Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΖΩΑ

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΖΩΑ


     Εάν η έννοια της ψυχής επεκταθεί ώστε να περιλάβει όχι μόνο τη λογική πλευρά των ανθρώπων, αλλά και τις συγκινήσεις και τα συναισθήματά τους, μήπως μπορεί να διευρυνθεί ακόμη περισσότερο και να περιλάβει και τα ζώα; Έχουν και αυτά ψυχή; Και, αν έχουν ψυχή, είναι αυτή της ιδίας φύσεως με την ανθρώπινη;

     Ασφαλώς, από την ελληνική χριστιανική παράδοση δεν λείπουν κείμενα που θεωρούν ότι και τα ζώα έχουν όντως ψυχή, τουλάχιστον με μία μερική έννοια του όρου. Στο «Ευχολόγιο», για παράδειγμα, που χρησιμοποιείται επίσημα από τη σύγχρονη Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, υπάρχουν διάφορες προσευχές για τα ζώα. Σε μια απ’ αυτές διαβάζουμε:
     «Ναί, Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, τοῖς ἰδίοις σπλάγχνοις ἐπικαμπτόμενος, οἴκτειρον τὰ πάσχοντα ζῷα… Εἰ γὰρ δίκαιος οἰκτείρει ψυχὰς κτηνῶν αὐτοῦ, πῶς οὐκ οἰκτειρήσῃ ταῦτα, σὺ ὁ τούτων ποιητὴς καὶ προνοητής; Σὺ γάρ, εὔσπλαγχνε, καὶ τῶν ἐν τῇ Κιβωτῷ ζῴων ἐμνήσθης, ὑπὸ τῆς οἰκείας χρηστότητος καὶ τῶν οἰκτιρμῶν σου νικώμενος. Ἵνα διὰ τῆς εὐεξίας καὶ τοῦ πληθυσμοῦ τῶν βοῶν καὶ λοιπῶν τετραπόδων ζῴων, καλλιεργῆται μὲν ἡ γῆ, αὐξάνωσι δὲ οἱ καρποί, καὶ ἀφθόνως οἱ δοῦλοί σου οἱ ἐπικεκλημένοι τὸ ὄνομά σου ἀπολαύσωσι τῶν ἰδίων γεωργιῶν…» (1).


     Ο Ωριγένης (περί το 251) ισχυρίζεται, μέχρις ενός σημείου, ότι τα ζώα έχουν ψυχή και δηλώνει κατηγορηματικά (2): «Κανείς νομίζω δεν αμφιβάλλει ότι όλα τα ζωντανά πλάσματα ανεξαιρέτως, ακόμη κι αυτά που ζουν στο νερό, έχουν ψυχές». Και προχωρεί παραπέμποντας στη Γραφή για να στηρίξει την άποψή του (Γεν. 1, 21-24 και Λευιτικόν 17, 14).

     Είναι, όμως, η ψυχή του ζώου της ιδίας φύσεως με την ανθρώπινη; Ο Ωριγένης είναι έτοιμος να παραδεχθεί ότι υπάρχουν ομοιότητες. Παρ’ ότι στα Ελληνικά τα ζώα θεωρούνται «άλογα», ο Ωριγένης υποδεικνύει ότι πολλά από αυτά παρουσιάζουν λογικότητα, που μοιάζει πολύ με αυτή των ανθρώπων: «Η φύση των κυνηγετικών σκύλων και των πολεμικών αλόγων πλησιάζει, αν μου επιτρέπεται να το πω, στην ίδια τη λογική». Εδώ μιλάει μόνο για τα εξημερωμένα ζώα, αλλά ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας (περί το 180) προχωρεί ακόμη περισσότερο, υποδεικνύοντας «τὴν ἐν αὐτοῖς τοῖς ζώοις δεδομένην σύνεσιν πρὸς τὸ γεννᾶν καὶ ἐκτρέφειν» (3). Άλλοι Έλληνες Πατέρες επιμένουν ότι τα ζώα διαθέτουν, όχι μόνο κάποιο βαθμό λογικής, όπως οι άνθρωποι, αλλά και μνήμη και μια ευρεία κλίμακα αισθημάτων και συγκινήσεων. Εκδηλώνουν συναισθήματα χαράς και λύπης, λέει ο Βασίλειος Καισαρείας (379 μ.Χ.), και αναγνωρίζουν εκείνους που έχουν παλαιότερα συναντήσει (4). Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος (606 μ.Χ.) προσθέτει ότι εκφράζουν αγάπη το ένα προς το άλλο, «διότι συχνά θρηνούν για την απώλεια των συντρόφων τους» (5). Ενθυμούμενοι την όνο του Βαλαάμ (Αριθμ. 22, 23-24), θα μπορούσαμε ακόμη να προσθέσουμε ότι τα ζώα διαθέτουν πνευματική όραση, αντιλαμβανόμενα πράγματα στα οποία οι άνθρωποι αποδεικνύονται τυφλοί.


     Αν όλα αυτά αληθεύουν, πού δικαιολογούμαστε να τραβήξουμε την κόκκινη γραμμή μεταξύ ανθρώπων και ζώων; Ασφαλώς, ο Νεμέσιος Εμέσης (περί το 400) έχει δίκιο, όταν διαβεβαιώνει ότι όλα τα ζωντανά όντα –φυτά, ζώα και άνθρωποι– μετέχουν κοινής ζωής «ὥστε μίαν εἶναι καὶ συγγενῆ τὴν πᾶσαν φύσιν» (6).

     Ταυτόχρονα, όμως, η ελληνική χριστιανική παράδοση πίστευε ότι υπάρχει μια κεφαλαιώδης διαφορά μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Ο Ωριγένης, βασιζόμενος στην περιγραφή της Γενέσεως περί Δημιουργίας, την εντοπίζει (7): η ανθρώπινη ψυχή πλάστηκε κατά τη θεία εικόνα, ενώ των ζώων όχι. Αυτό σημαίνει ότι από τα ζώα λείπει η συνειδητή σχέση με τον Θεό, την οποία αντίθετα απολαμβάνουν οι άνθρωποι και έτσι οι ψυχές τους (δηλ. οι ψυχές των ζώων) δεν είναι προικισμένες με την αθανασία. Η ψυχή του ζώου, κατά τον Μέγα Βασίλειο, πλάστηκε από τη γη (8), ενώ ο άνθρωπος κατέχει την πνοή της ζωής, την οποία ενεφύσησε απ’ ευθείας σ’ αυτόν ο Ίδιος ο Θεός (Γεν. 2, 7) και αυτή ακριβώς είναι που τον καθιστά ικανό να κερδίσει την αιώνια Βασιλεία. Ο C.S.Lewis (1898-1963), μιλώντας για τον πόνο των ζώων, υποθέτει ότι ίσως εμείς οι άνθρωποι διοχετεύουμε προς τα ζώα –σ’ εκείνα ασφαλώς που είναι εξημερωμένα– την αθανασία που τους λείπει (9). Δυστυχώς, δεν μπορώ να βρω πού στηρίζεται μια τέτοια άποψη στους Έλληνες Πατέρες. Πίστευαν ότι στον μέλλοντα αιώνα θα μπορούσαν να υπάρξουν ζώα, αλλά δεν περίμεναν να είναι τα ίδια ακριβώς με αυτά που υπάρχουν σήμερα. Κάθε άνθρωπος, με την προσωπική του διακριτότητα, θα αναστηθεί εκ νεκρών, αλλά αυτό δεν θα συμβεί στα ζώα. Φαίνεται ότι στον μέλλοντα αιώνα τα ζώα, θεωρούμενα το καθένα ξεχωριστά, θα έχουν μια νέα μορφή.


     Δικαιολογείται η ελληνική Χριστιανοσύνη να αρνείται την αθανασία στα ζώα; Ο Χριστός λέει ότι ακόμη και ένα σπουργίτι «δεν είναι ξεχασμένο ενώπιον του Θεού» και ότι «ούτε ένα απ’ αυτά δεν πέφτει στη γη χωρίς το θέλημα του πατέρα σας» (Ματθ. 10, 29 και Λουκ. 12, 6). Ο Χριστός δεν λέει ότι τα σπουργίτια έχουν αθάνατη ζωή, αλλά και δεν αρνείται το ενδεχόμενο. Η Καινή Διαθήκη αφήνει το ζήτημα ανοικτό, γιατί να μην το αφήσουμε κι εμείς!

     Αυτό που ο Χριστός λέει είναι ότι, «εσείς (οι άνθρωποι) αξίζετε πολύ περισσότερο από πολλά σπουργίτια» (Ματθ. 10, 31). Το θέμα αυτό το αναδέχονται οι Έλληνες Χριστιανοί συγγραφείς και το αναπτύσσουν. Πιστεύουν σ’ ένα σύμπαν ιεραρχημένο, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος –ακριβώς επειδή δημιουργήθηκε κατά τη θεία εικόνα– «κυριαρχεί» επί των ζώων (βλ. Γεν. 1, 27-28). Ως κυριαρχία, όμως, δεν εννοεί την αυθαίρετη εξουσία ή τη στυγνή εκμετάλλευση, παρ’ ότι έτσι το έχουν εκλάβει πολλοί από τους Χριστιανούς ανά τους αιώνες. Αντίθετα, η κυριαρχία την οποία μας εμπιστεύθηκε ο Θεός, είναι και αυτή κατά την εικόνα και την ομοίωσή Του· οπότε, αναλαμβάνοντας την ευθύνη μας έναντι της δημιουργίας, θα πρέπει να αναπαράγουμε την αγαπητική φροντίδα και συμπάθεια του Θεού. Αλλά μια τέτοια δύναμη ασκείται μόνον εν υπακοή προς Αυτόν.

     Η ελληνική χριστιανοσύνη πιστεύει ότι υπήρχε κάποτε μια εποχή, σύμφωνα με την αφήγηση περί παραδείσου, που ο Αδάμ και η Εύα ζούσαν εν ειρήνη με τα ζώα μέσα στον κήπο της Εδέμ. Την αρμονία αυτή κατέστρεψε ακριβώς η δική μας αμαρτία – η «πτώση» μας στην ανυπακοή. Στην εσχατολογική Βασιλεία όμως, η αρχική αρμονία θα αποκατασταθεί: «Τότε θα κάθεται ο λύκος παρέα με το αρνί και θα κοιμάται ο πάνθηρας με το κατσίκι αντάμα. Το μοσχαράκι και το λιονταρόπουλο θα βόσκουνε μαζί κι ένα μικρό παιδί θα τα οδηγάει» (Ησ. 11, 6). Στον παράδεισο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα, έτρωγαν μόνον από τα φυτά (Γεν. 1, 29-30)· έτσι, λοιπόν, θα έχουν τα πράγματα και πάλι (εφόσον η κατανάλωση τροφής θα συνεχιστεί και σε εκείνο το επίπεδο της πραγματικότητας). Η κατανάλωση κρέατος επιτράπηκε στους ανθρώπους μόνο μετά την πτώση (Γεν. 1, 3)· δεν είναι αφ’ εαυτής αμαρτωλή, πάντως όμως αντιπροσωπεύει μια παρακμή από την αρχική τελειότητα. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ήταν ποτέ κατ’ αρχήν υπέρ της φυτοφαγίας, παρ’ ότι οι μοναχοί και οι μοναχές συνήθως απέχουν από το κρέας. Τρώνε όμως ψάρι, όπως έτρωγε και ο Χριστός (Λουκ. 24, 42-43).


     Το γεγονός, λοιπόν, ότι στην ελληνική χριστιανική παράδοση δεν αναγνωρίζεται στα ζώα αθάνατη ψυχή, πλασμένη κατά τη θεία εικόνα, δεν σημαίνει ότι πρέπει να τα μεταχειριζόμαστε ως αντικείμενα που δεν αξίζουν τον σεβασμό μας. Αντίθετα, η ζωή των Ελλήνων αγίων –όπως και εκείνων της Δύσης (ιδιαιτέρως δε των Κελτών αγίων)– είναι γεμάτη από εξακριβωμένα περιστατικά που φανερώνουν τη στενή σχέση μεταξύ των ανθρώπων αυτών και των θηρίων. Οι διηγήσεις αυτές, οι οποίες δεν είναι ούτε φαντασίες ούτε συναισθηματισμοί, έχουν την εξής σημασία: η αμοιβαία αυτή κατανόηση μεταξύ ανθρώπων και ζώων μάς θυμίζει την αρχική μας κατάσταση στον παράδεισο και προεικονίζει τον μεταμορφωμένο κόσμο, ο οποίος θα μας αποκαλυφθεί κατά τα έσχατα. Κατά τους λόγους του αγίου Ισαάκ της Νινευή, ο οποίος στην ελληνική παράδοση τιμάται ως Ισαάκ ο Σύρος (7ος αι.):
     «Ο ταπεινός άνθρωπος πλησιάζει τα άγρια ζώα και, την ώρα που αυτά τον βλέπουν, η αγριότητά τους δαμάζεται. Τον πλησιάζουν και προσκολλώνται σ’ αυτόν όπως στον κύριό τους, κουνώντας την ουρά και γλείφοντας τα χέρια και τα πόδια του. Διότι οσμίζονται σ’ αυτόν την ίδια μυρωδιά που ανέδιδε ο Αδάμ πριν από την παράβαση» (10).

     Και αλλού ο άγιος Ισαάκ γράφει τα αξιομνημόνευτα αυτά λόγια για τη συμπάθεια που πρέπει να έχουμε προς τα ζώα:
     «Τι είναι καρδία ελεήμων; Είναι να φλέγεται από αγάπη η καρδιά για όλη την κτίση: Για τους ανθρώπους, για τα πουλιά και για τα ζώα και για τους δαίμονες και για κάθε κτίσμα. Και, καθώς ο άνθρωπος φέρνει στη μνήμη του και τα σκέφτεται, τα μάτια του τρέχουν δάκρυα. Από την πολλή και σφοδρή συμπάθεια που συνέχει την καρδιά του και από την πολλή εμμονή σ’ αυτή την κατάσταση, μικραίνει (συστέλλεται) η καρδιά του και δεν μπορεί να υποφέρει ή να ακούσει ή να δει κάποια βλάβη ή κάτι έστω και λίγο λυπηρό να γίνεται στην κτίση. Γι’ αυτό και για τα άλογα ζώα και για τους εχθρούς της αλήθειας και γι’ αυτούς που τον βλάπτουν προσεύχεται διαρκώς με δάκρυα, ζητώντας από τον Θεό να τους φυλάξει και να τους συγχωρέσει. Όμοια προσεύχεται και για τα ερπετά από την πολλή του ευσπλαχνία, που συγκινεί την καρδιά του, υπερβαίνοντας το ανθρώπινο μέτρο και φτάνοντας στην ομοιότητα του Θεού» (11).


     Ένας άγιος του 20ου αιώνα, ο Ρώσος μοναχός Σιλουανός ο Αθωνίτης (1866-1938), εκφράζει τη συμπάθειά του με την ίδια ένταση:
     «Ο Κύριος επιδαψιλεύει τόσο πλούσια τη χάρη Του στους εκλεκτούς Του, ώστε αυτοί αγκαλιάζουν ολόκληρη τη γη, ολόκληρο τον κόσμο με την αγάπη τους… Μια μέρα, είδα στο δρόμο ένα κομματιασμένο φίδι, που κάθε του τεμάχιο σφάδαζε και λυπήθηκα όλη την κτίση και κάθε κτίσμα, κάθε τι που πάσχει, και έκλαψα πολύ ενώπιον του Θεού» (12).

     Στην πράξη, η ανατολική χριστιανοσύνη, ίσως, δεν συμπεριφέρθηκε πάντα με την πνευματική αυτή γενναιοδωρία, όπως εκφράζεται από τον άγιο Ισαάκ και τον άγιο Σιλουανό, αυτός όμως είναι ο στόχος, αυτή είναι και η ελπίδα μας...

ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ WARE
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΔΙΟΚΛΕΙΑΣ



—  ΕΠΙΜΥΘΙΟ 

 Α΄. «Μη δείχνεις σκληρότητα στα ζώα»

     «Μη δείχνεις σκληρότητα προς τα ζώα. Αν το κάνεις αυτό, θα είσαι ή θα γίνεις σκληρός και προς τους ανθρώπους. Θυμήσου ότι τα ζώα
κλήθηκαν στη ζωή από το έλεος του Κυρίου και πρέπει να ζουν απείραχτα, όσο διαρκεί ο σύντομος βίος τους».

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΠΡΩΘΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΚΡΟΝΣΤΑΝΔΗΣ
(1829–1908)

※   ※   ※   ※   ※

Β΄. Ψυχική αφροσύνη, η προσκόλληση στα ζώα 

     «Υπάρχουν άνθρωποι που είναι προσκολλημένοι στα ζώα, τα χαϊδεύουν και συνομιλούν (παθολογικά και υπέρμετρα) μαζί τους εγκαταλείποντας την αγάπη του Θεού και, έτσι, εξαφανίζεται η αγάπη μεταξύ των αδελφών, για την οποία πέθανε ο Χριστός ἐν ὠδίναις. Μια τέτοια συμπεριφορά είναι ανόητη. Δίνε τροφή στο ζώο και στο κτήνος και μην τα κακομεταχειρίζεσαι· αυτό είναι το έλεος του ανθρώπου γι’ αυτά. Αλλά να προσκολλάται κάποιος σ’ αυτά, να τα χαϊδεύει και να μιλά σ’ αυτά, αυτό είναι ψυχική αφροσύνη.
     »Ψυχή που γνώρισε τον Κύριο, ζει πάντα ενώπιόν Του με φόβο και αγάπη· πώς, λοιπόν, μπορεί να προσκολλάται στα ζώα και να μιλά στις γάτες και τους σκύλους; Αυτό σημαίνει ότι ξέχασε ο άνθρωπος την εντολή του Θεού να Τον αγαπάμε με όλη την καρδιά και με όλη την ψυχή και με όλη τη διάνοιά μας.
     »Τα θηρία, τα κτήνη και, γενικά, κάθε ζώο είναι γη. Εμείς, όμως, οφείλουμε να κρατούμε το νου μας ελεύθερο από την προσκόλληση στα γήινα και, με όλη την δύναμη του νου μας, να αγαπάμε τον Κύριο, την Άχραντη Μητέρα Του, την Προστάτιδά μας, και τους Αγίους και να τους σεβόμαστε· αυτοί πρεσβεύουν για μας και λυπούνται, όταν καταφρονούμε την εντολή του Θεού».

ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
(1866–1938)

※   ※   ※   ※   ※

Γ΄. «Τα θηρία να τα σταυρώνεις και να τα μιλάς»

     «Όταν, παιδί μου, βλέπεις άγρια θηρία στη φύση, να τα σταυρώνεις και να τους μιλάς. Να μη φεύγεις αμέσως, αλλά και να μην τα πειράζεις. 


     »Η αρκούδα, ας πούμε, άμα δεν την πειράξεις, δεν σε πειράζει. Εγώ κοιμήθηκα κάποια φορά πλάι σε μια αρκούδα και κάναμε μαζί προσευχή. Ο άνθρωπος, όμως, σε πειράζει με τα λόγια, σε σκοτώνει με τη γλώσσα και με τα μάτια· έχει καταντήσει σήμερα χειρότερος κι από το ζώο. Γι’ αυτό χρειάζεται προσευχή και μετάνοια…».

ΓΕΡΟΝΤΑΣ
ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΛΑΖΑΡΗΣ
(1912–2006)

※   ※   ※   ※   ※

Δ΄.  «Προσευχή είναι να πλησιάζεις
το κάθε πλάσμα του Θεού με αγάπη»

     «Προσευχή είναι να πλησιάζεις το κάθε πλάσμα του Θεού με αγάπη και να ζεις με όλα –και με τ’ άγρια ακόμη– εν αρμονία. Αυτό επιθυμώ και προσπαθώ να το εφαρμόζω. Ακούστε να σας πω κάτι που έχει σχέση μ’ αυτό.

     »Κάποιος, πριν από καιρό, μου χάρισε έναν παπαγάλο. Τις πρώτες μέρες ήταν πολύ ατίθασος και άγριος. Δεν μπορούσες να τον πλησιάσεις· ήταν έτοιμος με το ράμφος του να σου κόψει το χέρι. Θέλησα, λοιπόν, να τον ημερεύσω με την Χάρη του Θεού και με την Ευχή. Έλεγα το “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με” από μέσα μου ή και απ’ έξω και με μια βεργίτσα ακουμπούσα πάνω στη ράχη του, ενώ ο παπαγάλος βρισκόταν μες στο κλουβί. Αυτή την κίνηση την έκανα τρεις φορές και με προσοχή. Το απόγευμα της ίδιας μέρας επανέλαβα το ίδιο. Την άλλη μέρα επίσης το ίδιο. Μετά από λίγες μέρες ακουμπούσα τη βέργα πάνω απ’ το κεφάλι του απαλά λέγοντας πάλι το “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”. Πάντα με προσοχή, μη θυμώσει το πουλί. Αυτή την κίνηση δεν την έκανα πολλή ώρα. Μετά πάλι από λίγες μέρες τον ακουμπούσα από πάνω απ’ το κεφάλι, συνέχιζα στη ράχη και τον έφθανα μέχρι την ουρά. Αφού δεν έβλεπα καμιά αντίδραση, άρχισα να βάζω τη βέργα κάτω απ’ το λαιμό του σ’ όλο το στήθος μέχρι κάτω μ’ έναν τρόπο απαλό, για να μην τον εκνευρίσω, και λέγοντας πάντα την Ευχή. Μετά πήρα θάρρος, άφησα τη βέργα, πήρα ένα μολύβι κι έκανα τις ίδιες κινήσεις. Τέλος, άφησα το μολύβι κι άρχισα να χρησιμοποιώ το χέρι μου. Είχε επέλθει πλέον η εξοικείωση, οπότε τον έβγαζα έξω απ’ το κλουβί κι ανέβαινε πάνω στον ώμο μου. Κάναμε περίπατο μαζί στο διάδρομο. Αλλά κι όταν καθόμουνα να φάω, ερχότανε και τρώγαμε μαζί. Του έδινα λίγο μήλο κι ερχόταν δίπλα μου και το έτρωγε. Όμως τον χάσαμε. Κάποια μέρα είχε έλθει ένας παπάς με πολλά παιδιά και τα παπαδόπουλα άνοιξαν το κλουβί κι ο παπαγάλος έφυγε.


     »Έπειτα από καιρό μας φέρανε άλλον παπαγάλο, αυτόν που έχουμε τώρα. Άγριος κι αυτός, όπως και ο πρώτος. Με τον ίδιο τρόπο, απαλά και με την Ευχή, τον ημέρεψα κι αυτόν. Άρχισε σιγά-σιγά να λέει διάφορες λέξεις, να φωνάζει ονόματα, να βγαίνει έξω απ’ το κλουβί του, να στέκεται πάνω μου, να τρώει μαζί μου. Το κλουβί του έχει σύρτη. Όταν βγαίνει έξω, εγώ του αμπαρώνω το σύρτη και στέκεται πάνω απ’ το κλουβί. Όταν θέλω να ξαναμπεί πάλι μέσα, μ’ ένα νεύμα μου του δείχνω να κατεβεί και να μπει μέσα. Τότε πηγαίνει, ανοίγει το σύρτη και μπαίνει μες στο κλουβί. Είναι εγωιστής, όμως, και θέλει να τον προσέχεις, να του μιλάεις με γλυκύτητα, να μην τον περιφρονείς. Ζηλεύει ιδιαιτέρως, γι’ αυτό δεν θέλει να μιλάεις σ’ άλλον, ούτε ν’ αγαπάεις άλλον. Αλλιώς θυμώνει πολύ. Τώρα που έχομε αποκτήσει μεγάλη φιλία, έμαθε όχι μόνο λέξεις και ονόματα, αλλά λέει και την Ευχή: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”. Λέει επίσης: “Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετὰ Σοῦ”, “Ο Θεός είναι καλός”, “Ο Θεός είναι πολύ καλός”, αλλά και ψάλλει το “Κύριε ἐλέησον” κ.α.

     »Τώρα θέλω να εξημερώσω κι έναν αετό. Τον έχω βρει στη βόρειο Εύβοια. Εκεί που πηγαίνω και ξεκουράζομαι, λίγο πιο πάνω, βρήκα ένα μέρος, που το ονόμασα “Αετοφωλιά”. Αυτό το όνομα δεν το έδωσα τυχαία. Είναι πολύ δύσκολο να φθάσεις εκεί. Κατσάβραχα είναι και κάτω απλώνεται το Αιγαίο. Όταν η ατμόσφαιρα είναι καλή, από ’κει φαίνονται τα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους.

     »Μια μέρα είδαμε εκεί έναν αετό με ανοικτά τα φτερά του δυόμισι μέτρα. Θηρίο! Περιφέρονταν από πάνω μας με ήσυχο τρόπο, χωρίς να παίζει καθόλου τα φτερά του. Κατάστρωσα ένα σχέδιο: όπως εξημέρωσα τον παπαγάλο, να εξημερώσω και τον αετό. Και το πιστεύω ότι με τη βοήθεια του Θεού θα γίνομε φίλοι με τον αετό. Θα το κάνομε μ’ έναν άγιο τρόπο. Θέλουν και τα πουλάκια τρόπους του Θεού, για να προσεύχονται. Τους αρέσει το διάβασμα. Στον αετό αρέσει και το κρέας.


     »Σκέπτομαι, λοιπόν, να πάμε με δύο ακόμη στο βράχο πρωί-πρωί. Στην αρχή θα κάνομε νοερά προσευχή. Στη συνέχεια, θα διαβάσομε δυνατά ορισμένους ψαλμούς του όρθρου. Μετά θα ψάλομε μερικούς ύμνους, αίνους κ.α. Την ίδια ώρα θα βάλομε και λίγο θυμίαμα. Πολύ σπουδαίο ρόλο θα παίξουνε και οι ψαλμωδίες αλλά και η μυρωδιά απ’ το λιβάνι. Το λιβάνι είναι άρωμα σεμνό, που ημερεύει. Θα πάρω κι ένα ξύλο ξερό, μακρύ, ενάμισι μέτρο κι ένα άλλο μικρό και θα χτυπάω το τάλαντο, όπως το χτυπάνε στα μοναστήρια: “Το τά-λα-ντο, το τά-λα-ντο, το τά-, το τά-, το τά-λα-ντο” κ.λπ. Κάθε τόσο θα φωνάζω: “Ιωάνηηη!!... Ιωάννηηη!!...”. Αυτό το όνομα θα του δώσω. Εν τω μεταξύ θα έχομε μαζί μας κρέας ψητό. Κομματάκια-κομματάκια θα το αφήσομε στο βράχο και θ’ απομακρυνθούμε περίπου διακόσια μέτρα. Απ’ αυτή την απόσταση θα τον αντικρίζω και θα λέω το “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με” και σε λίγο οπωσδήποτε ο αετός θα κατεβεί και θα φάει το κρέας.

     »Την άλλη μέρα θα κάνομε το ίδιο. Ο αετός θα περιφέρεται πάνω μας και, μόλις τελειώσομε το πρόγραμμα, αυτός θα κατεβεί κάτω και θα φάει το κρέας. Μια, δυο, τρεις, πάει! Δικός μας ο αετός! Όποια ώρα θα χτυπάμε το τάλαντο, θα έρχεται να τρώει το κρέας. Θα τον κατεβάζω κάτω, όποια ώρα θέλω. Σιγά-σιγά θα ημερέψει και θα μπορέσω να πάω να τον πιάσω. Δηλαδή μπορεί να με κάνει κομμάτια. Αυτός είναι θηρίο! Τα πόδια του τεράστια. Έτσι και καθίσει στον ώμο σου, θα σου τον καταφάει, έστω κι αν δεν έχει κακία. Αλλά υπάρχει τρόπος. Θα πάρω το μπαστούνι του Αγίου Γερασίμου και θα του το βάλω πάνω στη ράχη του δύο φορές και θα φωνάξω συγχρόνως: “Ιωάννηηη!!... Ιωάννηηη!!.... Του έδωσα ωραίο όνομα. Είναι το σύμβολο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Την άλλη μέρα που θα ξανάρθει, μόλις φάει το κρέας, θα περάσω το μπαστούνι στη ράχη του τρεις φορές. Την άλλη μέρα τέσσερις. Την άλλη πέντε φορές. Την άλλη μέρα θα προχωρήσω στο λαιμό του. Την άλλη θ’ αρχίσω απ’ το κεφάλι μέχρι την ουρά. Και την άλλη απ’ το στόμα του και το λαιμό του μέχρι και πιο κάτω. Το ίδιο και την άλλη και την άλλη, ώσπου να πιάσομε φιλία. Οπότε μετά θ’ απλώσω το χέρι μου στο κεφάλι του, στα φτερά του, στη ράχη του, και θα κάνω ό,τι έκανα πρώτα με το μπαστούνι. Αλλά χρειάζεται προσοχή, γιατί είναι επικίνδυνο. Αν κάτι θελήσει να πιάσει, θα σε φάει με τα φοβερά του νύχια. Σιδερένια είναι τα νύχια του. Μπορεί να σε καρφώσει, και μόνο αν μυρίζεις από κρέας. Αλλά ο αετός είναι πολύ έξυπνος, βασιλιάς, δραστήριος. Άμα το κάνομε αυτό, θα δούμε πραγματικά την χάρη και την επίσκεψη του Θεού.


     »Να σας πω και κάτι άλλο.
     »Ήλθε κάποια φορά μια γυναίκα, η κυρα-Λένη, εκεί στην έρημο που πηγαίνω, στην βόρειο Εύβοια, και μου έφερε τα γίδια της. Μου είπε, εκεί που ήμουν στο τσιμέντο:
     –Μπορείς να κάνεις μια προσευχή για τα γίδια μου, γιατί δεν πάνε καλά;
     »Σηκώθηκα πάνω. Ήλθαν μόνα τους, δεν μου τα έφερε. Άπλωσα τα χέρια μου και διάβαζα ευχή. Ήταν όλα κοντά μου, σηκώσανε τα κεφαλάκια τους και με κοιτάζανε. Ένας τράγος ζύγωσε κοντύτερα. Έσκυψε, μου φίλησε το χέρι. Ήθελε να τον χαϊδέψω. Τον χάιδεψα, ευχαριστήθηκε. Με τριγυρίσανε όλα και κοιτάγανε κατά πάνω. Με κοιτάγανε στο πρόσωπο. Τα ευλογούσα. Εγώ μιλούσα, έκανα προσευχή.


     »Κάποτε είχαμε ένα σκυλί. Άμα μ’ έβλεπε έξω, ερχότανε –σαπ!– μου φιλούσε το χέρι, με γέμιζε σάλια κι έφευγε, για να μην το μαλώσω…».

ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ
Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ
(1906–1991)

※   ※   ※   ※   ※

Ε΄. «Τὰ ζῷα εἰς τὸν οὐρανὸν ἐκραύγασαν»

     «Άλλοτε, πάλι, όταν έπεσε μεγάλη αναβροχιά και στέγνωσαν όλες οι στέρνες της ερήμου, μαζεύτηκε ένα μεγάλο κοπάδι από άγρια γίδια και τριγυρνούσαν όλα τα μέρη στην τοποθεσία “Ἀρσελάου”, αναζητώντας απεγνωσμένα λίγο νερό να πιούν, αλλά δεν έβρισκαν πουθενά!
     »Ήτανε μήνας Αύγουστος…


     »Και, καθώς έμελλαν να χαθούν από τη δίψα, ανεβαίνουν τότε όλα τα γίδια στην πιο ακραία και ψηλή βουνοκορφή των βράχων της ερήμου· κι από ’κει, άρχισαν όλα μαζί να βελάζουν και να κραυγάζουν, σαν να βοούσαν δυνατά προς τον Κτίστη τους και Κύριο της δόξης. Και λένε ότι δεν κουνήθηκαν από ’κείνον τον τόπο, ώσπου σε λίγο ήρθε μεγάλη βροχή από τον ουρανό και, μάλιστα, μόνο σε ’κείνη τη βουνοκορφή.
     »Κι έτσι, μπόρεσαν στο τέλος όλα τα διψασμένα άγρια ζώα και ήπιαν νερό –σύμφωνα με την αψευδή προφητική φωνή από τους Ψαλμούς– από “Εκείνον που δίνει στα ζώα την τροφή τους, καθώς και σε όλα τα μικρά πουλιά των κοράκων, που Τον επικαλούνται με τις φωνές τους” (βλ. Ψαλμ. Ρμστ΄ [146], 9)».

ΣΙΝΑΪΤΙΚΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

※   ※   ※   ※   ※

ΣΤ΄.  «Σε καλύτερη θέση το σκυλί»

     Είπε ο αββάς Ξάνθιος:
     «Το σκυλί είναι σε καλύτερη θέση από μένα, 
     διότι και αγάπη έχει και δεν πρόκειται να κριθεί».

ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ



[—  Π η γ έ ς  —
Ι. Μητροπολίτου Διοκλείας
Κάλλιστου Ware:
«Εχθροί ή Φίλοι;»
(Το σώμα, η ψυχή
και τα πάθη του ανθρώπου),
Κεφ. 2ο, σελ. 69–78
και 157–158 (όπου οι σημειώσεις),
Μετάφραση:
Πολυξένη Τσαλίκη–Κιοσόγλου,
Επιμέλεια έκδοσης:
Βασίλης Αργυριάδης,
Εκδόσεις «Ἐν Πλῷ»,
Αθήνα, Νοέμβριος 20152.
ΙΙ. Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης:
«Η εν Χριστώ ζωή μου
(ιεροί λογισμοί μιας αγίας ψυχής)»,
§130, σελ. 73,
μετάφραση: Βασ. Μουστάκη,
Εκδόσεις Παπαδημητρίου,
Αθήνα, 19966.
ΙΙΙ. Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ:
«Ο Άγιος Σιλουανός
ο Αθωνίτης»,
Μέρος Β΄, Λόγος Ιθ΄, σελ. 556,
Έκδοση Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου,
Έσσεξ Αγγλίας, 200310.
ΙV. Ιερά Μονή Δαδίου:
«Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης,
ο Πνευματικός της Μονής Δαδίου»,
Τόμ. Β΄, Μέρος Α΄,
κεφ. 2ο («Νουθεσίες»), σελ. 102,
Εκδόσεις Κυριακίδη,
Νοέμβριος 2011.
V. Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου:
«Βίος και Λόγοι»,
Μέρος 2ο, Λόγος 11ος («Περί Κτίσεως»),
§2, σελ. 465–469,
Έκδοση Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής,
Χανιά, Οκτώβριος 200910.
VΙ. Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου:
«Θα σας πω…»,
Μέρος 10ο, Κεφ. 3ο και 4ο,
σελ. 425–431 και 450–455,
Εκδόσεις
«Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος»,
Μήλεσι, Νοέμβριος 20152.
VΙΙ. Κλείτου Ιωαννίδη:
«Ο Γέρων Πορφύριος»
–Μαρτυρίες και εμπειρίες–
Κεφ. 3ο, §1, σελ. 224,
Γραπτή μαρτυρία
Γεωργίου Παπαζάχου (1935–2001),
Έκδοση Ι. Γυν. Ησυχαστηρίου
Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος,
Αθήνα, Ιούνιος 19933.
VΙΙI. Το Ια΄ (11ο) Κεφ. του Ησαΐα,
από την «Αγία Γραφή»
της «Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας»,
σελ. 1206, Αθήνα 2003·
και από την «Παλαιά Διαθήκη»,
κείμενο με σύντομη ερμηνεία
του Ιωάννου Θ. Κολιτσάρα (1904–1989),
Τόμος 5ος, σελ. 43,
Εκδόσεις «Ζωή»,
Αθήνα, 1991.
ΙΧ. Παντελή Β. Πάσχου:
«Μέλι το εκ Πέτρας
(Οι Γέροντες του Σινά,
Μικρό Γεροντικό Β΄)»,
Μέρος Δ΄, Κεφ. Ιστ΄, σελ. 167,
Εκδόσεις «Ακρίτας»,
(Α΄ έκδοση, Φεβρουάριος 1989)·
Α΄ ανατύπωση, 
Αθήνα, Μαΐος 1996.
Χ. «Το Μέγα Γεροντικόν»,
Τόμ. Δ΄, Κεφ. Ιε΄, §107, σελ. 94–95,
Έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου
«Το Γενέσιον της Θεοτόκου»,
Πανόραμα Θεσσαλονίκης,
Μάρτιος 19991.
ΧΙ. Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
έρευνα, προσάρτηση
και πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός.



—  Π α ρ α π ο μ π έ ς  —
(1) βλ. «Μικρὸν Εὐχολόγιον»
ή «Ἁγιασματάριον»,
«Εὐχὴ τοῦ ἁγίου Μοδέστου»·
Ευχή, που αποδίδεται στον
άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη,
σελ. 358-360,
εκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας», 2012.
(2) Περὶ Πρώτων Ἀρχῶν, 2, 8, 1.
(3) Πρὸς Αὐτόλυκον, 1, 6.
(4) Ἑξαήμερος, 8, 1· PG 129, 165ΑΒ.
(5) Κλῖμαξ Θείας Ἀναβάσεως,
26· PG 88, 1028A.
(6) Λόγος κεφαλαιώδης
περὶ φύσεως ἀνθρώπου, 1.
(7) Κατὰ Κέλσου, 4, 83.
(8) Ἑξαήμερος, 8, 2· PG 29, 168Α.
(9) The Problem of Pain,
124-41, London 1940.
(10) Μυστικὴ Πραγματεία, 82.
(11) Ὁμιλία, 74.
(12) Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης,
Λόγος Ιθ΄, σελ. 555.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου