Την προκαθορισμένη μέρα, ενώ προσευχόταν,
άρχισε να χαμογελάει βλέποντας του αγίους αγγέλους που την χαιρετούσαν. Αμέσως
έλαμψε το πρόσωπό της, έκλεισε τα μάτια και παρέδωσε την αγία ψυχή της στα
χέρια του Θεού.
Η μαγεμένη
μοναχή
Κάποτε στη Μονή του Χρυσοβαλάντου προσήλθε
για να μονάσει μια κοπέλα από επιφανή οικογένεια της Καππαδοκίας. Ύστερα από
την κανονική δοκιμασία η ηγούμενη οσία Ειρήνη την κούρεψε μοναχή.
Ο μισόκαλος διάβολος, όμως, φρύαξε από το
κακό του για τη σωτηρία άλλης μιας ψυχής. Και τι έκανε; Άναψε σφοδρό έρωτα στην
καρδιά του πρώην μνηστήρα της, που με ακατασίγαστο πόθο άρχισε να την αναζητάει
παντού. Δεν δίστασε, μάλιστα, τυφλωμένος από το παράφρονο πάθος του, να
καταφύγει σ’ έναν περίφημο μάγο της Καππαδοκίας και να του τάξει χρήματα πολλά,
αν κατάφερνε κι έφερνε πάλι στα χέρια του τη νεαρή γυναίκα. Κι εκείνος ο
υπηρέτης του σατανά επιστράτευσε όλες του τις μαγγανείες.
Η νεόκουρη μοναχή τότε, εντελώς
απροσδόκητα, φλογίστηκε κι αυτή από μανιακό έρωτα για τον παλιό της μνηστήρα.
Χάνοντας σχεδόν τα λογικά της, άρχισε να χτυπιέται, να φωνάζει, να κλαίει και
να επαναλαμβάνει γοερά το όνομά του.
–Ορκίζομαι, απειλούσε, πως, αν δεν μπορέσω
να τον ξαναδώ, θα κρεμαστώ!
Κάθε τόσο έτρεχε στην πύλη της Μονής. Με
κραυγές και βρισιές φοβερές, πίεζε την πορτάρισσα μοναχή να την αφήσει να βγει
έξω.
Η θλίψη της αγίας Ειρήνης ήταν
απερίγραπτη. Γρήγορα κατάλαβε πως είχε να κάνει με δαιμονικά τεχνάσματα. Κάλεσε
αμέσως όλες τις μοναχές και, αφού τις συμβούλεψε να φυλάγονται από τις
πανουργίες του διαβόλου, τις πρόσταξε να νηστεύσουν αυστηρά και να προσευχηθούν
με πολλή θέρμη για μια εβδομάδα, κάνοντας μάλιστα χίλιες μετάνοιες καθημερινά
για χάρη της ταλαίπωρης αδελφής τους.
Πραγματικά, όλη η αδελφότητα, με βαθύ πόνο
και θερμά δάκρυα, άρχισε τις ικεσίες προς τον Θεό. Η οσία ζητούσε ιδιαίτερα τις
μεσιτείες του συμπατριώτη της Μεγάλου Βασιλείου, στον οποίο έτρεφε ξεχωριστή
ευλάβεια. Του παραπονιόταν τώρα, γιατί ανεχόταν να γίνονται στην πατρίδα τους,
την Καππαδοκία, τέτοια ανοσιουργήματα.
Είχαν περάσει οι τρεις πρώτες μέρες της
νηστείας και της προσευχής. Στα χαράματα της τέταρτης μέρας εμφανίζεται
ολοζώντανος μπροστά στην οσία ο άγιος Βασίλειος.
–Γιατί μου παραπονιέσαι, Ειρήνη, της είπε,
πως τάχα ανέχομαι να γίνονται βρώμικες δουλειές στην κοινή μας πατρίδα;… Να,
σήμερα η Μητέρα του Κυρίου θα βρίσκεται στις Βλαχέρνες. Πήγαινε εκεί με την
άρρωστη μαθήτριά σου κι Εκείνη θα φροντίσει για τη θεραπεία της.
Μόλις ξημέρωσε, η οσία πήρε την άρρωστη κι
άλλες δύο μοναχές και κίνησε για το ναό των Βλαχερνών. Εκεί, γονατιστή όλη τη
μέρα μπροστά στη θαυματουργική εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου, θερμοπαρακαλούσε με
πόνο τη χάρη της, βρέχοντας το δάπεδο με καυτά δάκρυα.
Όταν, τα μεσάνυχτα, ο ύπνος τής έκλεισε
απαλά τα μάτια, είδε σε όνειρο τη Βασίλισσα των Ουρανών. Το πρόσωπό της
αστραποβολούσε από θείο φως. Μπροστά και πίσω της πήγαιναν αναρίθμητοι άγγελοι
και άγιοι, που βάδιζαν με σεβασμό και συστολή. Η Παντάνασσα στάθηκε μπροστά στη
μαθήτρια της αγίας Ειρήνης. Ύστερα κάλεσε τον Μέγα Βασίλειο και τον ρώτησε:
–Γιατί η Ειρήνη άφησε το Μοναστήρι της και
βρίσκεται αυτή την ώρα εδώ;
–Η Ειρήνη, Δέσποινα, κατέφυγε στην ισχυρή
σου προστασία. Έκαναν μάγια στη μαθήτριά της και τώρα σε παρακαλεί να τη
θεραπεύσεις.
–Κάλεσε την Αναστασία!, πρόσταξε η
Θεοτόκος.
Αμέσως παρουσιάστηκε μπροστά της η αγία
μεγαλομάρτυς Αναστασία η Φαρμακολύτρια.
–Εσύ, της είπε η Παναγία, έχεις ειδικό
χάρισμα από τον Υιό μου να θεραπεύεις αυτού του είδους τις αρρώστιες. Εξέτασε,
λοιπόν, σε συνεργασία με τον Βασίλειο, τούτη την κόρη και θεράπευσέ την.
Την ίδια στιγμή οι άγιοι Βασίλειος και
Αναστασία, αφού προσκύνησαν, έφυγαν για την Καππαδοκία. Συγχρόνως, ακούστηκε
μια φωνή να λέει στην οσία Ειρήνη:
–Γύρισε στο Μοναστήρι σου κι εκεί θα δεις
τη θεραπεία της μαθήτριάς σου.
Με την ηχώ αυτής της φωνής ξύπνησε η οσία.
Έκθαμβη, αναλογιζόταν την ουράνια οπτασία…
Ήταν Παρασκευή, ώρα Εσπερινού, κι όλη η
αδελφότητα του Χρυσοβαλάντου βρισκόταν στην εκκλησία, όταν η αγία Ειρήνη
επέστρεψε στη Μονή με τις τρεις αδελφές. Στο τέλος της ακολουθίας, διηγήθηκε
στις μοναχές, που την περίμεναν με αγωνία, το όραμά της. Στη συνέχεια, τις
πρόσταξε να υψώσουν τα χέρια τους στον ουρανό και μ’ ένα στόμα να φωνάξουν το
«Κύριε, ελέησον!».
Όλων οι προσευχές ενώθηκαν τότε σε μια
πανίσχυρη ικεσία, που έκρουσε δυνατά και αποτελεσματικά τη θύρα του θείου
ελέους. Το δάπεδο του ναού βράχηκε από τα πονεμένα δάκρυα των μοναστριών.
Ξάφνου, γεμάτες δέος, είδαν να
εμφανίζονται ψηλά στον αέρα η αγία Αναστασία και ο Μέγας Βασίλειος. Συνάμα
ακούστηκε μια φωνή, που έλεγε στην οσία Ειρήνη:
–Άπλωσε τα χέρια σου, πάρε τούτα ’δω και
πάψε να μας ονειδίζεις.
Η οσία άνοιξε την αγκαλιά της, όπου έπεσε
από ψηλά ένα παράξενο δέμα.
Έτρεξαν αμέσως όλες οι αδελφές, άναψαν
κεριά κι άρχισαν να λύνουν το δέμα, που ζύγιζε τρεις λίτρες περίπου. Όταν το
άνοιξαν, είδαν με αποτροπιασμό πως περιείχε δυο μολυβένια ειδώλια –ομοιώματα
της άρρωστης μοναχής και του πρώην μνηστήρα της– αγκαλιασμένα και δεμένα με
τρίχες και κλωστές. Ήταν ακόμα γραμμένες κάποιες δαιμονικές επικλήσεις, καθώς
και το όνομα του μάγου.
Όλη τη νύχτα οι αδελφές έμειναν στο ναό,
δοξολογώντας τον Κύριο και τη Μητέρα Του. Το πρωί, η οσία Ειρήνη έστειλε τις
δυο μοναχές, που την είχαν συνοδεύσει στις Βλαχέρνες, καθώς και την άρρωστη,
στο ναό της αγίας Αναστασίας, δίνοντάς τους κεριά, θυμίαμα, λάδι, πρόσφορο και
τα διαβολικά αντικείμενα του δέματος.
–Με το λάδι ν’ ανάψετε τα καντήλια στον
τάφο της αγίας, τους είπε. Τα κεριά και το πρόσφορο να τα δώσετε στον ιερέα,
για να τα χρησιμοποιήσει στη θεία Λειτουργία.
Έτσι κι έκαναν. Μετά τη Λειτουργία,
διηγήθηκαν τα καθέκαστα στον ιερέα, κι εκείνος της κατέβασε στον τάφο της
αγίας. Εκεί προσευχήθηκε και άλειψε με λάδι από το καντήλι την άρρωστη. Ύστερα
ανέβηκε στο ναό, πήρε αναμμένα κάρβουνα και άρχισε να καίει τα μάγια. Όσο αυτά,
ένα–ένα, καίγονταν, τόσο η δαιμονόπληκτη μοναχή λυτρωνόταν από την επήρεια του
πονηρού, ελευθερωνόταν από τα αόρατα δεσμά της, ξανάβρισκε τα λογικά της και
ευχαριστούσε τον Παντοδύναμο.
Όταν πια όλα είχαν γίνει στάχτη, μέσ’ από
τ’ αναμμένα κάρβουνα άρχισαν να βγαίνουν τέτοιες κραυγές, που λες κι εκείνη την
ώρα έσφαζε κανείς ένα κοπάδι χοίρων. Όλοι όσοι ήταν εκεί πανικοβλήθηκαν κι
έφυγαν τρέχοντας από το ναό, διακηρύσσοντας συνάμα την ακαταμάχητη δύναμη της
μεγαλομάρτυρος Αναστασίας.
Οι δύο μοναχές γύρισαν στη Μονή με τη
γιατρεμένη πια μοναχή και διηγήθηκαν στις υπόλοιπες όσα θαυμαστά
παρακολούθησαν. Όλες τότε, μ’ ένα στόμα, δόξασαν και ευχαρίστησαν τον Θεό για
τη θεραπεία της αδελφής τους, η οποία επετεύχθη μέσω των θεοπειθών δεήσεων και ευχών
της οσίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου της θαυματουργού…
Τα δυο
λυγισμένα κυπαρίσσια
Κατά θεία οικονομία, για να μη μείνει
αμάρτυρη μια μεγάλη θαυματουργία της αγίας, η οποία έγινε πολλές φορές στο
προαύλιο της Μονής της, έτυχε μια αδελφή να βγει από το κελί της πολύ ήσυχα μια
νύχτα και βλέπει την αγία του Χριστού να μην εγγίζουν τη γη τα πόδια της και να
στέκεται στον αέρα ίσαμε τρεις πήχεις επάνω. Και κοντά της ήταν δυο πανύψηλα
κυπαρίσσια, τα οποία χαμήλωσαν τις κορφές τους μέχρι κάτω στη γη και παρέμεναν
έτσι σ’ αυτή τη θέση –ω, τι εξαίσιο τερατούργημα!– όση ώρα η αγία προσευχόταν.
Όταν σηκώθηκε από την προσευχή, τα πλησίασε η αγία και, αφού άγγιξε τις κορφές τους,
τα ευλόγησε σταυροειδώς. Και τότε αυτά υψώθηκαν κανονικά και γύρισαν πίσω στην
προηγούμενη όρθια στάση τους.
Βλέποντας, για τρεις περίπου ώρες, η
μοναχή ένα τέτοιο εξαίσιο φρικτό και θαυμάσιο θέαμα, φοβήθηκε κι έτρεμε
νομίζοντας ότι ήταν της φαντασίας της το θεωρούμενο. Μάλιστα, για να
εξακριβώσει την αλήθεια του πράγματος, έτρεξε στο κελί της αγίας και, όταν δεν
είδε την αγία εκεί, κατάλαβε πια ότι δεν ήταν ψέμα αυτό που θεώρησε, αλλά αληθινό
και αψευδές θαυματούργημα.
Μετά από μερικές μέρες, πρόσεξαν οι
μοναχές στις κορφές εκείνων των κυπαρισσιών να είναι κρεμασμένα δυο μαντήλια.
Τα είχε κρεμάσει προς δόξα Θεού η ίδια η αγία, επειδή πολλές φορές αυτά
χαμήλωναν τις κορφές τους προσκυνώντας τη χάρη της. Ρωτούσαν οι μοναχές, η μια
την άλλη, ποιος και πότε και πώς μπόρεσε ν’ ανέβει σε τόσο μεγάλο ύψος και να
δέσει εκεί τα μαντήλια. Η μοναχή που είδε το θαυμάσιο, το διηγήθηκε τότε και σ’
όλες τις μοναχές κι αυτές έφριξαν κυριολεκτικά και δάκρυσαν από τη χαρά τους,
αλλά και την έλεγξαν που δεν τις ξύπνησε να δουν κι αυτές ένα τέτοιο θέαμα.
Όταν έμαθε η αγία ότι η συγκεκριμένη
μοναχή φανέρωσε κάτι τέτοιο, την επιτίμησε λέγοντάς της τα εξής: «Αν μ’ έβλεπες
ν’ αμαρτάνω σαν άνθρωπος, τι θα έκαμνες; Θα φανέρωνες και την αμαρτία μου;».
Και η μοναχή, έμφοβη έπεσε κάτω στη γη, ζητώντας συγχώρεση. Τότε η αγία,
επιτιμώντας βαριά όλη την αδελφότητα, είπε στη μοναχή, αλλά και στις υπόλοιπες
μοναχές, να μη τολμήσει καμιά τους να φανερώσει κανένα θαυμάσιο από αυτή, όσο
καιρό αυτή ζήσει σε τούτο τον κόσμο. Και, πραγματικά, πολλά παρόμοια σημεία
έδειξε η αγία, αλλά δεν τα φανέρωναν σε κανέναν οι μοναχές, φοβούμενες το
επιτίμιο της αγίας.
Τα πανεύοσμα
μήλα της αγίας
Μια νύχτα, κατά την εορτή του Μεγάλου
Βασιλείου, ήρθε μια φωνή προς την οσία Ειρήνη που της έλεγε: «Να υποδεχθείς τον
ναύκληρο που έρχεται στο Μοναστήρι σου σήμερα και σου φέρνει οπωρικά· φάε με
χαρά απ’ αυτά κι ας αγάλλεται η ψυχή σου». Όταν έψαλλαν τον Όρθρο στη Μονή της,
έστειλε δυο μοναχές προς την πύλη λέγοντάς τις: «Πάτε στην πύλη και βάλτε μέσα
τον ναύκληρο που θα βρείτε έξω».
Όταν ήρθε προς την οσία ο άνθρωπος, αφού
χαιρέτησε ο ένας τον άλλον, προσευχήθηκαν και κάθισαν. Έπειτα τον ρώτησε η αγία
πώς και ήρθε μέχρι εκεί. Κι αυτός της είπε: «Ναύτης είμαι εγώ, κυρία μου, από
το νησί της Πάτμου. Μπήκα σ’ ένα πλοίο με σκοπό να έρθω εδώ στην Πόλη για
κάποια δουλειά μου. Όταν αρχίσαμε να ταξιδεύουμε κι ήμασταν στην άκρη του
νησιού, είδαμε στη στεριά έναν ωραίο και θεοειδή γέροντα, ο οποίος μας φώναξε
να τον περιμένουμε. Εμείς, μη μπορώντας να σταθούμε, μια και ήμασταν κοντά
στους βράχους και είχαμε ενάντιο τον άνεμο, τρέχαμε. Τότε εκείνος φώναξε
δυνατότερα προστάζοντας το πλοίο να σταθεί. Αμέσως –ω, τι θαύμα!– σταμάτησε το
πλοίο και εκείνος ο ηλικιωμένος άνθρωπος ήρθε προς αυτό περπατώντας πάνω στα
κύματα. Όταν πια έφτασε το πλοίο έβγαλε τρία μήλα μέσα από τον κόρφο του, μου
τα έδωσε και μου είπε: «Δώσε αυτά στον Πατριάρχη, σαν φτάσεις στη Βασιλεύουσα,
και πες του ότι του τα έστειλε ο Πανάγαθος Θεός και ο δούλος Του Ιωάννης από
τον Παράδεισο». Μετά, έβγαλε άλλα τρία όμοια μήλα και μου λέει: «Αυτά, να τα
πας δώρο στην Ηγουμένη της Μονής του Χρυσοβαλάντου που λέγεται Ειρήνη και να
της πεις: “Φάγε απ’ αυτά που πεθύμησε η καλή σου η ψυχή· καθότι τώρα δα εγώ
έρχομαι από τον Παράδεισο και σου τα έφερα για σένα!”». Κι αφού τα είπε αυτά,
ευλόγησε τον Θεό και μας ευχήθηκε. Κι ευθύς αμέσως το πλοίο κίνησε κι αυτός
έγινε άφαντος. Τα τρία μήλα τα έδωσα στον Πατριάρχη. Έφερα και στην αγιοσύνη
σου και τα υπόλοιπα τρία».
Ακούγοντας αυτά η οσία δάκρυσε από τη χαρά
της και πολλές ευχαριστίες απέδωσε στον αγαπημένο Μαθητή και Απόστολο του
Χριστού. Έβγαλε τα μήλα ο ναύκληρος από ένα μεταξένιο και χρυσοΰφαντο μαντήλι,
όπου τα είχε φυλαγμένα με τιμή σαν θεία πράγματα που ήταν και, με πολλή
ευλάβεια, τα έδωσε στην αγία. Και τούτα τα μήλα του Παραδείσου δεν έμοιαζαν
καθόλου με τα επίγεια και πρόσκαιρα μήλα ούτε στη ωραιότητα, ούτε στην ευωδία,
ούτε και στο μέγεθος. Ο ναύτης, αφού πήρε την ευλογία και τη συγχώρεση από την
οσία, αναχώρησε.
Η αγία νήστεψε μια βδομάδα ευχαριστώντας
τον Κύριο για τη δωρεά που της έστειλε και για τη δόξα Του άρχισε κι έτρωγε για
σαράντα μέρες τα μήλα κάθε μέρα από λίγο, δίχως να γευτεί ψωμί ή λάχανα ή άλλο
φαγώσιμο. Και τόση ευωδία έβγαινε από το στόμα της, όταν έτρωγε από τα μήλα,
που γέμισε τις οσφρήσεις όλων των αδελφών καθώς και όλο το Μοναστήρι, που ήταν
σαν να έφτιαχναν εκεί καθημερινά μύρα και αρώματα πολύτιμα. Όλος ο αέρας γέμισε
από τη θαυμάσια αυτή τερπνότητα του Παραδείσου.
Κι όταν ήρθε η αγία και Μεγάλη Πέμπτη,
μετά τη Μετάληψη, τεμάχισε η αγία και το δεύτερο μήλο και έδωσε από ένα κομμάτι
στην κάθε μια αδελφή. Αυτές δεν ήξεραν τι ήταν, μόνο αισθάνονταν στο στόμα τους
την ευωδία και τη γλυκύτητα και θαύμαζαν που ένιωθαν στη ψυχή τους πολλή
ευφροσύνη και αγαλλίαση.
Όταν πλησίασε το τέλος της επίγειας ζωής
της, μια βδομάδα πριν παραδώσει τη ψυχή της στον Κύριο, μένοντας τελείως άσιτη,
πήρε στα χέρια της το τρίτο μήλο και δοκιμάζοντάς το τρεπόταν η κατ’ άνθρωπον
λύπη και αθυμία της σε ευθυμία και αγαλλίαση και χαιρόταν η πανόλβια οσία του
Θεού Ειρήνη, αναλογιζόμενη ποια απόλαυση έμελλε να κληρονομήσει στην ουράνια
Βασιλεία…
⁜
—Ἀπολυτίκιον.—
Ἦχος α΄. Τὸν
συνάναρχον Λόγον.
Βασιλείας γηΐνου πάλαι οὐκ
ἔτυχες,
ἀλλ’ ἀφθάρτων στεφάνων νῦν
σε ἠξίωσαι,
ὁ Νυμφίος σου Χριστὸς ὁ Ὡραιότατος·
ὧ καθιέρωσας σαὐτήν, ὅλη
καρδίᾳ καὶ ψυχῇ,
Εἰρήνη Ὁσία Μῆτερ,
Χρυσοβαλάντου ἡ δόξα,
ἡμῶν δὲ προσφυγὴ καὶ βοήθεια.
⁜
—Ἕτερον
Ἀπολυτίκιον.—
Ἦχος γ΄. Θείας
πίστεως.
Δόξαν ῥέουσαν, ὑπεριδοῦσα,
νύμφη ἄμωμος ὤφθης τοῦ Λόγου,
δι’ ἀσκήσεως Ὁσία ἐκλάμψασα·
ὡς οὖν Εἰρήνη τυχοῦσα τοῦ
πόθου σου,
ἐν ὁμονοίᾳ ἡμᾶς διαφύλαττε,
ἀξιάγαστε,
Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύουσα,
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
⁜
—Κοντάκιον.—
Ἦχος γ΄. Ἡ
Παρθένος σήμερον.
Τὴν τοῦ κόσμου εὔκλειαν,
καταλιποῦσα Ὁσία,
τῷ Χριστῷ νενύμφευσαι, τῷ
Βασιλεῖ τῷ ἀφθάρτῳ,
κάλλεσι, τῆς παρθενίας
λελαμπρυσμένη,
σκάμμασι, τῆς ἐγκρατείας
πεποικιλμένη·
διὰ τοῦτό σε Εἰρήνη,
ὁ σὸς νυμφίος λαμπρῶς ἐδόξασε.
⁜
—Μεγαλυνάρια.—
Τὴν Καππαδοκίας τὴν
καλλονήν,
καὶ Χρυσοβαλάντου, ὁδηγίαν
τὴν ἀσφαλῆ,
τὴν στηλογραφίαν, εἰρήνης
οὐρανίου,
Εἰρήνην τὴν Ὁσίαν, ὕμνοις
τιμήσωμεν.
Ῥύου πολυτρόπων ἐκ συμφορῶν,
καὶ ἀῤῥωστημάτων, καὶ
κινδύνων ψυχοβλαβῶν,
τοὺς ἐν εὐλαβείᾳ, θερμῶς
ἐξαιτουμένους,
Εἰρήνη θεοφόρε, τὴν
προστασίαν σου.
⁜