ΓΕΡΟΝΤΑΣ
ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ
※
※
Γνώρισα τον Γέροντα στην Αθήνα το 1972.
Αμέσως μου έκανε μεγάλη εντύπωση η σοβαρότητά του.
Δεν μπορούσα να ερμηνεύσω
τότε τί το ιδιαίτερο είχε,
που τον
ξεχώριζε και τον έκανε τόσο αρχοντικό, ιεροπρεπή και συνετό.
Πολλοί αργότερα
μου έλεγαν πως το πλησίασμά τους
τούς έδινε την αίσθηση ότι συνομιλούσαν
μ’
επίγειο άγγελο και ουράνιο άνθρωπο.
Έτσι, δεν θα σταθώ στα συνηθισμένα
βιογραφικά στοιχεία.
Θα πω μόνο πως γεννήθηκε στη Νίκαια του Πειραιώς το 1934
και επί μία [δεκαεννιαετία] παραμένει σιωπών
στο Μετόχι της Σιμωνόπετρας
του
Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στην Ορμύλια Χαλκιδικής.
※
※
Έχουν γραφεί και θα γραφούν αρκετά
βιογραφικά.
Θα επιθυμούσα, αν μπορούσα, όχι να φωτογραφήσω,
αλλά να ιχνογραφήσω τη σεβάσμια προσωπογραφία του.
Μακάρι να μπορούσα να τον εικονογραφήσω
με απαλά χρώματα ανεξίτηλης μνήμης,
εξαϋλωμένο μετά τις καθημερινές μεταμεσονύκτιες Θείες Λειτουργίες
στο Παρεκκλήσι της Αγίας Μαγδαληνής, που χρύσωνα άτεχνα το τέμπλο,
τις πολύωρες αγρυπνίες στο σκαμνάκι του κελλιού μου,
τις μέσα σε ασθένεια, σε κόπο και άλγος χαμαικοιτίες στο ψαθί,
πηγαίνοντας ένα φιδέ με δυο κουταλιές λάδι,
σφίγγοντάς μου, όσο μπορούσε το χέρι,
λέγοντάς μου το πολύ κέρδος του πόνου της νόσου,
την ωραιότητα του Πολυεύσπλαγχνου Θεού.
Υποπτευόμουν κι αγωνιζόμουν ν’ απομαντεύσω
το θαυμαστικό κάλλος της μεταμορφωτικής Χάρης
του φωτεινού, λευκού προσώπου, με τα ρουφηγμένα μάγουλα,
μετά το κλείσιμο της θύρας του Ηγουμενείου
Θα επιθυμούσα, αν μπορούσα, όχι να φωτογραφήσω,
αλλά να ιχνογραφήσω τη σεβάσμια προσωπογραφία του.
Μακάρι να μπορούσα να τον εικονογραφήσω
με απαλά χρώματα ανεξίτηλης μνήμης,
εξαϋλωμένο μετά τις καθημερινές μεταμεσονύκτιες Θείες Λειτουργίες
στο Παρεκκλήσι της Αγίας Μαγδαληνής, που χρύσωνα άτεχνα το τέμπλο,
τις πολύωρες αγρυπνίες στο σκαμνάκι του κελλιού μου,
τις μέσα σε ασθένεια, σε κόπο και άλγος χαμαικοιτίες στο ψαθί,
πηγαίνοντας ένα φιδέ με δυο κουταλιές λάδι,
σφίγγοντάς μου, όσο μπορούσε το χέρι,
λέγοντάς μου το πολύ κέρδος του πόνου της νόσου,
την ωραιότητα του Πολυεύσπλαγχνου Θεού.
Υποπτευόμουν κι αγωνιζόμουν ν’ απομαντεύσω
το θαυμαστικό κάλλος της μεταμορφωτικής Χάρης
του φωτεινού, λευκού προσώπου, με τα ρουφηγμένα μάγουλα,
μετά το κλείσιμο της θύρας του Ηγουμενείου
δύο–τρεις ολόκληρες ημέρες.
※
※
Ίσως ορισμένοι με τη
γραφή μου αυτή την ταπεινή διερωτηθούν, αναλογισθούν, προσποιηθούν,
αποποιηθούν, ακόμη και να σκανδαλισθούν, θεωρώντας πως η αγιότητα είναι
κρυμμένη πάντως κάπου αλλού.
Γνωρίζω πως, αν ο Γέροντας Αιμιλιανός
μπορούσε να διαβάσει αυτό το, από καρδιάς, κείμενο,
θα τό ’ριχνε στη σόμπα του, όπως κάποτε έκανε.
Η πλούσια λιτότητά του, η λαμπρή κοσμιότητά του,
η μοναδική σωφροσύνη και σύνεση και κατανόηση και ταπείνωση
είναι τεκμήρια της μυστικής του οσιότητος.
Ήξερε να κρύβεται, να σιωπά, να προσεύχεται, ν’ αγρυπνεί,
να λειτουργεί, να κηρύττει, να βλέπει μακρυά,
να βλέπει γι’ αυτό που πλασθήκαμε
κι όχι σε αυτό που προσωρινά ξεπέσαμε.
Από κάποιες σπάνιες χαραμάδες βλέπουμε
το λίγο Φως που άφηνε ο Θεός να δούμε,
Γνωρίζω πως, αν ο Γέροντας Αιμιλιανός
μπορούσε να διαβάσει αυτό το, από καρδιάς, κείμενο,
θα τό ’ριχνε στη σόμπα του, όπως κάποτε έκανε.
Η πλούσια λιτότητά του, η λαμπρή κοσμιότητά του,
η μοναδική σωφροσύνη και σύνεση και κατανόηση και ταπείνωση
είναι τεκμήρια της μυστικής του οσιότητος.
Ήξερε να κρύβεται, να σιωπά, να προσεύχεται, ν’ αγρυπνεί,
να λειτουργεί, να κηρύττει, να βλέπει μακρυά,
να βλέπει γι’ αυτό που πλασθήκαμε
κι όχι σε αυτό που προσωρινά ξεπέσαμε.
Από κάποιες σπάνιες χαραμάδες βλέπουμε
το λίγο Φως που άφηνε ο Θεός να δούμε,
που πρόδιδε την Θαβώρεια Χάρη.
※
※
Έχω ξαναπεί πως δεν είναι διόλου εύκολο
να γράφεις για κάποιον σαν τον Γέροντα Αιμιλιανό.
Επαναλαμβάνω με γνώση δεν είναι καθόλου εύκολο.
Όμως δεν μπορεί κανείς να σιωπά.
Η δοκιμασία φέρνει επιμονή απαραίτητη,
αγία υπομονή και ευγνώμονη υπέρβαση.
Δεν θ’ ακολουθήσω τώρα τους κοσμικούς εκείνους
που με περισσή αυτοπεποίθηση κι αυταρέσκεια
προβάλλονται προβάλλοντας κάποιους μεγάλους που πλησίασαν.
Η περίπου δωδεκαετής μαθητεία μου στον σοφό Γέροντα
με δίδαξε εξαίσιες αγάπες:
Στον Τριαδικό Θεό, την Υπεραγία Θεοτόκο,
τους Αγίους, τον Μοναχισμό, το Άγιον Όρος,
την προσευχή, την ταπείνωση, τον όποιο συνάνθρωπο,
την παραδοχή του ανόητου εαυτού μου.
να γράφεις για κάποιον σαν τον Γέροντα Αιμιλιανό.
Επαναλαμβάνω με γνώση δεν είναι καθόλου εύκολο.
Όμως δεν μπορεί κανείς να σιωπά.
Η δοκιμασία φέρνει επιμονή απαραίτητη,
αγία υπομονή και ευγνώμονη υπέρβαση.
Δεν θ’ ακολουθήσω τώρα τους κοσμικούς εκείνους
που με περισσή αυτοπεποίθηση κι αυταρέσκεια
προβάλλονται προβάλλοντας κάποιους μεγάλους που πλησίασαν.
Η περίπου δωδεκαετής μαθητεία μου στον σοφό Γέροντα
με δίδαξε εξαίσιες αγάπες:
Στον Τριαδικό Θεό, την Υπεραγία Θεοτόκο,
τους Αγίους, τον Μοναχισμό, το Άγιον Όρος,
την προσευχή, την ταπείνωση, τον όποιο συνάνθρωπο,
την παραδοχή του ανόητου εαυτού μου.
※
※
Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις την πάλη
του με τον Θεό,
το μαρτύριο της τελειώσεώς του,
την επίχυση της θείας Χάρης
στην καθαρή βιοτή του.
Με διακατέχει συντριβή.
Πώς να μιλήσω ο αδαής για τον
συνομιλητή, πολεμιστή, ήρωα,
αγωνιστή, ορειβάτη του Θεού, Αιμιλιανό;
Η συντριβή
μου γίνεται Σιλωάμ νίψης, θεραπείας κι ανεγέρσεως
του παραλελυμένου για τον
υπέροχο εκείνο άνθρωπο,
που μ’ έμαθε να φοβάμαι μόνο τον Θεό,
που μου φόρεσε το
τίμιο του Μοναχού ένδυμα,
που μου έδωσε το προφητικό ωραίο όνομα του Σιναΐτη
θεόπτη,
που με σαγήνευσε αφοπλιστικά ο λόγος του,
με ακτινογράφησε η αετήσια
ματιά του,
με ψυχογράφησε τέλεια το υψηλό του βίωμα.
※
※
Έχω την εντύπωση πως ένα
χαρακτηριστικό στοιχείο του Γέροντα
ήταν η σιωπή του, που ήταν επιλεγμένη,
κι
ας κήρυττε κι ας έκανε συνάξεις,
που βγαίνουν σήμερα ωραία βιβλία
με τους
σημαντικούς και αγαθούς λόγους του.
Ο Γέροντας κυρίως ήταν αυτό που δεν έλεγε
κι όχι αυτό που ακουγόταν.
Όταν κλαυθμήριζε στην Αγία Μαγδαληνή,
όταν μάλωνε
σιωπηλά με τον Χριστό,
όταν ερχόταν στο κελλί μου, που ασθενούσα βαρειά,
και
καθόταν ώρα δίχως να μιλά ή να μου λέγει λίγα απαραίτητα·
«Η ασθένεια θα σε σώσει, παιδί μου!».
Η σιωπή του Γέροντος Αιμιλιανού
δεν ήταν απλά απουσία λόγων,
έλλειψη λόγων, αγνωσία λόγου, δυσκολία ομιλίας.
Ήταν
ακριβής επιλογή του λίαν απαραίτητου:
«–Τι
άλλα, παιδί μου; –Αυτά. –Χαίρετε!».
Και σου διέκοπτε τη συνομιλία,
όταν
μάλιστα δεν είχες κάτι ουσιαστικό να καταθέσεις
και ξέφευγε η κουβέντα σε
φλυαρία, πολυλογία, περιττολογία
και λοιπά, που διόλου, αλήθεια, δεν αγαπούσε.
Μιλούσε μόνο όσο, όποτε και όταν χρειαζόταν.
Η αυστηρή αυτή σιωπή ήταν σοφή,
σεμνή, ενδεδειγμένη.
Δεν συνήθιζε να μιλά για τον εαυτό του.
Εντούτοις η
παρουσία του ήταν φωτοφόρα κυρίαρχη.
Δεν μπορούσες να ήσουν μπροστά του και να
σκέφτεσαι κάτι άλλο.
Η σιωπή αυτού που θα μπορούσε να κρίνει, να αποδώσει
ευθύνες,
να καυτηριάσει κακώς κείμενα, να κατηγορήσει παραλήψεις,
μας έκανε κι
εμάς προσεκτικούς.
Ασφαλώς και θα μπορούσε να πει και να γράψει περισσότερα.
※
※
Μιλούσε πιο πολύ η ίδια η ζωή του,
το
ειρηνικό του πρόσωπο, το βιωμένο του παράδειγμα.
Δίχως καμμιά επιτήδευση και
εξωράϊση και διάθεση αυτοπροβολής.
Ήταν πάντα προσεκτικός, μετρημένος,
τακτικός, φρόνιμος, συνετός.
Το στέρεο βήμα του, οι κινήσεις των χεριών του,
ο
τρόπος του βήχα του, ακόμη και της αναπνοής του,
ιδίως την ώρα της Θείας
Λειτουργίας στο άγιο Βήμα,
στο πρώτο στασίδι, στον θρόνο, στην τράπεζα.
Κάτι το
ξεχωριστό, το ιερό, είχε η δυνατή ματιά του,
το βλέμμα του, η όρασή του.
Σε
διαπερνούσε διακριτικά, ευγενικά, φιλόστοργα.
Είχε ένα ηρωϊκό και συνάμα
φιλάνθρωπο φρόνημα.
Μπορούσε να κάνει ό,τι το πιο γενναίο και πιο αγαθό για να
σε συνδράμει.
Να προσεύχεται ώρες και μέρες για το πρόβλημά σου.
Να τιμωρεί τον
εαυτό του για την ανόητη ανυπακοή σου.
※
※
Η ζωή του Γέροντος όμως ήταν τελικά ένα
κλειστό βιβλίο.
Σ’ ελάχιστους δόθηκε η ευλογία της μελέτης του.
Άφησε την γνώση
του μόνο στον Θεό.
Οι μελέτες του στην Αθήνα και στον Πειραιά
ήταν κυρίως
αγιοπατερικών κειμένων·
στα Μετέωρα, βίοι, τυπικά, διαθήκες, αποφθέγματα οσίων.
Τη μελέτη αγάπησε πολύ σε όλη του τη ζωή.
Ήταν βαθύς γνώστης των Μοναχικών
θεσμών.
Από νωρίς εμβάθυνε στην ουσία του Μοναχισμού.
※
※
Στις αρχές του 1995, σοβαρή ασθένεια τον
έκανε να μεταβεί στο Μετόχι της Ορμυλίας ανεπίστροφα για το αγαπητό του Άγιον
Όρος και τη λατρευτή μάνδρα του Οσίου Σίμωνος του Μυροβλύτου, όπου είχε κάνει
δεκάδες κουρές και είχε δυνατά βιώματα δύο και πλέον δεκαετιών.
Το 2000
παραιτήθηκε της ηγουμενίας και εισήλθε στη φίλη σιωπή,
τη γλώσσα του Μέλλοντος
Αιώνος κατά την ωραία ρήση
του προσφιλούς του Αββά Ισαάκ του Σύρου.
Κατά τον Αββά
Ησαΐα, που, επίσης, αγαπούσε και ερμήνευσε άριστα,
«μοναχὸς ἐστί ἀεὶ χαίρων».
Αυτής της παντοτεινής χαράς μέτοχος ήταν
πάντα αυτός
ο αληθινός Μοναχός, ο χριστοφόρος, ο φίλος των Αγίων,
ο μυστικός
εργάτης του Πνεύματος.
※
※
Σήμερα ο Γέροντας δεν μιλά.
Μιλούν τα
βιβλία του. Μιλά η σιωπή του. Διδάσκει η παρουσία του.
Ο χρόνος θα μεγαλώσει τη
μεγαλωσύνη του.
Το μυστικό του μεγαλείο σιγά–σιγά αποκαλύπτεται, ανακαλύπτεται.
Η ερμηνεία των λόγων των αββάδων
κατ’ αυτόν τον καταπληκτικό τρόπο,
κατ’ αυτόν τον καταπληκτικό τρόπο,
είναι δηλωτική
ότι εμφορείται
υπό του ιδίου Πνεύματος και κατέχει τα αυτά βιώματα.
Ο Γέροντας
Αιμιλιανός αποτελεί πολύτιμο κρίκο
της τιμίας αλυσίδος των χαρισματούχων
Αγιορειτών Ηγουμένων του εικοστού αιώνος.
Τον ευχαριστούμε εκ βαθέων και θα τον
ευγνωμονούμε εσαεί
για τα δώρα του που ανακούφισαν την ασθένεια και πενία μας.
※
※
ΜΟΝΑΧΟΣ ΜΩΥΣΗΣ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (1952–2014)
※
※
[Μοναχού
Μωϋσέως Αγιορείτου:
«Ιερές Μορφές του Αγίου Όρους»,
μέρος δ΄, κεφ. 15ο, σελ.
441–446,
εκδόσεις
«Τέρτιος»,
Κατερίνη, Σεπτέμβριος 20061.]
Κατερίνη, Σεπτέμβριος 20061.]
※
Η παρούσα ανάρτηση,
ας αποτελέσει εξ ολοκλήρου
μία ταπεινή,
πλην όμως, εγκάρδια αφιέρωση
στο πρόσωπο το
οποίο αισθανόμαστε
να ιχνηλατεί
τόσο διψαλέα και τόσο ειλικρινά
τη μυστική
πολιτεία του Γέροντος Αιμιλιανού·
τον καλό πατέρα
Βαρνάβα.
Με διάπυρη την από
μέρους μας ευχή
για ταχεία
ανάρρωση και ακαθυστέρητη επάνοδο
στο στίβο των λειτουργημάτων
του,
με καλή υγεία,
δύναμη, αντοχή και κραταίωση,
και με μία ευλογημένη
συνέχεια
γεμάτη εμπνεύσεις
και εκπλήξεις της Χάριτος.
※
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου