Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΒΗ ΕΝΟΣ ΓΙΓΑΝΤΑ

ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΒΗ ΕΝΟΣ ΓΙΓΑΝΤΑ

      […] Φθάσαμε στην καλύβη του παπα–Εφραίμ του «Κατουνακιώτου» (1912–27/2/1998). Χτυπούμε την πόρτα. Ένας γίγαντας, λαμπρός στην έκφραση, προβάλλει. Δυο μάτια διαμαντένια, γεμάτα διεισδυτικότητα αστράφτουν. Ένας εξηντάρης ασκητής μάς υποδέχεται. Ποτέ δεν είδα τέτοιον αρμονικό συνδυασμό καθαρότητος, αυθεντικότητος και γλυκύτητος, αποτυπωμένο στο βλέμμα ενός ανθρώπου! Αυτός, πρέπει να ήταν ο παπα–Εφραίμ. Ρωτάμε αν όντως είναι.
      –Τί τον θέλετε; μας λέει κοφτά. Για καθίστε λίγο κι έρχομαι…
      Οι λέξεις βγήκαν όχι ευγενικά, συμβατικά, επιφανειακά. Αλλά σοβαρά, πονεμένα, μετρημένα και συγκρατημένα. 

      Καθίσαμε στην αυλίτσα, αν μπορούμε να ονομάσουμε έτσι τον χώρο ακριβώς μπροστά από την πόρτα της καλύβης του. Υποβλητική φτώχεια κι εδώ. Παραδεισένια ησυχία και μοναξιά. Όλα στενά, όλα μικρά, όλα φτωχά, όλα παλιά. Τίποτα που ν’ αξίζει σ’ αυτόν τον κόσμο. Όλα, υπογραμμίζουν την άρνηση του ψέματος και της απάτης. Σε λίγα λεπτά έρχεται και κάθεται δίπλα μας σ’ ένα σκαμνάκι ο γίγαντας αυτός. Ο ήλιος τον χτυπούσε κατευθείαν στο πρόσωπο. Δεν έδειχνε καθόλου να αντιδρά. Υπέθεσα ότι αυτός τελικά είναι ο παπα–Εφραίμ. Δεν τολμούσα όμως να ξαναρωτήσω... 

      –Τί σκοπό έχετε στην ζωή σας, παιδιά; Με τί ασχολείσθε, ρωτάει.
      «Ωχ! Μπαίνει στο ψητό!», σκέφτομαι.
      Ο φίλος μου, απαντά:
      –Θέλω να γίνω γιατρός.
      –«Γιατρός»; λέει ο παπα–Εφραίμ, ξαφνιασμένος και αγριεμένος. Κουνάει το κεφάλι του και απευθύνεται σ’ εμένα.
      –Κι εσύ «γιατρός»;
      –Όχι, του απαντώ, εγώ φυσικός…
      –Τί, είναι αυτά τα πράγματα;! 
      Ο ένας «γιατρός», ο άλλος «φυσικός»!... 

      Ποιός είναι ο σκοπός σας; 
      Ξέρετε να προσεύχεσθε; 
      Έχετε αγαπήσει τον Θεό; 
      Θέλετε να ζήσετε; 
      Καταλαβαίνετε ότι είστε αιώνιοι;

      Βαθειές ερωτήσεις, που, σαν καρφιά, έπεφταν στο μαλακό σώμα της άβουλης και παχυλής προσωπικότητάς μας. Είχε μπροστά του δυο «καλά παιδιά», που, χρόνια μέσα στην Εκκλησία, δεν είχαν ποτέ θελήσει, ή τουλάχιστον καταφέρει λίγο–, να γευθούν από το μέλι της θεϊκής αλήθειας. Εμείς, σιωπήσαμε για λίγο. Σιώπησε κι εκείνος... 

      –Γιατί θέλεις να γίνεις γιατρός; ξαναρωτάει.
      –Για να προσφέρω στην κοινωνία, απαντά εκείνος αφελώς.
      Μόρφασε εμφανώς και κούνησε το κεφάλι ο παπα–Εφραίμ, αρνούμενος φυσικά να χάψει το μη συνειδητοποιημένο ψέμα του φίλου μου.
      Μήπως κι εσύ θέλεις να «προσφέρεις»; ρωτά, με λεπτή ελεγκτική απορία, κι εμένα.
      –Εμένα μου αρέσει η φυσική, απαντώ απαλά.
      Τί λέγαμε, οι ανόητοι;! Πώς βγήκαν αυτές οι λέξεις απ’ το στόμα μας;! Στον ήρωα αυτόν της αυτοπροσφοράς και αδιάλειπτης αυτοθυσίας, μιλούσαμε εμείς για «προσφορά» στον συνάνθρωπο;! Σ’ αυτόν που έταξε ως σκοπό της ζωής του την εκούσια βία και την άρνηση του ιδίου θελήματος, εμείς αντιπροτείνουμε ως επιλογή ζωής το τί μας αρέσει;! Ποτέ, ίσως, τόσο ταπεινές απαντήσεις, δεν έκρυβαν τόσο πνευματικό θράσος! Οι βράχοι των Κατουνακίων, αν δεν ήμασταν παιδιά, θα είχαν καταρρεύσει. Αυτός, όμως, ο «βράχος» διατηρούσε την ψυχραιμία του... 

      Πολύ ήρεμα και μαλακά, αφού έκανε την διάγνωση, προχώρησε στην θεραπεία. Μας κάλεσε να πάμε να προσευχηθούμε μαζί του. «Να μας μάθει την προσευχή», όπως είπε. Εκεί, έκανα το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Ακόμη χτυπώ το κεφάλι μου, γι’ αυτό! Ίσως, δεν άξιζα μιας τέτοιας ευλογίας. Πέντε λεπτά, με τον πρωταθλητή αυτόν της προσευχής, ίσως να άλλαζαν πολλά πράγματα, μέσα μου. Μέχρι τώρα, δεν ξέρω να προσεύχομαι. Ποιός ξέρει, αν πληρώνω το λάθος μου εκείνο! Τί φοβηθήκαμε, δεν ξέρω. Ίσως, «μη μας κάνει μοναχούς»! 

      Προφασισθήκαμε ότι πέρασε η ώρα και μας περιμένουν στους γειτονικούς Δανιηλαίους. Έπρεπε να μας δώσει την ευχή του. Αρκεσθήκαμε στο «να προσεύχεται για μας». Αυτός, μας είχε κάνει την τιμή να μας προτείνει να προσευχηθεί μ’ εμάς, –ή μάλλον· εμείς, μ’ εκείνον!–, κι εμείς, περιοριστήκαμε στο να του ζητήσουμε να προσευχηθεί αυτός για μας, χωρίς βέβαια και να το καλοεννοούμε! Αν το εννοούσαμε, θα μέναμε. Μα, μήπως ξέραμε και τί είναι η προσευχή;!... 

      Παίρνουμε, λοιπόν, την ευχή του και φεύγουμε για τους Δανιηλαίους, χαρούμενοι που ξεφύγαμε τον «κίνδυνο»!…
      –Στο καλό και ο Θεός πάντα να σας φωτίζει! μας είπε, αποχαιρετώντας μας πατρικά...



[Πηγή: Ιερομ. Νικολάου Χατζηνικολάου (νυν, Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής): «Άγιον Όρος – Το υψηλότερο σημείο της γης», μέρος α΄, κεφ. 8ο, σελ. 68–71, A΄ έκδοση, «Καστανιώτης», Αθήνα, Μάρτιος 2000.] 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου