ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ Η ΕΚΠΛΗΞΗ
Καμιά φορά με «πιάνει» κι εμένα η «γκρίνια των
διαπιστώσεων» και, το δίχως άλλο, χάνω την ευεργετική εστίαση στο μεγαλείο, τη
δύναμη και τη ζωντάνια της Πίστης μας. Πέφτω ομολογουμένως στην παγίδα της
απελπισίας που εκπέμπει σαρωτικά προς όλους ανεξαιρέτως ο άκοσμος κόσμος.
Ειδικά όταν βλέπω ότι, σαν πρόσωπα και σαν κοινωνία, αρνιούμαστε να ζήσουμε τούτη τη θεοσδότη και ζωντανή Πίστη αυθεντικά και ειλικρινά. Τότε που ακολούθως πνιγόμαστε μέσα σε κάθε πρόχειρη δικαιολογία για την αδιαφορία ή την απροθυμία μας, μέσα σε κάθε μας έκφραση ή επιλογή πλάνης που ισοδυναμεί με άμεση απώθηση και έμμεση άρνηση προς τον κατά τα άλλα «πιστευόμενο» Θεό.
Ειδικά όταν βλέπω ότι, σαν πρόσωπα και σαν κοινωνία, αρνιούμαστε να ζήσουμε τούτη τη θεοσδότη και ζωντανή Πίστη αυθεντικά και ειλικρινά. Τότε που ακολούθως πνιγόμαστε μέσα σε κάθε πρόχειρη δικαιολογία για την αδιαφορία ή την απροθυμία μας, μέσα σε κάθε μας έκφραση ή επιλογή πλάνης που ισοδυναμεί με άμεση απώθηση και έμμεση άρνηση προς τον κατά τα άλλα «πιστευόμενο» Θεό.
Σήμερα ο Θεός, η Ορθόδοξη Πίστη, η Εκκλησία, τα
Μυστήριά της, η Ορθόδοξη Πνευματικότητα και ζωή, κατάντησαν ένα θλιβερό «κόψε-ράψε»:
ό,τι καταλαβαίνει ο καθένας, όπως νιώθει και αν βιώνει.
Νερώσαμε άσχημα το μυρωδάτο κρασί που μας έδωσε ο Θεός
για να βιώνουμε με ευχαριστία και αλληλοπεριχώρηση τη νηφάλια μέθη Του με τα
θολερά ύδατα του κόσμου που ζει και ενδημεί μέσα μας σαν απάτη και αυταπάτη,
ιδέα, θέλημα, φαντασία, έπαρση, εγωισμός, εμμονή, τραύμα και απωθημένο. Ως
συνήθως χρεώνουμε κι αφήνουμε τα πάντα στον Θεό, εξαιρώντας από τον εαυτό μας
κάθε ευθύνη και μετοχή στη σωτηρία μας.
Όταν στο τέλος μένουμε προδομένοι από όλα όσα δήθεν μας
στήριζαν, από όλα όσα μας επέτρεπαν να εφησυχάζουμε για χρόνια και για γενιές
ολόκληρες, τότε πολύ εύλογα θυμόμαστε έναν ακαθόριστο και ιδιόμορφο Θεό της μακρινής
παιδικής μας ηλικίας.
Η αγάπη του Θεού μάς περιμένει αναμφίβολα όλους· και επειδή
είναι αγάπη έχει καρτερία, δεν αδημονεί και είναι βαθύστοργα εκεί, είναι σταθερά και
αμετάβλητα εκεί για μας. Μόνο που εμείς δεν έχουμε ιδέα και μάλλον δεν πολυθέλουμε
να έχουμε ιδέα τι και πώς ακριβώς είναι στ’ αλήθεια αυτή η αγάπη· μόνο που
εμείς συνεχώς τη μπερδεύουμε αυτή την αγάπη με τις ατακτοποίητες παραστάσεις
του συναισθηματισμού μας ή με την κρυμμένη βαναυσότητα του ορθολογισμού μας.
Και εκεί είναι το πρόβλημα.
Σιωπηλά λυγισμένοι από τον διάχυτο πόνο των εσωτερικών
και εξωτερικών μας πραγμάτων, από το βάρος της πληθωρικής αποκαρδίωσης που
κληρονομήσαμε μέσα από τις σχέσεις και τα περιβάλλοντά μας ή που επαυξήσαμε με
τον ασύνετο και αφώτιστο τρόπο μας, πορευόμαστε σπασμωδικά, δειλά και ανίδεα
προς τον Θεό του Ουρανού, των Πατέρων μας, του Τόπου και της Καρδιάς μας, ίσως και με την
ώθηση μιας ανομολόγητης πλάνης που παίρνει εν προκειμένω την ισχυρή μορφή μιας ευλαβικής
προσδοκίας.
Και κάπου μέσα στο βάθος του στείρου και ανεπαρκούς εγκεφάλου μας
νομίζουμε ότι θα ακούσουμε και πάλι τη ραδιοφωνική φωνή της «θείας Λένας» να
γλυκαίνει τη φαντασία μας με την αφήγηση των παραμυθιών που θέλουμε εκ νέου να
ακούσουμε.
Μα, η αγάπη του Θεού είναι το ησύχιο μυστήριο και ταυτόχρονα η καταλυτική έκπληξη όλης της ζωής μας.
Όσες φορές να μας δοθεί η ευκαιρία να ζήσουμε σε
επανάληψη τη ζωή που ήδη ζούμε ή τη ζωή που τέλος πάντων θα θέλαμε να ζήσουμε,
πάντα η αγάπη του Θεού θα είναι εκείνη που θα ανατρέπει όλα τα σχέδια και τα σκηνικά των ιδεών και των θεωριών μας.
Όχι γιατί αυτή η ίδια είναι μισάνθρωπη και αντιδραστική με μας
και θέλει όλο να μας πηγαίνει κόντρα, αλλά γιατί υπερευδοκεί ανεκδιήγητα να τη
γνωρίσουμε με τον τρόπο που δεν έχουμε, με τον τρόπο που μας λείπει κι ας μη το
ξέρουμε ποτέ κι ας μη θέλουμε να το παραδεχτούμε ποτέ.
Γιατί ανήκει αποκλειστικά στη χοϊκή και τρωτή φύση μας πάντα να μας λείπει
κάτι, πάντα να μας λείπει κάτι που αγνοούμε ή που απαξιώνουμε, πάντα να μας
λείπει ένα απερίγραπτο κάτι που μοιάζει περισσότερο σαν αξιόλογο έναυσμα εσωτερικού πόθου για την
πληρότητα που ευχόμαστε εκ βαθέων κάποτε να ζήσουμε κι ας προσπαθεί η λογική και ο κόσμος να μας πείσουν ότι μια τέτοια πληρότητα είναι η πιο κραυγαλέα ουτοπία από μέρους μας.
Από την άλλη μεριά, ο Θεός δεν προσπαθεί να πείσει κανέναν· αλλά κάνει τα πάντα για να βρούμε
αυτό το προσωπικό κάτι, αυτό το ελάχιστο και μοναδικό «ένα» που μας λείπει, για να βρούμε
μετά Αυτόν που είναι η αυτή η ίδια η παμποθούμενη πληρότητα ολάκερου του είναι μας.
Η θεία αγάπη σέβεται απεριόριστα την τρέχουσα ή την
πρόσκαιρη αδυναμία μας να τη γνωρίσουμε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα πάψει
ποτέ να καλεί τον κάθε έναν από μας προς το ιερό της βάθος, που είναι η
γνοφώδης και αθεώρητη έδρα των αποκαλύψεών της.
Και το άλλο: μέχρι πότε εμείς θα στεκόμαστε έναντί της τόσο διστακτικά ή αναβλητικά «αδύναμοι» στη γνώση της; Μέχρι πότε θα ακυρώνουμε τον
έσχατο προορισμό του ερχομού μας σε αυτήν εδώ τη ζωή που είναι αυτή η γνώση και
βίωση της θείας αγάπης;
Καιρός να καταθέσουμε ειλικρινά και ανενδοίαστα την ολική
αδυναμία και τη μεγάλη ανημποριά μας, όλους μας τους πόθους, τις εφέσεις, τις
προαιρέσεις, όλα τα σαθρά μέτρα του απεγνωσμένου εαυτού μας στην αγάπη Του.
Όχι σαν δεδομένα αυτοπαραίτησης και φυγής, αλλά σαν πολύτιμο
υλικό της πιο θερμής ικεσίας μας: «Τελικά, δεν μπορώ άλλο με μένα, Κύριε! Μπορώ και
θέλω πάντα με Σένα, Θεέ μου, με Σένα που με αγαπάς απεριόριστα, κι ας μη γνωρίζω τούτη την
αγάπη Σου από απερισκεψία ή από αβουλία, που αναντίρρητα ενσταλάζουν μέσα μου οι αμέτρητες αμαρτίες μου!
Κύριε, σαν άπειρη και μεγάλη Αγάπη που είσαι, ελέησέ με και σώσε με!».
π. Δαμιανός
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου