Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΝΔΙΑ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΝΔΙΑ


[Ο Διονύσιος Φαρασιώτης
διηγείται γεγονότα του 1984,
όταν, τραυματισμένος ψυχικά
και καταρρακωμένος πνευματικά
από την πολύμηνη παραμονή του
σε ινδουϊστικά μοναστήρια της Ινδίας
(τα λεγόμενα «Άσραμ»),
επέστρεψε στην Ελλάδα
και πήρε τον χλοερό δρόμο
της «Παναγούδας», του Κελλιού
του Αγίου πλέον
Παϊσίου του Αγιορείτου (1924–1994).]



     Ήταν Μάρτιος του 1984, όταν γύρισα στην Ελλάδα. Είχα ένα περίεργο αίσθημα «δύναμης». Αισθανόμουν …άτρωτος, πολύ δυνατότερος από τους ανθρώπους γύρω μου. Μπορώ να πω με ακρίβεια την αρχή αυτού του αισθήματος: «κάτι» είχε βγει από το σώμα εκείνου του Ολλανδού γιόγκι, του μαθητή του Babaji, και μπήκε μέσα μου. Τότε, «άλλαξα».

     Δεν είχε περάσει μήνας αφότου γύρισα από την Ινδία και βρισκόμουνα πάλι στο Άγιον Όρος. Η άνοιξη δεν είχε μπει για τα καλά, γι’ αυτό ο π. Παΐσιος μού είπε να περάσω μέσα στο αρχονταρίκι του.

     Πιάσαμε κουβέντα, δεν θυμάμαι ακριβώς για ποιο θέμα. Αυτή τη φορά ο χρόνος περνούσε και ο Γέροντας δεν έλεγε να με διώξει.

     Σε λίγο χτύπησε το κουδουνάκι. Μ’ άφησε ο Γέροντας μέσα στο δωμάτιο και πήγε ν’ ανοίξει.
     Δεν άργησε να φανεί στην πόρτα ένας επισκέπτης, πενηντάρης περίπου. Με χαιρέτησε και καθήσαμε και οι τρεις μας στο δωμάτιο.
     Αφού κεράστηκε ο άνθρωπος το καθιερωμένο λουκουμάκι με νερό, άρχισε μια γενική κουβέντα. Έπειτα από λίγο ο Γέροντας μού είπε να περάσω στο διπλανό δωμάτιο, όπου είχε την εκκλησία του.

     Σηκώθηκα, λοιπόν, και μπήκα στην εκκλησία. Προσκύνησα τις εικόνες και κάθησα σ’ ένα στασίδι, πότε λέγοντας την Ευχή, πότε χαζεύοντας έξω από το μικρό παράθυρο που βρισκόταν απέναντί μου. Ήταν ένα μουντό, συννεφιασμένο μεσημέρι...

     Συνέβη ξαφνικά. Έτσι, απότομα. Λες και γύρισε κάποιος διακόπτης και ξαφνικά έλαμψε δυνατό φως μέσα στο δωμάτιο.
     Έτσι απότομα απέκτησα μια καινούργια «αίσθηση». Το σώμα μου ήταν ακίνητο. Τα πράγματα μέσα στην εκκλησία έλαμπαν, άστραφταν! Λες και το κάθε αντικείμενο εξέπεμπε από μέσα του φως. Ακόμα και οι τοίχοι κατά κάποιον τρόπο ήταν φωτεινοί!


     Μέσα από το παράθυρο είδα ένα διάφανο, λευκό σαν νερό, αστραφτερό «συννεφάκι» χωρίς περίγραμμα, χωρίς μορφή. Φως λευκό, αστραφτερό ξεχυνόταν από μέσα του, ή καλύτερα να πω ότι ήταν ένα άυλο φως, περιορισμένο στο χώρο, ταχύτατα κινούμενο. Ήταν ένα φωτεινό όν! Πετούσε γύρω από το κελλί.

     Η αλλαγή αυτή, που μου συνέβη, άρχισε ξαφνικά, μόλις το είδα και έσβησε σιγά–σιγά.

     Ένιωθα μια βαθειά ηρεμία, μιαν ακλόνητη ειρήνη, μια πληρότητα, μια σιγουριά, έλλειψη κάθε φόβου. Το είδος, η ποιότητα και η ένταση των συναισθημάτων δεν είχαν τίποτε το ανάλογο με ό,τι γνώριζα, πριν αρχίσουν να μου συμβαίνουν τέτοια πράγματα.

     Έμεινα καθισμένος ήσυχα στο στασίδι μου. Έπειτα από λίγο, μπήκε ο Γέροντας. Γύρισα πολύ ήρεμος και του είπα:
     –Γέροντα, είδα έναν άγγελο…
     Με κοίταξε καλά–καλά στο πρόσωπο, μέσα στα μάτια, σαν να διάβαζε κάποια «σημάδια».
     –Αα!... Καλά… Πάμε μέσα..., είπε ήρεμα.

     Με πήρε μετά και μπήκαμε στο άλλο δωμάτιο, όπου περίμενε ο επισκέπτης. Είχαν τελειώσει την κουβέντα. Κόντευαν, πια, δύο ώρες που ήμουν στο Κελλί και περίμενα να μας ξεπροβοδίσει σιγά–σιγά. Ο Γέροντας, όμως, δεν έδειχνε τέτοια διάθεση. Μας άρχισε τις ιστορίες, διανθισμένες με πολλά αστεία.

     Ο επισκέπτης ήταν καθισμένος δίπλα στον Γέροντα, στον ίδιο πάγκο· εγώ χώρια, απέναντί τους, πάνω σ’ ένα κούτσουρο.

     Άρχισε να λέει μιαν ιστορία για «κάποιον»:
     –Που λέτε, είχε πάει κάποιος εκεί κάτω… (Έψαχνε να βρει τη λέξη). Στο Πακιστάν, να πούμε!... (Το είπε ευχαριστημένος που το βρήκε και με κοίταξε!). Εκεί, λέει, έμπλεξε ο άνθρωπος… Τον μουντζούρωσαν και στο πρόσωπο με κάτι στάχτες!…

     Θυμήθηκα τη στάμπα, από το καμένο βούτυρο της θυσίας, που μου έκανε ο γιόγκι μαθητής του Babaji στην Ινδία, ανάμεσα στα μάτια μου, και δαγκώθηκα...

     Καθώς μιλούσε ο Γέροντας, με κοιτούσε πότε–πότε με σημασία, ενώ τον περισσότερο χρόνο απευθυνόταν στον επισκέπτη.
     Γρήγορα κατάλαβα ότι μιλούσε για μένα. Για το ταξίδι μου που έκανα στην Ινδία. Και, μιλούσε με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην καταλαβαίνει ο άλλος ότι πρόκειται για μένα.


     Τώρα, πια, ένιωθα περίεργα. Μια ταραχή, μια αναστάτωση. «Κάτι» αντιδρούσε μέσα μου.

     –Εκεί κάτω, λοιπόν, τον πείραζε ο διάβολος. Όμως και αυτός έλεγε την Ευχή και δεν άφηνε τον διάβολο σε ησυχία.
     Γύρισε, με κοίταξε, εγώ κατάλαβα και άρχισα να λέω με το νου μου την Ευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!». Δεν πρόσεχα πια τόσο τη διήγηση· την προσοχή μου την τραβούσε η Ευχή.

     Εκεί που μιλούσε, και σαν να έλεγε μια φράση της «ιστορίας», γύρισε σε μένα και είπε:
     –Πνεύμα ακάθαρτο, βγες από το πλάσμα τούτο.
     Και αμέσως κατόπιν συνέχισε τη διήγησή του, ενώ κρατούσε τον άλλο από τον καρπό του χεριού του. Ύστερ’ από λίγο με ξανακοίταξε, λέγοντας πάντοτε σαν μέρος της «ιστορίας» τη φράση:
     –Πνεύμα ακάθαρτο, βγες από το πλάσμα τούτο.
     Το πρόσωπό του έλαμπε με μια μυστική κρυφή λάμψη, που ωστόσο γινόταν αντιληπτή από μένα. Ήταν σοβαρός και τα μάτια του είχαν πάρει μιαν έκφραση που λίγες φορές την έχω δει πάνω του, μιαν έκφραση που φανέρωνε την κρυφή δόξα της ψυχής του.
     Συνέχισα να λέω με ένταση την Ευχή. Εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσα να ξεκαθαρίσω τη σημασία αυτού που γινόταν.
     Γύρισε για τρίτη φορά και είπε:
     –Πνεύμα ακάθαρτο, βγες από το πλάσμα τούτο.

     Ένιωσα «κάτι» να βγαίνει από μέσα μου, «κάτι» άυλο να ξεχωρίζει και να ξεκολλάει από μένα. Ένιωθα να ελευθερώνονται το μυαλό και η ψυχή μου από την έντονη επίδραση κάποιου άλλου πνεύματος. Ένιωσα ξαλαφρωμένος, σαν ένα μεγάλο βάρος που δεν το καταλάβαινα προηγουμένως, να έφευγε από πάνω μου. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα το πόσο πιεσμένος ήμουν. Αυτό το «πράγμα» που βγήκε από μέσα μου, το ένιωσα να στέκεται πίσω αριστερά μου. Μια παρουσία, που η δύναμή της σε πλάκωνε! Βάραινε την ψυχή από μακριά!

     Σηκώθηκα ν’ απομακρυνθώ απ’ αυτή την παρουσία και γύρεψα «καταφύγιο», ανακουφισμένος και ήσυχος, στα γόνατα του Γέροντα. Πήγα και κάθισα κάτω στο πάτωμα, δίπλα στα πόδια του.


     Εκείνη τη στιγμή, σχεδόν ταυτόχρονα με τα λόγια του Γέροντα και τη δικιά μου ελευθέρωση, ο επισκέπτης τινάχτηκε όρθιος απότομα, με μιαν έκπληξη και έναν θαυμασμό, που τον είχαν φέρει εκτός εαυτού.
     –Παναγία μου! Παναγία μου! Τι, ευωδία είναι αυτή; Γέροντα! Γέροντα! (Φώναζε σαν να ευχαριστούσε) Είναι η Παναγία δίπλα!...
     Μια μεγάλη χαρά τον είχε καταλάβει και τον έκανε να ξεχάσει την ιστορία, τη συμπεριφορά του, τα πάντα. Φώναζε, φώναζε από τη χαρά του και μας παρακαλούσε να πάμε δίπλα στην εκκλησία.

     Εγώ, έπαψα πια να αισθάνομαι μέσα στο δωμάτιο τη φοβερή παρουσία αυτού του «πράγματος» που, πριν από τα λόγια του Γέροντα, το είχα φορτωθεί και το κουβαλούσα μέσα στην ψυχή μου. Ήταν η λάμψη της δόξας της Παναγίας που το είχε διώξει από την ψυχή μου και από το δωμάτιο, αυτό το «πνεύμα το ακάθαρτο», όπως το ονόμαζε ο Γέροντας; Ήταν το άρωμα της ψυχής Της, η πνευματική ευωδία της Παναγίας, που αντιλήφθηκε η ψυχή του επισκέπτη και πηδούσε σαν κουταβάκι από τη χαρά;… 

     Γι’ αυτά τα πράγματα κανείς δεν είναι βέβαιος, με εκείνο το είδος της βεβαιότητας, που στηρίζεται σ’ όσα βλέπουν τα μάτια μας και ακούνε τ’ αυτιά μας. Όμως υπάρχει και μια άλλου είδους βεβαιότητα, που γεννιέται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου από «θεϊκή πληροφορία». Αυτή η θεϊκή βεβαιότητα είναι πολύ βαθειά και σίγουρη.


     Σιγά–σιγά, μπήκαμε στην εκκλησία. Ήθελα να ευχαριστήσω τον Γέροντα και πήγα να του βάλω μια μετάνοια. Με εμπόδισε.
     –Εκεί, εκεί βάλε μετάνοια! Και μού ’δειξε με το χέρι του προς το μέρος του τέμπλου, όπου βρισκόταν η εικόνα της Παναγίας. Ο ίδιος, σαν μόλις να είχε αναγκαστεί να με προσέξει, ήταν στραμμένος προς τα ’κει και η στάση του έδειχνε κάποιαν αμηχανία κι έναν βαθύ σεβασμό.

     Γύρισα το κεφάλι προς την εικόνα, όμως δεν είδα τίποτα, γιατί, από τον τρόπο που κοιτούσε ο Γέροντας, περίμενα να δω κάποιον.
     –Έβαλα, Γέροντα, προηγουμένως μετάνοια.
     –Βάλε τώρα, βρε χαμένο, που σου λέω! μου απάντησε τρυφερά, δείχνοντάς μου με τις κινήσεις να βιαστώ. Έβαλα, λοιπόν, κι εγώ τη μετάνοια.
     Όταν, όμως, την έβαλα, ευχαριστήθηκε πολύ. Χάρηκε για λογαριασμό μου. Σαν τον πατέρα που βλέπει το γιο του να γίνεται δεκτός, ας πούμε, από τον Βασιλιά.

     Αυτά, ένιωθα και καταλάβαινα τότε. Τα γεγονότα ήταν τόσο έντονα και τόσα πολλά· ήρθαν το ένα ύστερα από το άλλο. Έτσι, δεν συνειδητοποιήσαμε τη βαρύτητα αυτών που συνέβαιναν εκείνη τη στιγμή. Σήμερα που γράφω, αναγνωρίζω ότι ήταν όντως πολύ μεγάλα αυτά που έγιναν, χωρίς ν’ αμφιβάλλω ούτε για τη δική μου αναξιότητα ούτε και για την αγιότητα του Γέροντα, που η τρυφερή του καρδιά πόνεσε να με βλέπει σε τέτοια χάλια. Γι’ αυτό προσευχήθηκε στον Θεό να με γιατρέψει με δυνατά φάρμακα, γιατί ήμουνα βαθειά άρρωστος. Και ο Θεός που ακούει τους ταπεινούς, τού ’κανε το χατήρι που ζήτησε...


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΦΑΡΑΣΙΩΤΗΣ



[(1) Διονυσίου Φαρασιώτη:
«Οι Γκουρού, ο νέος και ο Γέροντας Παΐσιος»,
μέρος 5ο, κεφ. 3ο, σελ. 254–262,
Θεσσαλονίκη 2009.
(2) «Οι δαίμονες και τα έργα τους»,
κεφ. 4ο, σελ. 488–493,
έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου,
Ωρωπός Αττικής, Σεπτέμβριος 20052.]












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου