υ, πήγαινε στην Σύχλα και αγωνιζόταν μόνος του μέσα στο
βουνό, ζώντας σ’ ένα μικρό χαμόσπιτο που απείχε μόλις ένα χιλιόμετρο μακριά από
την Σκήτη.
Εκείνο τον καιρό, ζούσαν πολλοί μοναχοί ησυχαστές στα βουνά της Σύχλας. Κάποτε,
περνούσαν από εκείνα τα απάτητα μέρη με τα πρόβατά τους, δύο αδελφοί του
Μοναστηριού Συχάστρια, ο Βασίλειος
και ο Κωνσταντίνος Ιλλίε. Ο ένας απ’ αυτούς, αντίκρισε την πόρτα μιας ερημικής
Καλύβας, την οποία πλησίασε και κτύπησε σιγανά, λέγοντας: –Ευλόγησον, πάτερ!
Αλλά κανείς δεν του αποκρίθηκε. Τότε, κοίταξε καλά και είδε ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη μ’ έναν σύρτη, επάνω στον οποίον κρεμόταν ένα σχοινί. Έκοψε απαλά το σχοινί και η πόρτα άνοιξε. Μπήκε μέσα και είδε ένα μικρό κελλί κάτω από έναν βράχο. Στο δάπεδο του κελλιού υπήρχαν φρέσκα ελάτινα κλαδιά, στην γωνία ένας πάγκος σαν τραπέζι και πάνω του το «Ὡρολόγιον» της Εκκλησίας, καθώς και ένα κομμάτι χαρτί που έγραφε: «Εδώ, κατοικεί το πιο ελεεινό κτήνος του κόσμου»! Τότε, ο ένας από τους δύο μοναχούς είπε με θαυμασμό:
–Πόσους κρυμμένους δούλους έχει ο Θεός στα δάση αυτά! Εάν γνώριζα ποιός είναι, θα του έφερνα φαγητό από το μαντρί μας.
Μετά, έκλεισαν την πόρτα και αναχώρησαν με
τα πρόβατά τους.
Ύστερα
από μερικές μέρες, έφθασε μια βραδιά στο μαντρί του Μοναστηριού ένας ξένος και άγνωστος αββάς.
Ήταν αδύνατος, υψηλός, και φαινόταν σαν κάτι να κουβαλούσε πίσω στην πλάτη του.
–Αδελφοί, τους είπε, σας γνωρίζω όταν είχατε πάει εκεί στο κελλί μου με τα πρόβατά σας. Σας είδα πέρα μακριά από την λόχμη του δάσους. Εγώ είμαι «το πιο ελεεινό κτήνος του κόσμου»· Ο ιεροδιάκονος Χριστοφόρος!
–Τι έχεις μέσα σ’ αυτόν τον ντουρβά, με το σημείο του Σταυρού σημαδεμένο επάνω του; τον ρώτησαν οι αδελφοί.
–Είναι η κάρα ενός αγίου που βρήκα μέσα στο δάσος. Οδηγείστε με στο Μοναστήρι σας, στον άγιο Ηγούμενο, για να του αποκαλύψω αυτό το γεγονός. Αφού τον οδήγησαν, λοιπόν, στον πρωτοσύγκελλο Ιωαννίκιο Μορόϊ (1859–1944), τον Ηγούμενο της Μονής Συχάστριας, ο ιεροδιάκονος Χριστοφόρος τού είπε την παρακάτω ιστορία:
–Αδελφοί, τους είπε, σας γνωρίζω όταν είχατε πάει εκεί στο κελλί μου με τα πρόβατά σας. Σας είδα πέρα μακριά από την λόχμη του δάσους. Εγώ είμαι «το πιο ελεεινό κτήνος του κόσμου»· Ο ιεροδιάκονος Χριστοφόρος!
–Τι έχεις μέσα σ’ αυτόν τον ντουρβά, με το σημείο του Σταυρού σημαδεμένο επάνω του; τον ρώτησαν οι αδελφοί.
–Είναι η κάρα ενός αγίου που βρήκα μέσα στο δάσος. Οδηγείστε με στο Μοναστήρι σας, στον άγιο Ηγούμενο, για να του αποκαλύψω αυτό το γεγονός. Αφού τον οδήγησαν, λοιπόν, στον πρωτοσύγκελλο Ιωαννίκιο Μορόϊ (1859–1944), τον Ηγούμενο της Μονής Συχάστριας, ο ιεροδιάκονος Χριστοφόρος τού είπε την παρακάτω ιστορία:
«Το περασμένο
καλοκαίρι, την ημέρα της εορτής του Αγίου Προφήτου Ηλιού του Θεσβίτου, αφού μετείχα στην Θεία Λειτουργία της Σκήτης Σύχλας, επέστρεψα πίσω στην καλύβα
μου μέσα στο δάσος. Στον δρόμο, επειδή ήμουν κουρασμένος, ξάπλωσα και κοιμήθηκα
λίγο σ’ ένα ξέφωτο του δάσους. Ξαφνικά, όμως, ένα αόρατο χέρι μού έστρεψε το
κεφάλι προς τα εκεί που ήταν τα πόδια μου. Υπέθεσα ότι αυτό θα ήταν δαιμονικός
πειρασμός. Ξάπλωσα και κοιμήθηκα πάλι. Όμως, και πάλι το ίδιο χέρι με ξύπνησε.
Εκείνη την στιγμή, βλέπω να στέκεται στον αέρα ένας όσιος ασκητής. Ήταν
ντυμένος με ράσα, χωρίς σκούφο στο κεφάλι, με λευκά μαλλιά ριγμένα στις πλάτες
του, με γένια κανονικά, με πρόσωπο λαμπρό, κρατώντας ένα κομποσχοίνι στο χέρι
του. Στην συνέχεια, μου είπε με σιγανή και πραεία φωνή: “Μη φοβάσαι πάτερ
Χριστοφόρε! Είμαι ένας ταπεινός δούλος του Χριστού που ασκήτευα στον τόπο αυτόν,
άγνωστος σε όλους, πριν από πολλά χρόνια. Τελείωσα την ζωή μου εδώ και τα
λείψανά μου παραμένουν μέχρι τώρα άταφα. Γι’ αυτό λοιπόν, σήκω κι έχε μου
εμπιστοσύνη! Βάδισε προς τα δεξιά, περίπου στα εκατό βήματα. Θα βρεις δίπλα σ’
έναν βράχο τα οστά μου. Να πάρεις σαν ευλογία
μόνο την κάρα μου για να την έχεις μαζί σου σε όλη σου την ζωή, οπουδήποτε κι
αν πηγαίνεις, διότι αυτή για σένα θα σου είναι μεγάλη βοήθεια. Τα λείψανά μου,
όμως, μην τολμήσεις να τα πάρεις μαζί σου, αλλά να τα ενταφιάσεις σ’ εκείνο το
μέρος που σου υπέδειξα”.
Αφού
εξαφανίστηκε ο όσιος από μπροστά μου, πρώτα προσευχήθηκα στον Θεό μήπως αυτό
που έζησα ήταν καμμιά πανουργία του δαίμονος αλλά, κατά την προσευχή,
αισθάνθηκα μία πρωτοφανή χαρά μέσα στην καρδιά μου. Είπα το “Πιστεύω” και μέτρησα εκατό βήματα προς
τα δεξιά. Ξαφνικά, βρήκα κάτω από μία κουφωτή, σκαλιστή πέτρα, τα οστά αυτού
του oσίου. Ήταν κίτρινα σαν το κερί και με
ωραία ευωδία. Κατόπιν, έκανα τρεις μετάνοιες και άρχισα να εκτελώ την εντολή
του. Ο δικός μου ο λογισμός, όμως, με παρακινούσε επίμονα να πάρω μαζί μου όλα τα
λείψανα. Έστρωσα, λοιπόν, το ράσο μου κάτω στην γη για να τα τυλίξω μ’ αυτό.
–Πάτερ Χριστοφόρε, τον ρώτησε τότε ο Ηγούμενος, μήπως γνωρίζεις το όνομα αυτού του oσίου;
Και ο
ιεροδιάκονος Χριστοφόρος τού απάντησε:
–Για πολύν καιρό, δεν γνώριζα τ’ όνομά του. Και προσευχήθηκα στον Θεό με δάκρυα στα μάτια, για να μου το αποκαλύψει. Μια νύκτα, εκεί που έκαμνα τον Όρθρο στο κελλί μου, παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά μου αυτός ο θαυμαστός όσιος και μου είπε: «Πάτερ Χριστοφόρε, μην λυπάσαι άλλο πλέον επειδή δεν γνωρίζεις πώς ονομάζομαι. Ονομάζομαι Παύλος, Ιερομόναχος Μεγαλόσχημος. Να με μνημονεύεις στην αγία σου προσευχή!».
Κι αμέσως, έγινε άφαντος. Απ’ ό,τι έμαθα μετά, αυτός ήταν ο Πνευματικός της Αγίας Θεοδώρας της Σύχλας, ο οποίος, έζησε στην Σκήτη Συχάστρια κατά το τέλος του 18ου αιώνος. Κατόπιν, έφυγε για την έρημο και εκοιμήθη εκεί.
Ο
ιεροδιάκονος Χριστοφόρος παρέμεινε τρεις μέρες στο Μοναστήρι Συχάστρια,
ιερουργώντας καθημερινά την Θεία Λειτουργία μαζί με τον Ηγούμενο π.Ιωαννίκιο
Μορόϊ. Όλες εκείνες τις μέρες, η κάρα του Οσίου ιερομονάχου Παύλου ήταν
τοποθετημένη επάνω στην Αγία Τράπεζα, απ’ όπου σκόρπιζε στην Εκκλησία μία ωραία
λεπτή πνευματική ευωδία. Μετά, ασπάσθηκαν το ιερό λείψανο όλοι οι εκεί Πατέρες.
Κατόπιν, ο ιεροδιάκονος Χριστοφόρος το έβαλε πάλι μέσα στον ντουρβά του και
ξεκίνησε τον δρόμο του πίσω για την Σκήτη Σύχλα.–Για πολύν καιρό, δεν γνώριζα τ’ όνομά του. Και προσευχήθηκα στον Θεό με δάκρυα στα μάτια, για να μου το αποκαλύψει. Μια νύκτα, εκεί που έκαμνα τον Όρθρο στο κελλί μου, παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά μου αυτός ο θαυμαστός όσιος και μου είπε: «Πάτερ Χριστοφόρε, μην λυπάσαι άλλο πλέον επειδή δεν γνωρίζεις πώς ονομάζομαι. Ονομάζομαι Παύλος, Ιερομόναχος Μεγαλόσχημος. Να με μνημονεύεις στην αγία σου προσευχή!».
Κι αμέσως, έγινε άφαντος. Απ’ ό,τι έμαθα μετά, αυτός ήταν ο Πνευματικός της Αγίας Θεοδώρας της Σύχλας, ο οποίος, έζησε στην Σκήτη Συχάστρια κατά το τέλος του 18ου αιώνος. Κατόπιν, έφυγε για την έρημο και εκοιμήθη εκεί.
Από την ημέρα εκείνη, κανείς πλέον δεν συνάντησε τον πατέρα Χριστοφόρο. Υποθέτουν μερικοί ότι προχώρησε βαθειά μέσα στα βάθη των δασών και των βουνών της Σύχλας και ότι εκεί τελικά ετελειώθη, δοξάζοντας τον Θεό. Μάταια, ανέβηκαν πολλές φορές οι Πατέρες της Συχάστρια για να βρουν τον ευλογημένον αυτόν ερημίτη. Κανείς δεν τον ξανάδε πάλι.
Ας έχουμε όλοι μας σύμμαχο και σκέπη την ευχή και την πρεσβεία των δύο αυτών ασκητών του Κυρίου. Αμήν.
※
[Ιερομονάχου Ιωαννικίου Μπάλαν:
[Ιερομονάχου Ιωαννικίου Μπάλαν:
«Ρουμανικό Γεροντικό»,
κεφ. 74ο, σελ. 336–339,
εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»,
Θεσ/νίκη 1985.]
※
※
※
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου