Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ (1896–1993)
Είναι δύσκολο για μένα να μιλήσω για τον Γέροντά μου, διότι δεν έχω τη δυνατότητα να τον περιγράψω. Έζησα κοντά του σχεδόν 27 χρόνια, αλλά ποτέ μου
δεν τον συνήθισα, ποτέ μου δεν τον θεώρησα ως κοινό άνθρωπο. Η κάθε επαφή μαζί
του, ήτανε για μένα ένα γεγονός, ένα καινούργιο γεγονός, ενώ εξωτερικά η ζωή μας ήταν πολύ απλή. Εκείνο που με είχε εντυπωσιάσει πολύ στη ζωή του Γέροντα, ήταν
ο λόγος του και η δύναμη της προσευχής του. Προπαντός ο λόγος του. Οποιαδήποτε
ώρα κι αν πήγαινα (μεσημέρι, μεσάνυχτα, πρωί), καμμιά φορά κοιμόταν στην
πολυθρόνα και τον ξυπνούσα και τού ’λεγα: «Υπάρχει αυτό το πρόβλημα· τί να
κάνω;». Αμέσως, μου έδινε ένα λόγο που ήξερα ότι ήταν από έναν άλλο κόσμο. Αυτό, με είχε εντυπωσιάσει περισσότερο από κάθε άλλο. Εξωτερικά, ζούσε πολύ απλά μαζί
μας, σαν αδελφός. Ποτέ, δεν μας είπε «παιδάκι μου» ή «παιδί μου» ή «τέκνο μου». Συμπεριφερόταν
σ’ εμάς ως σε ίσους του. Με μεγάλο σεβασμό. Εγώ ήμουνα ένας από τους νεότερους,
εκεί.
⁜
Ο Γέροντας, είχε καλλιτεχνική φύση και
ιδιοσυγκρασία. Πολλές φορές έλεγε ότι, «για να είναι κανείς χριστιανός, πρέπει
να έχει φύση καλλιτέχνη. Δηλαδή, όπως ο καλλιτέχνης κατέχεται από το
αντικείμενο της τέχνης του μέρα και νύχτα και προσπαθεί να εκφράσει στην
τελειότητα το αντικείμενο αυτό, έτσι και ο χριστιανός κατέχεται από μία και
μόνο ιδέα· πώς να δει το Πρόσωπο του Ζώντος Θεού, πώς να παρουσιασθεί μπροστά στον
Ζώντα Θεό και πώς να γίνει κατάλληλος γι’ αυτή τη συνάντηση με τον Ζώντα Θεό».
Πάντοτε μου έλεγε ότι, «όλες οι τέχνες
προσπαθούν να εκφράσουν το τέλειο, να αρπάξουν το αιώνιο και όλες αποτυγχάνουν
και μένει ένα κενό στη ψυχή του ανθρώπου, διότι το αιώνιο, το τέλειο, δεν
μπορεί να το αρπάξει κανένας με ανθρώπινα μέσα, μόνο εάν το ίδιο ευδοκήσει και
παραδοθεί στον άνθρωπο, ως δωρεά».
Στη δική του αγιογραφία, φαίνεται ότι
προσπαθούσε να εκφράσει εκείνο το οποίο ήθελε να παραδώσει και στα βιβλία του,
δηλαδή το νόημα της ανθρώπινης υποστάσεως, το νόημα του προσώπου ή της
υπόστασης. Όπως στη θεολογία του προσπαθούσε να εκφράσει τη θεολογία του
προσώπου, έτσι και στις αγιογραφίες του. Βλέπει κανείς σε κάθε πρόσωπο που
ζωγραφίζεται στον ναό ή στην τραπεζαρία μια εσωτερικότητα και βλέπει ότι το
κέντρο αυτού του προσώπου είναι η καρδιά του ανθρώπου, η βαθιά καρδιά του
ανθρώπου, όπου εκεί αυτός ο κρυμμένος άνθρωπος της καρδιάς έχει την δυνατότητα
να χωράει όλο το είναι, τόσο το θεϊκό όσο και το ανθρώπινο.
⁜
Είναι δύσκολο για εμάς να μιλάμε για τον
Γέροντα. Να με συγχωρείτε, δεν ξέρω πώς να το εκφράσω. Ο ίδιος, είχε τέτοια
δίψα Θεού, που έλεγε ότι: «Εάν “άσκηση” είναι ο αγώνας για να υπερνικήσουμε το
τάδε και το τάδε πάθος, τότε, εγώ τέτοιον αγώνα δεν εγνώρισα!». Η δίψα του για
τον αληθινό Θεό και η μεταμέλειά του για το γεγονός ότι στη νεότητά του
παραπλανήθηκε σε άλλους δρόμους Ανατολίτικων θρησκειών, του έδωσαν μια τέτοια
δίψα που, ακόμα και οι σάρκες του, διψούσαν τον Ζώντα Θεό.
Ο Γέροντας έλεγε: «Η μεγαλύτερη ποίηση, η
μεγαλύτερη και ατελεύτητη δημιουργία, είναι η Προσευχή. Στην Προσευχή, στην
υποστατική προσευχή με τον Ζώντα Θεό, γίνεται μια συνεργασία με τον Θεό, ώστε
να αποκατασταθεί η εικόνα και η ομοίωση του Θεού μέσα στον άνθρωπο που έχουν
αμαυρωθεί από την πτώση και την αμαρτία». Αυτό, το θεωρούσε ως τη μεγαλύτερη
ποίηση.
⁜
Τον είχα γνωρίσει στα 70 του. Πέθανε όταν
ήταν σχεδόν 97. Ξέρετε, η ζωή μας, ήταν εμπερίστατη. Ήταν συνέχεια απασχολημένος
με τα πρακτικά της εγκαταστάσεώς μας, με θέματα της ιδρύσεως της Μονής μας. Συνεχώς
ήταν απασχολημένους με τους πολλούς προσκυνητές που έρχονταν προς αυτόν. Πολλές
φορές ασχολείτο και χειρωνακτικά μαζί μας. Μέχρι τα 75 του μπορούσε και
εργαζόταν χειρωνακτικά, μετά λιγότερο και λιγότερο. Κατόπιν, «εργαζόταν», όπως
έλεγε, «σαν δικηγόρος μπροστά στον Θεό για τους ανθρώπους».
⁜
Ο ίδιος έμαθε τα Ελληνικά γύρω στα 1925,
όταν πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί έμαθε την Αττική διάλεκτο. Την έμαθε καλά, μόλις
του ζήτησε ο Ηγούμενος (Μισαήλ) να μάθει τα Ελληνικά, διότι τα είχαν ανάγκη ως μοναχοί
στον Άγιο Παντελεήμονα, στη Ρωσσική Μονή. Είχαν ανάγκη από μοναχούς που να
γνωρίζουν καλά τα Ελληνικά για τις σχέσεις τους με τον έξω κόσμο και με τις
άλλες Μονές. Ο Γέροντας είπε, ότι, προσευχήθηκε με όλη του την καρδιά στον Θεό, να
του δώσει να μάθει αυτήν την γλώσσα τόσο τέλεια, ώστε όταν προσεύχεται σε αυτήν
τη γλώσσα, να μην αισθάνεται ποτέ ότι του είναι ξένη. Και, ο Θεός, του το
χάρισε αυτό. Έλεγε: «Όταν λειτουργούσα στα Ελληνικά, ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι μου είναι ξένη γλώσσα». Υποστήριζε και έλεγε σε μια πραγματεία του, ότι, «οι
Έλληνες, εκείνο τον καιρό, έσπασαν τα όρια όπου η ανθρώπινη διάνοια μπορεί να
φθάσει, όσον αφορά την κουλτούρα της γλώσσας». Ζύγιζε κάθε λέξη ο Γέροντας. Έλεγε
πως «ο λόγος του ανθρώπου, είναι κατ’ εικόνα του λόγου του Θεού· και πρέπει
πάντοτε να γυρεύουμε τον τέλειο λόγο για να μη χάσουμε και τον αιώνιο λόγο».
Πάντοτε αναζητούσε (αυτόν τον λόγο), όχι μόνο σε λεξικά, αλλά και, κυρίως, με την προσευχή. Όταν βρίσκαμε
καμμιά δυσκολία κατέφευγε σε προσευχή και, μετά, δινόταν ο λόγος είτε σ’ εκείνον είτε σε κάποιον συνεργάτη του.
⁜
Για το «κράτα
το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι» (το κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου στον οποίον μαθήτευσε) έλεγε, ότι, είναι δύσκολο να
μιλήσουμε γι’ αυτό στους συγχρόνους μας. Δεν το αντέχουν. Γιατί, σχεδόν ποτέ, ο
Χριστιανισμός στην αυθεντική του διάσταση δεν διδάσκεται. Ζούμε όλοι σε ένα
ηθικό επίπεδο. Στο οντολογικό επίπεδο του Χριστιανισμού, δεν ανεβαίνουν παρά
ελάχιστοι, κατά γενεάν. Ο Γέροντας έλεγε ότι «χριστιανική εποχή δεν υπήρξε
ποτέ». Το «κράτα το νου σου στον Άδη και
μην απελπίζεσαι», είναι η τελειότητα της οδού προς τον Χριστό. Όπως ο
Χριστός κατέβηκε στα καταχθόνια, για να σώσει εκουσίως τον άνθρωπο, έτσι και ο
άνθρωπος, από την πολλή αγάπη προς τον Θεό και από το «αυτομίσος» που γεννά η Χάρις του Θεού μέσα στη ψυχή του, «καταδικάζει» τον εαυτό του στην κόλαση.
Δέχεται ακόμα και την κόλαση. Είναι μια χαρισματική κατάσταση, αυτό. Βέβαια, ό,τι
είναι εκούσιο, νικά το ακούσιο. Εάν εκούσια ο άνθρωπος δέχεται να κατεβαίνει με
τον Χριστό στην κόλαση, τότε νίκησε αυτήν την κόλαση. Νίκησε τα πάντα. Και η Νίκη του
Χριστού, έγινε και δική του νίκη. Ας το πούμε και σε ένα άλλο επίπεδο, που
είναι πιο κατανοητό. Το «κράτα το νου σου
στον Άδη και μην απελπίζεσαι», εκφράζει το φαινόμενο της αυτομεμψίας στα
τελευταία του όρια. Ο άνθρωπος με την αυτομεμψία, παίρνει επάνω του το πταίσμα.
Δηλαδή, όλη την ευθύνη την ρίχνει επάνω του, δίνει δικαιοσύνη και δόξα στον Θεό
και την «αισχύνη του προσώπου» την δέχεται μόνο ο άνθρωπος. Κάνει όπως ο καλός ληστής επάνω στο σταυρό και αμέσως μεταπηδάει από την κόλαση του σκότους στο φως της
Βασιλείας του Θεού. Και όποιος μέμφεται εκούσια τον εαυτό του ενώπιον του Θεού,
τρέχει προς τα Πάθη του Χριστού. Αφομοιώνεται στα Πάθη του Χριστού και επομένως
παίρνει και την Χάρη της Αναστάσεως του Χριστού.
⁜
Πάντως, όταν κάποιος αναζητάει τον Χριστό με όλη
του την ψυχή, με όλη του την καρδιά, θα παραχωρήσει ο Θεός να γνωρίσει την
κόλαση, τα βάσανα της κολάσεως, όχι για να καταστραφεί, αλλά για να μυηθεί σε
ένα μεγάλο Μυστήριο· εκείνο της Καθόδου
του Χριστού στον Άδη. Θα γνωρίσει τον Χριστό σε όλο Του το βάθος για να μπορέσει, μετά, να Τον γνωρίσει και σε όλο Του το ύψος.
Όταν γνωρίσει τον Χριστό σε όλο Του το βάθος, μετά, θα δώσει το δικαίωμα στον Θεό να του δώσει όλο το ύψος, όπως το έδωσε και στον Υιό Του τον
Μονογενή. Θα του δώσει τέτοια αγάπη, θα πλατυνθεί η καρδιά του και θα αγκαλιάσει
όλο τον κόσμο. Θα γνωρίσει και το ύψος
και το βάθος και το πλάτος, όλο το Μυστήριο της Κενώσεως, όλο το Μυστήριο του Σταυρού του Χριστού.
⁜
Τον Γέροντα τον είδα μερικές φορές να
δακρύζει και να κλαίει, αλλά αυτό προς το τέλος της ζωής του, αφού είχε γεράσει
πολύ. Δεν το θεωρούσε καλό να φανεί δακρυσμένος ή να κλαίει μπροστά στους
άλλους. Έλεγε ότι «ο αληθινός προφήτης είναι πάντοτε κύριος του πνεύματός του
και δεν θα αφήσει τον εαυτό του να εκφράσει το εσωτερικό του μπροστά στους
αδελφούς του. Μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν δημιουργεί έπαρση ή πρόκληση στον αδελφό
του».
⁜
Ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ, έλεγε ότι:
«Η
Βασιλεία του Θεού, είναι να φέρει κανείς μέσα στην καρδιά του και τον Δημιουργό
και την δημιουργία, όλον τον Αδάμ. Αυτή, είναι η Βασιλεία του Θεού!».
⁜
ΑΡΧΙΜ. ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΖΑΧΑΡΟΥ
[Κλείτου
Ιωαννίδη:
«Γεροντικό του 20ου αιώνος»,
σελ. 237–244, εκδ. «Νεκτάριος Παναγόπουλος»,
Αθήνα, Οκτώβριος 19991.]
Αθήνα, Οκτώβριος 19991.]
⁜
⁜
⁜
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
«Ο Χριστός αποτελεί θαύμα που υπερβαίνει
κάθε αντίληψη. Αυτός είναι η κατά πάντα τέλεια Αποκάλυψη του Θεού. Αυτός όμως
είναι επίσης και η τέλεια εκδήλωση του ανθρώπου.
Ο καθένας μας θα φτάσει κάποια στιγμή στα
όρια του χρόνου και της αιωνιότητας. Φθάνοντας σ’ αυτό το πνευματικό ορόσημο,
θα καθορίσουμε το μέλλον μας στον κόσμο και, ή θα αποφασίσουμε να είμαστε με
τον Χριστό ή θα αποχωριστούμε απ’ Αυτόν. Αφού γίνει η εκλογή –μαζί ή χωρίς τον
Χριστό– με την ελεύθερη βούλησή μας για όλη την αιωνιότητα, ο χρόνος, πια, δεν
λειτουργεί.
Μέχρι τη στιγμή της αποφάσεως όμως, ενώ θα
βρισκόμαστε ακόμα στη ζωή, συχνά θα αμφιταλαντευόμαστε για τον αυτοπροορισμό
μας, αν πρέπει να τηρήσουμε τις εντολές ή να υποκύψουμε στα πάθη μας.
Σιγά–σιγά, καθώς αγωνιζόμαστε, το Μυστήριο του Χριστού θα μας αποκαλυφθεί, αν
βέβαια αφιερωθούμε εξ ολοκλήρου στην υπακοή των εντολών Του.
Θα ’ρθεί στιγμή που καρδιά και νους θα
διαποτιστούν από τη θέα της ατελείωτης Αγιότητας και Ταπεινότητας του
Θεού–Χριστού, ώστε ολόκληρη η ύπαρξή μας να γεμίσει αγάπη για τον Θεό. Αφού
κυριαρχηθούμε από την αποστροφή για το κακό που έχουμε μέσα μας, θα πεινάμε και
θα διψάμε το καθ’ ομοίωσιν του Θεού με αγία ταπεινότητα· σ’ αυτή την αναμονή
βρίσκεται ο σπόρος της αγιότητας. Η συνεχώς αυξανόμενη αγάπη για τον Χριστό
οδηγεί φυσικά στην εμπειρία της ομοιώσεως προς Αυτόν και ένα ακατάληπτο
πανόραμα θα απλωθεί μπροστά στα μάτια μας.
Οι θλίψεις του κόσμου θα μας πικραίνουν
σοβαρά. Θα λησμονήσουμε το σώμα μας και το πνεύμα μας και, κατά το δυνατό, θα
ζούμε την Προσευχή του Χριστού στη Γεθσημανή. Αυτή είναι η αρχή της γνώσεως του
Χριστού, μπροστά στην εξοχότητα της οποίας, ο Απόστολος Παύλος θεωρούσε όλα τα
υπόλοιπα “σκύβαλα” (Φιλιπ. γ΄ 8).
Για να κερδίσει κανείς τον Χριστό και να
κατορθώσει να περάσει στην ανάσταση των νεκρών, πρέπει να είναι έτοιμος να
περιφρονήσει όλα τα υπόλοιπα. Πρέπει να διώξουμε κάθε φόβο και ολιγοπιστία και
πνευματικά να ακολουθήσουμε τον Χριστό για να μπορέσουμε να κληρονομήσουμε την
αιώνια ζωή, με αληθινή γνώση του Ουρανίου Πατέρα και του Χριστού, τον Οποίον,
Αυτός απέστειλε στον κόσμο (Ιωάν. ιζ΄3).
Μπορεί να υποστηριχθεί με κάποια βεβαιότητα ότι σχεδόν πουθενά δεν
κηρύσσεται γνήσιος Χριστιανισμός. Ο Χριστιανισμός, τόσο πολύ υπερέχει από τη
συνηθισμένη αντίληψη, ώστε η προσευχόμενη καρδιά δεν αποτολμά να κηρύξει
ευαγγελικό λόγο. Ο κόσμος, αναζητά την αλήθεια. Αγαπά τον Χριστό. Αλλά –κυρίως
στις μέρες μας– προσπαθεί να Τον μειώσει στις δικές του διαστάσεις, πράγμα που
μειώνει το Ευαγγέλιο, σε σημείο που αυτό να παρουσιάζεται σαν ηθικό δόγμα. Ο
Χριστός, διακήρυξε: “Ο ουρανός και η γη θα πάψουν να υπάρχουν, τα λόγια Μου
όμως ποτέ” (Μάρκ. ιγ΄ 31· Λουκ. κα΄ 33).
Η επίτευξη της γνώσης της Αλήθειας απαιτεί
μεγαλύτερη προσπάθεια απ’ ό,τι απαιτεί οποιαδήποτε άλλη επιστημονική μόρφωση.
Ούτε η μελέτη μεγάλου πλήθους βιβλίων, ούτε η εξοικείωση με την ιστορία του
Χριστιανισμού, ούτε η μελέτη διάφορων θεολογικών συστημάτων μπορεί να μας φέρει
στον σκοπό, εκτός αν εμείς συνεχώς και με όλες τις δυνάμεις μας υπακούσουμε
στις εντολές του Χριστού.
Όταν, όπως προείπαμε, μας χαρισθεί μια
σκιά έστω ομοιότητας με την Προσευχή στη Γεθσημανή, τότε ο άνθρωπος ξεπερνά τα
όρια της ατομικότητάς του και μπαίνει σ’ ένα νέο τύπο υπάρξεως –υπάρξεως
προσωπικής καθ’ ομοίωσιν Χριστού. Παίρνοντας μέρος στις θλίψεις της Θείας
αγάπης Του, μπορούμε κι εμείς ν’ αποκτήσουμε πνευματικά λίγη πείρα του θανάτου
Του και της αναστάσεώς Του (πρβλ. Ρωμ. στ΄ 5). Όταν μας δοθεί από ψηλά
να περάσουμε στη σφαίρα του Θείου Όντος, θα φθάσουμε “στο τέλος των αιώνων” (Α΄ Κορ. ι΄ 11) και θα μπούμε στο φως
της Θείας αιωνιότητας.
Κάθε άνθρωπος στον οποίο ο Θεός
κληροδότησε το σπάνιο και φοβερό προνόμιο να γνωρίσει για λίγα λεπτά την αγωνία
του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανής, θα σκοντάψει, αργά και οδυνηρά, σε μια
πειστική γνώση της αναστάσεως της ψυχής του και σε μια αντίληψη της βέβαιης και
αληθινής νίκης του Χριστού. Θα γνωρίσει ότι “ο Αναστημένος Χριστός δεν είναι
πια υπόδουλος στον θάνατο, γιατί ο θάνατος δεν Τον εξουσιάζει πια” (Ρωμ. στ΄ 9).
Και το πνεύμα του, εντός του, θα
ψιθυρίζει:
“Ο Κύριός μου και ο Θεός μου! Ω, Χριστέ! Τώρα,
με τη δωρεά της αγάπης Σου, που είναι ανώτερη από κάθε γνώση, έχω κι εγώ
περάσει από τον θάνατο στην ζωή…
Τώρα – Υπάρχω!”».
⁜
ΓΕΡΟΝΤΑΣ
ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ (1896–1993)
⁜
[Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου
Σαχάρωφ: «Η ζωή Του, ζωή μου», μέρος 1ο, κεφ.13ο, σελ. 126–129, εκδ. Π.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 19862.]
⁜
Ευχαριστώ για το καλό άρθρο! I δημοσιεύτηκε ένα άρθρο στο ιστολόγιό του.
ΑπάντησηΔιαγραφή