Ο
ΠΑΠΑ–ΛΕΩΝΙΔΑΣ
Θυμάμαι εκείνο το βράδυ που συναντήσαμε
για πρώτη φορά τον πνευματικό μας πατέρα, τον παπα–Λεωνίδα. Η εκκλησία ήταν
πλημμυρισμένη από κόσμο. Φοβόσουνα μήπως σε λιώσει ή σε ποδοπατήσει το πλήθος.
Πολλά κεριά έδιναν μια λάμψη ζεστή και επίσημη· ο κόσμος συνέχιζε ν’ ανάβει κι άλλα κεριά για τη γιορτή στον Άγιο Νικόλαο, στο Σωτήρα, στην Παναγία, την «χαρά όλων των
χειμαζομένων». Παρ’ όλο το πήγαιν’ έλα, τη ζέστη και το μεγάλο
πλήθος, η προσευχή μέσα στην εκκλησία ήταν πολύ δυνατή. Αισθανόμασταν μια
πραγματική αγαλλίαση, ένα άνοιγμα προς το θαύμα.
Ο ιερέας βρισκόταν ανάμεσα στο λαό με το
πρόσωπο γυρισμένο προς το ιερό. Ντυμένος με φωτεινά αργυρόχρωμα άμφια έμοιαζε
με άγγελο που είχε κατέβει από τον ουρανό.
Άρχισε να μυρώνει τον κόσμο μετά το
ευχέλαιο: οι άνθρωποι πλησίαζαν σιγά–σιγά τον ιερέα που μ’ ένα μικρό βαμβάκι
έκανε το σημείο του σταυρού με το λάδι, πάνω στο πρόσωπο του καθενός, λέγοντας
με σιγανή φωνή: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Όταν οι πιστοί τού φιλούσαν το χέρι, πρόσθετε: «Χρόνια Πολλά!».
Τα ακτινοβόλα άμφιά του έφερναν στο μυαλό
τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος· παρατήρησα ότι τα φτωχικά ενδύματα μερικών
ηλικιωμένων γυναικών δεν αφαιρούσαν τίποτα απ’ αυτή την ατμόσφαιρα της επίσημης
και βασιλικής γιορτής. Η ομορφιά του νεαρού ιερέα, με πρόσωπο γεμάτο αγάπη και
αρχοντιά, δεν ήταν του κόσμου τούτου.
Όταν ήρθαμε με τη σειρά μας να πάρουμε
ευλογία, ο ιερέας μάς είπε: «Ελάτε να με δείτε μετά την ακολουθία». Το ίδιο
βράδυ κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας με τον πατέρα Λεωνίδα, κατάλαβα τι
πάει να πει ιερέας. Είδα έναν άνθρωπο ικανό να στραφεί προς τον άλλον με όλο του
τον εαυτό, με όλη του τη ψυχή· όχι με τη μισή. Συνάντησα έναν άνθρωπο που
ενδιαφερόταν για μένα και όχι για τους «ρόλους» που έπαιξα στη ζωή, ούτε για
την αντίληψη που είχα εγώ γι’ αυτή, αλλά για τον εσωτερικό μου εαυτό που
πάντα έκρυβα, νομίζοντας ότι κανένας δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτόν. Ήμασταν
συνηθισμένοι στις διανοουμενίστικες συζητήσεις μας, να κάνουμε κριτική όχι μόνο
των βιβλίων και των γεγονότων, αλλά και των ανθρώπων. Ο παπα–Λεωνίδας,
αντίθετα, δεν έκρινε ποτέ κανέναν· ούτε έμενε ποτέ αδιάφορος, μιλούσε για τους
άλλους σαν να ήταν δικά του παιδιά, αλλά χωρίς το συναισθηματισμό και την
τύφλωση των γονέων.
Δεν
ήταν διανοούμενος, αλλά υπεδείκνυε αλάνθαστα στους ποιητές μας τους άχρηστους
πλατειασμούς, την κοκεταρία, την έλλειψη ειλικρίνειας μέσα στους στίχους τους.
Γρήγορα κατάλαβα ότι είχε το χάρισμα της διακρίσεως. Με μια μικρή λεπτομέρεια,
με έναν λανθασμένο τονισμό, κατόρθωνε να ανασυνθέτει την αρρώστια στο σύνολό
της. Μας θεράπευε με υπομονή, σιγά–σιγά, σχεδόν ανεπαίσθητα. Μια μέρα, την
εποχή του Χρουστσώφ (1958–1964), κάλεσαν τον παπα–Λεωνίδα στην K.G.B.
για να του προτείνουν ν’ αρνηθεί το ιερατικό ένδυμα, όπως είχαν κάνει πολλοί
ιερείς εκείνη την εποχή των τρομερών και αιματηρών διωγμών. Του είχαν πει:
«Κοιτάξτε, δεν υπάρχουν παρά μόνο κάτι γριούλες στην εκκλησία. Όταν αυτές πεθάνουν,
το επάγγελμά σας θα είναι άχρηστο!». Ο παπα–Λεωνίδας παρέμεινε τότε σταθερός. Και
να, που, δέκα χρόνια αργότερα, συχνάζουν στην εκκλησία νέοι, διανοούμενοι,
ποιητές, επιστήμονες και φιλόσοφοι. Ποιος θα μπορούσε να το πιστέψει;
Ο παπα–Λεωνίδας αγαπούσε τους ταλαντούχους
ανθρώπους. Απαιτούσε από τους ποιητές να συνεχίσουν να δημιουργούν «για την
δόξα του Θεού», «για να μη θάψουμε τα ταλέντα μας». Αγαπούσε τους διανοούμενους
και φαινόταν σαν να είχε γεννηθεί για να μας αλαφρώσει σταδιακά από κάθε τι
άχρηστο, ενοχλητικό και αμαρτωλό. Είχε μπροστά του πρόσωπα αλλοπαρμένα από την μεγαλομανία,
«ιδιοφυΐες που δεν έχουν εκτιμηθεί», άτομα ανώριμα και με αρρωστημένη
καυχησιολογία, που ζητούσαν να αγαπηθούν χωρίς όμως αυτά τα ίδια να ξέρουν να αγαπάνε. Όπως έλεγε κι ένας φίλος μας Ιταλός: «Είναι πιο δύσκολο ν’ αγαπάς αυτούς
τους διανοούμενους, παρά τους εχθρούς σου!». Με την είσοδο αυτών των ανθρώπων
στην Εκκλησία και με τη σταδιακή ωρίμανσή τους, το σκοτεινό και νευρωτικό
έδαφος της προσωπικότητάς τους σβηνόταν.
Πολύ συχνά, όταν άκουγε στην εξομολόγηση
κάτι πολύ σημαντικό, συγκεντρωνόταν, έμενε σιωπηλός κάμποσες στιγμές και, μετά, έλεγε: «Πρέπει να προσευχηθώ, να ζητήσω συμβουλή από την γυναίκα μου(!) και θα σου
πω την επόμενη φορά». Ποτέ δεν βιαζόταν να διορθώσει κάποιον. Μερικοί από τους
νεοφώτιστους έλεγαν: «Ο παπα–Λεωνίδας παρά είναι καλός· όλα, τα επιτρέπει!». Είναι
φανερό ότι αυτοί οι νεαροί που μεταστράφηκαν προς τον Χριστό, προσπαθούσαν να αλλάξουν ριζικά και
οριστικά όλη τους τη ζωή. Βασανισμένοι από τις παλιές τους αμαρτίες, από πτώσεις
και κρίματα, επιθυμούσαν μια γρήγορη κάθαρση αποκτημένη με μόχθο, μ’ έναν σκληρό
και «πραγματικό» κανόνα· μια τέτοια επιθυμία μαρτυρούσε φλογερή πίστη, χωρίς
την οποία, ο χριστιανισμός μπορεί να εκφυλιστεί σε μια λαϊκή αδιαφοροποίητη
ιδεολογία. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν ήταν χωρίς κίνδυνο, όπως η ανυπομονησία της
καρδιάς, η ανικανότητα να αγωνίζεσαι για πολύ χρόνο και σταδιακά, η έξαρση, η
υπερβολή των παθών. Επίσης, διαφαινόταν ο ρωσικός ομπλομοβισμός*: ένας Ρώσος είναι έτοιμος να πεθάνει για μια
ιδέα, υπό τον όρο να μη κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι του!
Ο παπα–Λεωνίδας, ως πραγματικός ιερέας και
πνευματικός, τα ήξερε όλα αυτά και ενεργούσε με πολύ σύνεση και, πολλές φορές, ανεπαίσθητα. Αλλά σιγά–σιγά γινόταν όλο και περισσότερο «απαιτητικός»,
προσεκτικός σε κάθε μη σωστή λεπτομέρεια, σε κάθε κίνηση ή βλέμμα λανθασμένο.
Προπαντός προσπαθούσε να πολεμήσει τον
εγωισμό μας. Μια φορά, παραδείγματος χάριν, μόλις έμαθε ότι τσακωνόμουνα μια
ολόκληρη νύχτα με δυο πιστούς που δεν πήγαιναν στην εκκλησία, μου είπε:
«Θυμήσου, ότι δεν έχεις το δικαίωμα να τσακώνεσαι· μπορείς να δίνεις μόνο συμβουλές.
Εάν αυτοί οι άνθρωποι απομακρυνθούν από την εκκλησία, θα είναι εξαιτίας σου!».
Με βοηθούσε, επίσης, να ελευθερωθώ από τον
λανθασμένο οίκτο. Μια από τις γνωστές μου, ήταν γυναίκα μοναχική και ανήσυχη,
τρομερά φλύαρη και εγωκεντρική. Μου μιλούσε πολλές ώρες, σε σημείο να
εξαντλούμαι τελείως. Δεν έβρισκα τη δύναμη να την διακόψω, να είμαι αυστηρή
μαζί της. Το είπα στον ιερέα. Μου απάντησε: «Μπορείς να βλέπεις όποιον θέλεις·
αλλά όχι όταν αυτό είναι αυτοκτονία για σένα, γιατί η αυτοκτονία είναι αμαρτία.
Θυμήσου τι έκανε ο καλός Σαμαρείτης: σήκωσε τον άνθρωπο, έδεσε τα τραύματά του,
του νοίκιασε ένα δωμάτιο και συνέχισε τον δρόμο του. Έτσι πρέπει να κάνεις κι
εσύ· διαφορετικά, και οι δύο θα υποκύψετε από τις δυστυχίες αυτής της
γυναίκας».
Το Άγιο Πνεύμα βοηθάει τον άνθρωπο να βρει
την ακεραιότητά του. Μετά από κάθε συνομιλία με τον πνευματικό μας, αλλάζουμε.
Οι απότομοι και νευρικοί άνθρωποι γινόντουσαν ανοικτοί και γλυκείς· οι χλιαροί,
δραστηριοποιούνταν. Μαθαίναμε την έννοια του μέτρου. Γινόμασταν όμορφοι χωρίς
να το θέλουμε. Οι προσπάθειες του παπα–Λεωνίδα είχαν για σκοπό να κάνουν, εμάς
τους χαοτικούς και παραμορφωμένους ανθρώπους, μια τέλεια εικόνα του Θεού. Ήθελε
να μας βοηθήσει να γίνουμε πρόσωπα…
※
[Τατιάνα
Γκορίτσεβα (1947–):
«Είναι
επικίνδυνο να μιλάς για το Θεό»,
(μετάφραση:
Μαρία Λαγουρού),
κεφ. 4ο (απόσπασμα), σελ. 44–47,
εκδόσεις
«Τήνος», Αθήνα (χ.χ.)4.
*«Ομπλομοβισμός»:
το στείρο όνειρο του Ομπλομώφ·
κεντρικού ήρωα από το δίτομο φερώνυμο έργο
του Ρώσου συγγραφέα Ιβάν Γκοντσαρώφ (1812–1891),
του Ρώσου συγγραφέα Ιβάν Γκοντσαρώφ (1812–1891),
που
ενσαρκώνει υπέρμετρα την παθητικότητα, τη
ραθυμία,
την πλήρη αδιαθεσία ή αδυναμία για ενεργό δράση.]
την πλήρη αδιαθεσία ή αδυναμία για ενεργό δράση.]
※
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου