Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΑΣΗ ΤΩΝ ΗΣΥΧΑΣΤΩΝ

ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ 
ΑΠΟ ΤΑ ΔΑΣΗ ΤΩΝ ΗΣΥΧΑΣΤΩΝ 


     Κατά τα χρόνια 1930–1933, ησύχαζε στα γειτονικά δάση της Σκήτης Σύχλας ένας ιεροδιάκονος που καταγόταν από άλλους τόπους, ονόματι Χριστοφόρος. Η «μετάνοιά» του, δηλαδή ο αρχικός τόπος της μοναχικής του αφιερώσεως, ήταν στο Μοναστήρι Φρασινέϊ. Όταν ήταν ακόμη φοιτητής της Θεολογίας, στις διακοπές του, πήγαινε στην Σύχλα και αγωνιζόταν μόνος του μέσα στο βουνό, ζώντας σ’ ένα μικρό χαμόσπιτο που απείχε μόλις ένα χιλιόμετρο μακριά από την Σκήτη. 


     Εκείνο τον καιρό, ζούσαν πολλοί μοναχοί ησυχαστές στα βουνά της Σύχλας. Κάποτε, περνούσαν από εκείνα τα απάτητα μέρη με τα πρόβατά τους, δύο αδελφοί του Μοναστηριού Συχάστρια, ο Βασίλειος και ο Κωνσταντίνος Ιλλίε. Ο ένας απ’ αυτούς, αντίκρισε την πόρτα μιας ερημικής Καλύβας, την οποία πλησίασε και κτύπησε σιγανά, λέγοντας:
     –Ευλόγησον, πάτερ!
     Αλλά κανείς δεν του αποκρίθηκε. Τότε, κοίταξε καλά και είδε ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη μ’ έναν σύρτη, επάνω στον οποίον κρεμόταν ένα σχοινί. Έκοψε απαλά το σχοινί και η πόρτα άνοιξε. Μπήκε μέσα και είδε ένα μικρό κελλί κάτω από έναν βράχο. Στο δάπεδο του κελλιού υπήρχαν φρέσκα ελάτινα κλαδιά, στην γωνία ένας πάγκος σαν τραπέζι και πάνω του το «Ὡρολόγιον» της Εκκλησίας, καθώς και ένα κομμάτι χαρτί που έγραφε: «Εδώ, κατοικεί το πιο ελεεινό κτήνος του κόσμου»! Τότε, ο ένας από τους δύο μοναχούς είπε με θαυμασμό:
     –Πόσους κρυμμένους δούλους έχει ο Θεός στα δάση αυτά! Εάν γνώριζα ποιός είναι, θα του έφερνα φαγητό από το μαντρί μας.

     Μετά, έκλεισαν την πόρτα και αναχώρησαν με τα πρόβατά τους. 


     Ύστερα από μερικές μέρες, έφθασε μια βραδιά στο μαντρί του Μοναστηριού ένας ξένος και άγνωστος αββάς. Ήταν αδύνατος, υψηλός, και φαινόταν σαν κάτι να κουβαλούσε πίσω στην πλάτη του. 
     –Αδελφοί, τους είπε, σας γνωρίζω όταν είχατε πάει εκεί στο κελλί μου με τα πρόβατά σας. Σας είδα πέρα μακριά από την λόχμη του δάσους. Εγώ είμαι «το πιο ελεεινό κτήνος του κόσμου»· Ο ιεροδιάκονος Χριστοφόρος
     –Τι έχεις μέσα σ’ αυτόν τον ντουρβά, με το σημείο του Σταυρού σημαδεμένο επάνω του; τον ρώτησαν οι αδελφοί.
     –Είναι η κάρα ενός αγίου που βρήκα μέσα στο δάσος. Οδηγείστε με στο Μοναστήρι σας, στον άγιο Ηγούμενο, για να του αποκαλύψω αυτό το γεγονός. Αφού τον οδήγησαν, λοιπόν, στον πρωτοσύγκελλο Ιωαννίκιο Μορόϊ (
1859–1944), τον Ηγούμενο της Μονής Συχάστριας, ο ιεροδιάκονος Χριστοφόρος τού είπε την παρακάτω ιστορία: 


     «Το περασμένο καλοκαίρι, την ημέρα της εορτής του Αγίου Προφήτου Ηλιού του Θεσβίτου, αφού μετείχα στην Θεία Λειτουργία της Σκήτης Σύχλας, επέστρεψα πίσω στην καλύβα μου μέσα στο δάσος. Στον δρόμο, επειδή ήμουν κουρασμένος, ξάπλωσα και κοιμήθηκα λίγο σ’ ένα ξέφωτο του δάσους. Ξαφνικά, όμως, ένα αόρατο χέρι μού έστρεψε το κεφάλι προς τα εκεί που ήταν τα πόδια μου. Υπέθεσα ότι αυτό θα ήταν δαιμονικός πειρασμός. Ξάπλωσα και κοιμήθηκα πάλι. Όμως, και πάλι το ίδιο χέρι με ξύπνησε. Εκείνη την στιγμή, βλέπω να στέκεται στον αέρα ένας όσιος ασκητής. Ήταν ντυμένος με ράσα, χωρίς σκούφο στο κεφάλι, με λευκά μαλλιά ριγμένα στις πλάτες του, με γένια κανονικά, με πρόσωπο λαμπρό, κρατώντας ένα κομποσχοίνι στο χέρι του. Στην συνέχεια, μου είπε με σιγανή και πραεία φωνή: “Μη φοβάσαι πάτερ Χριστοφόρε! Είμαι ένας ταπεινός δούλος του Χριστού που ασκήτευα στον τόπο αυτόν, άγνωστος σε όλους, πριν από πολλά χρόνια. Τελείωσα την ζωή μου εδώ και τα λείψανά μου παραμένουν μέχρι τώρα άταφα. Γι’ αυτό λοιπόν, σήκω κι έχε μου εμπιστοσύνη! Βάδισε προς τα δεξιά, περίπου στα εκατό βήματα. Θα βρεις δίπλα σ’ έναν βράχο τα οστά μου. Να πάρεις σαν ευλογία μόνο την κάρα μου για να την έχεις μαζί σου σε όλη σου την ζωή, οπουδήποτε κι αν πηγαίνεις, διότι αυτή για σένα θα σου είναι μεγάλη βοήθεια. Τα λείψανά μου, όμως, μην τολμήσεις να τα πάρεις μαζί σου, αλλά να τα ενταφιάσεις σ’ εκείνο το μέρος που σου υπέδειξα”.  


     Αφού εξαφανίστηκε ο όσιος από μπροστά μου, πρώτα προσευχήθηκα στον Θεό μήπως αυτό που έζησα ήταν καμμιά πανουργία του δαίμονος αλλά, κατά την προσευχή, αισθάνθηκα μία πρωτοφανή χαρά μέσα στην καρδιά μου. Είπα το “Πιστεύω” και μέτρησα εκατό βήματα προς τα δεξιά. Ξαφνικά, βρήκα κάτω από μία κουφωτή, σκαλιστή πέτρα, τα οστά αυτού του oσίου. Ήταν κίτρινα σαν το κερί και με ωραία ευωδία. Κατόπιν, έκανα τρεις μετάνοιες και άρχισα να εκτελώ την εντολή του. Ο δικός μου ο λογισμός, όμως, με παρακινούσε επίμονα να πάρω μαζί μου όλα τα λείψανα. Έστρωσα, λοιπόν, το ράσο μου κάτω στην γη για να τα τυλίξω μ αυτό. 


     Αλλ’ ω, του θαύματος! Καθώς έπιασα τα λείψανα, από μία ανεξήγητη θερμότητα που είχαν αυτά, κάηκαν αμέσως τα χέρια μου κι αναγκάστηκα να τ’ αφήσω απότομα κάτω στο έδαφος. Τότε ζήτησα συγνώμη από τον όσιο επειδή καταπάτησα την εντολή του. Έτσι, πήρα μαζί μου μονάχα την κάρα του. Έθαψα όλα τ’ άλλα υπόλοιπα λείψανα και επέστρεψα πίσω στην καλύβα μου. Από εκείνη την ημέρα, μεταφέρω μαζί μου την κάρα αυτού του oσίου και, με τις ευχές του, είμαι λυτρωμένος από οποιονδήποτε πειρασμό και κίνδυνο».
     –Πάτερ Χριστοφόρε, τον ρώτησε τότε ο Ηγούμενος, μήπως γνωρίζεις το όνομα αυτού του
oσίου;

     Και ο ιεροδιάκονος Χριστοφόρος τού απάντησε:
     –Για πολύν καιρό, δεν γνώριζα τ’ όνομά του. Και προσευχήθηκα στον Θεό με δάκρυα στα μάτια, για να μου το αποκαλύψει. Μια νύκτα, εκεί που έκαμνα τον Όρθρο στο κελλί μου, παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά μου αυτός ο θαυμαστός όσιος και μου είπε: «Πάτερ Χριστοφόρε, μην λυπάσαι άλλο πλέον επειδή δεν γνωρίζεις πώς ονομάζομαι. Ονομάζομαι Παύλος, Ιερομόναχος Μεγαλόσχημος. Να με μνημονεύεις στην αγία σου προσευχή!».
     Κι αμέσως, έγινε άφαντος. Απ’ ό,τι έμαθα μετά, αυτός ήταν ο Πνευματικός της Αγίας Θεοδώρας της Σύχλας, ο οποίος, έζησε στην Σκήτη Συχάστρια κατά το τέλος του 18ου αιώνος. Κατόπιν, έφυγε για την έρημο και εκοιμήθη εκεί. 



     Ο ιεροδιάκονος Χριστοφόρος παρέμεινε τρεις μέρες στο Μοναστήρι Συχάστρια, ιερουργώντας καθημερινά την Θεία Λειτουργία μαζί με τον Ηγούμενο π.Ιωαννίκιο Μορόϊ. Όλες εκείνες τις μέρες, η κάρα του Οσίου ιερομονάχου Παύλου ήταν τοποθετημένη επάνω στην Αγία Τράπεζα, απ’ όπου σκόρπιζε στην Εκκλησία μία ωραία λεπτή πνευματική ευωδία. Μετά, ασπάσθηκαν το ιερό λείψανο όλοι οι εκεί Πατέρες. Κατόπιν, ο ιεροδιάκονος Χριστοφόρος το έβαλε πάλι μέσα στον ντουρβά του και ξεκίνησε τον δρόμο του πίσω για την Σκήτη Σύχλα.
     Από την ημέρα εκείνη, κανείς πλέον δεν συνάντησε τον πατέρα Χριστοφόρο. Υποθέτουν μερικοί ότι προχώρησε βαθειά μέσα στα βάθη των δασών και των βουνών της Σύχλας και ότι εκεί τελικά ετελειώθη, δοξάζοντας τον Θεό. Μάταια, ανέβηκαν πολλές φορές οι Πατέρες της Συχάστρια για να βρουν τον ευλογημένον αυτόν ερημίτη. Κανείς δεν τον ξανάδε πάλι. 



     Πάντως, στην παράδοση του τόπου εκείνου λέγεται ότι, μεταξύ της Σκήτης Σύχλα και της Σκήτης Ρίπας του Κορόϊ, υπάρχει ένας μυστικός θείος τόπος, τον οποίον, κανείς μέχρι τώρα δεν μπόρεσε ν’ ανακαλύψει. Εκεί ασκήτευσαν, κατά την διάρκεια των αιώνων, πολλοί άγνωστοι Ησυχαστές. Ενδεχομένως, λοιπόν, να εκοιμήθη εκεί ο ιεροδιάκονος Χριστοφόρος, ο ερημίτης με τον ντορβά τον οποίον είχε πάντα αχώριστα μαζί του, στους ασκητικούς του ώμους, έχοντας μέσα του φυλασσομένη την ευωδιάζουσα κάρα του οσίου πατρός Παύλου. 
     Ας έχουμε όλοι μας σύμμαχο και σκέπη την ευχή και την πρεσβεία των δύο αυτών ασκητών του Κυρίου. Αμήν. 




[Ιερομονάχου Ιωαννικίου Μπάλαν:
«Ρουμανικό Γεροντικό»,
κεφ. 74ο, σελ. 336–339,
εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»,
Θεσ/νίκη 1985.]












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου