ΣΤΗΝ ΤΡΟΧΙΑ
ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Λες
και η αυλή της καρδιάς και της ζωής μας είναι άφραχτη και άθυρη. Και έρχονται
με βία και με φόρα όλες οι δοκιμασίες, οι θλίψεις, οι πειρασμοί, οι δυσκολίες,
οι δυσχέρειες, οι στενώσεις, τα αδιέξοδα, τα τέλματα. Κανείς δεν τις κάλεσε,
κανείς δεν τις περίμενε, κανείς δεν τις λογάριασε. Δεμένοι στη ρότα της άγνοιας
και του εφησυχασμού μας, ψιλοτσακίζαμε με το εγώ μας και με το παραμικρό τα
πάντα και τους πάντες. Δεν μας άφησε ποτέ η φαντασία και η αλαζονεία μας να
προνοήσουμε για την πτώση, την κρούση και τη σύνθλιψη. Μας «έφαγε» η
υπνωτιστική «θετική ενέργεια» και η αντιαφυπνιστική «θετική σκέψη». Νομίζαμε
βαθιά μέσα μας ότι όλος ο κόσμος θα στέκεται εκεί, αμίλητος και διαθέσιμος,
πάντα για να υπηρετεί τις ιδέες και τα θελήματά μας. Εγώ «έτσι» τα θέλω τα πράγματα,
«έτσι» τα πρόσωπα, «έτσι» τις σχέσεις και τις καταστάσεις της ζωής μου· «έτσι»
ακόμη και αυτή την ίδια τη ζωή. Μα έρχονται τα τσακίσματα της πραγματικής ζωής,
από την οποία έχει πάρει προ πολλού διαζύγιο η φαντασία μας. «Γιατί ήρθατε;»,
«γιατί ήρθατε σε μένα;», απευθυνόμαστε προς τις σαρωτικές συμπληγάδες με
αγανάκτηση, ρωτώντας τες με όλο το θυμό που μας συνέχει. Ορμητικοί οι σκαιοί
λογισμοί και όλες οι αδυσώπητες σκιές στήνουν το δικό τους χορό έξω και μέσα
μας και γίνονται οι τέλειοι προπομποί της κ. Απόγνωσης. Αυτή που κρατάει τη
χαριστική βολή κατά της ζωής μας, της καρδιάς και της ψυχής μας. Μετά, έστω και
αργά, αρχίζουμε να μαθαίνουμε. Λίγο-λίγο, δειλά και αθάρρευτα στην αρχή,
αρχίζουμε να παραδίδουμε ελεύθερα το χρόνο που μας απομένει, το χρόνο που μας
περισσεύει, το χρόνο που έχουμε και που μας βρίσκεται, το χρόνο που δε θα
δίναμε ποτέ στο ναρκωμένο μας πριν. Μετά έρχεται το δάκρυ, η κατάνυξη, η
συντριβή, η συγκίνηση, ο θείος πόθος, το συνεχές άλγος και το χαροποιό πένθος
για το Θεό. Κάθε εγκόσμιο πικρό χάνει τη ψυχόλεθρη ισχύ του, τερματίζεται,
τελειώνει και χάνεται. Είμαστε απίστευτα ήσυχοι και ελεύθεροι. Και αυτός ο
χρόνος γίνεται απαραίτητη ζωογόνα σπονδή μαζί με την έντρομη ή απορημένη καρδιά
μας. Οι παλμοί αρχίζουν να γίνονται καρότσια ασταμάτητων ικεσιών. Η Προσευχή
κερδίζει επιτέλους έδαφος. Μεταλαμβάνουμε έκπληκτοι τη γεύση από το επέκεινα,
όλο σοφία και στοργή. Την ύπαρξή μας την αγκαλιάζει η αιωνιότητα του Θεού. Η
παρουσία Του γίνεται αόρατος μα αισθαντικός φίλος, αχώριστη συντροφιά,
απερίγραπτη μέθη, μέθεξη και μεταρσίωση. Μετά αδυνατούμε να έχουμε το χρόνο που
θα θέλαμε να υπάρχει και που θα άξιζε γι’ αυτή την Πνοή του Θεού, ώστε να
υπάρχουμε εμείς καλύτερα, άχρονα. Μετά επιθυμούμε τη σιωπή και τη σύνεση, από
κάθε φλυαρία και ματαιολογία· το πάσχειν, το καρτερείν και ευχαριστείν, από την
ευμάρεια, την αναλγησία και αναισθησία που προσκυνάει παρανοϊκά η λογική του
κόσμου και της τυφλής μας αυτοσυντήρησης. Είμαστε ριγμένοι στα κράσπεδα του
Κυρίου. Είναι και Αυτός εντός μας, εκεί στο αθέατο και ήσυχο ταμείο της καρδιάς
μας…
π. Δαμιανός
⁜
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση
των
αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να
αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή
προέλευσης.
⁜
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου