ΕΝΑ ΤΑΠΕΙΝΟ ΣΧΟΛΙΟ
(που αφήσαμε στην Ομάδα «Θέματα
Ορθοδόξου Θεολογίας»
για τον λόγο,
τον διάλογο την κρίση και την σιωπή του λόγου)
«Παρακαλώ, επιτρέψτε μου μία ταπεινή
παρέμβαση:
Αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς φοβούνται, αποφεύγουν, απεμπολούν ή αποσιωπούν την αυστηρή ή απαιτητική κρίση του «άλλου». Όταν συμβεί, πολύ εύλογα, να έρθει η σειρά μας για να κριθούμε, αντιμετωπίζοντας όλη την ανεπιείκεια του κριτικού λόγου, λέμε, ως συνήθως πολύ κοινότυπα: «τί με κρίνεις;»· καθώς και: «ποιός είσαι εσύ που θα κρίνεις εμένα;». Αν, πάλι, τολμήσουμε να αναπτύξουμε μία «κρίση», όσο γίνεται πιο ευγενικά, ειλικρινά και καλοπροαίρετα, βλέπουμε να εγείρονται τσουνάμειες αντιστάσεις υψηλής εγωικότητας και ισχυρογνωμοσύνης από αλάνθαστους και άπταιστους κρινόμενους. Πολλοί μάλιστα, καταφεύγουν, συνειδητά ή άσκεφτα, στο αξίωμα της «ακατακρισίας», μόνο και μόνο, για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους από δικά τους εσφαλμένα λόγια, ιδέες, ενέργειες ή πράξεις που, όχι απλά δεν ανταποκρίνονται στην υπέρτατη πνευματική αλήθεια του ευαγγελίου, αλλά ούτε καν στην ενδόμυχη αλήθεια του «καλού» εαυτού τους. Άλλοι, πάλι, υπό το κράτος του εύθικτου υποκειμενισμού τους, κοπιάζουν κωμικά στην άντληση αέναων επιχειρημάτων, δίχως τέλος. Προφανώς, ο ανομολόγητος στόχος, είναι η πειθώ· να πείσω τον άλλον, με κάθε τρόπο. Να πείσω και όχι να πεισθώ. Να ακουστώ και όχι να ακούσω. Να προωθήσω ή να επιβάλλω την άποψη που προσυπογράφει η απολυτοσύνη μου, η υπερευαισθησία μου, η κινικότητά μου, η υπερθεμάτισή μου, η αμετροέπειά μου, η εξυπνάδα μου, η γνώση μου, η αμάθεια ή ημιμάθειά μου. Ο πρώτος (και, τελευταίος!) πιστέψας στο σιδηρούν δίκαιο του δικού μου λόγου, είμαι εγώ ο ίδιος που τον εκφέρω με τόση σαρωτικότητα αυτοπεποίθησης. «Τα λόγια, φέρνουν λόγια». Έτσι, λοιπόν, ο ανθρώπινος και ατελής, ο «πεπτωκώς» λόγος, φέρνει έναν άλλον λόγο. Έναν λόγο, όμως, φορτωμένο εξίσου με την ίδια ατέλεια, έλλειψη και παθογένεια. Και η ατέρμονη στράτα της αλληλοακαταληψίας, –τί, παράδοξο!–, χαράζεται μέσα από τον περιβόητο «διάλογο» που, τόσοι και τόσοι, υμνούν και ομνύουν. Δυστυχώς, ζούμε και κινούμαστε στην βαβελική εποχή της σύγχυσης, της εσκεμμένης ακατανοησίας, της αδυνατότητας αντίληψης, της άρνησης του ακούειν και «ευακούειν», της αποστροφής προς αυτό το ίδιο το πρόσωπο με το οποίο συνδιαλεγόμεθα, κάθε φορά, όσες φορές. Στην αρχή, βέβαια, πολύ καλόπιστα. Κατά την πορεία και, στο τέλος, δε, πολύ κακόπιστα, αρνητικά και αλληλοαπωθητικά. Είναι πάμπολλες φορές που, τελικά, η αξία και το δώρο του διαλόγου, υπηρετείται καλύτερα με έναν άλλον «ουτοπικότερο» τρόπο και με ένα άλλο «υπερβατικότερο» ήθος: με την σιωπή. Ή, ακόμη καλύτερα: με την προσευχή. Είναι νόμος: καταλαβαίνεις καλύτερα τον άλλον, όταν τον αγαπάς. Όσα κι αν λέει και όσα κι αν ισχυρίζεται. Τον αγαπάς, και ας μην πολυσυμφωνείς με τα λόγια, τις απαντήσεις, τα επιχειρήματά του, την θέση του, την λογική του. Όταν εγώ καταλαβαίνω και αισθάνομαι την αγάπη του άλλου, πριν και πέρα από τα λόγια του, κάθε επιχείρημα ή αντίλογο που του επιφυλάσσω σθεναρά, αυτό, στο τέλος, ραγίζει και σπάει. Γιατί, τί να σου κάνει ένα δεκανίκι από σπίρτα; Κάθε αντίσταση του αγαποφοβικού εαυτού μου, λυγάει. Γιατί στην αγάπη, στην αγάπη του Θεού και των ανθρώπων του Θεού, πολύ απλά, δεν έχεις λόγια. Ούτε και στυφόπικρες αντιστάσεις που χτίζουν τόσο ματαιόκοπα (ή, μήπως ματαιόδοξα;) τα λόγια μας… Αυτά!... Να με συγχωρείτε!...».
Αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς φοβούνται, αποφεύγουν, απεμπολούν ή αποσιωπούν την αυστηρή ή απαιτητική κρίση του «άλλου». Όταν συμβεί, πολύ εύλογα, να έρθει η σειρά μας για να κριθούμε, αντιμετωπίζοντας όλη την ανεπιείκεια του κριτικού λόγου, λέμε, ως συνήθως πολύ κοινότυπα: «τί με κρίνεις;»· καθώς και: «ποιός είσαι εσύ που θα κρίνεις εμένα;». Αν, πάλι, τολμήσουμε να αναπτύξουμε μία «κρίση», όσο γίνεται πιο ευγενικά, ειλικρινά και καλοπροαίρετα, βλέπουμε να εγείρονται τσουνάμειες αντιστάσεις υψηλής εγωικότητας και ισχυρογνωμοσύνης από αλάνθαστους και άπταιστους κρινόμενους. Πολλοί μάλιστα, καταφεύγουν, συνειδητά ή άσκεφτα, στο αξίωμα της «ακατακρισίας», μόνο και μόνο, για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους από δικά τους εσφαλμένα λόγια, ιδέες, ενέργειες ή πράξεις που, όχι απλά δεν ανταποκρίνονται στην υπέρτατη πνευματική αλήθεια του ευαγγελίου, αλλά ούτε καν στην ενδόμυχη αλήθεια του «καλού» εαυτού τους. Άλλοι, πάλι, υπό το κράτος του εύθικτου υποκειμενισμού τους, κοπιάζουν κωμικά στην άντληση αέναων επιχειρημάτων, δίχως τέλος. Προφανώς, ο ανομολόγητος στόχος, είναι η πειθώ· να πείσω τον άλλον, με κάθε τρόπο. Να πείσω και όχι να πεισθώ. Να ακουστώ και όχι να ακούσω. Να προωθήσω ή να επιβάλλω την άποψη που προσυπογράφει η απολυτοσύνη μου, η υπερευαισθησία μου, η κινικότητά μου, η υπερθεμάτισή μου, η αμετροέπειά μου, η εξυπνάδα μου, η γνώση μου, η αμάθεια ή ημιμάθειά μου. Ο πρώτος (και, τελευταίος!) πιστέψας στο σιδηρούν δίκαιο του δικού μου λόγου, είμαι εγώ ο ίδιος που τον εκφέρω με τόση σαρωτικότητα αυτοπεποίθησης. «Τα λόγια, φέρνουν λόγια». Έτσι, λοιπόν, ο ανθρώπινος και ατελής, ο «πεπτωκώς» λόγος, φέρνει έναν άλλον λόγο. Έναν λόγο, όμως, φορτωμένο εξίσου με την ίδια ατέλεια, έλλειψη και παθογένεια. Και η ατέρμονη στράτα της αλληλοακαταληψίας, –τί, παράδοξο!–, χαράζεται μέσα από τον περιβόητο «διάλογο» που, τόσοι και τόσοι, υμνούν και ομνύουν. Δυστυχώς, ζούμε και κινούμαστε στην βαβελική εποχή της σύγχυσης, της εσκεμμένης ακατανοησίας, της αδυνατότητας αντίληψης, της άρνησης του ακούειν και «ευακούειν», της αποστροφής προς αυτό το ίδιο το πρόσωπο με το οποίο συνδιαλεγόμεθα, κάθε φορά, όσες φορές. Στην αρχή, βέβαια, πολύ καλόπιστα. Κατά την πορεία και, στο τέλος, δε, πολύ κακόπιστα, αρνητικά και αλληλοαπωθητικά. Είναι πάμπολλες φορές που, τελικά, η αξία και το δώρο του διαλόγου, υπηρετείται καλύτερα με έναν άλλον «ουτοπικότερο» τρόπο και με ένα άλλο «υπερβατικότερο» ήθος: με την σιωπή. Ή, ακόμη καλύτερα: με την προσευχή. Είναι νόμος: καταλαβαίνεις καλύτερα τον άλλον, όταν τον αγαπάς. Όσα κι αν λέει και όσα κι αν ισχυρίζεται. Τον αγαπάς, και ας μην πολυσυμφωνείς με τα λόγια, τις απαντήσεις, τα επιχειρήματά του, την θέση του, την λογική του. Όταν εγώ καταλαβαίνω και αισθάνομαι την αγάπη του άλλου, πριν και πέρα από τα λόγια του, κάθε επιχείρημα ή αντίλογο που του επιφυλάσσω σθεναρά, αυτό, στο τέλος, ραγίζει και σπάει. Γιατί, τί να σου κάνει ένα δεκανίκι από σπίρτα; Κάθε αντίσταση του αγαποφοβικού εαυτού μου, λυγάει. Γιατί στην αγάπη, στην αγάπη του Θεού και των ανθρώπων του Θεού, πολύ απλά, δεν έχεις λόγια. Ούτε και στυφόπικρες αντιστάσεις που χτίζουν τόσο ματαιόκοπα (ή, μήπως ματαιόδοξα;) τα λόγια μας… Αυτά!... Να με συγχωρείτε!...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου