Σάββατο 30 Απριλίου 2016

ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ


     Παρά την αυταπάτη που καλλιεργεί προσωρινά, το μίσος των κακόψυχων ανθρώπων δεν κρατάει πολύ και δεν κρατάει για πάντα. Επειδή η αγάπη είναι κραταιή σαν το θάνατο και επειδή ποτέ δεν εκπίπτει από των πόθων της και δεν σταματά να θέλει να σώζει αυτούς που αγαπάει. Και, πόσο μας αγαπάει η Αυτοαγάπη, ο Χριστός; Πόσο θέλει να μας σώζει; Πώς και πόσο πολύ; Από τον ουρανό, όπου είναι το ταμείο της, μέχρι τον άδη που είναι η εξορία της.

     Τίποτε δεν φοβήθηκε η Αγάπη· για όλα στάθηκε ανδρεία, έκανε τα πάντα για να γραπώσει την ευτέλειά μας, την τέλεια αδυναμία μας, την απόλυτη εσχατιά μας. Ήρθε και μας βρήκε μέσα στον άδη μας. Στον άδη τον προσωπικό, τον διαπροσωπικό, τον κοινωνικό, τον εθνικό, τον οικουμενικό. Εκεί μας έσυρε η αμαρτία μας, η υπερηφάνεια, ο εγωισμός, η φιλαυτία, η ανυπακοή, η ανταρσία, η απείθεια, η σύγχυση, το μεθύσι του παραλόγου, όλα τα πάθη που αντιστοιχούν με τους ανάλογους δαίμονές τους.

     Και οι δαίμονες στελεχώνουν μια κόλαση. Μια φυλακή. Ένα πελώριο μπουντρούμι. Δίχως ήλιο και ζεστασιά, δίχως κοινωνία και μιλησιά. Μια μοναξιά που γίνεται μαρτύριο. Δεν έχω άνθρωπο να μιλήσω και άνθρωπο να θυμηθώ, δεν έχω άνθρωπο να κοινωνήσω και να αδειάσω από τα εσώψυχά μου που με καίνε. Ποιος μου φταίει που μου φταίνε όλοι; Όταν αρνιέσαι συνεχώς το καλό, μετά φυτεύεις μια άρνηση μέσα σου δίχως να το καταλάβεις. Ένα μαρτύριο που είναι η μοναξιά! Μια μοναξιά που φέρνει η πλάνα ιδέα και η κάθε αμαρτία. Μικρή–μεγάλη, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η καρδιά. Που δέχεται την πλάνη και την αμαρτία και που δεν θέλει ν’ αγκαλιάσει την αγάπη, τον Χριστό, ώστε μετά να γίνει αγάπη, για να είναι αληθινή και ακίβδηλη καρδιά. Και μετά, όλα μέσα της και έξω της γίνονται ένας «άδης». Και μέσα από τον άδη, είναι εντελώς άγνωστο και αβέβαιο το ποιος μπορεί να έρθει να μας σώσει και να μας βγάλει. Εκεί, μέσα σ’ αυτόν τον άδη –το απόσπασμα και το κάτεργο του αμαρτωλοκυβέρνητου είναι μας– φυτρώνει και θεριεύει μονάχα η τυραννία και ο νόμος της απελπισίας.


     Όμως ήρθε ο Χριστός· και με το πάθος Του, τον πόνο Του, το αίμα Του, το Σταυρό, τη θανή και την ταφή Του, όλοι εμείς τώρα παίρνουμε τη χαρά, την απολύτρωση, τη χάρη, τη δύναμη, το φωτισμό, την ελευθερία. Ο θάνατός Του γίνεται η δική μας αφύπνιση, έγερση και ζωή. Η σπαραξικάρδια νεκρική Του σιωπή, γίνεται ο μόνος λόγος για να έχουμε εμείς λόγο στην αυθεντική ζωή, στη ζωή της ζωής. Σφράγισε μακρόθυμα τα μάτια για να θεραπεύσει τη δική μας τυφλότητα. Πάντα η αμαρτία κάνει τον άνθρωπο τυφλό, ενώ η Χάρη τον τυφλό άνθρωπο πάντα φωτισμένο.

     Νεκρώθηκε και τυλίχθηκε με σινδόνα ο Βασιλιάς μας για να σπάσει τα δεσμά που τύλιγαν και μας κρατούσαν –και ενδεχομένως να μας κρατάνε ακόμη– στη σκλαβιά των παθών. Σπαράζουμε και κλαίμε και οδυρόμαστε ζώντας μια εφιαλτική ανελευθερία, μια ενδοκατάθλιψη και μια αδιάλειπτη αυτοπίκρα. Στην αρχή είναι όλα ροδαλά και ανύποπτα: «Δεν πειράζει» το ένα, «δεν πειράζει» το άλλο· «Δε βαριέσαι» το ένα, «Δε βαριέσαι» το άλλο· «Και τι έγινε;» το ένα, «Και τι έγινε;» το άλλο· να, στο περίπου, πώς φτάνουμε στον κλαυθμό και τον οδυρμό των οδόντων. Αφού τους φάγαμε όλους, μετά θέλουμε να φάμε αυτό που έμεινε για να φάμε τελευταία: τον εαυτό μας!

     Όλη η φρίκη του άδη που μας πλάκωνε είναι η απελπισία και η ανελπιστία. Πηχτό σκοτάδι που ακουμπάει ακόμα και το σώμα και θρέφεται από τα κύτταρά του. Αυτοί είμαστε. Εκεί ήμασταν. Στον άδη, το βασίλειο της απόγνωσης. Όσο αμαρτάνεις, όσο δεν αγαπάς, όσο δεν συγχωρείς, όσο δεν ταπεινώνεσαι, όσο ζεις φίλαυτα και θεληματικά, τόσο πιο πολύ έρχεσαι σε απόγνωση. Και η απόγνωση δεν ησυχάζει, εάν πρώτα δε δει στάχτη την ψυχή που αμάρτανε δουλικά γι’ αυτή.

     Μέσα από την ολόσωμη ταφή του Χριστού μας διακρίνουμε και βλέπουμε μια πανίσχυρη φλέβα αμάραντης χαράς και δύναμης. Όσο πιο πολύ μέσα στη γη θάβεται Αυτός που έπλασε τον άνθρωπο από τη γη, όσο πιο πολύ ρίπτεται στα αφώτιστα έγκατα του άδη, Αυτός που έχει για θρόνο τον ουρανό, όσο πιο πολύ μένει μόνος και σιωπηλός Αυτός που είναι ο Λόγος και η Σοφία, τόσο πιο πολύ στον ορίζοντα της δύστυχης ζωής και της καρδιάς των ανθρώπων φέγγει και χαράζεται το γλυκό μυστήριο της Ανάστασης.


     Μία–μία, όλες Του οι συγκινητικές και πρωτάκουστες αδυναμίες είναι για μας πηγή δύναμης, αναγέννησης και ανάπλασης. Κανείς από μας δεν το έλπιζε, κανείς από μας δεν το περίμενε, δεν μπορούσε να το διανοηθεί: ότι θα μπορούσε να μας επισκεφθεί, εκεί στην έδρα της δυστυχίας μας, στον πικρό και θεοσκότεινο άδη των αμαρτιών μας, να έρθει να μας βρει, να μας σηκώσει και να μας αρπάξει με στοργή και δύναμη η Θεία Αγάπη, ο Χριστός που έπαθε, νεκρώθηκε και θάφτηκε για μας.

     Και τι καλό είδε πάνω μας; Τίποτα! Όλα τα καλά τα κατάργησε η αμαρτία μας. Τα έκανε κομμάτια και θρύψαλα. Όπως κομμάτια και θρύψαλα έγιναν εξαιτίας της ολάκερη η ζωή μας, οι άνθρωποί μας, τα όνειρα και τα σχέδιά μας. Μια μυστική και λιγοστή προαίρεση είχαμε μέσα στα φυλλοκάρδια μας –που κι αυτή πάλι Αυτός μας τη δώρισε– και μέσ’ απ’ αυτήν, πού και πού, φωνάζαμε με όλη τη δύναμη του στεναγμού και του λυγμού της ιερής μας συντριβής: «Κύριε, ελέησον!», «Κύριε, ήμαρτον!», «Κύριε σώσε με!».

     Αυτό, ήταν. Μετά, όλος εκείνος ο άδης που πριν έσφιγγε, πλάκωνε και μαράζωνε το είναι μας, άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο αδύναμος, πιο φρούδος. Είναι που με κάθε προσευχή και με κάθε μετάνοια Αυτός έρχεται και κατεβαίνει. Και πάντα κάποια αμαυρωμένη εικόνα Του βρίσκει ως Ευεργέτης. Και συντρίβει τους χίλιους τόσους θανάτους που κουβαλάει σιωπηλά η καρδιά. Πόσο σπαραχτική ανάγκη έχουμε την κάθοδό Του στον άδη της «βαθείας καρδίας» μας! Και το μεγάλο μυστήριο της Ανάστασης, αρχίζει και λαμβάνει χώρα στη ψυχή με άλλη αίσθηση και με άλλη γνώση. Και σηκώνεται αθόρυβα σαν ωραίο λιβανωτό η ειρηνική γνώση του εαυτού μας: Κύριε, πώς ζούσα με τόση αγνωσία Σου! Πώς ζούσα δίχως τη Ζωή Σου! Πώς πορευόμουν δίχως τη Δύναμή Σου! Πώς δεν εμπνεόμουν και δεν ενισχυόμουν από την Ταπείνωσή Σου! Πώς σκεφτόμουν και ενεργούσα δίχως το Φως και τον φωτισμό Σου! Πώς ζούσα και συζούσα και απευθυνόμουν προς τις καρδιές των συνανθρώπων μου, δίχως την Ειρήνη Σου! Πώς τολμούσα να υπάρχω δίχως τη δίψα της Χάρης σου; Πώς ανέπνεα δίχως πόθο για Σένα, που είσαι η σάρωση, η αναίρεση, η ήττα και η κατάργηση του άδη του δικού μου είναι, που είσαι εκείνη η Πρώτη, η συνεχής, η διαρκής, η παντοτινή και άληκτη Ανάσταση της καρδιάς μου;
     Ο πόνος της αμαρτίας μάς έδωσε μια γόνιμη πείρα, και εξαιτίας της δεν παύουμε να κράζουμε προς Αυτόν με όλη τη δύναμη της ειλικρίνειας των πόθων μας: «Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν»· τη γη της «βαθείας» καρδιάς μας!
     Πάλι είπα πολλά.
     Ίσα για να μη πω το κυριότερο:
     Δόξα Σοι, Κύριε, δόξα Σοι!
     Δόξα Σοι και τη Ση Αναστάσει!

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται 
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων 
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου