Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

«ΚΥΡΙΕ, ΜΗ Μ’ ΕΛΕΗΣΕΙΣ!»

«ΚΥΡΙΕ, ΜΗ Μ’ ΕΛΕΗΣΕΙΣ!»

[Ὁ «κυρ–Φώτης» ὁ Κόντογλου, γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ μᾶς διηγεῖται μιὰ ὄμορφη καὶ πάντερπνη ἱστορία κι’ ἐμεῖς –σαγηνευμένοι μαθητὲς στὴν ἕδρα τοῦ μαστορικοῦ του λόγου– γευόμαστε ὅλη τὴ θαλπωρὴ καὶ τὴ ζεστασιὰ ποὺ ἀποστάζει τὸ δίδαγμά της: Ἡ ἁγιότητα εἶναι τὸ ἀθεώρητο κάλλος τῆς ταπείνωσης καὶ τὸ ἀναφαίρετο προνόμιο τῆς ἁπλότητας καὶ τῆς ἀκακίας. Ὁ ἁπλὸς ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ μείνει ἀχώριστος ἀπὸ τὴ Χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὅσο κι’ ἂν αὐτὸς φωνάζει μέσα στὴν εὐλογημένη ἀνηξεριά του «νὰ μὴν ἐλεηθεῖ», τὸ μεγάλο ἔλεος τοῦ Χριστοῦ κυριολεκτικὰ τὸν «καταδιώκει» συνεχῶς «πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ» (πρβλ. Ψαλμ. κβ΄ 6), στολίζοντάς τον ἀπροσδόκητα μὲ ἀνυποψίαστη καὶ μυστικὴ ἁγιότητα ποὺ περιγελᾶ τὶς συνήθεις ἀντιλήψεις τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ἀκλόνητους νόμους τῆς φύσεως...]


     «Γιὰ νὰ καταλάβετε ἀκόμα πιὸ καλὰ τί μακάρια ἁπλότητα εἴχανε ἐκεῖνοι οἱ παληοὶ εὐλογημένοι ἄνθρωποι, θὰ σᾶς πῶ μιὰν ἱστορία:
     Μιὰ φορὰ ἤτανε ἕνας νέος τσομπάνης καὶ ’κεῖ ποὺ φύλαγε τὰ γίδια του, σὲ μιὰν ἔρημη ἀκρογιαλιά, πῆγε γιαλὸ ἕνα καράβι, καὶ βγήκανε οἱ γεμιτζῆδες νὰ πάρουνε νερό. Πῆγε κοντά τους κι’ ο τσομπάνης καὶ θαύμαζε τὴ βάρκα καὶ τοὺς ἀνθρώπους. 
     Ὕστερα τράβηξε μὲ τὰ γίδια του, κι’ ὁ καπετάνιος τὸν ἄκουσε ποὺ κάθε τόσο ἔλεγε: Κύριε, μὴ μ’ ἐλεήσεις!· τὸν φώναξε νὰ πάγει κοντὰ καὶ τοῦ εἶπε πὼς δὲν πρέπει νὰ παρακαλᾶ ἔτσι τὸν Θεό, ἀλλὰ νὰ λέγει: Κύριε, ἐλέησέ με!.


     Σὲ λίγο πήρανε οἱ θαλασσινοὶ τὰ βαρέλια, τὰ πήγανε στὸ καράβι καὶ κάνανε πανιά. Ὁ τσομπάνης, στὸ μεταξύ, ξέχασε τὰ λόγια ποὺ τοῦ ’χε πεῖ ὁ καπετάνιος, κ’ ἔτρεξε γλήγορα στὴν ἀκροθαλασσιά, κ’ ἔπιασε καὶ φώναζε: Καπετάνιο! Πῶς εἶπες νὰ λέγω;. Μὰ τὸ καράβι ἔπαιρνε δρόμο κ’ ἡ φωνή του δὲν ἔφτανε ὣς ἐκεῖ.
     Ὁ τσομπάνης ἐμπῆκε στὴ θάλασσα, φωνάζοντας ὁλοένα. Βλέπει ὁ καπετάνιος τὸν τσομπάνη νὰ τρέχει ἀπάνω στὸ νερό, σὰν νὰ περπατοῦσε στὴ στεριά, καὶ νά ’ρχεται κατὰ τὸ καράβι, κράζοντάς τον: Καπετάνιο! Πῶς εἶπες νὰ λέγω;. Ὁ καπετάνιος, ἀνατρίχιασε· κατάλαβε πὼς ὁ τσομπάνης εἶχε ἁγιάσει ἀπὸ τὴν ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς του, δίχως νὰ τὸ γνωρίζει, καὶ τοῦ φώναξε: Λέγε το ὅπως τό ’λεγες! Λέγε το ὅπως τό ’λεγες!.
     Κι’ ὁ τσομπάνης γύρισε πίσω στὴ στεριὰ καὶ μουρμούριζε: Κύριε, μὴ μ’ ἐλεήσεις!».


ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
(1895–1965)


[Φώτη Κόντογλου:
«Ἔργα», Τόμ. Α΄,
«Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου»,
κεφ. 43ο («Μακάρια ζωή»), σελ. 317,
Ἐκδοτικὸς Οἶκος «Ἀστήρ»,
Ἀθῆναι, Ὀκτώβριος 19957.
Τὰ ἔργα ποὺ κοσμοῦν τὴν παροῦσα ἀνάρτηση 
εἶναι τῆς Βρετανίδας Mary Fedden (19152012)
(1) «Goatherd With Goats» και (2) «Ireland».]







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου