Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ



Φωτογραφία: ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
       Από την Αγία Άννα, διά μέσου Νέας Σκήτης, πηγαίνουμε στην Μονή Αγίου Παύλου. Μεγαλόπρεπο Μοναστήρι στην ρίζα του Άθωνα. Πεντακάθαρο. Αστράφτει. Τους τοίχους των διαδρόμων του, κοσμούν αγιογραφικά και πατερικά ρητά, κατά τέτοιον τρόπο διατεταγμένα, ώστε να μην μπορεί η σκέψη καθόλου να ξεφύγει. Μας οδηγούν στο αρχονταρίκι. Ένας πανύψηλος αρχοντάρης, κοντά δύο μέτρα, πενηνταπεντάρης στην ηλικία, με βαριές αργές κινήσεις, μας προσφέρει το κέρασμα. Σοβαρός και ολιγόλογος. Γλυκύτατος, αλλά χωρίς χαμόγελο. Τα χείλη του, ψιθυρίζουν κάτι συνεχώς. Τον παρατηρώ προσεκτικά. Επαναλαμβάνει την «Εὐχή»: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!». Προσπαθώ να τον κοιτάξω στα μάτια. Είναι αδύνατον να διασταυρωθούν τα βλέμματά μας. Αποτυπώνεται η ησυχία του, όχι στο πρόσωπό του, –αυτό, δεν μπορείς να το δεις!–, αλλά στο όλο παρουσιαστικό του.
       Κάποιος άγνωστος προσκυνητής, ρωτάει:
       –Πάτερ, πόσο ύψος έχετε;
       –Κύριε ελέησον!..., απαντά ο π.Μητροφάνης· έτσι, ονομαζόταν ο αρχοντάρης.
       Ακολουθεί σιωπή. Ύστερα από λίγα λεπτά, ένας άλλος πετιέται:
       –Πόσα χρόνια έχετε στο μοναστήρι;
       –Δόξα σοι ο Θεός!..., αποκρίνεται εκείνος.
       Νέο διάστημα σιγής.
       –Γέροντα, πόσοι Πατέρες είστε στην Μονή; ακολουθεί τρίτη ερώτηση.
       –Ελάτε να σας δείξω τα δωμάτιά σας!..., απαντά αυτός και σηκωνόμαστε εμείς...

       Αφού τακτοποιηθήκαμε, κάνουμε έναν περίπατο στην αυλή. Εκεί, συναντούμε ένα κατάλευκο Γεροντάκι, με παιδικό πρόσωπο και ανάλογη ψυχή. Κρατούσε ένα τσαμπί σταφύλι και μαδούσε μία-μία υπομονετικά τις ρώγες του. Άρχισε να μιλάει για την Βασιλεία του Θεού, τον θησαυρό της «αδαμάντινης ψυχής μας», και για την σωτηρία μας, την οποία, όμως, την έβλεπε πολύ δύσκολη. Πρόδηλη, η αγωνία του, για την δική του λύτρωση. Βούρκωσε και ζήτησε την προσευχή μας. Κάποιος, του προτείνει να του βγάλει μια φωτογραφία.
       –Τί, την θέλεις την φωτογραφία; αυτός αντιστέκεται.
       –Απλώς για ενθύμιο, επιμένει ο προσκυνητής.
       –Για «ενθύμιο», να έχεις την κόλαση και τον παράδεισο! απαντά ο μοναχός και γκρεμίζει οριστικά κάθε ελπίδα να αποτυπώσει στο χαρτί την χαριτωμένη όψη του· την όψη ενός παιδιού, μπορεί και… ογδόντα ετών!...

       Εκείνο, όμως, που θα μου μείνει αξέχαστο από την Μονή του Αγίου Παύλου, είναι η νυκτερινή της Ακολουθία. Το Καθολικό, ο Ναός, δεν μπορώ να πω πως με ενέπνεε. Ένα παγερό μαρμάρινο τέμπλο, δυτικότροπο στο σχέδιο και τις εικόνες του, μάλλον με απωθούσε. Η γλύκα, όμως, η πραότητα, η γαλήνη και η ηρεμία του εφημέριου Ιερομονάχου, η ευλαβής προθυμία και κινητικότητα των Μοναχών και η κατανυκτικότατη φωνή ενός Γέροντος που έψελνε, μου δημιουργούσαν ένα αίσθημα αφάνταστης λύπης, στην σκέψη και μόνον, ότι, όλο αυτό, σύντομα θα τελείωνε. Ποτέ, στην ζωή μου, δεν είχα παρακολουθήσει κάτι τόσο σεμνό, ηρεμιστικό και γαλήνιο! Ακόμη μέχρι σήμερα, αυτό που διασώζει η φαντασία μου, είναι το αίσθημα μιας τέλειας ισορροπίας ρυθμού, φωτισμού, εντάσεως, φυσικότητος, γλυκύτητος. Μια μοναδική σύνθεση εξωτερικών προϋποθέσεων για να καταλαγιάσει ο, πολυταραγμένος από τα αλόγιστα ερεθίσματα των αισθήσεων, ψυχικός κόσμος μας. Μια σπάνια αντανάκλαση της ουράνιας γαλήνης που, φυσικά και ανυποψίαστα, ζουν ψυχές που, εντελώς ταπεινά, απλά και αμέριμνα, επέλεξαν ως δρόμο της ζωής τους, την ολοκληρωτική παράδοση στο θεϊκό θέλημα…


[Νικολάου (Χατζηνικολάου) Ἱερομονάχου (νῦν, Μητροπολῖτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς): «Ἅγιον Ὄρος· Τὸ ὑψηλότερο σημεῖο τῆς γῆς», μέρος α΄, κεφ. 9ο, σελ. 78–81, ἐκδόσεις Καστανιώτη, Ἀθῆνα, Μάρτιος 2000.]



     Από την Αγία Άννα, διά μέσου Νέας Σκήτης, πηγαίνουμε στην Μονή Αγίου Παύλου. Μεγαλόπρεπο Μοναστήρι στην ρίζα του Άθωνα. Πεντακάθαρο. Αστράφτει. Τους τοίχους των διαδρόμων του, κοσμούν αγιογραφικά και πατερικά ρητά, κατά τέτοιον τρόπο διατεταγμένα, ώστε να μην μπορεί η σκέψη καθόλου να ξεφύγει.
     Μας οδηγούν στο αρχονταρίκι. Ένας πανύψηλος αρχοντάρης, κοντά δύο μέτρα, πενηνταπεντάρης στην ηλικία, με βαριές αργές κινήσεις, μας προσφέρει το κέρασμα. Σοβαρός και ολιγόλογος. Γλυκύτατος, αλλά χωρίς χαμόγελο. Τα χείλη του, ψιθυρίζουν κάτι συνεχώς. Τον παρατηρώ προσεκτικά. Επαναλαμβάνει την «Εὐχή»: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!». Προσπαθώ να τον κοιτάξω στα μάτια. Είναι αδύνατον να διασταυρωθούν τα βλέμματά μας. Αποτυπώνεται η ησυχία του, όχι στο πρόσωπό του, –αυτό, δεν μπορείς να το δεις!–, αλλά στο όλο παρουσιαστικό του.
     Κάποιος άγνωστος προσκυνητής, ρωτάει:
     –Πάτερ, πόσο ύψος έχετε;
     –Κύριε ελέησον!..., απαντά ο π.Μητροφάνης· έτσι, ονομαζόταν ο αρχοντάρης.
     Ακολουθεί σιωπή. Ύστερα από λίγα λεπτά, ένας άλλος πετιέται:
     –Πόσα χρόνια έχετε στο μοναστήρι;
     –Δόξα σοι ο Θεός!..., αποκρίνεται εκείνος.
     Νέο διάστημα σιγής.
     –Γέροντα, πόσοι Πατέρες είστε στην Μονή; ακολουθεί τρίτη ερώτηση.
     –Ελάτε να σας δείξω τα δωμάτιά σας!..., απαντά αυτός και σηκωνόμαστε εμείς...

     Αφού τακτοποιηθήκαμε, κάνουμε έναν περίπατο στην αυλή. Εκεί, συναντούμε ένα κατάλευκο Γεροντάκι, με παιδικό πρόσωπο και ανάλογη ψυχή. Κρατούσε ένα τσαμπί σταφύλι και μαδούσε μία-μία υπομονετικά τις ρώγες του. Άρχισε να μιλάει για την Βασιλεία του Θεού, τον θησαυρό της «αδαμάντινης ψυχής μας», και για την σωτηρία μας, την οποία, όμως, την έβλεπε πολύ δύσκολη. Πρόδηλη, η αγωνία του, για την δική του λύτρωση. Βούρκωσε και ζήτησε την προσευχή μας. Κάποιος, του προτείνει να του βγάλει μια φωτογραφία.
     –Τί, την θέλεις την φωτογραφία; αυτός αντιστέκεται.
     –Απλώς για ενθύμιο, επιμένει ο προσκυνητής.
     –Για «ενθύμιο», να έχεις την κόλαση και τον παράδεισο! απαντά ο μοναχός και γκρεμίζει οριστικά κάθε ελπίδα να αποτυπώσει στο χαρτί την χαριτωμένη όψη του· την όψη ενός παιδιού, μπορεί και… ογδόντα ετών!...

     Εκείνο, όμως, που θα μου μείνει αξέχαστο από την Μονή του Αγίου Παύλου, είναι η νυκτερινή της Ακολουθία. Το Καθολικό, ο Ναός, δεν μπορώ να πω πως με ενέπνεε. Ένα παγερό μαρμάρινο τέμπλο, δυτικότροπο στο σχέδιο και τις εικόνες του, μάλλον με απωθούσε. Η γλύκα, όμως, η πραότητα, η γαλήνη και η ηρεμία του εφημέριου Ιερομονάχου, η ευλαβής προθυμία και κινητικότητα των Μοναχών και η κατανυκτικότατη φωνή ενός Γέροντος που έψελνε, μου δημιουργούσαν ένα αίσθημα αφάνταστης λύπης, στην σκέψη και μόνον, ότι, όλο αυτό, σύντομα θα τελείωνε.
     Ποτέ, στην ζωή μου, δεν είχα παρακολουθήσει κάτι τόσο σεμνό, ηρεμιστικό και γαλήνιο! Ακόμη μέχρι σήμερα, αυτό που διασώζει η φαντασία μου, είναι το αίσθημα μιας τέλειας ισορροπίας ρυθμού, φωτισμού, εντάσεως, φυσικότητος, γλυκύτητος. Μια μοναδική σύνθεση εξωτερικών προϋποθέσεων για να καταλαγιάσει ο, πολυταραγμένος από τα αλόγιστα ερεθίσματα των αισθήσεων, ψυχικός κόσμος μας. Μια σπάνια αντανάκλαση της ουράνιας γαλήνης που, φυσικά και ανυποψίαστα, ζουν ψυχές που, εντελώς ταπεινά, απλά και αμέριμνα, επέλεξαν ως δρόμο της ζωής τους, την ολοκληρωτική παράδοση στο θεϊκό θέλημα…

[Νικολάου (Χατζηνικολάου) Ιερομονάχου (τώρα, Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής): «Άγιον Όρος· Το υψηλότερο σημείο της γης», μέρος α΄, κεφ. 9ο, σελ. 78–81, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, Μάρτιος 2000.]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου