Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

ΑΓΙΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΚΥΛΙΝΑ

ΑΓΙΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΚΥΛΙΝΑ

     Η αγία Ακυλίνα καταγόταν από το χωριό Ζαγκλιβέρι της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Κάποια μέρα, την εποχή που η αγία ήταν ακόμη βρέφος, ο πατέρας της φιλονίκησε με Τούρκο γείτονά του και τον φόνευσε. Προκειμένου να αποφύγει τον θάνατο, στον οποίον τον καταδίκασε ο πασάς της Θεσσαλονίκης, έγινε μουσουλμάνος υποσχόμενος να τουρκέψει και την κόρη του, όταν μεγαλώσει. Αλλά η ευσεβής μητέρα της, θαυμάζοντας τα κατορθώματα των μαρτύρων, ανέτρεφε την θυγατέρα της με την Πίστη του Χριστού.

     Όταν η Ακυλίνα έφθασε σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, ο πατέρας της, πιεζόμενος από τους Τούρκους, της ζήτησε να αλλαξοπιστήσει. Η Ακυλίνα τον επέπληξε με γενναιότητα για την αποστασία του και του είπε πως ήταν έτοιμη να υπομείνει ακόμη και τον θάνατο χάριν της αγάπης του Χριστού. Μπροστά στην αμετάθετη γνώμη της, ο ταλαίπωρος πατέρας φοβήθηκε για τον εαυτό του και την παρέδωσε στους Τούρκους να την κάνουν ό,τι θέλουν. Καθώς η Ακυλίνα αποχαιρετούσε την μητέρα της, της υποσχέθηκε ότι θα φανεί αντάξια της διδασκαλίας της.

     Οι Τούρκοι την οδήγησαν δεμένη στον κριτή. Μετά την άρνησή της να εγκαταλείψει την Πίστη στον αληθινό Θεό, της αφαίρεσαν όλα τα ρούχα εκτός από ένα πουκάμισο, την έδεσαν σε ένα στύλο και την ράβδισαν σκληρά. Από τους πολλούς ραβδισμούς το ένδυμά της ξεσχίσθηκε και έμεινε τελείως γυμνή. Επειδή οι άθεοι έβλεπαν ότι τίποτε δεν πετύχαιναν, χρησιμοποίησαν κολακείες και υποσχέσεις. Αλλά η παρθενομάρτυς, και τις τρεις φορές που την εξέτασαν, εξύβρισε με παρρησία την θρησκεία τους. Ερεθισμένοι οι Τούρκοι συνέχισαν να την ραβδίζουν άσπλαχνα, ώσπου οι σάρκες της έπεσαν στην γη που έγινε κατακόκκινη από το αίμα της.

     Σχεδόν νεκρή, την φόρτωσαν σε έναν χριστιανό, για να την μεταφέρει στο πατρικό της σπίτι. Μόλις η μητέρα της την είδε, την εναγκαλίσθηκε και την ρώτησε: «Τι έκανες, παιδί μου;». Η Ακυλίνα μετά βίας άνοιξε τα μάτια της και αποκρίθηκε: «Και τι άλλο μπορούσα να κάνω, μητέρα μου, εκτός από εκείνο που μου παρήγγειλες; Ιδού, κατά την εντολή σου, φύλαξα την ομολογία της Πίστεώς μου!». Και με τα μεγαλειώδη λόγια αυτά, παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του ζώντος Θεού στις 27 Σεπτεμβρίου του 1764.

     Το άγιο λείψανό της ευθύς ανέδωσε τόση ευωδία, ώστε διαχύθηκε σε όλους τους δρόμους, από τους οποίους περνούσαν για τον ενταφιασμό. Την νύκτα, επάνω στον τάφο της, έλαμπε ουράνιο φως σαν λαμπρότατο άστρο.

—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—

Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

κυλίναν τὴν θείαν ἀνευφημήσωμεν, οἷα θεόφρονα κόρην καὶ Ἀθληφόρον Χριστοῦ· τῇ ἀγάπῃ γὰρ αὐτοῦ πίστει ἠνδρίσατο, καὶ καθεῖλε τὸν ἐχθρόν, δι’ ἀγώνων ἱερῶν, καὶ δόξης τυχοῦσα θείας, Χριστῷ τῷ Λόγῳ πρεσβεύει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—

Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.

παλῷ ἐν σώματι, τὸν πολυμήχανον ὄφιν, τῇ λαμπρᾷ ἀθλήσει σου, καταβαλοῦσα παρθένε, ἔδραμες, λαμπαδηφόρος τῷ σῷ Νυμφίῳ· ἔστεψαι, τῆς ἀφθαρσίας τῇ εὐπρεπείᾳ, καὶ πρεσβεύεις Ἀκυλίνα, ὑπὲρ τῶν πίστει ἀνευφημούντων σε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—

Πατρὸς παριδοῦσα τὸ ἀσεβές, τῆς μητρὸς τοὺς λόγους, ἐγεώργησας μυστικῶς· σὺ γὰρ Ἀκυλίνα, ἀθλήσασα νομίμως, τῶν ἀνομούντων ᾔσχυνας τὰ βουλεύματα.

 


[ Ιερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:

«Νέος Συναξαριστής

της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,

τόμ. 1ος (Σεπτέμβριος),

σελ. 328–329.

Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

Αθήναι, Φεβρουάριος 20112.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π. Δαμιανός. ]




Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση

των αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται

απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.


Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΥΦΗΜΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΪΣΙΟ

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΥΦΗΜΙΑΣ

     Στις 26 Φεβρουαρίου 1974 (με το παλιό ημερολόγιο) ο Πατήρ Παΐσιος επέστρεψε στο Άγιον Όρος. Την επόμενη ημέρα, 27 Φεβρουαρίου, κατά τις δέκα η ώρα το πρωί, ενώ έκανε την Ακολουθία των Ωρών με κομποσχοίνι, άκουσε ξαφνικά χτύπημα στην πόρτα και μία απαλή γυναικεία φωνή να λέει: «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών». Παραξενεύτηκε και ρώτησε: «Ποιος είναι;». Άκουσε την ίδια φωνή να λέει: «Η Ευφημία!». «Ποια Ευφημία;», σκέφθηκε, «Μήπως καμμιά γυναίκα έκανε την τρέλλα να έρθει στο Άγιον Όρος;». Το χτύπημα επαναλήφθηκε τρεις φορές. Με το τέταρτο χτύπημα, η πόρτα, αν και ήταν κλεισμένη με σύρτη, άνοιξε μόνη της και μπήκε μέσα η Αγία Μεγαλομάρτυς Ευφημία! Την συνόδευε ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος δεν μπήκε μέσα μαζί της, αλλά αμέσως εξαφανίσθηκε.

     Η Αγία έλαμπε ολόκληρη. Τα ενδύματά της, όπως και τα πάνινα υποδήματα που φορούσε, είχαν ένα ουράνιο γαλάζιο χρώμα. Στην παρουσία της ο Όσιος ένιωσε «ειρήνη, η οποία έγινε θεία ευφροσύνη». Αλλά, για να βεβαιωθεί τελείως ότι ήταν πράγματι η Αγία και όχι δαιμονική φαντασία, της ζήτησε να προσκυνήσουν την Αγία Τριάδα, λέγοντας προς αυτήν: «Πες: “Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός”!». Η Αγία το επανέλαβε απαλά κάνοντας συγχρόνως και μία μετάνοια, όχι όμως προς το Εκκλησάκι, όπως εκείνος, αλλά προς το κελλί του. Ο Όσιος παραξενεύθηκε, αλλά αμέσως κατάλαβε ότι η Αγία κοίταζε προς το εικονάκι της Αγίας Τριάδος, που ήταν κρεμασμένο πάνω από την πόρτα του κελλιού του. «Πιο δυνατά!», της είπε.

     Το ξαναείπε η Αγία λίγο πιο δυνατά.

     –Πιο δυνατά! της είπε και πάλι.

     Κι εκείνη το επανέλαβε ακόμη πιο δυνατά.

     «Καὶ τοῦ Υἱοῦ!», είπε ο Όσιος.

     «Καὶ τοῦ Υἱοῦ!», επανέλαβε η Αγία.

     «Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!», συνέχισε ο Όσιος, και η Αγία το επανέλαβε κάνοντας και τις μετάνοιες.

     –Τώρα να σε προσκυνήσω κι εγώ, της είπε, και την προσκύνησε με ευλάβεια.

     Ασπάσθηκε τα πόδια της, τα χέρια και την άκρη της μύτης. Έπειτα, κάθισαν στον μικρό διάδρομο, όπου υπήρχε ένα μπαουλάκι και ένα σκαμνάκι, και η Αγία τού διηγήθηκε τον βίο και τα μαρτύριά της. Την ώρα που τα διηγείτο, ο Όσιος δεν τα άκουγε απλώς, αλλά ένιωθε ότι τα έβλεπε και τα ζούσε.

     –Πώς άντεξες τόσα μαρτύρια; την ρώτησε.

     –Αν ήξερα πόση δόξα έχουν οι Άγιοι στον Ουρανό, θα ήθελα να περάσω ακόμη μεγαλύτερα μαρτύρια! απάντησε η Αγία.

     Έπειτα, την συμβουλεύθηκε για τρία θέματα που τον απασχολούσαν: το ένα θέμα ήταν εκκλησιαστικό· του είχαν ζητήσει την γνώμη του για ένα ζήτημα, και η Αγία τού επιβεβαίωσε ότι η απάντηση που είχε δώσει ήταν η σωστή. Το δεύτερο ήταν η έκδοση του Βίου του Αγίου Αρσενίου και το τρίτο θέμα ήταν δύο ζητήματα που αφορούσαν το Ησυχαστήριο.

     Όταν η Αγία έφυγε, άφησε τον Όσιο σε κατάσταση «θείας τρέλλας». Έμεινε κλεισμένος στο Καλυβάκι του, μέσα στην παραδεισένια ατμόσφαιρα που είχε φέρει η Αγία με την επίσκεψή της και όπου ήταν διάχυτη μία ουράνια ευωδία. Ο νους του ήταν προσηλωμένος στην ιερή μορφή της, η δε καρδιά του κόντευε να σπάσει από γλυκειά αγάπη και ανέκφραστη χαρά. «Με παλάβωσες! Με παλάβωσες, Αγία Ευφημία!», φώναζε. «Ξέρεις πώς με έκανες; Τέτοια λεπτή γλυκύτητα!».

     Ύστερα από δώδεκα μέρες ο Όσιος επισκέφθηκε το Ησυχαστήριο, θέλοντας να κάνει και τις Αδελφές κοινωνούς της ουράνιας ευφροσύνης που ο ίδιος ζούσε. Τις ημέρες που έμεινε εκεί, ήταν φανερό ότι ζούσε ακόμη στην ατμόσφαιρα της θείας επισκέψεως. Ένα βράδυ, μία Αδελφή τον βρήκε να ασπάζεται με θερμό πόθο μία εικόνα της Αγίας Ευφημίας. Ήταν όλος αλλοιωμένος από θεία αλλοίωση. Και, καθώς κόχλαζε μέσα του η θεία αγάπη, ο αέρας της αναπνοής του έβγαινε ηχηρός, σαν θερμός ατμός. Η κατάσταση αυτή έμοιαζε με εκείνη που τέσσερις μήνες νωρίτερα είχε περιγράψει σε επιστολή του: «Η ακριβή αγάπη προς τον Θεό, με τις θυσίες της, γλυκοβράζει στην καρδιά, και σαν τον ατμό πετιέται ο θείος έρως, ο οποίος δεν μπορεί να συγκρατηθεί και ενώνεται με τον Θεό».

     Αργότερα, εις ανάμνησιν αυτής της θείας επισκέψεως, ο Όσιος έγραψε ένα τροπάριο που το έψαλλε με όλη του την καρδιά, όταν ήταν μόνος του: «Ποίοις εὐφημιῶν ᾄσμασιν εὐφημήσωμεν τὴν Εὐφημίαν, τὴν καταδεχθεῖσαν ἀπὸ ἄνωθεν καὶ ἐπισκεφθεῖσαν κάτοικον μοναχὸν ἐλεεινὸν ἐν τῇ Καψάλᾳ. Ἐκ τρίτου τὴν θύραν πάλιν τοῦ ἔκρουσε, τετάρτη ἠνοίχθη μόνη ἐκ θαύματος καὶ εἰσελθοῦσα μὲ οὐράνιον δόξαν, τοῦ Χριστοῦ ἡ Μάρτυς, προσκυνοῦντες ὁμοῦ Τριάδα τὴν Ἁγίαν βεβαιοῦσα οὕτω τὴν ἀσφάλειαν τῆς εἰρήνης καὶ τῆς θείας εὐφροσύνης».

     Βοήθησε, επίσης, τις Αδελφές να αγιογραφήσουν και την εικόνα της Αγίας Ευφημίας, σε στάση να χτυπάει την πόρτα του Κελλιού του. Ένα ξύλινο εικονάκι με φωτογραφία αυτής της εικόνας το είχε για πολύ καιρό επάνω στο προσκέφαλό του, στο κελλί του στο Άγιον Όρος. Το εικονάκι αυτό, από τους συνεχείς θερμούς ασπασμούς του, ξεφλουδίσθηκε, και δεν φαινόταν πλέον η μορφή της Αγίας· «έφυγε» από το χαρτί και «τυπώθηκε» στην καρδιά του. «Οι Άγιοι», έγραψε ο Όσιος σε επιστολή του, «χαίρονται, όταν τυπώνονται στις καρδιές των ανθρώπων. Όταν ασπάζεται ο Χριστιανός τις άγιες εικόνες και ζητάει βοήθεια, εάν έχει ευλάβεια, με τον ασπασμό που κάνει με την καρδιά του, ρουφάει όχι μόνον την Χάρη του Χριστού, της Παναγίας ή των Αγίων, αλλά ρουφάει μέσα στην καρδιά του και τον Χριστό ολόκληρο ή την Παναγία ή τους Αγίους, και τοποθετούνται πια στο Τέμπλο του Ναού του. Ναός του Αγίου Πνεύματος ο άνθρωπος!».

     Η μεγάλη του αγάπη για την «Μεγάλη αυτή Αγία, η οποία, ενώ του ήταν άγνωστη, του έκανε αυτήν την μεγάλη τιμή», έκαιγε άσβεστη μέσα του, μέχρι την ημέρα που, είκοσι χρόνια αργότερα, το 1994, την επομένη της εορτής της, πήγε να την συναντήσει στον Παράδεισο…



[ (1) «Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης»,

κεφ. 11ο, §16, σελ. 328–333.

Έκδοση

Ιερού Ησυχαστηρίου

«Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»,

Σουρωτή, Βασιλικά, Θεσσαλονίκης.

2η ανατύπωση, Ιούνιος 2016.

(2) Ιερομονάχου Χριστοδούλου

Αγιορείτου:

«Ο Γέρων Παΐσιος (Εζνεπίδης)»

–Πρώτος Τόμος–,

κεφ. 5ο, §1, σελ. 267–270,

Άγιον Όρος, 1994.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π. Δαμιανός. ]





Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση

των αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται

απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.


Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ

     «Πολλές φορές, το μαρτύριο του Πνευματικού Πατέρα είναι, ή να καταστραφεί ο ίδιος ριψοκινδυνεύοντας, ή να καταστραφεί το έργο του, μένοντας σε εξωτερικούς νόμους και κανονισμούς.«

     »Υπάρχουν Πνευματικοί Πατέρες, οι οποίοι για να είναι “ασφαλείς” οι ίδιοι, τηρούν το γράμμα του Νόμου. Και αυτό οπωσδήποτε τούς δίνει μια “ασφάλεια”!«

     »Όμως, πιο ασφαλείς είναι εκείνοι οι Πνευματικοί που ριψοκινδυνεύουν για την αγάπη του αδελφού και κάνουν οικονομία, βιώνοντας το Πνεύμα του Νόμου.«

     »Κάνοντας οικονομία, μέσα από καρδιακή προσευχή, αισθάνονται ακριβώς ότι για την αγάπη του αδελφού “παρέβησαν” το γράμμα του κανόνος. Και αυτός ο έλεγχος τούς κρατά στην Ταπείνωση· η οποία Ταπείνωση φέρνει Χάρη.«

     »Αντίθετα, αυτοί που δικαιώνουν τους εαυτούς τους ως “τηρητές” του Νόμου, δυσκολεύονται στην σωτηρία. Και όσοι δε Πνευματικοί Πατέρες είναι υπερβολικά αυστηροί, αυτοί δεν μπορούν να κρατήσουν κοντά τους, τους ανθρώπους· ούτε και μπορούν να τους βοηθήσουν!...».


ΑΓΙΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ

(1896–1993)

Μαθητής και Βιογράφος

του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου.

Θεολόγος, μέγας Ησυχαστής,

εμπειρικός Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας

περί κεφαλαιωδών βιωμάτων Προσευχής,

θείου Φωτός, Ασκήσεως και ιεράς Νήψεως.

Κτήτωρ και Καθηγούμενος

της Ιεράς Πατριαρχικής

και Σταυροπηγιακής Μονής

Τιμίου Προδρόμου,

Έσσεξ Αγγλίας.




Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση

των αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται

απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.


Τετάρτη 1 Ιουνίου 2022

Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

 

     Το μέγα γεγονός της Αναλήψεως του Σωτήρος μας περιγράφεται μόνον από τον ευαγγελιστή Λουκά, τον θεολόγο της Αναλήψεως. Αποτελεί το τέλος, τον επίλογο και την σφραγίδα του Ευαγγελίου του, καθώς και την αρχή του βιβλίου των «Πράξεων των Αποστόλων». Αναφέρει τον χρόνο και τον τόπο όπου εκτυλίχθηκε το γεγονός και περιγράφει τον τρόπο της Αναλήψεως. Επίσης, ο ευαγγελιστής Μάρκος απλώς το αναφέρει επιγραμματικά.

     Αφού, επί σαράντα ημέρες ο αναστάς Κύριος εμφανιζόταν στους Μαθητές Του και με υπερφυσικό τρόπο γινόταν άφαντος, την σαρακοστή ημέρα στο Όρος των Ελαιών Τον είδαν οι Μαθητές Του για τελευταία φορά να αναλαμβάνεται στον ουρανό μέσα σε νεφέλη. Η Ανάληψη του αναστημένου Χριστού διαφέρει από τις άλλες εμφανίσεις Του κατά το ότι δεν έγινε απλώς άφαντος, αλλά ανήλθε στον ουρανό και εκάθησε στα δεξιά του Θεού Πατρός. «Οι Απόστολοι είδαν το τέλος της Αναστάσεως, αλλά όχι την αρχή, ενώ της Αναλήψεως είδαν την αρχή αλλ’ όχι το τέλος. Και, όπως είδαν Άγγελο στο Μνήμα με ρούχα που άστραφταν και προείπε αυτά που σκέφτονταν, έτσι και στην Ανάληψη του Χριστού ο Άγγελος γίνεται κήρυκας, αν και οι Προφήτες σε πολλά μέρη της Γραφής προείπαν για την Ανάληψη» (Ιερός Χρυσόστομος).

     Η ένδοξη Ανάληψη του Χριστού αποτελεί το τέλος της ένσαρκης Οικονομίας και την αρχή της επουράνιας δοξασμένης Βασιλείας Του, αφού πλέον (ο Χριστός, κατά την ανθρωπότητά Του), γίνεται παντοτινά συγκάθεδρος και συνδοξασμένος με τον ουράνιο Πατέρα Του.

     Οι άγιοι Πατέρες και οι ιεροί υμνογράφοι επισημαίνουν προρρήσεις και προτυπώσεις της Αναλήψεως στην Παλαιά Διαθήκη (βλ. σχετικά: Ψαλμ. 23, 7· 46, 6 και 88, 7). Πιο συγκεκριμένα, η ανάληψη του Προφήτου Ηλία προτυπώνει και προεικονίζει την Ανάληψη του Χριστού. Μας λέγει επ’ αυτού ο Ιερός Χρυσόστομος: «Αλλά ο μεν Ηλίας αναλήφθηκε “ὡς εἰς τὸν οὐρανόν” (Δ΄ Βασ. 2, 11), γιατί ήταν άνθρωπος· ο Χριστός, όμως, αναλήφθηκε στον ουρανό, γιατί ήταν Θεός. Ο Ηλίας αναλήφθηκε με πύρινο άρμα, ο Κύριος όμως με νεφέλη». Η νεφέλη στην Γραφή έχει καθαρά συμβολικό νόημα· «είναι σύμβολο του ουρανού, καθώς ο Προφήτης λέγει: “Αυτός (ο Θεός) τοποθετεί τον θρόνο Του στις νεφέλες” (Ψαλμ. 103, 4), δείχνοντας με αυτό ότι (η νεφέλη) ήταν σύμβολο θείας δυνάμεως, διότι πουθενά δεν φαίνεται κάποια άλλη δύναμη πάνω της. Όπως τον βασιλιά τον δείχνει το βασιλικό όχημα, έτσι και στον αναλαμβανόμενο Χριστό στάλθηκε το όχημα το βασιλικό (η νεφέλη)». «Γιατί, όταν έπρεπε να καλέσει ο Θεός τον Ηλία, έστειλε προς αυτόν άρμα και, όταν κάλεσε τον Υιό Του, έστειλε (ως άλλον) βασιλικό θρόνο (την νεφέλη); Και όχι μόνο βασιλικό θρόνο, αλλά τον ίδιο τον πατρικό θρόνο; Διότι, για τον Πατέρα λέγει ο Ησαΐας: “Ιδού, ο Κύριος κάθεται επάνω σε ελαφριά νεφέλη” (Ησ. 19, 1). Επειδή, λοιπόν, ο Πατέρας κάθεται επάνω σε νεφέλη, γι’ αυτό και στον Υιό έστειλε την νεφέλη» (Ιερός Χρυσόστομος). «Νεφέλη ανέλαβε τον Κύριο, για να δείξει με αυτό την ομοτιμία με τον Πατέρα, διότι έχει λεχθεί για τον Πατέρα: “νεφέλη και σκότος γύρω απ’ Αυτόν” (Ψαλμ. 96, 2). Και ο σαρκωθείς Θεός χρησιμοποιεί την νεφέλη σαν όχημα» (άγ. Οικουμένιος).

     Η ανάληψη του Προφήτου Ηλιού διαφέρει κατά πολύ από την Ανάληψη του Χριστού, διότι «ο Ηλίας, όταν ανέβηκε στον ουρανό, άφησε στον Ελισσαίο την μηλωτή του. Ο Κύριος, όμως, όταν αναλήφθηκε, άφησε στους Μαθητές Του τα χαρίσματα (του Αγίου Πνεύματος), που έκαναν όχι έναν Προφήτη, αλλά χιλιάδες Ελισσαίους και, μάλιστα, πολύ μεγαλύτερους και σημαντικότερους από εκείνον (τον Ελισσαίο)» (Ιερός Χρυσόστομος). Ο Ελισσαίος από την λύπη του, όταν είδε αναλαμβανόμενο τον διδάσκαλό του, κράτησε και έσχισε τα ρούχα του, γιατί δεν στάθηκε κοντά του κανένας να του πει ότι (σύμφωνα με την εσχατολογική παράδοση) θα επιστρέψει ο Ηλίας. Ενώ στους Αποστόλους στάθηκαν κοντά τους Άγγελοι παρηγορώντας την λύπη τους» (Ιερός Χρυσόστομος).

     Το νόημα της Αναλήψεως του Κυρίου είναι η υπερβολική τιμή της ήδη θεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως με την ενθρόνισή της στα δεξιά του Πατρός. Με την Ανάληψή Του ο Κύριος δεν μας ευεργέτησε απλώς, όπως στην αρχή που μας έπλασε και ύστερα μετά την συντριβή μας που μας ανέπλασε και μας έσωσε· αλλά τώρα, με την Ανάληψή Του, ανέβασε και την ανθρώπινη φύση στους ουρανούς και την συνδόξασε με τον Εαυτό Του και την αξίωσε να καθίσει στα δεξιά του Πατρός. Η ανθρώπινη φύση του Κυρίου είχε θεωθεί ήδη, εξ άκρας συλλήψεως, όταν την προσέλαβε ο Θεός Λόγος στην υπόστασή Του κατά την ενανθρώπησή Του. Με την Ανάληψή Του, το θεωμένο Σώμα του Χριστού ενθρονίζεται τιμητικά στον Πατρικό θρόνο, στα δεξιά του Πατρός. Βέβαια, ο Θεός και Πατήρ είναι ασώματος και δεν έχει «δεξιά» ή «αριστερά». Το «εκ δεξιών» φανερώνει οικειότητα και ισοτιμία με τον Πατέρα. «Δεξιά του Πατρός είναι η δόξα και η τιμή της Θεότητος» (αγ. Ιωάν. Δαμασκηνός). «Το δεξιόν δηλώνει σχέση ισότητος και δεν πρέπει να εκληφθεί σωματικώς, αλλά απλώς ο λόγος παριστά, με τα τίμια ονόματα της προσεδρείας, την μεγάλη τιμή προς τον Υιό» (Μέγας Βασίλειος). Το να καθίσει, εξάλλου, δηλώνει ανάπαυση και απόλαυση της θείας Βασιλείας.

     Ως Θεός ομοούσιος, ο Υιός ποτέ δεν αποχωρίστηκε από τον Πατέρα, ακόμη και όταν ενανθρώπησε. «Κατέβηκε μεν κατά την Θεότητα, όχι τοπικώς, αλλά συγκαταβατικώς, ανέβηκε δε σωματικώς, ενώ είναι Ένας ο αυτός Θεός και άνθρωπος» (αγ. Ιωάν. Δαμασκηνός). Με το Σώμα, με το οποίο έπαθε και αναστήθηκε, με αυτό το ίδιο Σώμα ανέβηκε στους ουρανούς. «Δεν υψώνεται ο Ύψιστος, αλλά η σάρκα του Υψίστου· δεν δοξάζεται ο Κύριος της Δόξης, αλλά η ανθρώπινη φύση του Κυρίου της Δόξης· αυτή (είναι που) λαμβάνει δόξα και ανεβαίνει μαζί Του στον ουρανό» (Μέγας Αθανάσιος).

     Τώρα, και με το αναληφθέν Σώμα Του, συνεδρεύει με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, και αυτό το γεγονός αποτελεί την ύψιστη δόξα και τιμή της ανθρωπίνης φύσεως, διότι η απαρχή του γένους μας βασιλεύει (πια) στους ουρανούς. «Τώρα προσκυνείται η φύση μας, που ήταν ενωμένη με τον Χριστό, από όλες τις Αγγελικές δυνάμεις» (άγ. Θεοφύλακτος). Ξεπέρασε σε δόξα και τις Αγγελικές δυνάμεις, προσπέρασε τους Αρχαγγέλους και τα Χερουβίμ, ανέβηκε υψηλότερα από τα Σεραφίμ, και δεν στάθηκε πουθενά μέχρι που έφθασε στον θρόνο του Θεού. «Ο ουρανός, βλέποντας με κατάπληξη τον Θεό με σώμα, ρωτούσε: “Ποιος είναι Αυτός ο Βασιλιάς της Δόξας;” (Ψαλμ. 23, 8)» (Ιερός Χρυστόστομος). «Οι νοερές δυνάμεις, θαυμάζοντας για την παράδοξη ανάβασή Του, απορούσαν και έλεγαν μεταξύ τους: “Ποιος είναι Αυτός που έρχεται ενσώματος (εδώ) στα ασώματα μέρη;”» (άγ. Ευλόγιος Αλεξανδρείας).

     Απορίας άξια είναι η ερώτηση των Αγγέλων. Άραγε, δεν γνώριζαν τον αναληφθέντα Κύριο; Κατά την Πατερική ερμηνεία (αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας), η Ανάληψη, αλλά και όλο το Μυστήριο της Σαρκώσεως, δεν ήταν άγνωστο μόνο στους ανθρώπους αλλά και στους Αγγέλους ήταν απόκρυφο. Μόνο στον αρχάγγελο Γαβριήλ και στις ουράνιες δυνάμεις που υπηρέτησαν τον Μονογενή, όταν φανερώθηκε με ανθρώπινη μορφή, ήταν γνωστό.

     Ανέβηκε, λοιπόν, το θεωμένο φύραμά μας πάνω από τους Αγγέλους. «Σήμερα είδαν οι Αρχάγγελοι εκείνο που από καιρό επιθυμούσαν (να δουν), δηλαδή τον άνθρωπο να λάμπει κοντά στον θρόνο του Θεού, ν’ αστράφτει από αθάνατη δόξα και ομορφιά. Αν και η τιμή του ανθρώπου ήταν ανώτερη των Αγγέλων, όμως χαίρονταν αυτοί για τα δικά μας αγαθά, γιατί υπέφεραν όταν τιμωρηθήκαμε (εξ αιτίας της παρακοής και παράβασης των Πρωτοπλάστων)» (Ιερός Χρυστόστομος).

     Την ανθρώπινη φύση, που είχε προσλάβει στην υπόστασή Του ο Θεός Λόγος, αυτήν ανέστησε και την ανέβασε στον ουρανό και όχι όλους τους ανθρώπους. Με την Ανάληψή Του «ο Χριστός, δεν ανέβασε στον ουρανό όλο (συλλήβδην) το ανθρώπινο γένος, γιατί δεν είναι αυτό προσφορά, άλλα πρόσφερε ένα μικρό μέρος (την δική Του ανθρώπινη φύση) και μ’ αυτό έκανε να ευλογηθεί το σύνολο. Δεν πρόσφερε τον πρώτο καρπό (τον παλαιό Αδάμ), γιατί ήταν υπεύθυνος αμαρτίας, αν και δημιουργήθηκε πρώτος, αλλά πρόσφερε τον Εαυτό Του (τον νέο Αδάμ), γιατί ήταν απαλλαγμένος από την αμαρτία, αν και (χρονικά, γενεαλογικά και σωματικά) γεννήθηκε αργότερα. Πρόσφερε, λοιπόν, την εκλεκτή απαρχή του ανθρωπίνου γένους, όχι τον πρώτο καρπό αλλά τον κάλλιστο· το Σώμα Του. Και, τόσο θαύμασε αυτό το δώρο ο ουράνιος Πατήρ, και γιατί είχε αξία Εκείνος που το πρόσφερε και γιατί η προσφορά ήταν αμόλυντη, ώστε το δέχθηκε στα χέρια Του και το τοποθέτησε κοντά Του και Του είπε: “Κάθισε στα δεξιά Μου!” (Ψαλμ. 109, 1)· (το είπε αυτό) σ’ αυτήν την ίδια φύση που άκουσε (κάποτε): “Γη είσαι και στη γη θα επιστρέψεις!” (Γεν. 3, 19)» (Ιερός Χρυσόστομος).

     Τα αγαθά που μας χάρισε η σωτήρια Ανάληψη του Κυρίου είναι μεγάλα και θαυμαστά. Η εκλεκτή προσφορά του Σώματός Του προξένησε την ευλογία στο ανθρώπινο γένος. «Ο Χριστός ανέβηκε στον ουρανό, για να εμφανισθεί τώρα για χάρη μας ενώπιον του Θεού και Πατρός· όχι για να παρουσιάσει τον Εαυτό Του –γιατί, ως Θεός, βρίσκεται πάντοτε μαζί με τον Πατέρα– αλλά μάλλον για να παρουσιάσει εμάς μέσω του Εαυτού Του. Επομένως, εν Χριστώ κερδίζουμε το να στραφεί προς εμάς το Πρόσωπο του Θεού. Γιατί πλέον, ως αγιασμένους, μας αξιώνει ο Θεός της εποπτείας Του» (άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας).

     Και πρώτον ο Υιός έγινε μεσίτης του αμαρτήσαντος ανθρωπίνου γένους προς τον Θεό. «Ο Χριστός, αφού μπήκε στην μέση, συμφιλίωσε τα δύο μέρη. Έπαθε Εκείνος για μας, εξαφάνισε την έχθρα, δεν σταμάτησε να κάνει τα πάντα, ώστε ανέβασε κοντά στον Θεό τον εχθρό και αντίπαλό Του και τον έκανε φίλο Του» (Ιερός Χρυσόστομος). Με την προσφορά του Σώματός Του και του Αίματός Του έγινε η πλήρης καταλλαγή και συμφιλίωση. «Πολλές φορές χιλιάδες σύμβουλοι (με τα λόγια τους και τις ενέργειές τους) δεν διέλυσαν μια έχθρα, ενώ ένα τραπέζι σταμάτησε πολέμους. Εχθροί ήμασταν. Μας δόθηκε ο Μωσαϊκός Νόμος και δεν μας συμφιλίωσε. Ήρθαν οι Προφήτες και δεν έπεισαν. Ήρθε ο Χριστός, έστησε το δικό Του τραπέζι, πρόσφερε τον Εαυτό Του για τροφή και είπε: “Λάβετε, φάγετε!” και αμέσως σταμάτησε τον πόλεμο και έφερε ειρήνη» (Ιερός Χρυσόστομος).

     Στο γεγονός της Αναλήψεως φαίνεται τόσο το ιερατικό αξίωμα του Χριστού, αφού ως Αρχιερεύς «πρόσφερε μια θυσία υπέρ αμαρτιών» (Εβρ. 10, 12), όσο και το βασιλικό Του αξίωμα, διότι πλέον ως νικητής κάθεται στον πατρικό θρόνο, φέροντας μαζί Του και την ανθρώπινη φύση άφθαρτη και δοξασμένη. Ο Χριστός, ο ένας και αιώνιος μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «στους μεν ανθρώπους με την σάρκωσή Του έκανε φανερό τον Πατέρα που Τον αγνοούσαν (καθώς και το Άγιο Πνεύμα), στον δε Πατέρα με το Πνεύμα οδηγεί συμφιλιωμένους μαζί Του τους ανθρώπους, υπέρ των οποίων και για τους οποίους ατρέπτως έγινε άνθρωπος» (όσιος Μάξιμος).

     Ακόμη, επειδή «ο Χριστός πήρε ανθρώπινο σώμα, με το Σώμα αυτό έγινε όλη η Εκκλησία συγγενής του Χριστού. Είμαστε πλέον γένος του Θεού (Πράξ. 17, 29) “Εμείς είμαστε Σώμα του Χριστού και ο καθένας μας είναι ένα μέρος από την Σάρκα Του” (Α΄ Κορ. 12, 27). Από το σώμα που πήρε είμαστε συγγενείς Του. Είναι δυνατόν να δει κανείς την μορφή του Αδάμ, που ήταν θαμμένη στον τάφο, να κάθεται μαζί με τον Θεό πιο πάνω από τους Αγγέλους, για να βάλει και μας να καθίσουμε μαζί Του. Έχουμε, λοιπόν, την εγγύησή Του στον ουρανό, δηλαδή το Σώμα που πήρε από μας, και στην γη το Άγιο Πνεύμα μαζί μας, που είναι συγχρόνως παντού και στον ουρανό. Κράτησε ο ουρανός το άγιο Σώμα, δέχθηκε η γη το Άγιο Πνεύμα» (Ιερός Χρυσόστομος).

     Το απολυτρωτικό έργο του Σωτήρος δεν τελειώνει με την Ανάληψη. Αυτή προετοιμάζει και παραπέμπει στην Πεντηκοστή, διότι πριν αναληφθεί ο Κύριος είπε στους Μαθητές Του να περιμένουν την παραγγελία του Πατρός, δηλαδή την αποστολή του Αγίου Πνεύματος, με το Οποίο θα βαπτισθούν και θα λάβουν δύναμη.

     Επομένως, η Ανάληψη ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την αποστολή του Αγίου Πνεύματος στους Μαθητές Του, όπως τους προείπε και τους υπεσχέθη: «Εάν Εγώ δεν φύγω, ο Παράκλητος δεν θα έλθει σ’ εσάς» (Ιωάν. 16, 7).

     Ο Χριστός είχε πει στον Πατέρα Του ότι το έργο που Του ανέθεσε το τελείωσε. «Ἐπλήρωσε τὴν ὑπὲρ ἡμῶν οἰκονομίαν», «ἕνωσε τὰ ἐπὶ γῆς τοῖς οὐρανίοις» και, αν και αναλήφθηκε, παραμένει αχώριστος μαζί μας. Έπρεπε, όμως, να πραγματοποιήσει και την υπόσχεσή Του· την αποστολή του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο σε δέκα μέρες κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, θα εκχύσει άφθονο στους Μαθητές Του, και το Οποίο θα παραμείνει στην Εκκλησία Του, συνεχίζοντας το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων.

     Η Ανάληψη αποτελεί προοίμιο της Δευτέρας Παρουσίας. Υπάρχει άρρηκτη σχέση και εσωτερική συγγένεια των δύο γεγονότων. Τα λόγια των Αγγέλων: «Ο Ιησούς, Αυτός που αναλήφθηκε από σας στον ουρανό, θα έλθει κατά τον ίδιο τρόπο (με το Σώμα Του, δηλαδή, καθήμενος επάνω σε νεφέλη), όπως και τώρα Τον είδατε να πηγαίνει στον ουρανό» (Πράξ. 1, 11), συνδέουν στενά την ανάβαση του Χριστού στον ουρανό με τον ερχομό Του πάλι κατά την Δευτέρα Παρουσία Του. Θα έρθει πάλι, για να κρίνει τον κόσμο και να εισάγει τους εκλεκτούς Του στη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· «εκεί» που βρίσκεται το αναληφθέν δοξασμένο Σώμα Του.

 

[ (Ιερομονάχου Ευθυμίου):

«Το Μυστήριον του Χριστού»

3ο Μέρος, Κεφ. Β΄, §Α΄–§Δ΄,

σελ. 559–568·

σελ. παραπομπών (1–29):

742–744.

Άγιον Όρος, 2022.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π. Δαμιανός. ]





 

Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση

των αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται

απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.


Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

ΟΣΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΧΟΖΕΒΙΤΗΣ

ΟΣΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΧΟΖΕΒΙΤΗΣ

     Ο όσιος πατήρ ημών Γεώργιος ο Χοζεβίτης γεννήθηκε περί τα μέσα του 6ου αιώνα, από ευσεβή οικογένεια της νήσου Κύπρου. Μετά τον θάνατο των γονέων του, την κηδεμονία του Γεωργίου ανέλαβε ο θείος του, ο οποίος επεδίωκε να τον νυμφεύσει διά της βίας· ο Γεώργιος όμως ποθούσε την ασκητική ζωή, έφυγε από τη γενέτειρά του και μετέβη στους Αγίους Τόπους για να συναντήσει τον πρεσβύτερο αδελφό του, Ηρακλείδη, ο οποίος εγκαταβίωνε ήδη ως ερημίτης επί πολλά χρόνια στη Λαύρα του Καλαμώνα, στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού. Ο Γεώργιος επιθυμούσε να ζήσει κοντά στον αδελφό του, εκείνος όμως έκρινε ότι ήταν ακόμη πολύ νέος και τον πήγε στη Μονή της Παναγίας του Χοζεβά, που είχε ιδρύσει τον 5ο αιώνα ο άγιος Ιωάννης επίσκοπος Καισαρείας [3 Οκτ.] μεταξύ Ιεροσολύμων και Ιεριχούς. Εκάρη μοναχός και υποτάχθηκε στην πνευματική καθοδήγηση ενός γέροντα που καταγόταν από τη Μεσοποταμία. Ο γέροντας ήταν αυστηρός και δύστροπος, ο Γεώργιος όμως υπάκουε με πραότητα, υπομονή και ταπείνωση, ωσάν ο γέροντας να ήταν ίδιος ο Χριστός. Μια ημέρα, ο Γεώργιος άργησε να κουβαλήσει νερό από το ρέμα και ο γέροντάς του τον ράπισε δυνατά ενώπιον όλων των αδελφών του κοινοβίου: το χέρι του γέροντα παρευθύς ξεράθηκε και παρέλυσε· θεραπεύτηκε μόνον όταν ο υποτακτικός του προσευχήθηκε μπροστά στον τάφο των αγίων της μονής. Ο όσιος Γεώργιος τότε, για να αποφύγει τον μάταιο θαυμασμό και τον έπαινο των ανθρώπων, πήγε στη Λαύρα του Καλαμώνα, όπου για πολλά χρόνια μοιράστηκε το ίδιο κελλί με τον κατά σάρκα αδελφό του, μιμούμενος τη θεάρεστη βιοτή του Ηρακλείδη. Τον υπάκουε στα πάντα και τον θεωρούσε πνευματικό πατέρα μάλλον παρά κατά σάρκα αδελφό. Ποτέ δεν αντάλλασσαν μάταια λόγια· όλη η ζωή τους ήταν αφιερωμένη στην προσευχή. Μοναδική τροφή τους ήταν το ξερό ψωμί, συχνά μουχλιασμένο και γεμάτο σκουλίκια, που περίσσευε από την τράπεζα της Λαύρας. Σύντομα ο Γεώργιος απέκτησε τόση παρρησία προς τον Κύριο, ώστε προσευχόμενος έκανε ένα δέντρο ξερό να βγάλει καρπούς, ή μπορούσε να πλησιάσει άφοβα φοβερά λιοντάρια και άλλα άγρια θηρία. Ο Ηρακλείδης εκοιμήθη εν ειρήνη σε ηλικία εβδομήντα ετών, έχοντας καταστεί διά της βιοτής του πρότυπο ταπεινώσεως. Ο Γεώργιος εξακολούθησε να ζει μόνος στο κελλί συνεχίζοντας τη θεάρεστη πολιτεία του, πάντα πρόθυμος να διακονήσει τους αδελφούς της Λαύρας.

     Μετά τον θάνατο του ηγουμένου, δημιουργήθηκε αναταραχή στη Λαύρα σχετικά με την εκλογή του διαδόχου του. Ο Γεώργιος εγκατέλειψε τον Καλαμώνα και επέστρεψε, με θεία προσταγή, στη μονή της κουράς του· ο ηγούμενος Λεόντιος τον υποδέχτηκε με χαρά και του παραχώρησε ένα απόμερο κελλί, επιτρέποντάς του να ζει εκεί όπως επιθυμούσε. Έγκλειστος όλη την εβδομάδα, κρατώντας απολύτως κρυφά όλα τα πνευματικά του κατορθώματα, ο άγιος Γεώργιος συναντούσε τους άλλους μοναχούς τις Κυριακές, τους ενίσχυε με ψυχωφελείς ομιλίες και δεχόταν πατρικά την εξομολόγηση των λογισμών τους. Μάζευε λίγα κομμάτια ψωμί που περίσσευαν από την κοινή τράπεζα, τα φρυγάνιζε στον ήλιο και τρεφόταν με αυτά τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδος. Παρά τις πολλαπλές επιθέσεις των δαιμόνων που επεδίωκαν να τον περισπάσουν, δεν διέκοπτε ποτέ τον κανόνα της προσευχής και δεν έλεγε ούτε μία λέξη αν δεν είχε θεία νεύση. Απέκτησε με αυτόν τον τρόπο μεγάλη εξουσία επί των ακαθάρτων πνευμάτων.

     Παρά το γεγονός ότι ζούσε έγκλειστος, φρόντιζε να υπηρετεί τους αδελφούς, γι’ αυτό την ημέρα που έψηναν ψωμί στη μονή, αναλάμβανε να συντηρεί τη φωτιά στον φούρνο, διακόνημα δυσβάσταχτο εξαιτίας του καύσωνα που επικρατεί στην περιοχή αυτή.

     Μολονότι ξένος προς κάθε κατάκριση, θρηνούσε συχνά για την έλλειψη ζήλου και φόβου Θεού μεταξύ των μοναχών της εποχής του, σε σύγκριση με τους παλαιότερους, και για τον περισπασμό τους κατά τις Ακολουθίες· έψεγε προπαντός τους μοναχούς, οι οποίοι, υπερτιμώντας με έπαρση την παραμονή τους στη μονή, συμπεριφέρονταν υποτιμητικά στους λαϊκούς και τους αμαρτωλούς. «Πιστέψτε με», έλεγε, «όποιος μπορεί να ανακαινίσει γη και ουρανό, αλλά περιφρονεί με αλαζονεία τον πλησίον του, αυτός μάταια κοπιάζει και μετά των υποκριτών συγκαταλέγεται. Δεν δυνάμεθα να πλησιάσουμε τον Θεό παρά μόνον εάν ειρηνεύσουμε με τον πλησίον. Αμαρτίες και πάθη απορρέουν από την υπερηφάνεια και οδηγούν στον θάνατο. Απεναντίας η υπακοή και η υποταγή στον Κύριο είναι ζωή, χαρά και φως». Συμβούλευε συνεχώς τους μοναχούς να λυτρωθούν από τα πάθη τους διά του φόβου του Θεού που εκδηλώνεται με κόπους, δάκρυα, προσευχή και νηστεία· τους παρότρυνε να αμιλλώνται στην ταπεινοφροσύνη, μακριά από κάθε κατάκριση και φθόνο για τους αδελφούς, ώστε να φθάσουν έτσι στην αγία αγάπη «η οποία είναι ο σύνδεσμος της τελειότητας» (Κολ. 3, 14).

     Στις παραμονές της περσικής εισβολής, το 614, ο άγιος προφήτευσε, ύστερα από ένα θείο όραμα, την άλωση της Ιεριχούς και την πολιορκία των Ιεροσολύμων. Ως εκ τούτου ο ηγούμενος και οι αδελφοί είχαν τον χρόνο να διαφύγουν, ορισμένοι στην Αραβία, οι άλλοι σε σπηλιές· ο ίδιος όμως δεν ήθελε να αφήσει τον τόπο όπου τον είχε θέσει ο Θεός. Μονάχα χάρη στην επιμονή των μαθητών του δέχθηκε τελικά να καταφύγει στον Καλαμώνα. Τους περισσότερους μοναχούς οι εισβολείς τούς ανακάλυψαν, τους κατέσφαξαν ή τους αιχμαλώτισαν, αλλά τον αββά Γεώργιο οι βάρβαροι τον σεβάστηκαν και τον άφησαν ελεύθερο. Επέστρεψε στη Μονή του Χοζεβά, όπου μέχρι την τελευτή του παρέμεινε έγκλειστος στον περίβολο του μοναστηριού, διακονούμενος από τον πιστό μαθητή και βιογράφο του Αντώνιο. Χάρη στις προσευχές του δεν έλειψε ποτέ από το μοναστήρι το ψωμί και το λάδι για τη φιλοξενία, παρά τους χαλεπούς χρόνους του λιμού και της εξαθλίωσης που ακολούθησαν την άλωση της αγίας Πόλης. Έχοντας φθάσει σε βαθύ γήρας, αρρώστησε και νιώθοντας το τέλος του να πλησιάζει, κάλεσε κοντά του τον Αντώνιο. Εκείνος όμως ήταν απασχολημένος με τη διακονία των επισκεπτών και δεν μπορούσε να έλθει στο προσκεφάλι του. Ο γέροντας τότε του είπε: «Μην ανησυχείς, θα περιμένω ώσπου να τελειώσεις το διακόνημά σου». Όταν έφθασε ο μαθητής του, κατά τα μεσάνυχτα, ο άγιος τον ασπάσθηκε και είπε τρεις φορές: «Έξελθε, ψυχή μου! Έξελθε τώρα εν Κυρίω!». Και έτσι οσιακά αναπαύθηκε.



Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση

των αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται

απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.