«ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ, ΑΓΑΠΗ;»
Μιλάμε
πολύ, πολύ εύκολα και πολύ ανέξοδα, για την αγάπη. Και ποιος μας λέει ότι
κάνουμε άσχημα; Πράττουμε ολοένα και πιο λίγο τα έργα της, που σήμερα τα
αποφεύγουμε (σχεδόν)
όλοι, γιατί μας υπερβαίνουν και μας αποκαλύπτουν σε όλα. Για μας πραγματική ασχήμια
είναι η αποκάλυψη που κομίζουν τα έργα παρά η συγκάλυψη που συνιστούν οι λόγοι: ό,τι θες πες, αρκεί να
μην αποκαλύπτεις, αρκεί να μην αποκαλύπτεσαι. Το σύστημα αγαπά την αγάπη της
αβρότητας, που τρέφει κάθε εφησυχασμό στα πρόσωπα και κάθε συμβατικότητα στη
ζωή. Ας επιλέξουμε λοιπόν τη γοητεία των κούφιων λόγων, ίσως μια τερπνή και ανούσια
νοσταλγία γύρω από τ’ όνομα της αγάπης, μια νοσταλγία που συγγενεύει με μια απρόσφορη
προσδοκία ή με μια εξίσου απρόσφορη και μάταιη φαντασία. Στο τέλος, μέσα από το
σαρωτικό μας εφέ, μέσα από τη χρυσόσκονη του μύθου και της ουτοπίας, έχουμε και
μια περίσσεια δυναμική οίστρου για να ρωτάμε επίμονα: Αγάπη, πού είσαι; Σε
περιμένουμε! Αγάπη έλα! Αλλά και πάλι φύγε. Είμαστε αναποφάσιστοι: και το να
έρθεις το δηλώνουμε προς τα έξω και το να φύγεις το επιζητούμε από μέσα μας. Προχωράμε
οπισθοχωρώντας και θεμελιώνουμε με θράσος την παράνοια: Όσο κι αν εμείς σε
διώχνουμε με τη ζωή και τον τρόπο μας, εσύ, αγάπη, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις
και νά ’ρχεσαι ξανά και ξανά στο κατώφλι μας. Σαν τον μεθυσμένο ζήτουλα που δεν
πτοείται και επανέρχεται όσες φορές κι αν τον διώξουν. Κάποτε θα σε δεχτούμε,
κάποτε θα σε θυμηθούμε, κάποτε θα σταθείς τυχερή κι εσύ σ’ αυτό τον κόσμο και
θα μας γνωρίσεις. Πού θα πάει; Θα μας γνωρίσεις κι όχι θα σε γνωρίσουμε: έχει
σημασία η λεπτομέρεια της σειράς μας. Εσύ βασικά κοίτα να υπομένεις, κοίτα να
υπομένεις ευχάριστα αυτό που είμαστε, ό,τι και όπως είμαστε, αυτό που
σκεφτόμαστε και αυτό που πράττουμε δίχως εσένα, δίχως τη συμφωνία και την
κατάφασή σου, δίχως το βάθος, τη δύναμη και την έμπνευσή σου. Ποιος νοιάζεται;
Κι αν τυχόν πας ν’ αντιδράσεις, να σταθείς απέναντί μας και να διαμαρτυρηθείς,
τότε σίγουρα –να στο πούμε στα ίσα– θα φας γερή και βαρβάτη απόρριψη· γιατί δε
θα είσαι αγάπη εσύ, θα είσαι η μάσκα της, θα είσαι το αντίγραφό της, θα είσαι η
σωσίας της, θα είσαι η σκιά, η μετάλλαξη και το γενόσημό της. Για να είσαι «αγάπη»,
αγάπη, πρέπει να μας ανέχεσαι, πρέπει να μας πιστεύεις, να μη μας αμφισβητείς,
να μας ακολουθείς πιστά και να μας αποδέχεσαι πλήρως. Και μόλις εμείς θελήσουμε
να σε θυμηθούμε, την ώρα ή τις ώρες του Μεγάλου Πόνου μας, την ώρα που οι
πάντες γίνονται αληθινοί και αλαργεύουν από την κουφότητά μας, τότε μόνο να ξεθαρρεύεις
εσύ και να μας έρχεσαι, να μας έρχεσαι είτε με στοργή είτε με κολακεία. Γιατί
και μέσα από τις πληγές κι από τα τραύματά μας εμείς ξεθαρρεύουμε και ζητούμε
περισσότερο το θάνατο της αγαπολογίας. Βεβαίως, είσαι αγάπη, δε λέμε, αλλά είσαι
αγάπη με μετριασμένη αλήθεια και με κάλπικη τόλμη, με μηδενική αυτοκριτική και
αυτογνωσία, είσαι αγιοϋποκειμενική αγάπη με όρους και με προϋποθέσεις: όπως σε
θέλουμε, όπως σε μπορούμε, αν μας εξυπηρετείς και αν μας βολεύεις. Αγάπη άλλη
και διαφορετική, που δεν εγκρίνουν, που δε θέλουν και δεν επιθυμούν τα θέλω και
οι επιθυμίες μας, που στέκει πέρα από το μπορώ και τη διάθεσή μας κι έξω από τη
δική μας αντίληψη, νοοτροπία, ιδέα, σκέψη και σκοπιμότητα, πολύ απλά δεν υφίσταται,
δεν υπάρχει και δε νοείται. Κατά κάποιο τρόπο, λίγο-πολύ, το πιστεύεις-δεν το
πιστεύεις, εμείς είμαστε ο κανόνας, το μέτρο, το αλάθητο και η γνησιότητά σου,
αγάπη. Και η αγάπη, για να είναι μια «τέλεια αγάπη», πρέπει να είναι πρωτίστως
επικυρωμένη από μας, να είναι καθόλα εγκεκριμένη από την αλαζονική ισοβιότητά
μας. Και, για να είναι –επιτέλους!– «σωστή» και «αλάθητη» ετούτη η «αγάπη», είναι
απαραίτητο αφενός μεν να μας βολεύει στην εντέλεια, αφετέρου δε κι εμείς να
είμαστε προσφιλείς ή μάλλον να φαινόμαστε ολοένα πιο δημοφιλείς στον κόσμο κι
ας μας λείπει τραγικά από μέσα μας, το μεγαλείο, η θυσία, η ουσία και η σφραγίδα
της. Σιγά, δεν παίζει κανένα ρόλο! Κι αν συμβεί κάπου-κάπου να έχουμε κι εμείς,
«σαν άνθρωποι», αβελτηρίες, παραλείψεις, λάθη, σφάλματα, ατέλειες, ελαττώματα, ανομίες,
παρανομίες, πταίσματα, αμαρτίες κι εγκλήματα, αυτά δεν γίνονται και δεν γίνεται
να προσεχθούν ποτέ από τα τυφλά μάτια των υπόλοιπων ανθρώπων της αδιάφορης
μάζας, δεν πρέπει να επιδέχονται ποτέ καμία κριτική, διόρθωση και αλλαγή από
κανέναν. Άλλωστε, η αγάπη όλα τα συγχωρεί κι όλα τα σκεπάζει. Τούτο το εκπληκτικό
«Όλα» είμαστε αιώνια εμείς. Οι άλλοι είναι το μέγα «Τίποτα» στο πάντοτε των
επιγείων. Αγάπη, που δεν διασφαλίζει και που δεν υπηρετεί το ατσαλάκωτο και
άπταιστο εγώ μας, δεν είναι αγάπη, είναι πλάνη, είναι οίκτος, είναι μοχθηρία, είναι
κακία, είναι υπονόμευση, είναι μωρία, είναι θράσος, είναι ανοησία, είναι
ευτέλεια, είναι ποταπότητα, είναι αυταπάτη, είναι κατάρα, είναι ατύχημα και
ατυχία, είναι ελεεινό ζόρισμα, είναι χάσιμο χρόνου, μυαλού και αξιοπρέπειας. Και
για όποιο περαιτέρω «διάλογο» ή έστω απορία πάνω σ’ όλα τα ανωτέρω, είναι
ανάγκη να μην έχουμε ανάγκη. Κατάλαβες, αγάπη;… «Κατάλαβα!», να λες…
π. Δαμιανός
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου