Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

«ΝΑ, ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΣ!...»

«ΝΑ, ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΣ!...» 

Ένα φρικτό γεγονός ταράζει την ήρεμη ζωή 
της Καλύβης της Γεννήσεως του Χριστού, 
στα σεπτά Κατουνάκια από την Έρημο του Αγίου Όρους, 
πριν ακριβώς από έναν αιώνα. 
Οι κτηριακές και ανακαινιστικές εργασίες των τότε Πατέρων, 
στην Καλύβη της συνοδείας του Γέροντος Μακαρίου, 
διακόπτονται με τον πιο τραγικό τρόπο.
     Ο μοναχός Ιλαρίων, 
ο κουβαλητής βαριών και τεράστιων σανίδων, δαιμονίστηκε. 
Για κάθε του ενέργεια, είχε απόλυτο οδηγό το δικό του θέλημα 
και κυβερνήτη την δική του αντίληψη· «τον δικό του λογισμό»! 
Δεν άκουγε και δεν καταλάβαινε κανέναν. 
Ούτε και αυτόν ακόμη τον Γέροντά του, τον π. Μακάριο. 
Ορθολογικά, το ότι ήθελε να διπλασιάζει 
τον κόπο της διακονίας του, 
ήταν «καλό», «παραγωγικό» και «επαινετό». 
Πνευματικά όμως, παρέδιδε αμαχητί τον εαυτό του 
στον αόρατο εχθρό που ήταν και ο κύριος εμπνευστής 
αυτού του «καλού», του «παραγωγικού» και του «επαινετού» 
διπλασιασμού φόρτου εργασίας. 
Κανένας δεν του ζήτησε το πολύ. 
Κανένας δεν τον απόρριψε για το λίγο. 
Κανένας δεν τον υποχρέωσε να μπει στανικά 
σε έναν αγώνα δρόμου, στο όνομα της όποιας διακονίας. 
Ο αδιάκριτος ζήλος του, προσέκρουσε μετωπικά 
πάνω στην ευλογημένη συμφωνία των συνασκητών του. 
Μονάχα ο ισχυρογνώμονας εαυτός του, 
αρνήθηκε να ακούσει και να υπακούσει. 
Στην φωνή των Πατέρων. Στην κοινότητα των αδελφών. 
Στην σύναξη της μικρής εκκλησίας. 
Ενδεχομένως και στην οικεία συνείδηση. 
Τελικά, όλα σε προσωπική μικρογραφία 
και σε διαπροσωπική «μικροκοσμία», 
υπηρετούν –είτε με θετικό τρόπο είτε με αρνητικό– 
το Μυστήριο της Χάριτος του Θεού, 
το Μυστήριο της Θείας Ταπείνωσης. 
Όλες οι «ανθρώπινες» αρετές, εάν πρώτα 
δεν φωτιστούν και δεν μπολιαστούν με το Πνεύμα του Θεού, 
στέκονται ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο 
μόνιμα σαν τοίχος και σαν εμπόδιο. 
Ο αόρατος εχθρός μας, 
ξέρει με απαράμιλλη τέχνη αιώνων, 
να «αρετοποιεί» το σκοτάδι μας. 
Και εμείς οι δύστυχοι, ξέρουμε πάμπολλες φορές να γινόμαστε ουραγοί, ακόλουθοι, πειθήνια όργανα 
και θύματα αυτής της μωροσοφίας του. 
Η οποία μωροσοφία, όζει από υπερηφάνεια και κόλαση. 
Και η «κόλαση» δεν είναι τίποτε άλλο 
εκτός από εγκατάλειψη Θεού. 
     Ευτυχώς που η θλιβερή κατάσταση του 
δαιμονισμού του π. Ιλαρίωνος ήταν σύντομη. 
Γιατί, ο καλός γείτονας αυτής της Καλύβης, 
ο περίφημος παπα–Ιγνάτιος ο Πνευματικός, 
επενέβη δραστικά και έσωσε την κατάσταση· 
έσωσε την υπερήφανη ψυχή. 
Για να μάθουμε κι εμείς 
μέσα από αυτό το απευκταίο περιστατικό, 
έστω και ακροθιγώς, 
ποιος τελικά είναι υπερήφανος άνθρωπος. 
Αλλά, «ποιος είναι υπερήφανος»; 


     Το περιστατικό που θα διηγηθούμε συνέβη πριν ακριβώς από έναν αιώνα, το 1914, στα Κατουνάκια του Αγίου Όρους, στην Καλύβη της Γεννήσεως του Χριστού. Λίγο πιο πάνω από την Καλύβη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, του περίφημου και περιλάλητου παπα–Ιγνάτιου του Πνευματικού (1827–1927). Από αυτόν τον αδάμαντα της Αθωνικής Πολιτείας και από το έκτακτο περιστατικό που ερανιζόμαστε από τον ασκητικό του βίο, προσφέρεται μία εξαίσια αφορμή μεγάλης πνευματικής ωφελείας για όλους.
     Η συνοδεία του Γέροντος Μακαρίου εκείνες τις μέρες βρισκόταν επί ποδός γιατί πρόσθεταν δεύτερο πάτωμα στην προαναφερθείσα Καλύβη τους. Είχαν προχωρήσει στην εργασία και φτάσανε στην κατασκευή της στέγης.
     –Παιδιά μου, λέει ο Γέροντας, δόξα τω Θεώ, όλα πηγαίνουν καλά. Τώρα θα πρέπει να μεταφερθούν επάνω τα σανίδια της στέγης. Ας προσέξουμε! Τα σανίδια είναι βαριά. Με υπομονή, ένα–ένα ας τα ανεβάζουμε. Μη βιαζόμαστε και πολύ.
     Άρχισαν όλοι το ανέβασμα. Ο π. Ιλαρίων, ο νεότερος της συνοδείας, δεν το ανεχόταν να κουβαλάει τα σανίδια ένα–ένα. Χειροδύναμος και γενναίος καθώς ήταν, σκέφτηκε να μεταφέρει ανά τρία σανίδια την φορά.
     –Πάτερ Ιλαρίων, του λένε οι άλλοι αδελφοί, τα σανίδια είναι βαριά. Μη τα παίρνεις τρία–τρία, γιατί από το πολύ βάρος θα βλαφθεί η υγεία σου.
     Εκείνος όμως δεν φάνηκε να δίνει την παραμικρή σημασία στην σύσταση των αδελφών. «Αυτοί», έλεγε μέσα του, «να κοιτάνε την δουλειά τους. Ξέρω εγώ πόσα πρέπει να μεταφέρω».
     Πληροφορήθηκε την στάση του ο Γέροντας Μακάριος και τον παρατήρησε. Αλλά ούτε κι αυτήν την σύσταση πρόσεξε. Μ’ αυτήν την αχαρακτήριστη και αταίριαστη για υποτακτικό συμπεριφορά του, έκανε τον Γέροντα να αγανακτήσει. Η στάση του ήταν γεμάτη από διαβολική υπερηφάνεια και απειθαρχία.
     Ο υπερήφανος μοναχός που ήθελε πάντα να κάνει του κεφαλιού του, με τις τρεις σανίδες στην πλάτη του, ανέβαινε πεισματικά στην στέγη. Και την ώρα που τις ακουμπούσε κάτω, δέχθηκε το αόρατο ράπισμα. Παραδόθηκε στην εξουσία του σατανά και κυριεύθηκε από δαιμόνιο. Και τι δαιμόνιο! Φοβερό και τρομερό! Όλη η περιφέρεια αναστατώθηκε αμέσως από την δαιμονική οργή. Τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα ήταν αποτρόπαια. Οι άλλες εκδηλώσεις και ενέργειες σκόρπιζαν την φρίκη και τον τρόμο.
     –Τι συμβαίνει; Τι τρέχει; ρωτούσαν με απορία οι Πατέρες από τις γύρω Καλύβες.
     –Ο Ιλαρίων του Γέροντος Μακαρίου δαιμονίσθηκε! Ο Ιλαρίων δαιμονίσθηκε! Τον κυρίευσε άγριο δαιμόνιο! Ο Θεός να βάλει το χέρι Του!
     Ο περιβόητος παπα–Ιγνάτιος ο Πνευματικός που ήταν μάλιστα και γείτονας, πληροφορήθηκε αμέσως το γεγονός. Έμπειρος όπως ήταν σ’ αυτά τα θέματα, κατάλαβε πως χρειάζεται μεγάλη μάχη για να διωχθεί το άγριο αυτό δαιμόνιο. Χωρίς χρονοτριβές, παρήγγειλε να μαζευτούν στην Καλύβη της Γεννήσεως αρκετοί Πατέρες και Ιερομόναχοι. Να ενώσουν τις προσευχές τους και να τελέσουν το Μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου για τον πάσχοντα αδελφό. 


     Επτά Πνευματικοί έλαβαν μέρος στην τέλεση του Μυστηρίου. Η τελετή αυτή είχε κάτι το ξεχωριστό. Η ατμόσφαιρα δονούνταν από ιδιαίτερη συγκίνηση. Το όλο θέαμα σού ράγιζε την καρδιά. Στην μέση του Ναού ήταν ξαπλωμένος ο δαιμονόπληκτος Ιλαρίων, δεμένος με πολλά σχοινιά πάνω σε μία σανίδα. Δεν ήθελε, ο δυστυχής, να μεταφέρει μία σανίδα. Ήθελε τρεις. Να, όμως, τώρα, που τον μετέφεραν δεμένον πάνω σε μία! Μερικοί δυνατοί μοναχοί παρέστεκαν πλάι του, γιατί το δαιμόνιο είχε δύναμη φοβερή που έσπαζε όλα τα σχοινιά.
     Οι ευχές άρχισαν να διαβάζονται με δραματικό ικετευτικό τόνο, ενώ που και που η ιεροπρέπεια της τελετής ταρασσόταν από τις δαιμονικές κραυγές και ύβρεις. Με τις προσευχές και τα δάκρυα των Πατέρων, με την μεσιτεία των Ιερέων, με την δύναμη του Ιερού Μυστηρίου το θαύμα έγινε και απομακρύνθηκε ο φοβερός ένοικος από τον μοναχό Ιλαρίωνα. Η φοβερή δοκιμασία έληξε. Έληξε, αφού δόθηκε ένα καλό μάθημα στον υπερήφανο μοναχό, χρήσιμο αν όχι σε όλους, τότε σίγουρα σε απροσδιόριστα πολλούς. Όλοι είχαν να διηγούνται και να διδάσκονται.

 

     Ο π. Νεόφυτος μάλιστα, ο υποτακτικός του Πνευματικού παπα–Ιγνάτιου που συγκάλεσε τους Πατέρες για να προσευχηθούν από κοινού για την ίαση του δαιμονόπληκτου, είχε αποκομίσει περισσή ωφέλεια. Ήταν ένας από αυτούς που, προτού αρχίσει η τελετή του Ευχελαίου, φύλαγε τον δεμένο μοναχό. Ήξερε πως κάποιος συγκεκριμένος λόγος θα υπήρχε, ώστε να παραχωρήσει ο Θεός μια τέτοια δεινή κατάσταση παιδεύσεως. Για να εξακριβώσει λοιπόν τον λόγο, τολμά και υποβάλλει μία ερώτηση:
     –Πονηρό δαιμόνιο, για ποια αιτία μπήκες στον Ιλαρίωνα;
     –Άντε πήγαινε πέρα εσύ, απαντά το δαιμόνιο, που θα σου δώσω εγώ τον λόγο!
     –Σε εξορκίζω στο Όνομα της Αγίας Τριάδος να μου πεις την αιτία!
     –Βρε, τι θέλεις και με ορκίζεις εσύ που δεν είσαι ούτε παπάς, ούτε τίποτε;! Μπήκα γιατί…, μπήκα γιατί ήταν υπερήφανος!
     –Και πάλι σε εξορκίζω στο Όνομα της Αγίας Τριάδος να μου πεις ποιος είναι υπερήφανος.
     Και το δαιμόνιο, χωρίς να θέλει, αλλά πιεζόμενο από τον εξορκισμό, έκανε μία θαυμαστή ομολογία.
     –«Ποιος είναι υπερήφανος»! Να, ποιος είναι:
     Όποιος, στις εικοσιτέσσερις ώρες που έχει το ημερονύκτιο, δεν βάζει ούτε μία φορά στο νου του πως είναι αμαρτωλός.
     Αυτός, είναι ο υπερήφανος άνθρωπος!
     Τις τελευταίες αυτές λέξεις τις φώναξε με υψωμένο τον τόνο της φωνής.
     Στ’ αυτιά του π. Νεοφύτου βούιζαν για πολύ καιρό τα λόγια αυτά. Ο ίδιος έλεγε κάθε τόσο:
     «Θεέ μου! Σώσε με από την υπερηφάνεια!».
     Όσα διδάχθηκε από τον, ευτυχώς, σύντομο δαιμονισμό του π. Ιλαρίωνος, δεν τα ξεχνούσε ποτέ!

 

    «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται».
     Αυτόν τον θεόπνευστο λόγο, σαν να θέλει να τον τονίσει ιδιαίτερα η Αγία Γραφή, τον αναφέρει τρεις φορές στις σελίδες της (Παροιμίαι γ΄ 34 – Ιακώβου δ΄ 6 – Α΄ Πέτρου ε΄ 5).
     Και, όπως το υπογραμμίζει και η «Κλῖμαξ»,
     «ὑπερηφανία ἐστὶ Θεοῦ ἀντίπαλος» (Λόγος 24ος).
     Όλες αυτές οι αλήθειες, μας τις προσυπογράφει με τρόπο δραματικό και το πάθημα του υπερήφανου Ιλαρίωνος που περίμενε να δοξασθεί κουβαλώντας δύο σανίδες παραπάνω και κατάντησε να εξουθενωθεί όσο κανείς άλλος…


[Αρχιμ. Χερουβείμ Καράμπελα (1920–1979):
«Ιγνάτιος ο Πνευματικός»,
Σειρά: «Σύγχρονες Αγιορείτικες Μορφές»,
Αριθμ. 7, κεφ. γ΄, σελ. 80–83,
Ιερά Μονή Παρακλήτου,
Ωρωπός Αττικής 19947 .]




















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου