Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

ΤΟ «ΘΑΥΜΑ» ΤΟΥ ΦΑΚΙΡΗ

ΤΟ «ΘΑΥΜΑ» ΤΟΥ ΦΑΚΙΡΗ



     Λίγο πριν το 1900, ο αρχιμανδρίτης Νικόλαος Ντρομπιάζγκιν (†1924), Ρώσος ιεραπόστολος στην Κίνα και στην Ινδία, ταξίδευε με πλοίο στον Ινδικό Ωκεανό.

     Ήταν μια ζεστή τροπική μέρα. Το πλοίο έπιασε στο λιμάνι του Κολόμπο, στην Κεϋλάνη (σημερινή Σρι Λάνκα), για ν’ ανεφοδιαστεί με κάρβουνο. Οι επιβάτες, που στη διάρκεια του ταξιδιού είχαν γνωριστεί μεταξύ τους, βγήκαν στην παραλία. Ο π. Νικόλαος προσκολλήθηκε σε μια μικρή ομάδα, που είχε ως ξεναγό τον συνταγματάρχη Έλιοτ. Ο συνταγματάρχης, που, έχοντας ζήσει παλιότερα στο Κολόμπο, γνώριζε καλά την περιοχή, τους έκανε μια δελεαστική πρόταση.
     –Κυρίες και κύριοι! Θα θέλατε να πάμε λίγα μίλια έξω από την πόλη και να επισκεφθούμε έναν φακίρη της περιοχής; Μπορεί να δούμε κάτι ενδιαφέρον…
     Όλοι δέχτηκαν την πρόταση με ενθουσιασμό.

     Είχε κιόλας βραδιάσει, όταν άφηναν πίσω τους τους θορυβώδεις δρόμους του Κολόμπο κι έπαιρναν έναν θαυμάσιο δρόμο που διέσχιζε τη ζούγκλα. Προς το τέλος του ο δρόμος φάρδαινε απότομα. Βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα μικρό ξέφωτο, κυκλωμένο από τη ζούγκλα. Σε μιαν άκρη του, κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, υπήρχε κάτι σαν καλύβα και δίπλα της σιγόκαιγε μια μικρή φωτιά. Ένας λεπτός, αποστεωμένος γέρος με τουρμπάνι στο κεφάλι καθόταν σταυροπόδι, κοιτάζοντας τη φωτιά. Παρά το θόρυβο από την άφιξη των ξένων, συνέχισε να κάθεται τελείως ακίνητος, δίχως να τους δίνει την παραμικρή προσοχή.


     Μέσ’ από το σκοτάδι εμφανίστηκε ένας νεαρός. Πλησίασε το συνταγματάρχη και τον ρώτησε κάτι χαμηλόφωνα. Σε λίγο έφερε μερικά σκαμνιά. Η ομάδα των επισκεπτών κάθισε γύρω από τη φωτιά.
     Ένας λεπτός αρωματικός καπνός υψώθηκε. Ο γέρος καθόταν πάντα στην ίδια στάση, δείχνοντας να μην προσέχει τίποτα. Όλοι σώπαιναν και περίμεναν να δουν τι θα γινόταν. Ξάφνου, μια κοπέλα, η Μαίρη, ψιθύρισε ταραγμένα:
     –Κοιτάξτε! Κοιτάξτε εκεί, στο δέντρο!

     Όλοι γύρισαν τα κεφάλια τους προς την κατεύθυνση που έδειξε. Και τι να δουν! Ολόκληρη η επιφάνεια της τεράστιας φυλλωσιάς του δέντρου, κάτω από το οποίο καθόταν ο φακίρης, κυμάτιζε ήρεμα μέσα στο απαλό φεγγαρόφωτο, ενώ το ίδιο το δέντρο άρχισε σιγά–σιγά να διαλύεται και να χάνει το περίγραμμά του. Λες και κάποιο αόρατο χέρι είχε ρίξει πάνω του ένα αέρινο κάλυμμα, που από στιγμή σε στιγμή γινόταν όλο και πυκνότερο.

     Πολύ σύντομα, εμφανίστηκε ολοκάθαρα μπροστά στα έκπληκτα βλέμματα των επισκεπτών η κυματιστή επιφάνεια της θάλασσας. Μ’ ένα ελαφρό βουητό, το ένα κύμα ερχόταν πίσω από το άλλο, σχηματίζοντας λευκούς αφρούς. Και τότε φάνηκε μακριά ένα άσπρο πλοίο. Παχύς καπνός έβγαινε από τις δυο μεγάλες καμινάδες του. Πλησίαζε γοργά, σχίζοντας τα νερά.


     Οι ταξιδιώτες με κατάπληξη αναγνώρισαν το πλοίο τους, αυτό που τους είχε φέρει στο Κολόμπο! Διάβαζαν, μάλιστα, στην πρύμνη το όνομά του: «Λουΐζα». Ωστόσο, το πιο αναπάντεχο ήταν, ότι πάνω στο πλοίο είδαν τους ίδιους τους εαυτούς τους να συζητούν και να γελούν!

     Ο π. Νικόλαος έβλεπε σαν σε κινηματογραφική ταινία, –σε εποχή, ας μην το ξεχνάμε, που ο κινηματογράφος δεν είχε ακόμα εφευρεθεί– όχι μόνο τον εαυτό του ανάμεσα στους επιβάτες, αλλά και ό,τι γινόταν στο πλοίο μέχρι τις μικρότερες λεπτομέρειες: το πλήρωμα στα πόστα τους, τον πλοίαρχο στην καμπίνα του, ακόμα και την πιθηκίνα «Νέλλυ» να τρώει μπανάνες ανεβασμένη στον κεντρικό ιστό. Η γοητεία από το θέαμα ήταν τόσο δυνατή, που ο νους και η καρδιά του είχαν σωπάσει.
     Την ίδια ώρα οι συνταξιδιώτες του, καθισμένοι στο υπαίθριο εκείνο «θεωρείο», ήταν αναστατωμένοι με όσα έβλεπαν και εξωτερίκευαν τα συναισθήματά τους με σιγανά επιφωνήματα και αγωνιώδεις ψιθύρους.
     Η καρδιά του ιεραπόστολου άρχισε να χτυπάει δυνατά, σημαίνοντας συναγερμό. Ένας παράξενος φόβος τον κυρίεψε. Τα χείλη του άρχισαν να κινούνται και να λένε:
     –«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν»!


     Αμέσως ένιωσε ανακούφιση. Λες και κάποιες μυστηριώδεις αλυσίδες έπεσαν από πάνω του. Η προσευχή του γινόταν όλο και πιο συγκεντρωμένη. Μαζί μ’ αυτήν η ειρήνη ξαναγύριζε στην ψυχή του.
     Συνέχιζε να κοιτάζει προς το δέντρο. Ξαφνικά, η εικόνα θόλωσε και διαλύθηκε, σαν να την έδιωχνε κάποιος άνεμος. Ο π. Νικόλαος δεν έβλεπε τίποτα πια, εκτός από το μεγάλο δέντρο μέσα στο φεγγαρόφωτο και το φακίρη καθισμένο δίπλα στη φωτιά. Οι σύντροφοί του, όμως, ατένιζαν ακόμα την εικόνα, που γι’ αυτούς δεν είχε χαθεί.

     Τότε, πρέπει να έπαθε «κάτι» ο φακίρης, γιατί έχασε την ισορροπία του και κύλισε στο πλάι. Ο νεαρός έτρεξε κοντά του αλαφιασμένος. Η παράσταση διακόπηκε απότομα.


     Οι θεατές, βαθιά επηρεασμένοι από την εμπειρία τους, σηκώθηκαν. Άρχισαν να συζητούν ζωηρά τις εντυπώσεις τους, χωρίς να καταλαβαίνουν για ποιο λόγο διακόπηκαν όλα τόσο απότομα. Ο νεαρός το απέδωσε στην «εξάντληση» του φακίρη, που καθόταν τώρα, όπως και πριν, με το κεφάλι χαμηλωμένο, μη δίνοντας την παραμικρή προσοχή στους ξένους.

     Οι ταξιδιώτες, αφού, μέσου του νεαρού, αντάμειψαν γενναιόδωρα το φακίρη για το «καταπληκτικό» θέαμα που τους προσέφερε, ετοιμάστηκαν για την επιστροφή.

     Καθώς ξεκινούσαν, ο π. Νικόλαος, άθελά του γύρισε πάλι να κοιτάξει το όλο σκηνικό. Και τότε ανατρίχιασε από μια δυσάρεστη αίσθηση. Το βλέμμα του συνάντησε το βλέμμα του φακίρη, που τον κοίταζε γεμάτος μίσος…




[(1) Περιοδικό «Αγιορείτικη Μαρτυρία»,
έκδ. Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου,
τεύχ. 5/1989 και 6/1989–1990.
(2) «Οι δαίμονες και τα έργα τους»,
μέρος β΄, κεφ. 3ο, §25, σελ. 354–357,
έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου,
Ωρωπός Αττικής, Σεπτέμβριος 20052.]








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου