Ο ΘΕΟΣ ΣΑΝ
ΚΡΙΤΗΣ
Η αιώνια ευαγγελική αλήθεια για τον Θεό σαν Κριτή δεν έχει επιβληθεί δια της βίας στην ανθρώπινη συνείδηση· ούτε η θέση της είναι αφύσικη μεταξύ των αληθειών
που έχουν ήδη αποκαλυφθεί. Αυτή η αλήθεια, είναι φυσικό και συστατικό μέρος της
θείας Αποκάλυψης, η οποία βρίσκεται μέσα στο Θεανθρώπινο Σώμα της Εκκλησίας. Χωρίς
αυτή την αλήθεια, η λογική της θείας Αποκάλυψης δεν θα ήταν θεία· και η Θεανθρώπινη
Οικονομία της σωτηρίας δεν θα ήταν ολοκληρωμένη. Χωρίς αυτή, η θεία Αποκάλυψη
θα ήταν παρόμοια μ’ έναν κόσμο που δεν έχει πάνω του ουρανό. Αυτή η αλήθεια,
είναι η στέγη που καλύπτει και ολοκληρώνει τον μαργαριτένιο ναό των
θεανθρώπινων αληθειών για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Η φύση των άλλων αγίων
δογμάτων και αληθειών είναι και δική της φύση· είναι ομοούσια μ’ αυτές τις
δογματικές αλήθειες· βρίσκεται μέσα σ’ αυτές, όπως και αυτές βρίσκονται μέσα
της· έχει την ίδια αξία και την ίδια ζωτική δύναμη μ’ αυτές και δεν μπορεί να
χωριστεί απ’ αυτές, επειδή όλες μαζί αποτελούν έναν (αδι)αχώριστο θεανθρώπινο οργανισμό.
Είναι φυσικό, ο Θεός, ο Οποίος είναι Δημιουργός, Σωτήρας και Αγιασμός,
να είναι ταυτόχρονα και Κριτής. Διότι σαν Δημιουργός μάς έβαλε από το μη είναι στο
είναι, καθορίζοντας σαν σκοπό της ύπαρξής μας την ομοίωση με τον Θεό, με τη θεοείδεια της ψυχής μας –θεοείδεια, την οποία τη λάβαμε σαν δώρο– και με την αύξηση στην αύξηση
του Θεού «να ανδρωθούμε και να γίνουμε ώριμοι πνευματικά, φτάνοντας στην
τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός»1·
σαν Σωτήρας, μας έσωσε από την αμαρτία, από το θάνατο και από το διάβολο,
εισάγοντας στη φύση του ανθρώπου –η οποία, εν τω μεταξύ είχε θνητοποιηθεί με
την αμαρτία– την αρχή και τη δύναμη της αναστάσεως και της αθανασίας· σαν
Αγιασμός, μας έδωσε μέσα στο Θεανθρώπινο Σώμα Του –την Εκκλησία– όλα τα μέσα
της χάριτος και όλες τις θείες δυνάμεις για την οικείωση του θεανθρώπινου έργου
της σωτηρίας και για την επίτευξη του σκοπού της ύπαρξής μας· σαν Κριτής,
σταθμίζει, κρίνει και λαμβάνει απόφαση για τη συμπεριφορά μας προς Εκείνον που
είναι ο Κριτής και για τη συμπεριφορά μας προς τον εαυτό μας που είναι το
θεοειδές κτίσμα· για τον τρόπο μας προς Εκείνον που είναι ο Σωτήρας και προς τον
εαυτό μας που είναι το αντικείμενο της σωτηρίας· προς Εκείνον που είναι ο
Θεάνθρωπος και ο Αγιασμός και προς τον εαυτό μας που είναι αντικείμενο αγιασμού,
θέωσης και θεανθρωποποίησης. Σ’ αυτό το τετραπλό έργο Του, ο Θεός, ενεργεί
πάντα «σύμφωνα με τη βούληση του θελήματός Του»2,
δηλαδή σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιό Του για τον κόσμο και για τον άνθρωπο, με
απώτερο σκοπό «να ενώσει τα πάντα, ουράνια και επίγεια, στο πρόσωπο του Χριστού»3.
Ο Θεός έβαλε στο φύραμα του ανθρώπινου είναι τη ζύμη του έρωτα προς τον
Χριστό, ώστε ο άνθρωπος και, ακολούθως, μαζί μ’ αυτόν και μετά απ’ αυτόν και όλη
η κτίση, να ποθεί και να τείνει προς τον Χριστό. Γι’ αυτό και όλη η κτίση είναι
στον πυρήνα της Χριστοκεντρική και τείνει και φέρεται προς τον Χριστό, ο Οποίος
είναι το φυσικό της κέντρο και ο φυσικός της σκοπός. Ενώ στο δημιουργικό, το
σωτήριο και το αγιαστικό Του έργο, ο Θεός, εμφανίζεται σαν Αυτός που οργώνει, που
σπέρνει και καλλιεργεί, στο δικαστικό Του έργο εμφανίζεται σαν θεριστής και αλωνιστής.
Είναι εντελώς φυσικό ο ουράνιος Σπορέας, Αυτός που πλουσιοπάροχα έσπειρε το
σπόρο των αιώνιων θείων αληθειών στη γη των ανθρώπινων ψυχών, να έρθει και να
δει πόσος απ’ αυτόν το σπόρο έχει σαπίσει στη λάσπη των ηδονών, πόσος απ’ αυτόν
έχει πνιγεί στ’ αγκάθια των παθών, πόσος απ’ αυτόν έχει μαραθεί στη φωτιά της
φιλαμαρτησίας και πόσος έχει καρποφορήσει και φέρει θείο καρπό· και είναι επίσης
φυσικό Αυτός να θέλει να θερίσει και ν’ αλωνίσει τους ώριμους καρπούς του επίγειου
σιταριού. Επειδή ακριβώς ο Χριστός είναι ο οργωτής, ο σπορέας και ο καλλιεργητής, έχει το δικαίωμα να είναι και ο θεριστής και ο αλωνιστής· επειδή
έχει δωρίσει στους ανθρώπους όλα τα αναγκαία μέσα για την επίτευξη του σκοπού της
ζωής, σκοπός που έχει οριστεί από τον Θεό, έχει δικαίωμα να είναι και ο Κριτής.
Θα ήταν ασυγχώρητη αδικία και προσβολή και τυραννία, εάν παρουσιαζόταν ο Θεός
σαν Κριτής, χωρίς προηγουμένως να έχει εμφανιστεί στους ανθρώπους σαν η Σωτηρία
και ο Αγιασμός. Δεν έχει το δικαίωμα να κρίνει τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα εκείνος
ο Θεός ο Οποίος δεν θα ήθελε να αποκαλύψει στους ανθρώπους την οδό για την
αιώνια ζωή, ο Οποίος δεν θα ήθελε να πει σ’ αυτούς για την αιώνια Αλήθεια, ο Οποίος δεν θα ήθελε να
τους δώσει τα μέσα για τη σωτηρία από την αμαρτία, από το θάνατο και από το
διάβολο· και, με μια λέξη, εκείνος ο Θεός ο Οποίος δεν θα ήθελε να γίνει ο Σωτήρας τους. Σ’
έναν τέτοιον εκβιαστή Θεό, η ανθρωπότητα θα είχε όλο το δικαίωμα, ομόψυχα και
ομόφωνα, να πετάξει κατά πρόσωπο εκείνον τον λόγο που είπε και ο κακός δούλος της
Παραβολής των Ταλάντων: «Κύριε, γνώριζα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος· θερίζεις εκεί που δεν έσπειρες και συνάζεις καρπούς εκεί που δεν φύτεψες. Γι’ αυτό φοβήθηκα
και πήγα και έκρυψα το τάλαντό Σου μέσα στη γη. Ορίστε, πάρε τώρα πίσω τα τάλαντά σου!»4.
Αν ο Χριστός ήταν ένας τέτοιου είδους Θεός, δεν θα έπρεπε να πιστεύει
κάποιος σ’ Αυτόν, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση, Αυτός δεν θα ήταν αληθινός
Θεός, αλλ’ ένας θεός μεταξύ πολλών άλλων ανίσχυρων και αυτόκλητων θεών μέσα στο
άθλιο πάνθεο των ανθρώπινων ειδώλων. Επειδή όμως ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς
Χριστός φανερώθηκε σαν ο Σωτήρας του ανθρώπου και της ανθρωπότητας και, σύμφωνα
με την άρρητη φιλανθρωπία Του, τέλεσε το βαρύτατο έργο της σωτηρίας, δίνοντας στους ανθρώπους όλα τα δώρα του ουρανού, τα οποία μόνο ο Θεός της αγάπης
μπορεί να δώσει, Αυτός λοιπόν έχει το δικαίωμα να κρίνει τον κόσμο και τον άνθρωπο.
Ασφαλώς, καθόσον ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ομοούσιος με τον Θεό Πατέρα
και τον Θεό Άγιο Πνεύμα, τόσο η κρίση της ανθρωπότητας είναι έργο ολόκληρης της
Αγίας Τριάδας. Αλλά για να μη διαμαρτυρηθεί ο επαναστατημένος άνθρωπος, σύμφωνα
με τη θεόμαχη αμαρτωλότητά του και για να μη πει αυτός ότι, ο Θεός που δεν
έζησε μέσα στην ανθρώπινη σάρκα, που δεν έπαθε τα πάθη του ανθρώπου, που δεν
πέρασε μέσω της επίγειας φωλιάς των φιδιών (=των πειρασμών και των θλίψεων), αυτός ο Θεός δεν έχει το δικαίωμα να κρίνει τους
ανθρώπους, γι’ αυτό το λόγο ο Θεός Πατέρας «παρέδωσε όλη την κρίση στον Υιό»5 και «έχει καθορίσει μια Μέρα που θα
κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη, μέσω ενός Ανθρώπου που Τον έχει ορίσει (ειδικά) γι’
αυτό το σκοπό. Και έδωσε βέβαιη απόδειξη σε όλους (τους αγγέλους και τους ανθρώπους) ότι Αυτός θα είναι ο Κριτής,
ανασταίνοντάς Τον από τους νεκρούς»6.
Ορίζοντας τον Άνθρωπο Ιησού, τον Σαρκωμένο Θεό Λόγο να κρίνει τον κόσμο,
ο Θεός Πατέρας, πραγμάτωσε την τελική δικαιοσύνη στην ανθρωπότητα, κατακλείνοντας
τον κύκλο της ουράνιας Δικαιοσύνης Του πάνω στη γη και, ως εκ τούτου, οι
άνθρωποι πια δεν μπορούν να έχουν τη δικαίωση της διαμαρτυρίας και της
ανταρσίας ενάντια στην κρίση του Θεού. Ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς είναι όχι
μόνο ο «τῆς πίστεως ἀρχηγός», αλλά και ο «τελειωτὴς» της πίστεώς μας, η αρχή
και το τέλος ολόκληρου του σχεδίου του Θεού για τον κόσμο και για τον άνθρωπο7.
Μέσα απ’ όλες τις αλλαγές και μέσα απ’ όλες τις αλλοιώσεις της, όλη η κτίση
τρέχει προς το τέλος της. Μέσα απ’ όλες τις μέρες και μέσα απ’ όλες τις νύχτες, όλοι οι
άνθρωποι και, μαζί τους και πίσω απ’ αυτούς και όλη η κτίση, τρέχουν προς την
τελευταία μέρα, μέσα στην οποία θα τελειώσει το μυστήριο του κόσμου και το
μυστήριο της ανθρώπινης ιστορίας. Όλες οι μέρες, σαν λευκά ποτάμια και όλες οι
νύχτες σαν μελανά ρυάκια, συντρίβονται και διασχίζουν τους γκρεμούς και τις
αβύσσους της ύπαρξης, συμπαρασύροντας όλα τα όντα και όλη την κτίση προς την
τελευταία μέρα, στην οποία δεν είναι δυνατό να μη καταλήξουν και να μην περατώσουν το ρουν τους. Κάθε τι που έζησε και ζει μέσα στο κλουβί του χρόνου,
υποχρεωτικά θα εισέλθει μέσα σ’ αυτή την έσχατη μέρα και θα αποβιβαστεί στην
όχθη της. Δεν υπάρχει ον ούτε και κτίσμα που ο ποταμός του χρόνου δεν θα τα μεταφέρει
σ’ αυτή την έσχατη μέρα. Μ’ αυτή τη μέρα ο χρόνος θα τελειώσει την ύπαρξή
του, γι’ αυτό και στην Αποκάλυψη αυτή η μέρα ονομάζεται «ἡ ἐσχάτη ἡμέρα»8, «ἡ μεγάλη ἡμέρα»9. Επειδή αυτή η μέρα είναι η μέρα που
ορίστηκε από τον Θεό, κατά την οποία Αυτός θα κρίνει την οικουμένη10, γι’ αυτό και λέγεται ακόμη και «ἡμέρα
κρίσεως»11, «ἡμέρα ὀργῆς καὶ
ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ»12.
Αλλά εφόσον «παραδόθηκε όλη η κρίση στον Υιό»13
και επειδή Αυτός είναι που θα φανεί στην έσχατη μέρα σαν Κριτής μέσα σε δόξα,
ένεκα τούτου, η μέρα αυτή ονομάζεται και «ἡμέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου»14, «ἡμέρα Κυρίου»15, «ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ»16, «ἡμέρα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ»17, «ἡμέρα κρίσεως καὶ ἀπωλείας τῶν ἀσεβῶν
ἀνθρώπων»18.
Σ’ αυτή την πολυσήμαντη μέρα, ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς θα διατυπώσει
την έσχατη, την τελεσίδικη κρίση Του για ολόκληρη την ιστορία του κόσμου και
του ανθρώπου, για όλους τους ανθρώπους μαζί και για τον κάθε ένα προσωπικά. Και, όπως κατά το τέλος της δημιουργίας του κόσμου Αυτός επισκόπησε όλα τα
δημιουργημένα όντα και κτίσματα και εξέφρασε γι’ αυτά την κρίση Του, ότι αυτά είναι
«λίαν καλά»19, έτσι και στην
έσχατη μέρα ο Τρισήλιος Κύριος θα επιθεωρήσει όλα τα όντα και τα κτίσματα, στο
τέλος της πορείας τους δια μέσου της ιστορίας και θα εκφράσει την κρίση Του για
όλα και για όλους. Τότε, θα χωρίσει τελικά τους καλούς και τους κακούς, θέτοντας
ανυπέρβατο και αδιάβατο σύνορο μεταξύ τους. Τότε, θα διατυπώσει την τελική Του
αλάθητη κρίση για όλες τις ανθρώπινες αξίες· τότε, θα ζυγίσει πάνω στον τέλειο
και ακριβή ζυγό της Δικαιοσύνης και της Αγάπης Του όλα τα έργα των ανθρώπων, όλες
τις λέξεις και τους λογισμούς τους· τότε, θα τελειώσει «τὸ μυστήριον τοῦ Θεοῦ»20 για τον άνθρωπο, για την κτίση, για τον
κόσμο, για το σύμπαν· τότε, όλοι οι αγαθοί και κάθε τι το αγαθό, πρόκειται να
κληρονομήσουν την αιώνια Μακαριότητα, τον αιώνιο Παράδεισο, τη γλυκύτατη
Βασιλεία των Ουρανών του Γλυκύτατου Κυρίου Ιησού Χριστού· και όλοι οι κακοί και κάθε τι κακό την αιώνια βάσανο, την αιώνια Κόλαση, μέσα στο πάμπικρο βασίλειο των παμκάκων
πεσόντων αγγέλων.
ΑΓΙΟΣ
ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
※
[Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς
Καθηγητού Πανεπιστημίου Βελιγραδίου:
Καθηγητού Πανεπιστημίου Βελιγραδίου:
«Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός»,
α΄ μέρος, κεφ. 10ο, σελ. 126–132,
έκδοσις «Ορθόδοξος Κυψέλη»,
Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 19741.
Μετάφραση στα Ελληνικά
των (τότε) ιερομονάχων
Αμφιλοχίου Ράντοβιτς
και Αθανασίου Γιέβτιτς.
Μετάφραση στα Ελληνικά
των (τότε) ιερομονάχων
Αμφιλοχίου Ράντοβιτς
και Αθανασίου Γιέβτιτς.
Μεταφορά του όλου κειμένου
από την Καθαρεύουσα
στην απλή Δημοτική:
π. Δαμιανός.
1. πρβλ. Κολ. 2:19· Εφεσ. 4:13.
2. Εφεσ. 1:11.
3. Εφεσ. 1:10· πρβλ. Κολ. 1:16–17 και 20.
4. Ματθ. 25:24–25.
5. Ιωάν. 5:22.
6. Πραξ. 17:31.
7. Εβρ. 12:2· πρβλ. 2:10.
8. Ιωάν. 6:39, και 40, 44· 11:24· 12:48.
9. Πράξ. 2:20.
10. Πράξ. 17:13.
11. Ματθ. 10:15· 11:22 και 24· Ματθ. 12:36·
Β΄ Πέτρ. 2:9· 3:7· Α΄ Ιωάν. 4:17.
12. Ρωμ. 2:5.
13. πρβλ. Ιωάν. 5:22.
14. Λουκ. 17:22 καθώς και 24, 26.
15. Β΄ Πέτρ. 3:10· Α΄ Θεσσ. 5:2·
πρβλ. Ιεζεκ. 15:5· Ησ. 2:12· Ιωήλ 2:31·
Σοφ. 1:14· Μαλαχ. 4:1.
16. Β΄ Θεσσ. 2:2· Φιλ. 1:10 και 2:16.
17. Β΄ Κορ. 1:14· Α΄ Κορ. 1:8 και 5:5.
18. Β΄ Πέτρ. 3:7.
19. Γεν. 1:31.
20. Αποκ. 10:7.]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου