Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

ΟΙ ΤΕΛΕΙΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΟΙ

ΟΙ ΤΕΛΕΙΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΟΙ
Η διάσπαση της ανατολικής πνευματικότητας


     Η Δύση έχει θεσμοθετήσει τον μοναχισμό και την τάξη των λαϊκών σαν δύο μορφές ζωής· η μια που απαντά στις «συμβουλές» (consilia) και η άλλη στις «εντολές» (praecepta) του Ευαγγελίου. Έτσι το ενιαίο απόλυτο βρέθηκε διασπασμένο. Από την μια μεριά προχωρούν οι «τέλειοι», από την άλλη μεριά στέκονται οι «αδύνατοι», ζώντας μέσα στα ημίμετρα. Μια ασκητική αντίληψη δεν δικαιώνει την έγγαμη ζωή, παρά μόνο καθόσον γεννά παρθένες και επανδρώνει μοναστήρια.


     Ο βαθειά ομοιογενής χαρακτήρας της ανατολικής πνευματικότητας αγνοεί τη διαφορά ανάμεσα στις «εντολές» και στις ευαγγελικές «συμβουλές». Ολόκληρη την απαίτηση του Ευαγγελίου την απευθύνει σε όλους και στον καθένα. «Όταν ο Χριστός», λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (349–407), «παραγγέλλει να ακολουθούμε τη στενή οδό, απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους. Ο μοναχός και ο κοσμικός οφείλουν να φθάσουν στα ίδια ύψη» (Εις την προς Εβραίους 7, 4· Προς τους πολεμούντας τοις επι το μονάζειν ενάγουσιν 3, 14). Βλέπουμε καλά ότι δεν υπάρχει παρά μία μόνο πνευματικότητα για όλους, χωρίς καμιά διάκριση ως προς την απαίτησή της για τον επίσκοπο, τον μοναχό ή τον λαϊκό και αυτή είναι η μοναστική πνευματικότητα. Αλλά αυτή διαμορφώθηκε από τους μοναχούς–λαϊκούς, γεγονός που δίνει στον όρο «λαϊκός» ένα νόημα κατ’ εξοχήν πνευματικό και εκκλησιαστικό.


     Πράγματι, κατά τους μεγάλους διδασκάλους της πνευματικής ζωής, οι μοναχοί δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκείνοι που θέλουν «να σωθούν», αυτοί «που ζουν ευαγγελικά», αυτοί «που ζητούν το Ένα και Μοναδικό που έχουμε όλοι ανάγκη» και «βιάζουν το εαυτό τους σε όλα» (Ευάγριος (346–399)· PG 79, 180D). Είναι τελείως προφανές ότι τα λόγια αυτά καθορίζουν ακριβώς την κατάσταση κάθε λαϊκού–πιστού. Ο άγιος Νείλος (;–1651) φρονεί ότι όλες οι μοναχικές συνήθειες επιβάλλονται και στους ανθρώπους του κόσμου. Όπως λέει γι’ ακόμη μια φορά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Εκείνοι που ζουν μέσα στον κόσμο, παρ’ ότι είναι έγγαμοι, οφείλουν καθ’ όλα τ’ άλλα να μοιάζουν με τους μοναχούς». «Απατάσθε πολύ, αν νομίζετε ότι υπάρχουν άλλα πράγματα που απαιτούνται από τους κοσμικούς και άλλα από τους μοναχούς… Όλοι θα λογοδοτήσουν παρόμοια» (Ομιλία εις την προς Εβραίους, 7, 4· πρβλ. Εις Εφεσ. Ομιλ. 20). Η προσευχή, η νηστεία, η μελέτη των Γραφών, η ασκητική πειθαρχία επιβάλλονται εξ ίσου σε όλους. Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (759–826), σε επιστολή του προς ένα βυζαντινό αξιωματούχο, παρουσιάζει το πρόγραμμα της μοναχικής ζωής και καθορίζει: «Μη νομίζεις ότι όλ’ αυτά που σου αναφέρω αφορούν και ισχύουν μόνο για τους μοναχούς και όχι εξ ίσου και για τους λαϊκούς» (PG 99, 1388).


     Όταν οι Πατέρες μιλούσαν, απευθύνονταν σε όλα τα μέλη του Σώματος, χωρίς καμιά διάκριση ανάμεσα στους κληρικούς και τους λαϊκούς, μιλούσαν προς το «βασίλειο ιεράτευμα», το καθολικό ιεράτευμα. Η τωρινή πολλαπλότητα των θεολογιών, που ξεχωρίζουν τους επισκόπους, τους λοιπούς κληρικούς, τους μοναχούς, τους λαϊκούς, άγνωστη στους χρόνους των Πατέρων, θα ήταν μάλιστα ακατανόητη γι’ αυτούς. Το Ευαγγέλιο στο σύνολό του αναφέρεται σε κάθε ιδιαίτερο πρόβλημα του κάθε περιβάλλοντος.


     Από την άλλη μεριά, μερικές μεγάλες μορφές ανάμεσα στους μοναχούς, δείχνουν ένα καθαρό ξεπέρασμα της δικής τους καταστάσεως, όπως και κάθε σχήματος ή καθορισμένης μορφής. Τέτοιος είναι π.χ. ο τύπος, ο τόσο φωτισμένος του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ (1759–1833). Δεν μόρφωσε μαθητές, δεν είναι καθόλου διδάσκαλος μιας σχολής και, εντούτοις, είναι διδάσκαλος όλων, γιατί η μαρτυρία του για την Ορθοδοξία ξεπερνά κάθε τι που είναι τύπος, κατηγορία, μορφή, ορισμός, όριο. Η πασχαλινή χαρά του δεν προέρχεται από την ιδιοσυγκρασία του, αλλά μας κάνει να ακούσουμε τον ύμνο της ίδιας της Ορθοδοξίας. Με μια γλώσσα συνηθισμένη λέει πράγματα ασυνήθιστα, που τα διδάχθηκε από το Άγιο Πνεύμα. Ύστερα από μια τρομερή μάχη, στη σκιά μιας σιωπής που κρύβει μια ζωή, την οποία κανένας μοναχός δεν μπορούσε να υποφέρει, ο άγιος Σεραφείμ εγκαταλείπει τις ακραίες μορφές του –του ερημίτη και του στηλίτη– και εξέρχεται προς τον κόσμο. «Επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος», υπερβαίνει τον ίδιο τον μοναχισμό. 


     Σ’ ένα κάποιο βαθμό δεν είναι πια μήτε μοναχός, αποτραβηγμένος από τον κόσμο, μήτε άνθρωπος που ζει ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι και το ένα και το άλλο· και τούτο το ξεπέρασμα και των δύο, μαρτυρεί ουσιαστικά για το Άγιο Πνεύμα. Λέει στον Νικόλαο Μοτοβίλωφ, στον περίφημο διάλογό τους (αρχές του Νοεμβρίου του 1831, μια ημέρα Πέμπτη): «Δεν εδόθη μόνο σε σένα να καταλάβεις αυτά τα πράγματα, αλλά διά μέσω σου και σε ολόκληρο τον κόσμο· να είσαι στερεωμένος στο έργο του Θεού για την ωφέλεια των πολλών. Όσο δε αφορά στο γεγονός ότι εσύ είσαι λαϊκός και στο ότι εγώ είμαι μοναχός, αυτό δεν χρειάζεται να το σκέφτεσαι καθόλου… Ο Κύριος αναζητά τις καρδιές που είναι γεμάτες από αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον. Ιδού ο θρόνος πάνω στον οποίο Αυτός αρέσκεται να κάθεται και πάνω στον οποίο εμφανίζεται με όλη την ουράνια δόξα Του: “Δωσ’ Μου, γιε Μου, την καρδιά σου!...” λέει (βλ. Παροιμ. 23:26), γιατί μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, βρίσκεται η Βασιλεία του Θεού (πρβλ. Λουκ. 17:21). Ο Κύριος ακούει τις προσευχές του μοναχού, όπως ακούει και τις προσευχές του λαϊκού, αρκεί και οι δύο τους να έχουν ορθή πίστη, να είναι πραγματικά πιστοί και να αγαπούν τον Θεό από τα βάθη της ψυχής τους· διότι, αν η πίστη τους είναι σαν τον κόκκο του σιναπιού (πρβλ. Ματθ. 13:31–32), και οι δύο θα μετακινήσουν όρη».


     Ο άγιος Τύχων του Ζαντόνσκ (1724–1783) έγραφε μέσα στο ίδιο πνεύμα προς τις εκκλησιαστικές αρχές: «Μη βιάζεσθε να πληθύνετε τους μοναχούς. Το μαύρο ράσο (από μόνο του) δεν σώζει καθόλου. Εκείνος που φορεί άσπρα ρούχα και έχει το πνεύμα της υπακοής, της ταπείνωσης και της αγνότητας, αυτός είναι ένας πραγματικός μοναχός του εσωτερικευμένου μοναχισμού».



     Ο μοναχισμός συγκεντρωμένος στα έσχατα πράγματα, άλλαξε άλλοτε την μορφή του κόσμου. Σήμερα, κάνει έκκληση σε όλους, στους λαϊκούς όπως και στους μοναχούς, και θέτει μια κλήση που είναι καθολική (σημ.: γιατί είναι κλήση απόλυτα Χριστοευαγγελική). Τώρα για τον καθένα μας είναι θέμα ενός τρόπου προσαρμογής, ενός προσωπικού αντίστοιχου των μοναχικών ευχών…

ΠΑΥΛΟΣ Ν. ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ
(1901–1970)



[(1) Παύλου Ευδοκίμωφ:
«Η Πάλη με τον Θεόν»,
μέρος β΄, κεφ. 7ο, §β΄, σελ. 160–163,
μετάφραση: Ι. Κ. Παπαδόπουλος,
«Θεολογικά Δοκίμια»–1,
υπό Παναγιώτου Κ. Χρήστου,
έκδοσις Πατριαρχικόν Ίδρυμα
Πατερικών Μελετών,
Θεσσαλονίκη 1970.
(2) Μητροπολίτου 
Αττικής και Μεγαρίδος
Νικόδημου Γκατζηρούλη:
«Ο Σεραφείμ του Σαρώφ»,
μέρος β΄, σελ. 109,
εκδόσεις «Σπορά»,
σειρά «Νέο Στούδιο», 
Αθήνα 19924.
(3) Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς:
«Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, Βίος»,
α΄ μέρος, σελ. 70–73,
μετάφραση: Βασιλική Νικολακάκη,
εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας»,
Θεσσαλονίκη 20018.]







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου