Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

ΑΛΕΞΙΟΣ, Ο ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΣ

ΑΛΕΞΙΟΣ, Ο ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΣ


     Όταν ήμασταν στην Νέα Σκήτη (από Σεπτέμβριο του 1953), ήλθε να μείνει για λίγο κοντά μας ένας νεαρός μοναχός, ο πατήρ Αλέξιος, ο οποίος ήταν δαιμονισμένος.
     Όταν ήταν στον κόσμο, δεκαοκτώ ετών παλικάρι, δούλευε στον θείο του, που ήταν καροποιός και έφτιαχνε κάρα, καρότσια, ρόδες και κανένα βαρέλι. Ήταν εργατικό παιδί, αλλά δεν γνώριζε και πολλά περί πνευματικής ζωής.


     Μια καλοκαιρινή μέρα, καθώς ήταν κουρασμένος, πήγε να κοιμηθεί πάνω σ’ ένα καρότσι. Από ’κει, λοιπόν, είδε μια μαύρη γάτα να πηγαίνει στην κουζίνα. Επειδή φοβήθηκε ότι θα τους φάει το φαγητό, έτρεξε να την διώξει. Δεν ήταν όμως γάτα· δαιμόνιο ήταν.
     Μισοκοιμισμένος όπως ήταν, σκόνταψε και χτύπησε το πόδι του και με το χτύπημα βλασφήμησε τον Θεό. Αυτό ακριβώς περίμενε και το δαιμόνιο, για να τον καταλάβει (=να τον κυριεύσει).
     Από τότε ο νεαρός είχε όλο κομμάρες, κούραση, αδιαθεσίες, νεύρα. Πήγε σε νευροψυχιάτρους, αλλά τίποτα. Του έκαναν σχετικές αγωγές με ηρεμιστικά, αλλά αυτός κάθε μέρα χειροτέρευε. Κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Άρχισε να απελπίζεται, γιατί δεν ήξερε τι να κάνει.


     Μια μέρα, άκουσε ευκρινώς μια φωνή να του λέει: «Πήγαινε στο Άγιον Όρος να γίνεις μοναχός!». Αλλά δεν είχε ιδέα, όχι μόνον πού βρίσκεται το Άγιον Όρος, αλλά καν τι είναι «μοναχός». Άρχισε λοιπόν να ρωτάει:
     –Τι είναι «μοναχός»; Τι είναι «Άγιον Όρος»;
     Ρώτησε από ’δω, ρώτησε από ’κει, έμαθε μερικά πράγματα και έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί, υποτάχθηκε σ’ ένα απλό γεροντάκι, τον Γερο–Χαράλαμπο, που ήταν τσαγκάρης. Έμεινε, λοιπόν, μαζί του και εκάρη μοναχός με το όνομα Αλέξιος. Μόλις όμως έγινε η κουρά του, φανερώθηκε για τα καλά το δαιμόνιο, που είχε την μορφή γυναίκας του δρόμου. Όταν τον έπιανε, άλλαζε η φωνή του και γινόταν φωνή μιας κοινής πόρνης, πράγμα βέβαια εντελώς αφύσικο. Στις κρίσεις του έβριζε χυδαία.


     Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (1898–1959), όταν πήγαμε στην Νέα Σκήτη, έμαθε για τον πατέρα Αλέξιο και θέλησε κάπως να τον βοηθήσει. Τι σοφίστηκε για να τον πλησιάσει; Επειδή εκεί ψηλά που έμενε ο Γέροντας Ιωσήφ δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό, λέει στον αγιασμένο συνασκητή του, τον πατέρα Αρσένιο τον Σπηλαιώτη (1886–1983):
     –Πάτερ Αρσένιε, δεν φωνάζουμε εκείνον τον πατέρα Αλέξη να μας φτιάξει εκείνα τα βαρέλια;
     –Ναι, νά ’ναι ευλογημένο Γέροντα! Να τον φωνάξουμε.
     Τον φώναξαν, λοιπόν, και ήρθε να μείνει λίγο καιρό μαζί μας, μέχρι να φτιάξει τα βαρέλια. Ήρθε, λοιπόν, ο πατήρ Αλέξιος και τον έστειλε ο Γέροντας Ιωσήφ να μείνει κοντά μου, σ’ ένα παραδιπλανό ξεροκάλυβο. Στην ηλικία ήταν λίγο μεγαλύτερός μου. Εγώ εργαζόμουν μέσα στο εργαστήριο κάνοντας σφραγίδια (μικρές σκαλιστές σφραγίδες) κι εκείνος διόρθωνε τα βαρέλια απ’ έξω.


     Την τρίτη μέρα ήλθε μέσα και μου λέει:
     –Παπά, δεν μου μαθαίνεις κι εμένα να κάνω σφραγίδια; Αυτά τα βαρέλια που κάνω είναι βαριά δουλειά. Κι έχω αυτόν εδώ μέσα μου (λέγοντας έτσι, δεν ήθελε να ονομάσει τον δαίμονα που είχε μέσα του) που συνεχώς με καταρρακώνει.
     –Να σε μάθω, Αλέξη μου! Νά ’ναι ευλογημένο! Να, έτσι κι έτσι θα κάνεις. Τα εργαλεία είναι εδώ, τα ξύλα εκεί, τα δείγματα μπροστά σου. Σ’ αυτόν τον πάγκο θα εργάζεσαι. Μόνο που, καθώς βλέπεις εδώ στην συνοδεία, όλοι οι πατέρες δεν μιλούν, μόνο λένε συνεχώς την ευχή.
     Λέγοντας αυτά, ήθελα να αποφύγω όσο το δυνατόν την αργολογία (=τις περίσσιες, ανούσιες και μάταιες κουβέντες) στην προσευχή. Αλλά και κάτι άλλο μου γεννήθηκε στον νου εκείνη την στιγμή: «Άραγε, οι δαιμονισμένοι μπορούν να λέγουν την ευχή;».


     Πιάσαμε, λοιπόν, το εργόχειρο και την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Τι τα θέλεις; Δεν πέρασε ούτε λεπτό και άναψε μέσα του το δαιμόνιο. Κοκκίνισε, αγρίεψε! Ξαφνικά, δίνει μια κλωτσιά και –μπαααπ!– πάει η σφραγίδα, πάνε τα εργαλεία, πάει και το ξυράφι που μου το πέταξε πάνω μου. Πώς δεν μου πήρε τα δάχτυλα! Τι να κάνω; Αρπάζω τον Αλέξη, μην πέσει κάτω και χτυπήσει! Ενώ το δαιμόνιο, αλλάζοντας την φωνή του, άρχισε να φωνάζει, να αισχρολογεί, να απειλεί και να βρίζει.
     –Σκάσε, βρε κασίδη! Παύσε αυτό το μουρμουρητό! Τι λες τα ίδια λόγια συνέχεια; Παράτα αυτές τις λέξεις (δηλαδή το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»). Με ζάλισες! Καλά είμαι μέσα σου. Τι θέλεις και μ’ αναστατώνεις; Θα σε φάω! Θα σε κάνω κομμάτια! Θα σε ρημάξω!
     Εγώ, τον κρατούσα γερά να μη μου πέσει και το δαιμόνιο συνέχιζε:
     –Μπουρ, μπουρ, μπουρ! Σκάσεεεε! Τι το θέλεις αυτό το μουρμουρητό; Με ζάλισες! Θα σταματήσεις, ρε; Θα σταματήσεις;
     Μίσος με την ευχή, το δαιμόνιο. Και αφού τον παίδευσε για τα καλά, τον άφησε και ησύχασε.


     Συνήλθε ο πατήρ Αλέξιος, γύρισε στο κανονικό χρώμα του και μου λέει:
     –Είδες τι μου κάνει; Να, αυτά τραβώ συνέχεια.
     –Υπομονή, αδελφέ μου, υπομονή. Μη του δίνεις σημασία. Δεν είναι δικά σου αυτά για να στεναχωρείσαι. Μόνο εσύ φρόντιζε να λες την ευχή συνέχεια.

     Όταν σχολάσαμε από το εργόχειρό μας, πήραμε τους ντορβάδες μας και ξεκινήσαμε να πάμε προς τον Γέροντα Ιωσήφ, για να φάμε. Στον δρόμο, μου λέει ο πατήρ Αλέξιος:
     –Πώς κάνετε εσείς τις αγρυπνίες το βράδυ;
     –Εμείς, τώρα το καλοκαίρι, βγαίνουμε έξω με το κομποσχοίνι και κάνουμε τον κανόνα μας με την ευχή και με μετάνοιες, για ώρες.
     –Κι εγώ με το κομποσχοίνι την ευχή θα λέω, δεν θα ψέλνω, θα λέω κι εγώ προσευχή τώρα.
     –Να κάνεις κι εσύ έτσι, Αλέξη μου, του είπα.
     Λοιπόν, όταν ανεβαίναμε προς τον Γέροντα, πάνω στον ανήφορο, εγώ μπροστά, πίσω αυτός, τι μου λέει;
     –Παπά!... Ε, παπά!...
     –Έλα, Αλέξη.
     –Να κάνω καμιά ευχή και γι’ αυτόν που έχω μέσα μου, να τον ελεήσει ο Θεός;


     Ε, τι ήταν να το πει, ο ταλαίπωρος! Παρευθύς, τον πιάνει το δαιμόνιο, τον σηκώνει πάνω στον αέρα και τον βροντάει κάτω σαν χταπόδι! Τραντάχθηκε ο τόπος! Πάει ο ντουρβάς, πάει ο σκούφος, πάει το μπαστούνι, πάνε όλα. Και σπάραζε. Άλλαξε η φωνή του και άρχισε το δαιμόνιο να φωνάζει με φωνή γυναικός:
     –Σκάσε κασίδηηηη! Σκάσε, σου είπα! Τι είναι αυτά που λες; Τι, «έλεος»; Όχι, «έλεος»! Δεν θέλω έλεος! Όχι! Τι έκανα να ζητώ, εγώ, «έλεος»; Είναι άδικος ο Θεός! Για μια μικρή αμαρτία, για μια υπερηφάνεια με εξόρισε από την δόξα μου. Δεν φταίμε εμείς. Αυτός φταίει! Αυτός να μετανοήσει! Όχι, εμείς! Μακριά από «έλεος»!
     Τον έπιασα πάλι, μη χτυπηθεί πουθενά και σκοτωθεί. Τον παίδευσε πολύ το δαιμόνιο και τον έκανε ράκος. 
     Εγώ έφριξα από τα λεγόμενα του δαίμονος. Σε λίγα λεπτά κατάλαβα διά της πείρας, όσα θα μου ήταν αδύνατο να καταλάβω διαβάζοντας «Περί δαιμόνων» μέσα από χιλιάδες βιβλία.
     Μετά συνήλθε, του φόρεσα τον σκούφο και συνεχίσαμε τον δρόμο μας προς τον Γέροντα Ιωσήφ. Τελικά, φθάσαμε πάνω.


     Ο Γέροντας τον δεχόταν και του μιλούσε πάντοτε με πολλή αγάπη. Και ήταν πάντα ήρεμος μαζί του. Προσευχόταν πολύ για τους δαιμονισμένους, διότι γνώριζε τι μαρτύριο υπέμεναν αυτοί από τους δαίμονες. Και μας έλεγε: «Εάν εμείς, που τους έχουμε απ’ έξω, παιδευόμαστε τόσο από τους λογισμούς και τα πάθη, τι μαρτύριο υποφέρουν αυτοί οι δυστυχείς, που τους έχουν μέρα–νύχτα μέσα τους;». Και, κουνώντας το κεφάλι του λυπηρά, συμπλήρωνε: «Ίσως αυτοί να περνούν την κόλασή τους εδώ. Όμως, αλλοίμονο σ’ εκείνους, που δεν θα μετανοήσουν για να τους παιδεύει εύσπλαχνα ο Θεός, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην παρούσα ζωή».
     Και κατόπιν ανέφερε: «Εάν βλέπεις άνθρωπο ν’ αμαρτάνει φανερά και να μη μετανοεί και να μη του συμβαίνει κανένα λυπηρό στην παρούσα ζωή μέχρι την ώρα του θανάτου του, να γνωρίζεις ότι η εξέταση αυτού του ανθρώπου θα είναι χωρίς έλεος κατά την ώρα της Κρίσεως». Και με τα λόγια αυτά του Γέροντος Ιωσήφ, εμείς αρχίζαμε να βλέπουμε ολοένα και συμπαθέστερα τον πειραζόμενο αδελφό.


     Εγώ, μετά το γεύμα, γύρισα πίσω στο καλυβάκι μου και ξέχασα τον πατέρα Αλέξιο. Το βράδυ, λοιπόν, άρχισα την αγρυπνία μου έξω, κατά το σύνηθες. Ξαφνικά, από το διπλανό ξεροκάλυβο, άκουσα μια γυναίκα να φωνάζει. Ξαφνιάστηκα και αναρωτήθηκα μέσα μου: «Πώς ήρθε γυναίκα στο Άγιον Όρος; Μήπως ήρθε κανένα καΐκι;». Δεν ήταν «γυναίκα», όμως· ο πατήρ Αλέξιος ήταν!
     Στην βραδυνή ακολουθία δεν πήγε στην εκκλησία μαζί με τους πατέρες, αλλά έμεινε μόνος στην καλύβα με το κομποσχοίνι και φώναζε συνεχώς την ευχή. Και τον έπιασε το δαιμόνιο και τσίριζε με γυναικεία φωνή:
     –Σκάσεεεε! Σκάσε, σου είπα! Μ’ έσκασες! Τι κάθεσαι εδώ έξω και γυρίζεις τα βράχια και μουρμουρίζεις; «Μπουρ, μπουρ, μπουρ»! Πήγαινε μέσα μαζί με τους άλλους κι άφησε αυτό το μουρμουρητό! Πήγαινε να βοηθήσεις τον Γέροντά σου· που τον άφησες μόνο του, τον άνθρωπο, να διαβάζει! Δεν μπορεί να βγάλει την ακολουθία και μού ’πιασες το κομπολόι «μπουρ, μπουρ, μπουρ»! Τι λες και ξαναλές τα ίδια μέρα–νύχτα και δεν μ’ αφήνεις στιγμή να ησυχάσω; Με ζάλισες! Με ζεμάτισες! Με καις! Δεν το καταλαβαίνεις; (Το δαιμόνιο καιγόταν με το κομποσχοίνι· τον έκαιγε το όνομα του Ιησού Χριστού).
     Το πρωί, ήρθε ο πατήρ Αλέξιος και μου διηγήθηκε τι συνέβη το βράδυ. Του είπα κι εγώ τότε:
     –Το κομποσχοίνι, τον καίει; Ε, με το κομποσχοίνι συνέχισε κι εσύ!


     Και αφού έλαβε πείρα, πόσο η ευχή καίει τον δαίμονα, φώναζε ο πατήρ Αλέξιος:
     «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!
     »Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!
     »Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!».

     Κι εκεί που τριγύριζε τα βράχια λέγοντας ακατάπαυστα την ευχή, ξαφνικά, άλλαζε η φωνή του και άρχιζε ο δαίμων τα δικά του. Και όταν περνούσε η ώρα του πειρασμού, εκείνος πάλι έλεγε την ευχή με το κομποσχοίνι:
     «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!».


     Είχε καταλάβει πολύ καλά αυτό που ο διάβολος νόμιζε ότι δεν μπορεί να καταλάβει. Και, πραγματικά, ήταν πόνος ψυχής αλλά και μια ελπίδα, να τον βλέπεις να υποφέρει, ν’ αγωνίζεται, να υπομένει.
     Έμεινε καιρό μαζί μας και, αρκετά βελτιωμένος, έφυγε.
     Δεν τον ξαναείδαμε, όμως.
     Ο Θεός γνωρίζει τι απέγινε…

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ



[(1) Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου:
«Ο Γέροντάς μου,
ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης
(1897–1959)»,
μέρος 2ο, κεφ. ια΄, σελ. 408–413,
έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου,
Αριζόνας, USA 2008.
(2) Του ίδιου:
«Πατρικαί νουθεσίαι»,
κεφ. ιε΄, λόγος 1ος, σελ. 398–401,
έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου,
Άγιον Όρος, 19984.
(3) Η σύνθεση
της υπότιτλης φωτογραφίας
είναι έργο της φίλης Φανής Άστα, 
την οποία ευχαριστώ
για την ευγενική συμβολή της.]









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου