ΣΤΟ ΦΡΕΑΡ ΤΟΥ
ΙΑΚΩΒ
Η Σαμάρεια ήτανε χώρα των αιρετικών και
για τούτο περιοχή απαγορευμένη στους Ιουδαίους. Οι Σαμαρείτες θυσιάζανε στη
κορφή ενός βουνού (του όρους Γαριζείν). Οι Ιουδαίοι συνάζονταν στην Ιερουσαλήμ και
θυσιάζανε στο Ναό, γιατί πιστεύανε πως σε κανένα άλλο χώρο δεν είναι
επιτρεπόμενη η θυσία. Το ίδιο έκανε κι ο Χριστός. Κανένας δε στάθηκε πιστότερος
τηρητής της Παράδοσης απ’ Αυτόν. Κι όμως, έρχεται στη Σαμάρεια, και δεν έρχεται
μονάχα, αλλά γυρεύει από μια Σαμαρείτισσα να Του δώσει νερό. Η απορία και η
κατάπληξη της Σαμαρείτισσας είναι φυσική.
Από την πρώτη κιόλας φάση του διαλόγου μεταξύ Χριστού και Σαμαρείτισσας, το πρόβλημα των σχέσεων Ιουδαίων και Σαμαρειτών αποχρωματίζεται, παίρνει τις φυσικές μικρές κι ασήμαντες διαστάσεις του· κι ένα άλλο πρόβλημα, πολύ μεγαλύτερο, πολύ πιο ουσιαστικό, πολύ πιο δραματικό αναδύεται στην επιφάνεια. Τα πρόσωπα του δραματικού προβλήματος παίρνουν άλλες, μεγαλύτερες και πιο πραγματικές διαστάσεις. Δεν είναι πια ο Ιουδαίος κι η Σαμαρείτισσα που κουβεντιάζουν. Αλλά ο γιος του ανθρώπου, ο Αγαπημένος που έστειλε ο Πατέρας, αυτός ο Ίδιος ο Θεός. Και η Σαμαρείτισσα, που είναι η αιώνια αμαρτωλή, το θήλυ που ενσαρκώνει την ολιγοπιστία, η κριματισμένη ανθρωπότητα που ενσαρκώνει όλες τις αδυναμίες της προγόνισσάς της· της Εύας.
Από την πρώτη κιόλας φάση του διαλόγου μεταξύ Χριστού και Σαμαρείτισσας, το πρόβλημα των σχέσεων Ιουδαίων και Σαμαρειτών αποχρωματίζεται, παίρνει τις φυσικές μικρές κι ασήμαντες διαστάσεις του· κι ένα άλλο πρόβλημα, πολύ μεγαλύτερο, πολύ πιο ουσιαστικό, πολύ πιο δραματικό αναδύεται στην επιφάνεια. Τα πρόσωπα του δραματικού προβλήματος παίρνουν άλλες, μεγαλύτερες και πιο πραγματικές διαστάσεις. Δεν είναι πια ο Ιουδαίος κι η Σαμαρείτισσα που κουβεντιάζουν. Αλλά ο γιος του ανθρώπου, ο Αγαπημένος που έστειλε ο Πατέρας, αυτός ο Ίδιος ο Θεός. Και η Σαμαρείτισσα, που είναι η αιώνια αμαρτωλή, το θήλυ που ενσαρκώνει την ολιγοπιστία, η κριματισμένη ανθρωπότητα που ενσαρκώνει όλες τις αδυναμίες της προγόνισσάς της· της Εύας.
Ο Χριστός είναι κουρασμένος και κάθεται
στο πεζούλι του πηγαδιού για να ξεκουραστεί. Αλλά δεν είναι μονάχα κουρασμένος,
αλλά και διψά και ζητά από μια καταδικασμένη αιρετική γυναίκα να Του δώσει να πιεί
νερό.
Είναι όμως δυνατό να κουράζεται το Θείο;
Είναι νοητό η Θεότητα να διψά; Και δεν προκαλεί απορία η εικόνα του Θεού να
ζητά από μιαν αμαρτωλή νερό για να δροσιστεί; Όλ’ αυτά φαίνονται παράδοξα κι
ανεξήγητα, αν τα κοιτάξουμε με τα μάτια της καθημερινής τρεχούμενης λογικής,
που τόσο πιστά ενσαρκώνει η Σαμαρείτισσα.
Ο Υιός του ανθρώπου παρουσιάζεται σ’ αυτή
τη γυναίκα που ενσαρκώνει την κριματισμένη ανθρωπότητα, ολότελα αποστερημένος
απ’ όλα εκείνα τα όργανα που υπηρετούνε τους ανθρώπους. Τα χέρια Του είναι
άδεια και δεν είναι εφοδιασμένος με κανένα απ’ τα γήινα εργαλεία που μπορούνε
να υπηρετήσουνε τις εγκόσμιες ανάγκες του ανθρώπου. Παρουσιάζεται σαν
κουρασμένος ζητιάνος και ζητιανεύει Αυτός που έχει τη δύναμη κι είναι στην
εξουσία Του να προσφέρει τα πάντα.
Η χριστολογική διαλεκτική έχει εντελώς
ιδιότυπη και δική της διαδικασία. Ο Χριστός δεν ζητά επειδή έχει ανάγκη· ζητά
για να δώσει την ευκαιρία στους ανθρώπους να Του ζητήσουνε. Τα αιτήματά Του
είναι παρορμήσεις που κάνει στους άλλους για να τους ωθήσει να Του γυρέψουνε τα
θεϊκά δώρα που μονάχα Αυτός μπορεί να δώσει. Ζητά το έλασσον για να προσφέρει
το μείζον. Ζητά λίγο γήινο νερό για ν’ αντιπροσφέρει το ζωντανό νερό που είναι
ικανό να κατασιγάσει για πάντα τη δίψα τ’ ανθρώπου. Ζητά από τον άνθρωπο να
προσφέρει τ’ ασήμαντο που οι ισχνές ανθρώπινες δυνατότητες τού επιτρέπουνε να
προσφέρει, για ν’ αντιπροσφέρει Αυτός το μέγιστο, το αιώνιο, το νερό που δεν
στερεύει ποτέ, να προσφέρει δηλαδή τα δώρα που έχουνε τις διαστάσεις, τις ασύλληπτες
κι απίθανες, που μονάχα το Θείο μπορεί να συλλάβει. Το αίτημα του Χριστού,
ζητώντας απ’ τον άνθρωπο τα μικρά δώρα που έχουνε τις ασήμαντες ανθρώπινες
διαστάσεις, είναι πράξη αυτόχρημα αντιεγωϊστική. Ο Θεός δε θέλει νά ’ναι μονάχα
δότης, γιατί αυτό θα ταπείνωνε την ανθρώπινη προσωπικότητα που τη θέλει κατ’
εικόνα και ομοίωσή Του. Θέλει νά ’ναι δέχτης των ανθρώπινων δώρων, όχι επειδή
τα δώρα αυτά τά ’χει ανάγκη, γιατί ο Θεός τά ’χει όλα, αλλ’ επειδή γνωρίζει πως
ο άνθρωπος έχει ανάγκη να δώσει για να μη νοιώθει ταπεινωμένος. Μονάχα ο
άκρατος εγωισμός έχει την αποκρουστική απαίτηση νά ’ναι μονάχα δότης. Το Θείο
σκέφτεται διαφορετικά. Όχι μονάχα δέχεται τ’ ασήμαντα δώρα τ’ ανθρώπου, αλλά
και ζητά το εφήμερο για ν’ αντιδωρίσει το αιώνιο. Είναι ένα τεκμήριο αυτό του
Θεϊκού μεγαλείου, ένα τεκμήριο αγάπης και βαθύτερου σεβασμού προς τον άνθρωπο. Το
αίτημα του Θείου είναι έκφραση αγάπης. Και περισσότερο απ’ όλους, ο Δημιουργός
γνωρίζει πως η αγάπη δεν είναι μονόλογος, αλλά διάλογος υψηλού τόνου και υψηλής
πνοής.
Η ανθρώπινη όμως λογική δεν μπορεί εύκολα
ν’ ανεβεί σε τέτοια ψηλώματα. Όταν ο Ιησούς λέει στη Σαμαρείτισσα πως θα της
δώσει το ζωντανό νερό που θα γίνει μέσα της αστείρευτη πηγή και θα τη συνδέσει με
την αιώνια ζωή, η Σαμαρείτισσα συνεχίζει να μετρά τα λόγια Του με τα φτωχά
μέτρα της ανθρώπινης λογικής. «Δώσε μου», Του λέει, «απ’ αυτό το νερό, ώστε να
μη ξαναδιψάσω και να μη χρειάζεται νά ’ρχομαι ν’ ανασύρω νερό». Τότε ο
διάλογος μπαίνει στην πιο δραματική του φάση. Ο Χριστός αναγκάζεται ν’
αποκαλύψει τη φτώχεια της ανθρώπινης λογικής και τη Θεϊκή Του φύση.
Η αποκάλυψη, η δραματική, της λογικής
ανεπάρκειας, είναι η προσταγή του Χριστού στη Σαμαρείτισσα να πάει να καλέσει
τον άντρα της και να γυρίσουνε μαζί σ’ Αυτόν. Είναι κάτι παραπάνω από προσταγή.
Είναι έκκληση προς τη συνείδηση. Κατάπληκτη, Του αποκρίνεται η Σαμαρείτισσα πως
δεν έχει άντρα. Κι εδώ ο διάλογος μπαίνει στη σφαίρα της δραματικής
αποκαλυπτικότητας. «Ναι», της λέει ο Χριστός, «είχες πέντε άντρες· κι αυτός που
έχεις τώρα δεν είναι άντρας σου».
Πέντε άντρες είχε η Σαμαρείτισσα! Και οι
πέντε είναι ανύπαρχτοι πια και δε μπορούν να της χρησιμέψουνε σε τίποτα. Κι
αυτός που έχει τώρα, δεν είναι παρά όργανο πρόσκαιρης ηδονής κι εφήμερης
εξαπάτησης. Το δράμα της είναι το ίδιο με το δράμα της ψυχής. Πέντε αισθήσεις
προσφέρθηκαν να υπηρετήσουνε και την ψυχή, κι όμως δεν την υπηρετήσανε. Κι
ανικανοποίητη η ψυχή ζητάει απ’ το λογικό μιας νέας μορφής μεθυστική συζυγία.
Αλλά κι αυτή αποκαλύπτεται μέθη εφήμερη κι ανίκανη να καλύψει το καθολικό
ανθρώπινο αίτημα. Είναι ο έκτος άντρας που, όπως ορθότατα παρατηρεί ο Χριστός,
δεν είναι άντρας, αλλ’ ένα πρόσθετο κενό.
Όμως αυτός ο έκτος, ο παραπλανητικός
σύντροφος τ’ ανθρώπου –η διανόηση– έχει όπλα και δεν παραδίνεται αμαχητί. Στο
ζωντανό νερό και στην αστείρευτη πηγή που ευαγγελίζεται ο Χριστός, η
Σαμαρείτισσα αντιτάσσει την ιερότητα του πηγαδιού. Το πηγάδι αυτό, δεν είναι ένα
οποιοδήποτε πηγάδι. Είναι το φρέαρ που ήπιε νερό ο Ιακώβ, το φρέαρ που ξεδίψασε
τα παιδιά του, το νερό που πότισε τα ζωντανά του. Και το βουνό που προσευχότανε
οι Σαμαρείτες, είναι το βουνό (Γαριζείν) που πάνω του θυσιάσανε οι προπάτορές τους, όπως ο
Ναός της Ιερουσαλήμ στάθηκε ο πανάρχαιος τόπος της λατρείας και της θυσίας για
τους Ιουδαίους. Και τότε ο Χριστός τής αποκαλύπτει την πεμπτουσία του Λόγου
Του. «Γυναίκα», της είπε, «κοντοζυγώνει η ώρα που δε θα λατρεύουνε το Θεό ούτε
στην Ιερουσαλήμ ούτε στο όρος, αλλ’ “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”». Αποκαλύπτει πως
ο Θεός, όντας Πνεύμα και Αλήθεια, ζητά λατρεία με πνεύμα και αλήθεια. Και το
πνεύμα και η αλήθεια, δεν εντοπίζονται ούτε στο όρος των Σαμαρειτών ούτε στην
Ιερουσαλήμ. Είναι φυλαγμένα στα κατάβαθα της ανθρώπινης καρδιάς και δεν
ανασύρονται με κάδο.
Πολλοί θεωρούνε πως στο διάλογο αυτό του Χριστού και της Σαμαρείτισσας υπάρχει μια αντινομία. Κι αναρωτιούνται πώς, ενώ, από τη μία μεριά ο Χριστός διακηρύττει πως ο Θεός είναι πνεύμα κι αλήθεια, ότι κοντοζυγώνει η ώρα που δε θα λατρεύεται ούτε στο όρος (Γαριζείν) ούτε στην Ιερουσαλήμ, κι ότι θα λατρεύεται «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ», απ’ την άλλη, λέει στην Σαμαρείτισσα πως «από τους Ιουδαίους θα προέλθει η σωτηρία».
Δε χρειάζεται παρά λίγη προσοχή για να καταλάβει ο μελετητής του
Ευαγγελίου πως δεν υπάρχει καμιά αντινομία. Αληθινά το Ισραήλ στάθηκε ο
περιούσιος λαός. Όπως τό ’δειξε τόσο θαυμαστά σ’ άλλες παραβολές, ο περιούσιος
αυτός λαός πρόδωσε τη Διαθήκη κι άφησε το ζωντανό νερό να μουχλιάσει. Ο Ίδιος ο
Χριστός ήταν βαθύτατα προσδεμένος στην Παράδοση. Και στην Ιερουσαλήμ πήγαινε το
Πάσχα και στο Ναό πήγαινε. Δεν είναι ’Κείνος που έφυγε απ’ τον Ισραήλ· αλλ’
είναι ο Ισραήλ που έδιωξε το Μεσσία του κι αψήφισε το λόγο Του.
Η γέννησή Του, η ζωή Του, το κήρυγμά Του, τα θαύματά Του, η σταύρωση κι η ανάστασή Του, είχαν προαναγγελθεί απ’ τους Προφήτες. Η απόρριψη από τον Ισραήλ της Νέας Διαθήκης, αυτόματα τον αποξενώνει κι απ’ την Παλαιά. Η Βίβλος είχε πάψει πια να είναι το νερό της κολυμπήθρας που τάρασσε ο Άγγελος και του ανανέωνε τη ζωή. Είχε γίνει τέλμα. Δεν είναι, λοιπόν, η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία που αποτελεί το «σχίσμα», αλλ’ είναι ο φυσικός κληρονόμος της Θείας Διαθήκης, ολοκληρωμένης με τον Ένσαρκο Λόγο. Ο Ισραήλ, διώχνοντας τον προαγγελμένο Μεσσία του, αποκόπηκε μόνος απ’ την Αλήθεια κι έγινε τέλμα…
Πολλοί θεωρούνε πως στο διάλογο αυτό του Χριστού και της Σαμαρείτισσας υπάρχει μια αντινομία. Κι αναρωτιούνται πώς, ενώ, από τη μία μεριά ο Χριστός διακηρύττει πως ο Θεός είναι πνεύμα κι αλήθεια, ότι κοντοζυγώνει η ώρα που δε θα λατρεύεται ούτε στο όρος (Γαριζείν) ούτε στην Ιερουσαλήμ, κι ότι θα λατρεύεται «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ», απ’ την άλλη, λέει στην Σαμαρείτισσα πως «από τους Ιουδαίους θα προέλθει η σωτηρία».
Η γέννησή Του, η ζωή Του, το κήρυγμά Του, τα θαύματά Του, η σταύρωση κι η ανάστασή Του, είχαν προαναγγελθεί απ’ τους Προφήτες. Η απόρριψη από τον Ισραήλ της Νέας Διαθήκης, αυτόματα τον αποξενώνει κι απ’ την Παλαιά. Η Βίβλος είχε πάψει πια να είναι το νερό της κολυμπήθρας που τάρασσε ο Άγγελος και του ανανέωνε τη ζωή. Είχε γίνει τέλμα. Δεν είναι, λοιπόν, η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία που αποτελεί το «σχίσμα», αλλ’ είναι ο φυσικός κληρονόμος της Θείας Διαθήκης, ολοκληρωμένης με τον Ένσαρκο Λόγο. Ο Ισραήλ, διώχνοντας τον προαγγελμένο Μεσσία του, αποκόπηκε μόνος απ’ την Αλήθεια κι έγινε τέλμα…
ΚΩΣΤΗΣ
ΜΠΑΣΤΙΑΣ
(1901–1972)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΓΙΑ ΤΟΝ
ΚΩΣΤΗ ΜΠΑΣΤΙΑ (1901–1972)
Ο Κωστής Μπαστιάς
(Αιμίλιος Κωνσταντίνος Μπαστουνόπουλος) γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου του 1901
στην Ερμούπολη της Σύρου.
Από πολύ νέος ασχολήθηκε με την πεζογραφία, τη δημοσιογραφία και το θέατρο. Για πολλές δεκαετίες υπήρξε στο κέντρο των πολιτιστικών και πολιτικών γεγονότων ασκώντας την επιρροή του ως εκδότης, αρχισυντάκτης ή χρονογράφος μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων και ως γενικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου (1937–1941), της Λυρικής Σκηνής (1940–41 και 1959–1963) και του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας.
Η δημοσιογραφική του σταδιοδρομία αρχίζει στην «Ακρόπολη» του Βλάση Γαβριηλίδη. Το 1925 αναλαμβάνει αρχισυντάκτης και διευθυντής των εφημερίδων «Δημοκρατία» και «Εσπέρα» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Συνεργάζεται επίσης με τον «Ελεύθερο Τύπο» του Χρ. Καβαφάκη, την «Πρωία» των αδελφών Πεσμαζόγλου, την «Εστία» των αδελφών Κύρου, την «Καθημερινή» του Γ. Α. Βλάχου και κυρίως τη «Βραδυνή» του Δ. Αραβαντινού από το 1936 ως το 1972.
Το 1927 εκδίδει το μαχητικό περιοδικό της δημοτικής «Ελληνικά Γράμματα», όπου στεγάζει την ομάδα του Αλέξανδρου Δελμούζου μετά τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, το 1935 την ημερήσια ανεξάρτητη εφημερίδα «Ηχώ της Ελλάδος» με αρχισυντάκτη τον ανθολόγο της ελληνικής ποίησης Ηρακλή Αποστολίδη και το 1964 το εβδομαδιαίο ειδησεογραφικό περιοδικό «Άλφα».
Το 1923, όταν είναι μόλις 22 ετών, η Κυβέλη ανεβάζει το θεατρικό έργο του «Πέτρα Σκανδάλου» με θέμα τον Α. Δελμούζο και το πρότυπο παρθεναγωγείο Βόλου. Το 1924 και 1925 η Μαρίκα Κοτοπούλη ανεβάζει άλλα δύο θεατρικά έργα του.
Με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου το 1930, ο Γεώργιος Παπανδρέου τον διορίζει γενικό γραμματέα με διευθυντή τον Ιωάννη Γρυπάρη και σκηνοθέτη τον Φώτο Πολίτη. Αποχωρεί από το θέατρο το Δεκέμβριο του 1934, μετά το θάνατο του Πολίτη αλλά επανέρχεται τον Οκτώβριο του 1935, μία εβδομάδα πριν την ανατροπή της κυβερνήσεως Π. Τσαλδάρη, ως εισηγητής δραματολογίου. Το 1937, ο Ιωάννης Μεταξάς τού αναθέτει τη γενική διεύθυνση Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας και τη γενική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου. Κατά την παραμονή του στο Εθνικό καθιερώνει τα φεστιβάλ αρχαίου δράματος, προωθεί τις απόψεις του για την παρουσίαση των αρχαίων τραγικών στα αρχαία θέατρα με παραστάσεις στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού και το 1938, για πρώτη φορά από την αρχαιότητα, χρησιμοποιεί το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ανεβάζοντας την Ηλέκτρα του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Δημ. Ροντήρη. Δημιουργεί το Βασιλικό Θεσσαλονίκης (1940) και ιδρύει τη Λυρική Σκηνή (1940). Δημιουργεί επίσης το περιοδεύον θέατρο «Άρμα του Θέσπιδος» (1939), τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (1937) και εγκαινιάζει τον θεσμό των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων (1939) και της Πανελλήνιας Καλλιτεχνικής Έκθεσης στο Ζάππειο (1938).
Το μεγάλο του όνειρο, η καθιέρωση του Εθνικού Θεάτρου ως ένα από τα σημαντικότερα θέατρα της Ευρώπης, πραγματοποιείται το 1939 με τις ιστορικές τουρνέ: Αλεξάνδρεια, Κάιρο, Οξφόρδη, Καίμπριτζ, Λονδίνο, Φρανκφούρτη και Βερολίνο. Οι αγγλικές εφημερίδες συγκρίνουν το Εθνικό με την Comedie Francaise, το Θέατρο Τέχνης του Στανισλάφσκι στη Μόσχα και το θέατρο Habima. Συγκεκριμένα, οι «Times» του Λονδίνου γράφουν: «Σε καμιά χώρα η θεατρική σκηνή δεν χρωστά περισσότερα στην ενεργητικότητα, τον ενθουσιασμό και την γνώση ενός ανθρώπου, όσο η ελληνική σκηνή οφείλει στον Κωστή Μπαστιά».
Από τη λογοτεχνική του εργασία θα πρέπει να αναφέρουμε: «Στεριές και θάλασσες» (1932), «Τ’ Αλιευτικά» (1935), «Οι άνθρωποι και τα ζώα» (1939), «Λιμάνια» (1939), «Μηνάς ο Ρέμπελος», βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1939), «Η Μπουμπουλίνα» (1944), «Αράχνη 44» (1946), «Ο Παπουλάκος» (1951), «Νέον Κυριακοδρόμιον» (1956) και το δοκίμιο «Ο Παπαδιαμάντης» (1962).
Με την είσοδο των γερμανών στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1941, παραιτείται από το Εθνικό Θέατρο. Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται διότι ασκεί «φιλοαγγλική προπαγάνδα». Μετά την Κατοχή αναχωρεί για τη Νέα Υόρκη, όπου θα μείνει για οκτώ χρόνια (1946–1954) ως ανταποκριτής της «Βραδυνής» στον Ο.Η.Ε.
Με την επιστροφή του, θα αναλάβει πάλι τη γενική διεύθυνση της Λυρικής Σκηνής (1959) και θα μετακαλέσει τη Μαρία Κάλλας για να ανεβάσει στην Επίδαυρο τις ιστορικές πλέον παραστάσεις της «Νόρμας» (1960) και της «Μήδειας» (1961). Το 1961 θα αναλάβει επίσης, ταυτοχρόνως με τη Λυρική, και τη γενική διεύθυνση του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και θα φροντίσει για την αγορά του οικοπέδου της Αγίας Παρασκευής και την ανέγερση του Ραδιομεγάρου.
Πέθανε στην Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1972.
Από πολύ νέος ασχολήθηκε με την πεζογραφία, τη δημοσιογραφία και το θέατρο. Για πολλές δεκαετίες υπήρξε στο κέντρο των πολιτιστικών και πολιτικών γεγονότων ασκώντας την επιρροή του ως εκδότης, αρχισυντάκτης ή χρονογράφος μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων και ως γενικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου (1937–1941), της Λυρικής Σκηνής (1940–41 και 1959–1963) και του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας.
Η δημοσιογραφική του σταδιοδρομία αρχίζει στην «Ακρόπολη» του Βλάση Γαβριηλίδη. Το 1925 αναλαμβάνει αρχισυντάκτης και διευθυντής των εφημερίδων «Δημοκρατία» και «Εσπέρα» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Συνεργάζεται επίσης με τον «Ελεύθερο Τύπο» του Χρ. Καβαφάκη, την «Πρωία» των αδελφών Πεσμαζόγλου, την «Εστία» των αδελφών Κύρου, την «Καθημερινή» του Γ. Α. Βλάχου και κυρίως τη «Βραδυνή» του Δ. Αραβαντινού από το 1936 ως το 1972.
Το 1927 εκδίδει το μαχητικό περιοδικό της δημοτικής «Ελληνικά Γράμματα», όπου στεγάζει την ομάδα του Αλέξανδρου Δελμούζου μετά τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, το 1935 την ημερήσια ανεξάρτητη εφημερίδα «Ηχώ της Ελλάδος» με αρχισυντάκτη τον ανθολόγο της ελληνικής ποίησης Ηρακλή Αποστολίδη και το 1964 το εβδομαδιαίο ειδησεογραφικό περιοδικό «Άλφα».
Το 1923, όταν είναι μόλις 22 ετών, η Κυβέλη ανεβάζει το θεατρικό έργο του «Πέτρα Σκανδάλου» με θέμα τον Α. Δελμούζο και το πρότυπο παρθεναγωγείο Βόλου. Το 1924 και 1925 η Μαρίκα Κοτοπούλη ανεβάζει άλλα δύο θεατρικά έργα του.
Με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου το 1930, ο Γεώργιος Παπανδρέου τον διορίζει γενικό γραμματέα με διευθυντή τον Ιωάννη Γρυπάρη και σκηνοθέτη τον Φώτο Πολίτη. Αποχωρεί από το θέατρο το Δεκέμβριο του 1934, μετά το θάνατο του Πολίτη αλλά επανέρχεται τον Οκτώβριο του 1935, μία εβδομάδα πριν την ανατροπή της κυβερνήσεως Π. Τσαλδάρη, ως εισηγητής δραματολογίου. Το 1937, ο Ιωάννης Μεταξάς τού αναθέτει τη γενική διεύθυνση Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας και τη γενική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου. Κατά την παραμονή του στο Εθνικό καθιερώνει τα φεστιβάλ αρχαίου δράματος, προωθεί τις απόψεις του για την παρουσίαση των αρχαίων τραγικών στα αρχαία θέατρα με παραστάσεις στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού και το 1938, για πρώτη φορά από την αρχαιότητα, χρησιμοποιεί το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ανεβάζοντας την Ηλέκτρα του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Δημ. Ροντήρη. Δημιουργεί το Βασιλικό Θεσσαλονίκης (1940) και ιδρύει τη Λυρική Σκηνή (1940). Δημιουργεί επίσης το περιοδεύον θέατρο «Άρμα του Θέσπιδος» (1939), τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (1937) και εγκαινιάζει τον θεσμό των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων (1939) και της Πανελλήνιας Καλλιτεχνικής Έκθεσης στο Ζάππειο (1938).
Το μεγάλο του όνειρο, η καθιέρωση του Εθνικού Θεάτρου ως ένα από τα σημαντικότερα θέατρα της Ευρώπης, πραγματοποιείται το 1939 με τις ιστορικές τουρνέ: Αλεξάνδρεια, Κάιρο, Οξφόρδη, Καίμπριτζ, Λονδίνο, Φρανκφούρτη και Βερολίνο. Οι αγγλικές εφημερίδες συγκρίνουν το Εθνικό με την Comedie Francaise, το Θέατρο Τέχνης του Στανισλάφσκι στη Μόσχα και το θέατρο Habima. Συγκεκριμένα, οι «Times» του Λονδίνου γράφουν: «Σε καμιά χώρα η θεατρική σκηνή δεν χρωστά περισσότερα στην ενεργητικότητα, τον ενθουσιασμό και την γνώση ενός ανθρώπου, όσο η ελληνική σκηνή οφείλει στον Κωστή Μπαστιά».
Από τη λογοτεχνική του εργασία θα πρέπει να αναφέρουμε: «Στεριές και θάλασσες» (1932), «Τ’ Αλιευτικά» (1935), «Οι άνθρωποι και τα ζώα» (1939), «Λιμάνια» (1939), «Μηνάς ο Ρέμπελος», βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1939), «Η Μπουμπουλίνα» (1944), «Αράχνη 44» (1946), «Ο Παπουλάκος» (1951), «Νέον Κυριακοδρόμιον» (1956) και το δοκίμιο «Ο Παπαδιαμάντης» (1962).
Με την είσοδο των γερμανών στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1941, παραιτείται από το Εθνικό Θέατρο. Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται διότι ασκεί «φιλοαγγλική προπαγάνδα». Μετά την Κατοχή αναχωρεί για τη Νέα Υόρκη, όπου θα μείνει για οκτώ χρόνια (1946–1954) ως ανταποκριτής της «Βραδυνής» στον Ο.Η.Ε.
Με την επιστροφή του, θα αναλάβει πάλι τη γενική διεύθυνση της Λυρικής Σκηνής (1959) και θα μετακαλέσει τη Μαρία Κάλλας για να ανεβάσει στην Επίδαυρο τις ιστορικές πλέον παραστάσεις της «Νόρμας» (1960) και της «Μήδειας» (1961). Το 1961 θα αναλάβει επίσης, ταυτοχρόνως με τη Λυρική, και τη γενική διεύθυνση του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και θα φροντίσει για την αγορά του οικοπέδου της Αγίας Παρασκευής και την ανέγερση του Ραδιομεγάρου.
Πέθανε στην Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1972.
[Πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]
※
[«Νέον Κυριακοδρόμιον»
–Σχόλια στην κάθε Περικοπή
από τον Κωστή Μπαστιά–
κεφ. 25ο, σελ. 128–131,
εκδοτικός οίκος «Αστήρ»,
Αθήνα, Φεβρουάριος 19772.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός.]
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός.]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου