Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Ο ΜΑΥΡΟΣ ΓΑΤΟΣ

Ο ΜΑΥΡΟΣ ΓΑΤΟΣ


     Το παρακάτω περιστατικό είναι πέρα ως πέρα αληθινό και το αφηγείται ο Γέροντας π. Βασίλειος από τα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους προς τον Μοναχό Νικάνωρα τον Καυσοκαλυβίτη. Μάλιστα δε ο δεύτερος θέλησε να το καταγράψει, συμπεριλαμβάνοντάς το στη πολύ ωφέλιμη συλλογή των διηγήσεών του, τα «Αγιορείτικα Ανέκδοτα».

     Είπε ο Γέροντας Βασίλειος:
     «Όταν είχα πρωτοέρθει στην Καλύβη των Εισοδίων της Θεοτόκου στα Καυσοκαλύβια, το 1984, μου συνέβη το ακόλουθο γεγονός:
     »Αποφάσισα να κάνω οπωσδήποτε μια αγρυπνία μόνος μου όλη τη νύχτα. Και, πραγματικά, πήρα το τριακοσάρι το κομποσχοίνι μου κι έλεγα την Ευχή: “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με”. Επίσης, έκανα προσευχή και στην Παναγία και τους Αγίους.

     »Ξαφνικά, βλέπω στη γωνία του σπιτιού, όπως ήμουν όρθιος και έκανα μερικές μετάνοιες και έλεγα την Ευχή όλη τη νύχτα –από τις 8 το απόγευμα μέχρι τις 6 το πρωί–, βλέπω έναν μαύρο γάτο. Αμέσως τότε σταμάτησα και προσηλώθηκα στον γάτο.
     »Και σκέφτομαι και λέω μόνος μου:
     –Εγώ γάτο δεν έχω και ειδικά μαύρο. Πώς βρέθηκε εδώ ο μαύρος γάτος και από πού μπήκε;

     »Αυτό μου το έκανε ο πονηρός για να σταματήσω την προσευχή και να προσηλωθώ στον γάτο.
     »Το κατάλαβα και είπα μέσα μου:
     –Αα, γι’ αυτό το έκανε!...
     »Συνέχισα την Ευχή, χωρίς να του δίνω σημασία.

     »Τότε, ξεκινάει ο γάτος από ’κει που ήτανε κι έρχεται μπροστά μου κι άρχισε να παίζει με τη φούντα του κομποσχοινιού μου. Δεν τολμούσε όμως να αγγίξει τη φούντα, επειδή είχε τον σταυρό, αλλά έπαιζε από μακριά.
     »Δεν είπα τίποτα, μόνο από μέσα μου σκέφθηκα:
     –Τη δουλειά σου και τη δουλειά μου!...

     »Κράτησα τη ψυχραιμία μου και δεν φοβήθηκα. Ανατρίχιασα βέβαια, αλλά με βοήθησε η Παναγία και πήρα κουράγιο και συνέχισα την προσευχή μου. Είναι σωστά και αληθινά αυτά που σας λέω, π. Νικάνωρ, αλλά ως συνήθως δεν τα λέω γιατί θα με πάρουν για τρελό, όμως αυτό ας το πούμε για να μείνει.

     »Πιστέψέ με, μου λέει με ανθρώπινη φωνή ο μαύρος γάτος: “Άστο αυτό! Πέτα αυτό το όπλο που έχεις μπροστά σου και μετά έλα να τα πούμε!”. Εννοούσε το κομποσχοίνι και τον σταυρό. Δηλαδή, να έβγαζα εγώ τον σταυρό, να πέταγα και το κομποσχοίνι και να πήγαινα μετά προς αυτόν “να τα πούμε”.

     »Στη συνέχεια εγώ έπιασα τον σταυρό, σταυρώθηκα και τον έφερα μπροστά μου κατά πάνω του. Και τότε ο μαύρος γάτος χάθηκε σαν καπνός.


     »Υπήρχε πριν από μένα κι ένας άλλος Γερο-Βασιλάκης. Τον λέγανε “Βασιλάκη”, γιατί ήταν αδύνατος και κοντούλης. Εδώ στο μπαλκόνι το δικό μου, είδε μια φορά τον πονηρό με την άσχημη μορφή του, όπως τον βλέπουμε στα βιβλία: με κέρατα, ουρά και ασχημόφατσα. Και, τόσο τρόμαξε, που πήδηξε από τη τζαμαρία και με κωλοτούμπες βρέθηκε κάτω στο σπίτι του Γερο-Λουκά. Και φοβισμένος ζήτησε βοήθεια. Είχε κόψει από τα γυαλιά της τζαμαρίας το πόδι του.
     –Τι τρέχει, πάτερ Βασίλειε; του λένε ο Γερο-Ευγένιος μαζί με τον Γερο-Λουκά. Κοιτάζει ο Γερο-Ευγένιος και βλέπει τη φτέρνα που κρεμότανε. Αμέσως παίρνει το πόδι του, το βαστάει εκεί καλά-καλά, σφιχτά-σφιχτά, αυτό για κάμποση ώρα και μετά του το έδεσε, έπιασε κι έγινε καλά…».


[Νικάνωρος Μοναχού
Καυσοκαλυβίτου:
«Αγιορείτικα
Ανέκδοτα και Διηγήσεις
και όχι μόνο»,
Μέρος β΄, Κεφ. 18ο, §Ζ΄,
(«Διηγήσεις Γέροντα Βασιλείου
Καυσοκαλυβίτου»),
σελ. 128–130,
Άγιον Όρος 2003,
Εκδοτική Παραγωγή
«Επτάλοφος».
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
μερική διόρθωση,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]
 






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου