ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ
Είναι καλό να γνωρίζουμε ότι εγείρουμε μία πελώρια αγνωμοσύνη και μία
αχαριστία χειρίστου είδους έναντι στον ελευθερωτή και Σωτήρα μας Χριστό, κάθε
φορά που μας πείθει ο κόσμος να ασπασθούμε και να προσκυνήσουμε τις
«λυσιτελείς» εγκεφαλικές λύσεις του και τις πλάνες θεωρίες του. Κάθε ορθόδοξος,
αισθάνεται και βιώνει πολύ καλά στο υπαρξιακό του πετσί, και στα δύο συνάμα στοιχεία
της υπάρξεώς του (το σώμα και τη ψυχή του) εκείνο που λέει εμφαντικά ο
Απόστολος Παύλος: «ἠγοράσθητε
γὰρ τιμῆς» (Α΄ Κορ. στ΄ 20).
Η επιλογή της αποτέφρωσης αποτελεί
τραγική διαστρέβλωση της αξίας της αυτοδιάθεσής μας. Ατιμία της
θεοτίμητης εικόνας και φύσης μας. Το ευλογημένο πρόσωπο του ανθρώπου, έρμαιο στη σύληση
της πυρίκαυστης αποσύνθεσης. Η εσπευσμένη λύση της βίας της φωτιάς, δήθεν για «οικονομία
χώρου», για «καθαρότητα περιβάλλοντος». Έρχονται ψευδεπίγραφα αγαθά να επιβάλλουν το χειρότερο κακό. Και εμείς, είναι σαν να απαντάμε στην όλη τιμή και τη δωρεά που μας προσέφερε και
μας προσφέρει ο Χριστός με την Οικονομία Του, με τη Θυσία Του και με τα Θεία
Του Μυστήρια, με την χειρότερη εκ μέρους μας άγνοια, με την πιο αποκαρδιωτική
αγνωμοσύνη και με την πιο προκλητική θρασύτητα. Ξεφυλλίζοντας την μεγάλαυχη αυτονομία μας, το μόνο που βρίσκουμε είναι στάχτες να βασιλεύουν εκεί. Καθώς και μουντζουριές της τέφρας των ανομιών μας στο
λευκό της θείας αγαθότητας.
Η αυτοδιάθεση του σώματος των πιστών (των πιστών· όχι, των απίστων!), δε μπορεί, δε γίνεται και δε νοείται να έχει αποτεφρωτική προοπτική. Δεν έχουμε τέτοιες αγνωστικιστικές «ελευθερίες» εμείς· δεν αυτοσχεδιάζουμε με πυξίδα το αποτρόπαιο μηδέν· δε βαστάμε κουπιά του κυνισμού για να πλεύσουμε στο ρεύμα τούτης της ζωής· δεν ορεγόμαστε το σβησμό της ύλης μας με ενέργειες που έχουν καταστροφικό χαρακτήρα, με μανία ασέβειας που συνοδεύει τη σάρωση, με πυρομανική απρέπεια, με φλογοφόρα σκληρότητα. Ακόμη και αυτός ο κυτταρικός σβησμός μας, η αναπόφευκτη αποσύνθεσή μας, η αναπόδραστη λήξη μας, ο βιολογικός «χαμός» μας, έχουν ευγένεια, έχουν αρχοντιά, έχουν ευπρέπεια, έχουν κάλλος, έχουν εμφιλόσοφο φρόνημα, έχουν στοργή, έχουν ελπίδα, έχουν αγάπη. Το σώμα μας, προέρχεται από την αγάπη· κατέστη σκεύος αγάπης, έγινε εργαλείο αγάπης ακόμη και όταν αυτό εβίωσε μία αθέατη κλασματική στιγμή γεμάτη μετάνοια και συντριβή για όλα τα επίγεια και πολυκαιρισμένα αμαρτήματά του. Ζούμε με κάθε τρόπο τη ζωή του Χριστού ως ζωή δική μας· ως ζωή του σώματός μας και ως ζωή της ψυχής μας, του όλου ανθρώπου. Το βαπτισμένο και μυρωμένο σώμα, δεν έχει μοίρα στη μελανή στάχτη. Γιατί είναι ένα σώμα που, δυνάμει, έχει δεχθεί την εν Χριστώ αθανασία. Όλα τα κύτταρα αυτού του σώματος, έχουν σφραγισθεί σταυροειδώς με το Χρίσμα· μπολιάστηκαν σε αυτά η ενέργεια και η δύναμη του Πνεύματος του Θεού. Να αφήσουμε λοιπόν αυτά τα μεγάλα προνόμια και θαυμαστά αξιώματα της Χάριτος, για να στραφούμε στη φωτιά και τη στάχτη, –αυτά τα αρχέγονα αντιπροσωπευτικά σύμβολα του μηδενισμού, του μαρασμού και της θλίψης;
Η αυτοδιάθεση του σώματος των πιστών (των πιστών· όχι, των απίστων!), δε μπορεί, δε γίνεται και δε νοείται να έχει αποτεφρωτική προοπτική. Δεν έχουμε τέτοιες αγνωστικιστικές «ελευθερίες» εμείς· δεν αυτοσχεδιάζουμε με πυξίδα το αποτρόπαιο μηδέν· δε βαστάμε κουπιά του κυνισμού για να πλεύσουμε στο ρεύμα τούτης της ζωής· δεν ορεγόμαστε το σβησμό της ύλης μας με ενέργειες που έχουν καταστροφικό χαρακτήρα, με μανία ασέβειας που συνοδεύει τη σάρωση, με πυρομανική απρέπεια, με φλογοφόρα σκληρότητα. Ακόμη και αυτός ο κυτταρικός σβησμός μας, η αναπόφευκτη αποσύνθεσή μας, η αναπόδραστη λήξη μας, ο βιολογικός «χαμός» μας, έχουν ευγένεια, έχουν αρχοντιά, έχουν ευπρέπεια, έχουν κάλλος, έχουν εμφιλόσοφο φρόνημα, έχουν στοργή, έχουν ελπίδα, έχουν αγάπη. Το σώμα μας, προέρχεται από την αγάπη· κατέστη σκεύος αγάπης, έγινε εργαλείο αγάπης ακόμη και όταν αυτό εβίωσε μία αθέατη κλασματική στιγμή γεμάτη μετάνοια και συντριβή για όλα τα επίγεια και πολυκαιρισμένα αμαρτήματά του. Ζούμε με κάθε τρόπο τη ζωή του Χριστού ως ζωή δική μας· ως ζωή του σώματός μας και ως ζωή της ψυχής μας, του όλου ανθρώπου. Το βαπτισμένο και μυρωμένο σώμα, δεν έχει μοίρα στη μελανή στάχτη. Γιατί είναι ένα σώμα που, δυνάμει, έχει δεχθεί την εν Χριστώ αθανασία. Όλα τα κύτταρα αυτού του σώματος, έχουν σφραγισθεί σταυροειδώς με το Χρίσμα· μπολιάστηκαν σε αυτά η ενέργεια και η δύναμη του Πνεύματος του Θεού. Να αφήσουμε λοιπόν αυτά τα μεγάλα προνόμια και θαυμαστά αξιώματα της Χάριτος, για να στραφούμε στη φωτιά και τη στάχτη, –αυτά τα αρχέγονα αντιπροσωπευτικά σύμβολα του μηδενισμού, του μαρασμού και της θλίψης;
Το σώμα και η ψυχή μας, είναι εσαεί μυστικοί
φορείς της σφραγίδας και δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. Με το Χρίσμα έχουν
εμποτιστεί με Χάρη Θεού· και με το ιερό Βάπτισμα έχουν καταστεί μέλη Χριστού, θαυμαστά,
αιώνια και ακατάλυτα. Αυτές οι δωρεές, όσο και να μη τις υπολογίζουμε, είναι
ανεξάλειπτες, αναφαίρετες, ακατάλυτες, παντοτινές, αιώνιες: όσο παντοτινή και αιώνια
είναι και η σωτηρία του κάθε έναν από εμάς. Δε μπορούμε να αποσκιρτούμε αθεόφοβα
προς την κατεύθυνση που μας ωθούν αγνωστικιστικές επιλογές. Δεν έχουμε καλύτερη
«δημοκρατία» εάν αποδεχθούμε τα κρεματόρια. Άνθρωποι που εμπράκτως αρνούνται τη δύναμη της πατρώας ευσέβειας, γυρεύουν να βρουν τώρα ουραγούς μιας «ελευθερίας»
που όζει αφόρητο δαιμονισμό και επιθετική αθεολόγηση μεγάλης και κακόβουλης ασχήμιας. Το βιωμένο
ήθος της Εκκλησίας έχει προ πολλού δραπετεύσει από τέτοια διλλήματα και τέτοιες
φρεναπάτες.
Το σώμα και η ψυχή του ανθρώπου μετέχουν
της θείας ζωής και προάγονται στον αγιασμό και τη θέωση, σώα, ακέραια, αλώβητα και
απείραχτα από την πλευρά της προσωπικής ελευθερίας του καθενός, παρά τους όποιους
πειρασμούς της. Δεν έχει σημασία το, εάν και κατά πόσο, ο Χριστός, ως
παντοδύναμος και πανσθενουργός, δύναται ακόμη και από τη σωρό μιας στάχτης να
αναδημιουργήσει και να εμφανίσει ανθρώπινο σκεύος. Η λογική μας, πάντα εφευρίσκει
νέα δυσκολότερα «στοιχήματα» για να απαξιώνει καλύτερα τα υπερκόσμια μυστήρια. Σημασία έχει, εάν εγώ,
μέσα στη δική μου ελευθερία, «ευσεβώ» (συγνώμη για τη νεολογία!) με την
ακεραιότητα του αγίου σώματός μου ή ασεβώ κακουργηματικά με την καύση του, η
οποία συνιστά ατίμωση. Άλλο να ενστερνίζεσαι και να βιώνεις τη θεία ταπείνωση, εκφέροντας με
όλη σου την συνείδηση το· «γῆ εἰμι καὶ
σποδός» (Γεν. ιη΄ 27), και άλλο να εφαρμόζεις ταπεινωτικά τη μεταθανάτια
σταχτοποίηση του ιερού σου σώματος. Ζούμε με επίγνωση το μυστήριο της πίστης
μας, θεολογώντας εμπειρικά (σ)την κάθε πτυχή της ζωής μας και δεν ακολουθούμε
«απόψεις», «θέσεις», «αντιλήψεις», «ιδέες» και «θεωρίες». Ή μετέχουμε της ζωής
του Χριστού ή αλλοτριωνόμαστε στον ποικιλώνυμο θάνατο του κόσμου.
Ας μη ξεχνάμε ποτέ, ότι το Ορθόδοξο Σώμα
(επαναλαμβάνω, γιατί έχει απόλυτη σημασία: «το Ορθόδοξο Σώμα»!), δεν είναι μόνο
έμψυχο και έμπνοο· είναι και Πνευματέμφορο, θεοφόρο και ένθεο. Και αυτό το, για
πολλούς λησμονημένο, γεγονός είναι ταυτόχρονα και το κριτήριο που εξετάζει και ανακρίνει τα πάντα· όλα σχεδόν
τα θέματα των επιγείων μας. Και δη το θέμα, για το οποίο γίνεται τώρα λόγος· αυτό, της καύσης και
αποτέφρωσης. Όποιος δεν αισθάνεται μέσα του ενδημούσα αυτήν την Πνευματεμφορία, με την οποία έχει σωστικά κληροδοτηθεί μέσω του Χρίσματος και του Βαπτίσματος,
αυτός ή θα δεχθεί την αποτέφρωση των νεκρών σωμάτων ως μία ανένοχη πρακτική
«τακτοποίησης» της υλικής μάζας τους ή θα ψάχνεται μάταια και άσκοπα, για μία ολόκληρη
αιωνιότητα, μέχρι να βρει και να πεισθεί «πού είναι το κακό».
Στην ορθόδοξη ζωή μας, κάθε τι μέσα σε
αυτήν, συνυφαίνεται ευεργετικά κάθε δογματική αλήθεια. Οι ορίζοντες των ορθόδοξων βιωμάτων
μας, κρύβουν ευώδεις κρυστάλλους από φίλτατα θεία δόγματα. Η πράξη και η ασκητική μας, είναι μυστικά
βιωματικά δάνεια από τη θεολογία της χριστοεμπειρίας. Έχετε σκεφτεί γιατί (να) ανάβουμε κανδήλια και κεριά στους τάφους των προσφιλών μας κεκοιμημένων; Ο
λόγος θα ήταν αποκαρδιωτικά λίγος, εάν επρόκειτο μόνο για κάποιον συναισθηματικό λόγο.
Βεβαίως, δεν ακυρώνεται από κανέναν το συναίσθημα, ο πόνος, η αίσθηση της απώλειας κτλ. Αλλά εδώ
έχουμε κάτι πολύ πιο βαθύ και κάτι που είναι υπερβατικά θεολογικό.
Πάτε στα κοιμητήρια που βρίσκονται έξω
από τα χωριά και τις πόλεις μας. Παρατηρήστε αυτό που συμβαίνει πάντα. Παρά τον άφατο πόνο του πένθους, η έντιμη λαϊκή ευσέβεια συναντάται διαρκώς με τη τιμή της Ανάστασης. Εκεί θα
δείτε ότι, τις περισσότερες φορές, οι περισσότεροι από εμάς ενεργούμε στους τάφους σαν να επρόκειτο αυτοί
για ιερά, για μικρούς βωμούς: ανάβουμε με δέος το κανδήλι και με νοσταλγία ανάμνησης κεριά στη λεπτή άμμο,
θυμιάζουμε ευλαβικά, στεκόμαστε σεβαστικά όρθιοι, γονατίζουμε συγκινημένοι, ευχόμαστε από καρδιάς,
ιερολογούμε κατανυκτικά, ευλογούμε ταπεινά. Κραταιοί στο χρόνο, το μάλαγμα της θείας Αναστάσεως κρατά σώο το σώμα μας που θάφτηκε, ακέραιη τη χωρισμένη από αυτό ψυχή μας. Καρτερούμε με ακλόνητη ελπίδα τη Μεγάλη Συνάντηση στη Δεσποτική Κρίση. Γιατί αυτό; Και γιατί έτσι; Τόση ιεροτελεστία, τόση φροντίδα και μέριμνα, τόσος
ευπρεπισμός σε νεκρά σώματα, σε σιωπηλά και ακούνητα οστά και σε άπνοα και άζωα κουφάρια; Μήπως
είμαστε ειδωλολάτρες, τυπολάτρες, νεκρολάτρες, τρισαγιομανείς, μνημοσυνομανείς;
Τον πραγματικό και ουσιώδες λόγο, υπάρχει περίπτωση να μην τον υποπτευόμαστε
καν.
Ας σκεφτούμε λίγο, ότι αυτά τα νεκρά
σώματα, αυτά τα ασάλευτα οστά, από πολύ νωρίς, έχουν τιμηθεί και έχουν προσλάβει, έχουν
περιχωρήσει στην τωρινή νεκρική τους μάζα τη Σφραγίδα του θείου Χρίσματος· έχουν λάβει
τον αγιασμό του Βαπτίσματος· έχουν κυρωθεί με ευπρέπεια αθανασίας παρά την εξόφθαλμη
και αναντίρρητη νεκρότητά τους. Το φως της ελπίδας που κομίζουμε σε αυτά, οι
φωταψίες της αγάπης μας, ασφαλώς και ενέχουν μία «άλλη» έκφραση ύψιστης τιμής
προς το θείο, προς τον μυστικό αγιασμό τον οποίον κρύβουν μέσα τους,
ανεξάλειπτα, ακατάλυτα και αιώνια. Δεν έχει σημασία εάν αυτά τα σώματα
κατέχονται πρόσκαιρα από το θάνατο. Φιλοξενούν μέσα στη φωλιά της νεκρής ύλης
τους τη φλόγα της Θείας Ζωής –της Χριστοζωής!– με την οποία, στην τελική Κρίση,
πρόκειται να κατακαεί τελειωτικά το κράτος του θανάτου και της αμαρτίας. Και να
παρέλθει και το παραμικρότερο ίχνος από τη θλιβερή στάχτη αυτού του κόσμου.
Πώς, μετά, αυτά τα σιωπηλά, άζωα και νεκρά,
αλλά θεοτίμητα σώματα, εμείς οι «ορθόδοξοι», οι νεοεποχίτες άνθρωποι, οι τιμητές του
«ντοϊτσλαντικού προοδευτισμού», θα θελήσουμε να τα αποτεφρώσουμε; Με ποια ορθόδοξη
συνείδηση; Με ποιά ορθόδοξη ακρίβεια; Με ποια ορθόδοξη συναίσθηση; Προφανώς με καμμία. Αλλά, τότε με ποια
κοσμική πρόφαση; Με ποια αυταπάτη, ιδεοληψία και φρενοβλάβεια; Ο κόσμος
φαίνεται ότι πασχίζει να ξεμπερδεύει πολύ γρήγορα με τα «πτώματά» του. Πότε, άλλωστε, υπήρξαν πρόσωπα και άνθρωποι γι’ αυτόν; Ούτε και ο ίδιος ξέρει ούτε και που θυμάται.
Τα «πτώματα», δεν έχουν σημασία γι’ αυτόν. Δεν είχε και δεν έχει ποτέ αγάπη και
φροντίδα γι’ αυτά. Από καταβολής του, επίφθονος στόχος του είναι να κάνει πτώματα όσα πρόσωπα υπάρχουν. Και όσα πτώματα βρεθούν, αυτά να γίνουν σκορπισμένη στάχτη έξω από το φράχτη του σύγχρονου και απάνθρωπου «πολιτισμού» του. Καθαρόαιμο μίσος που επεκτείνεται ακόμη και στα νεκρά σώματα· από «νεκρές» ψυχές, από «νεκροζώντανους» ανθρώπους. Αλλά φυσικά, αυτός ο κόσμος, δεν πρόκειται ποτέ να απαλλαχθεί από το σποδόχρωμο άχθος
του θανάτου που σκορπά με την τόση ατίμωση, την ύβρη και την αναλγησία που
επιβάλλει παντού…
πατὴρ Δαμιανὸς
«Ἕτερος δὲ τῶν
μαθητῶν αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ·
Κύριε, ἐπίτρεψόν
μοι πρῶτον ἀπελθεῖν
καὶ θ ά ψ α ι τὸν πατέρα μου.
Ὁ δὲ Ἰησοῦς
εἶπεν αὐτῷ· ἀκολούθει μοι,
καὶ ἄφες τοὺς
νεκροὺς θ ά ψ α ι
τοὺς ἑαυτῶν
νεκρούς».
[Ματθ. η΄ 21·
Λουκ. θ΄ 59]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου