτυς στεφθεῖσα,
αἰτεῖται πᾶσι τὸ μέγα ἔλεος.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
ἀμνάς σου Ἰησοῦ,
κράζει μεγάλῃ τῇ φωνῇ·
Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ,
καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ,
καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι
τῷ βαπτισμῷ σου·
καὶ πάσχω διὰ σέ,
ὡς βασιλεύσω σὺν σοί,
καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ,
ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί·
ἀλλ’ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου
τὴν μετὰ πόθου
τυθεῖσάν σοι.
Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων,
σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Χορείαν σεπτήν,
ἐνθέως φιλομάρτυρες,
ἐγείρατε νῦν,
γεραίροντες τὴν πάνσοφον,
Αἰκατερίναν·
αὕτη γάρ,
ἐν σταδίῳ τὸν Χριστὸν ἐκήρυξε,
καὶ τὸν ὄφιν ἐπάτησε,
ῥητόρων τὴν γνῶσιν καταπτύσασα.

—ΕΤΕΡΟΝ ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν σοφίαν ἄνωθεν,
κομισαμένη τοῦ λόγου,
τῶν ῥητόρων ἤλεγξας,
τὰς φληναφίας εὐτόνως·
κάλλεσι, τῆς παρθενίας ὡραϊσμένη,
αἵμασι, τῆς μαρτυρίας πεπικοιλμένη·
διὰ τοῦτό σε ὡς νύμφην,
Αἰκατερίνα, Χριστὸς προσήκατο.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Νύμφη τοῦ Σωτῆρος πανευκλεής,
αἴγλῃ παρθενίας,
καὶ σοφίας τῇ καλλονῇ,
καὶ Μαρτύρων ἄθλοις,
λαμπρῶς πεπικοιλμένη,
Αἰκατερίνα ὤφθης,
ὡς καλλιπάρθενος.



[ (1) «Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
υπό Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου.
Τόμ. 3ος, σελ. 248–252.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήνα, Απρίλιος 20122.
(2) Δ.Γ.Τσάμη – Κ.Α.Κατσάνη:
«Το Μαρτυρολόγιον του Σινά»
–Σιναϊτικά κείμενα 2–
Κεφ. 1ο, σελ. 35–134,
(Εισαγωγή με 3 Μαρτύρια της Αγίας)·
Εκδόσεις Ιεράς Μονής
Θεοβαδίστου Όρους Σινά·
Θεσσαλονίκη 1989.
(3) «Η Αγία Αικατερίνη»,
(Ο βίος της Αγίας,
το ιστορικό του Ναού της,
με Ακολουθίες: Εσπερινού, Όρθρου,
Παρακλητικού Κανόνος,
Χαιρετισμών και Εγκωμίων)·
Κεφ. 1ο, σελ. 9–41·
Επιμέλεια έκδοσης:
π. Μηνάς Βασάκος·
με πρόλογο του
π. Δημητρίου Βακάρου
(1937–2015)·
Έκδοση Ιερού Ναού
Αγίας Αικατερίνης Θεσσαλονίκης·
Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 1993.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου