Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

Η ΟΣΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ


Η ΟΣΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ


     Η οσία Ειρήνη ζούσε στην Καππαδοκία στους κόλπους μιας πλούσιας και ευγενούς οικογένειας, μετά τον θάνατο του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (842). Όταν η Θεοδώρα ανέλαβε την αντιβασιλεία, αναζήτησε σε όλη την Αυτοκρατορία σύζυγο για τον γιο της, τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-867). Οι απεσταλμένοι της αυλής πρόσεξαν την ομορφιά και την ευγένεια των ηθών της Ειρήνης και την έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη μαζί με την αδελφή της, η οποία παντρεύτηκε αργότερα τον καίσαρα Βάρδα, αδελφό της Θεοδώρας. Στον δρόμο τους πέρασαν κοντά από το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας και η Ειρήνη επισκέφθηκε τον άγιο Ιωαννίκιο τον Μέγα [4 Νοεμ.], ο οποίος την χαιρέτησε προλέγοντας ότι θα γινόταν ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου. Η θεία Πρόνοια εμπόδισε τον γάμο της με τον αυτοκράτορα και, με την καρδιά της ξαλαφρωμένη και γεμάτη χαρά, μοίρασε τα υπάρχοντά της και αποσύρθηκε στην Μονή Χρυσοβαλάντου, την οποία είχε ιδρύσει ο πατρίκιος Νικήτας (Νικόλαος), κοντά στην στέρνα του Άσπαρ, σε τόπο ευάερο, μακριά από τις πλατείες και τα θορυβώδη μέρη. Στην μοναχική κουρά της η μακαρία, μαζί με τις τρίχες της κεφαλής της, έκοψε και κάθε δεσμό που την κρατούσε στον κόσμο και δόθηκε με ζήλο στους ασκητικούς αγώνες γνωρίζοντας ότι στο μέτρο που εξασθενίζει το σώμα, ο έσω άνθρωπος ανακαινίζεται και πλησιάζει τον Θεό (Β΄ Κορ. 4, 16). Έχοντας μόνο έναν χιτώνα που άλλαζε μία φορά τον χρόνο, τρεφόμενη με νερό και ψωμί, υποτασσόταν πρόθυμα και με χαρά σε ό,τι της όριζαν, αγνοώντας τις αντιρρήσεις και τους γογγυσμούς. Η διαρκή κατάνυξη χαροποιούσε την καρδιά της και έκανε το πρόσωπό της να λάμπει και σαν γόνιμη γη έφερε τους πλούσιους καρπούς των αγίων αρετών. Έβλεπε όλες τις αδελφές της σαν βασίλισσες και θεωρούσε τον εαυτό της ως θεραπαινίδα τους, προσφερόμενη στις πιο ευτελείς εργασίες για να τις διακονεί. Από το στόμα της έβγαιναν μόνον λόγια των Γραφών ή των αγίων Πατέρων, τους οποίους μελετούσε αδιάκοπα. Ενώ ήταν λιγότερο από έναν χρόνο στο μοναστήρι, έχοντας διαβάσει με θαυμασμό τον Βίο του αγίου Αρσενίου [8 Μαΐ.], προσπάθησε να τον μιμηθεί. Και με την βοήθεια της θείας Χάριτος κατάφερε σιγά-σιγά να στέκει όρθια, με υψωμένα τα χέρια σε προσευχή, όλη την ημέρα και όλη την νύκτα. Αγωνιζόταν με τέτοια σοφία να δουλαγωγήσει το σώμα στην ανάταση της ψυχής της προς τον Θεό, ώστε καμία μηχάνευση του δαίμονα δεν μπορούσε να την πλήξει. Όταν εκείνος της υπέβαλλε μνήμες από την δόξα και την ευμάρεια της ζωής που είχε εγκαταλείψει, πήγαινε να εξομολογηθεί τους λογισμούς της στην ηγουμένη της, διπλασίαζε την άσκησή της και αμέσως ελευθερωνόταν από τις αναμνήσεις αυτές.

     Μετά τον θάνατο της ηγουμένης, υποδείχθηκε παρά την θέλησή της ως διάδοχός της και χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Μεθόδιο [14 Ιουν.]. Ενθυμούμενη την προφητεία του αγίου Ιωαννικίου και λογίζοντας ως καθήκον της να μην αναζητεί μονάχα τα αρεστά στην ίδια, αλλά να «βαστάζει με υπομονή τις αδυναμίες και τις ατέλειες των αδύνατων» πνευματικά αδελφών της (Ρωμ. 15, 1), έζησε έκτοτε ως άγγελος επίγειος, επιμηκύνοντας τις νηστείες της, προσευχόμενη όλη την νύκτα και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες. Με τα μέσα αυτά προσείλκυσε την Χάρη του Θεού και έλαβε τόση σοφία, ώστε να δύναται να οδηγεί πλήθος ψυχών στην οδό της Σωτηρίας. Ζητούσε από τις αδελφές να μην την θεωρούν ως ανώτερή τους, αλλά ως μία συμμονάστριά τους που είχε ορισθεί να τις υπηρετεί. Με γλυκύτητα και με υπομονή τις παραινούσε να πολιτεύονται στα πάντα κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, αποτάσσοντας τα μάταια θέλγητρα της δόξας και της εκτίμησης των ανθρώπων. Αν δεν ήθελαν η αποταγή τους να είναι επιφανειακή, όφειλαν να φροντίζουν να διατηρούν όχι μόνο την αγνεία τους, αλλά και την πραότητα, αρετές υπεράνω της φύσης που χαρίζονται από τον Χριστό σε όσους προσεύχονται με πίστη. Ό,τι κι αν κατακτούσαν, συμβούλευε τις μαθήτριές της να το θεωρούν ως δώρο του Θεού και να τελούν αδιαλείπτως σε κατάνυξη αναπέμποντας ευχαριστίες. Απαγόρευε εξάλλου σ’ αυτές να προσεύχονται για την υγεία τους, λέγοντας ότι τίποτε δεν είναι λυσιτελέστερο (=ωφελιμότερο) για την ψυχή από την ασθένεια που γίνεται δεκτή με ευγνωμοσύνη προς τον Θεό.

     Έχοντας λάβει από Άγγελο Κυρίου το προορατικό χάρισμα, η οσία ήταν σαν προφήτις του Θεού στην μονή της. Αφού αναπαυόταν για λίγο μετά την Ακολουθία του Όρθρου, καλούσε τις αδελφές και, μία-μία, με τέχνη και διάκριση, τις βοηθούσε να εμφανίζονται αγνές και ανυπόκριτες ενώπιον του Θεού, αποκαλύπτοντάς τους τους πιο κρυφούς λογισμούς τους. Γρήγορα κατέστη περιώνυμη σε όλη την Βασιλεύουσα για τις αρετές και την σοφία με την οποία καθοδηγούσε την αδελφότητά της, ώστε κάθε είδους άνθρωποι, πλούσιοι και πτωχοί, μικροί και τρανοί, προσέρχονταν κοντά της για να λάβουν τις συμβουλές της και να εναποθέσουν την ελπίδα τους στις προσευχές της. Σε όλους δίδασκε την ωφέλεια της μετανοίας, που σε κάθε στιγμή μπορεί να καταστήσει τον Θεό ευμενή έναντι ημών.


     Με την στήριξη της θείας Χάριτος πρόκοβε ασταμάτητα στην άσκηση και την καθαρά προσευχή. Κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέχρι το Πάσχα, δεν έτρωγε ψωμί, αλλά λίγα μόνον λαχανικά, μία φορά την εβδομάδα. Η ολονύκτια αγρυπνία τής είχε γίνει τόσο φυσική όσο ο ύπνος στους άλλους ανθρώπους, και περνούσε τις νύκτες της με τα χέρια υψωμένα προς τον ουρανό, βυθισμένη σε άγιες θεωρίες. Ενίοτε έμενε στην στάση αυτή δύο ημέρες συνέχεια, ακόμη και μία ολόκληρη εβδομάδα, σε σημείο που οι μαθήτριές της χρειαζόταν στο τέλος να την βοηθήσουν να κατεβάσει τα μουδιασμένα χέρια της. Μία νύκτα, μια μοναχή, κοιτάζοντας προς την αυλή είδε την οσία Ειρήνη να προσεύχεται ανυψωμένη θαυματουργικά από το έδαφος, ενώ τα δύο πελώρια κυπαρίσσια που ορθώνονταν στην αυλή του μοναστηριού είχαν λυγίσει τις κορυφές τους μέχρι το έδαφος· επανήλθαν δε στην θέση τους μόνο όταν σφραγίστηκαν από την οσία με το σημείο του Σταυρού. Αυτή η νυκτερινή προσευχή ήταν φοβερή για τους δαίμονες, οι οποίοι διπλασίαζαν τις επιθέσεις τους μέσα στην νύκτα. Μία φορά ένας από αυτούς έριξε πάνω της το αναμμένο φυτίλι μιας κανδήλας. Τα ρούχα της Ειρήνης πήραν αμέσως φωτιά. Παρέμεινε ωστόσο ατάραχη και θα είχε καεί ολόκληρη αν μία μοναχή που ξύπνησε από την μυρωδιά της σάρκας και των ρούχων που καίγονταν δεν έμπαινε στο κελί της ηγουμένης παραβιάζοντας την πόρτα. Μέσα στους πυκνούς καπνούς είδε την οσία μέσα στις φλόγες όρθια και απαθή να προσεύχεται. Καθώς την έσπρωξε προσπαθώντας να σβήσει τις φλόγες, η Ειρήνη χαμήλωσε τα χέρια της και της είπε επιτιμητικά: «Γιατί μου στέρησες μια τόσο μεγάλη απόλαυση με την απότομη αυτή παρέμβασή σου; Ένας Άγγελος στεκόταν μπροστά μου πλέκοντάς μου ένα στεφάνι από άφθαρτα άνθη, τέτοια που δεν έχει δει ανθρώπου μάτι και ήταν έτοιμος να με πάρει από δω, όταν εσύ τον έδιωξες!». Κι όταν η μαθήτριά της ξεκόλλησε τα ράκη του υφάσματος από την σάρκα της, μια θεσπέσια ευωδία γέμισε το μοναστήρι.

     Μιαν άλλη φορά, ένας ναυτικός που ήλθε από την Πάτμο παρουσιάσθηκε στο μοναστήρι και έδωσε στην οσία τρία υπέροχα μήλα, τα οποία ο άγιος Απόστολος Ιωάννης τού είχε αναθέσει να της τα παραδώσει. Το πρώτο μήλο στάθηκε αρκετό να την τρέφει για σαράντα ημέρες, κατά τις οποίες το στόμα της ανέδιδε μία υπερκόσμια ευωδία· μοίρασε το δεύτερο στην αδελφότητα την Μεγάλη Πέμπτη και κράτησε το τρίτο ως ακριβό φυλαχτό, αρραβώνα των άφθαρτων αγαθών του Παραδείσου.


     Χάρις στο προφητικό χάρισμα, η αοίδιμος Ειρήνη επιτέλεσε πλήθος άλλων θαυμάτων και προέβλεψε συγκεκριμένα την δολοφονία του Βάρδα, την οποία ακολούθησε λίγο αργότερα εκείνη του Μιχαήλ Γ΄ (867), καθώς και την ανάληψη της εξουσίας από τον Βασίλειο Α΄ τον Μακεδόνα. Με την βοήθεια του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου [1 Ιαν.] και της αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας [23 Δεκ.] θεράπευσε δαιμονισμένους και έσωσε έναν συγγενή της, τον οποίο ο αυτοκράτορας είχε κατά νου να εκτελέσει ως προδότη, εμφανιζόμενη στον ηγεμόνα, απαστράπτουσα και πλήρης δόξης. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος αναγνώρισε το σφάλμα του, ζήτησε συγνώμη και έκτοτε έδειξε την ευμένειά του απέναντι στο μοναστήρι.

     Η οσία Ειρήνη έφθασε σε ηλικία 103 ετών, διατηρώντας όλη την δροσιά και την φυσική ομορφιά της, σημάδι του κάλλους της ψυχής της. Ο Φύλακας Άγγελός της την προειδοποίησε ένα έτος πιο πριν για τον χρόνο της τελευτής της και όταν έφθασε η ημέρα συγκέντρωσε τις αδελφές της, όρισε την ηγουμένη που είχε επιλέξει ο Θεός και αφού τις προέτρεψε να περιφρονούν ό,τι είναι πρόσκαιρο ώστε να ζουν τον αγαπημένο Νυμφίο τους, έκλεισε γαλήνια τα μάτια της και παρέδωσε την ψυχή της εις χείρας Θεού. Ενταφιάσθηκε στο παρεκκλήσιο του αγίου μάρτυρος Θεοδώρου και ο τάφος της ανέδιδε διαρκώς μία ουράνια ευωδία, φανερώνοντας σε όλους την παρρησία που είχε αποκτήσει παρά τω Θεώ, ενώ μέχρι τις ημέρες μας η οσία Ειρήνη δεν παύει να μεσιτεύει υπέρ εκείνων που την επικαλούνται με πίστη.


— ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ —
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
   Δόξαν ῥέουσαν, ὑπεριδοῦσα, νύμφη ἄμωμος, ὤφθης Κυρίου, δι’ ἀσκήσεως Ὁσία ἐκλάμψασα· ὡς οὖν Εἰρήνη τυχοῦσα τοῦ πόθου σου, ἐν ὁμονοίᾳ ἡμᾶς διαφύλαττε, ἀξιάγαστε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύουσα, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

— ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ —
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
   Τὴν τοῦ κόσμου εὔκλειαν, καταλιποῦσα Ὁσία, τῷ Χριστῷ νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῷ ἀφθάρτῳ, κάλλεσι, τῆς παρθενίας λελαμπρυσμένη, σκάμμασι, τῆς ἐγκρατείας πεποικιλμένη· διὰ τοῦτό σε Εἰρήνη, ὁ σὸς Νυμφίος λαμπρῶς ἐδόξασε.

— ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ —
   Τῆς Καππαδοκίας τὴν καλλονήν, καὶ Χρυσοβαλάντου ὁδηγίαν τὴν ἀσφαλῆ, τὴν πηγὴν θαυμάτων, πηγάζουσαν τῷ κόσμῳ, Εἰρήνην τὴν Ὁσίαν, ὕμνοις τιμήσωμεν.



[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
σελ. 318–321.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 20082.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

ΜΙΚΡΗ ΙΚΕΣΙΑ


ΜΙΚΡΗ ΙΚΕΣΙΑ


     Θεέ μου, δείχνε μας πάντα εκείνον τον τρόπο Σου ώστε οι επιλογές μας να μη γίνονται της ψυχής μας το αφόρητο βάσανο, αλλά και οι επιλογές των άλλων να μη βασανίζουν ψυχοφθόρα εμάς!

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ


     Τα Μάγδαλα [1], μικρό ψαροχώρι στη δυτική όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ, πέντε χιλιόμετρα βορειοδυτικά από την πόλη της Τιβεριάδος, ήταν η πατρίδα της αγίας Μαρίας. Εύπορη κόρη, ζούσε με τον φόβο του Θεού και την τήρηση των εντολών Του, μέχρι την ημέρα που βρέθηκε υπό το κράτος των επτά δαιμονίων (βλ. Μάρκ. 16, 9· Λουκ. 8, 2) [2]. Βασανιζόμενη και ανίκανη εντελώς να βρει ανάπαυση, πληροφορήθηκε ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθε στην περιοχή, αφού διέσχισε την Σαμάρεια, και ότι προσείλκυε πλήθη λαού που Τον ακολουθούσαν, με τα θαύματα και την ουράνια διδασκαλία Του. Γεμάτη λαχτάρα και ελπίδα, έτρεξε προς Εκείνον και, αφού παρέστη μάρτυς στο Θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων σε αριθμό ικανό να θρέψει περισσότερες από τέσσερις χιλιάδες ψυχές (Ματθ. 10, 30-39), έπεσε στα πόδια του Σωτήρος και Του ζήτησε να την οδηγήσει στην οδό της αιωνίου ζωής.


     Αφού λυτρώθηκε από τη δοκιμασία των δαιμονίων, απαρνήθηκε τα υπάρχοντά της και κάθε δεσμό με τον κόσμο, για να ακολουθήσει τον Χριστό σε όλες τις περιοδείες Του μαζί με τους Αποστόλους, την Παναγία και άλλες ευσεβείς γυναίκες που είχαν ταχθεί στην υπηρεσία Του, αφού θεραπεύθηκαν από διάφορες ασθένειες: τη Μαρία, τη μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή· τη Μαρία του Κλωπά· την Ιωάννα, που ήταν γυναίκα του επιτρόπου Χουζά· τη Σουσάννα και τη Σαλώμη, τη μητέρα των υιών Ζεβεδαίου.


     Όταν εκπλήρωσε την αποστολή Του στη Γαλιλαία, ο Κύριος κατευθύνθηκε προς την Ιερουσαλήμ, παρά τις προειδοποιήσεις των κοντινών Του ανθρώπων. Η Μαρία η Μαγδαληνή Τον ακολούθησε και εκεί χωρίς δισταγμό και συνδέθηκε φιλικά με τη Μαρία και τη Μάρθα από τη Βηθανία. Όταν ο Κύριος ελευθέρωσε έναν δαιμονισμένο που ήταν βουβός και βεβαίωσε ότι εξέβαλλε τα δαιμόνια με το Πνεύμα του Θεού, μια φωνή δυνατή ακούστηκε ενθουσιαστικά μέσα από το πλήθος λέγοντας: «Μακάρια η κοιλιά που Σε βάσταξε και οι μαστοί που Σε θήλασαν!» (Λουκ. 11, 27). Η φωνή αυτή ήταν πιθανόν της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής. Ήταν επίσης παρούσα στην ανάσταση του Λαζάρου και στερεώθηκε τότε στην πίστη της στον Υιό και Λόγο του Θεού. Ενώ οι άλλοι μαθητές είχαν εγκαταλείψει τον Διδάσκαλο τη στιγμή της προδοσίας και της σύλληψής Του, εκείνη Τον ακολούθησε μέχρι την αυλή του αρχιερέως και, κατόπιν, παρευρέθηκε στην άδικη κρίση Του στο δικαστήριο του Ποντίου Πιλάτου και στο Πάθος Του μαζί με την Παναγία και τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο (Ιωάν. 19, 25).


     Όταν όλα συντελέστηκαν και το αίμα του Σωτήρος είχε τρέξει από το πλευρό Του για να εξαγνίσει τη γη, η Μαρία ξεπερνώντας την οδύνη της, πήρε την πρωτοβουλία του ενταφιασμού Του. Γνωρίζοντας ότι ο ευγενής Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας [31 Ιουλ.], εύσημος βουλευτής, είχε λαξεύσει στον βράχο εκεί κοντά έναν νέο τάφο, πήγε να τον βρει και τον έπεισε να παραχωρήσει αυτό το μνημείο για να ενταφιασθεί ο Εσταυρωμένος Κύριος. Ενδυναμωμένος από τη σθεναρή πίστη της γυναίκας αυτής, ο Ιωσήφ πήρε την άδεια από τον Πιλάτο και παίρνοντας μαζί του τον Νικόδημο, μέλος επίσης του Συνεδρίου και κρυφός μαθητής του Χριστού, κατέβασε το Σώμα από τον Σταυρό και Το τύλιξε σε σάβανο για να Το καταθέσει στον τάφο. Η Μαρία η Μαγδαληνή, όπως και η Παναγία, παρευρίσκονταν στη σκηνή και ανέπεμψαν νεκρώσιμο ύμνο με άφθονα δάκρυα, στα οποία όμως έλαμπε η ελπίδα της Αναστάσεως [3]. Αφού σφραγίσθηκε το μνημείο με μεγάλο λίθο που κυλίστηκε στην είσοδο, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος απομακρύνθηκαν· οι δύο όμως άγιες γυναίκες παρέμειναν καθισμένες κλαίγοντας μπροστά στον τάφο μέχρι αργά τη νύχτα. Εγκαταλείποντας τον τόπο, αποφάσισαν μόλις τελείωνε η αργία του Σαββάτου να επιστρέψουν στον τάφο με μύρα για να αλείψουν μια φορά το Σώμα του Σωτήρος (Μάρκ. 16, 1).


     Αφού τήρησαν το Σάββατο, σύμφωνα με τον Νόμο μέχρι να λαλήσει ο πετεινός, κι ενώ χάραζε η πρώτη ημέρα της εβδομάδας, η Μαρία η Μαγδαληνή και η «άλλη Μαρία» ήλθαν στο μνημείο [4]. Έγινε εκεί αίφνης σεισμός και τους εμφανίσθηκε λαμπρός άγγελος που τους ανήγγειλε ότι ο Κύριος Ιησούς δεν βρισκόταν πια μέσα, αλλά είχε αναστηθεί (Μάρκ. 28, 1). Αναστατωμένες, δεν βρήκαν καν τον χρόνο να κοιτάξουν μέσα στον τάφο, αλλά έτρεξαν αμέσως να μεταφέρουν με ιερή λαχτάρα την εξαίσια είδηση στους Αποστόλους. Ο Αναστημένος Κύριος τούς φανερώθηκε στον δρόμο και τις χαιρέτισε λέγοντας «Χαίρετε!». Ήταν πράγματι ταιριαστό να αναγγελθεί σε μια γυναίκα η λύτρωση της φύσης μας που εξέπεσε και καταδικάστηκε στην οδύνη εξαιτίας της αμαρτίας της προμήτορος Εύας.


     Ακούγοντας τη διήγησή τους, οι Απόστολοι πίστεψαν ότι παραληρούσαν. Ο Πέτρος, ωστόσο, έτρεξε στον τάφο κι αφού έσκυψε μέσα, είδε ότι μόνο τα σάβανα βρίσκονταν εκεί κι έφυγε αμήχανος. Όταν πια έφεξε, η Μαρία η Μαγδαληνή πήγε για δεύτερη φορά στον τόπο εκείνο για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε πέσει θύμα παραίσθησης. Βλέποντας κι αυτή πως ο τάφος ήταν όντως κενός, πήγε να το πει στον Πέτρο και στον Ιωάννη που μετέβησαν τρέχοντας επί τόπου. Όταν οι δύο μαθητές αναχώρησαν εκ νέου, έμεινε μόνη κοντά στον τάφο, συλλογιζόμενη ποιος θα μπορούσε να έχει πάρει το Σώμα (Ιωάν. 20, 11). Δύο λαμπροφορεμένοι άγγελοι φάνηκαν τότε στο μέρος όπου ήταν πριν το Σώμα του Κυρίου· ο ένας προς το μέρος του κεφαλιού και ο άλλος προς το μέρος των ποδιών, και τη ρώτησαν γιατί έκλαιγε. Καθώς αποκρινόταν σ’ αυτούς, οι άγγελοι ανασηκώθηκαν αίφνης με σεβασμό.


     Η Μαρία γύρισε προς τα πίσω και είδε τον Ιησού Χριστό που της έκανε την ίδια ερώτηση. Παίρνοντάς Τον για τον κηπουρό του τόπου, Τον ρώτησε εάν όντως είχε πάρει εκείνος το Σώμα. Μόλις όμως ο Χριστός την αποκάλεσε με το όνομά της, «Μαρία!», αναγνωρίζοντας αυτή τη φωνή του αγαπημένου της Κυρίου, φώναξε: «Ραβουνί!», που σημαίνει «Διδάσκαλε». Και θέλησε να πέσει στα πόδια Του να τα φιλήσει με δέος. Επιθυμώντας να την οδηγήσει σε μία υψηλότερη κατανόηση της ένθεης και άφθαρτης κατάστασης στην οποία βρισκόταν το Σώμα Του μετά την Ανάσταση, ο Χριστός τής είπε: «Μη Μ’ αγγίζεις· δεν ανέβηκα ακόμη προς τον Πατέρα Μου!» και την έστειλε να αναγγείλει στους υπόλοιπους αδελφούς ό,τι ακριβώς είδε και άκουσε από Αυτόν.


     Γινόμενη για τρίτη φορά «απόστολος των Αποστόλων» η Μαρία η Μαγδαληνή, έμεινε με τους μαθητές και την Παναγία, συμμεριζόμενη την άφραστη χαρά τους. Είναι πιθανόν να ήταν παρούσα στο Όρος των Ελαιών κατά την Ανάληψη, όπως και στο Υπερώο τη μεγάλη ημέρα της Πεντηκοστής, όταν επεφοίτησε το Άγιο Πνεύμα «με τη μορφή πύρινων γλωσσών» (Πράξ. 2, 3).


     Ιστορείται πως η αγία εγκατέλειψε έπειτα την Ιερουσαλήμ για να μεταβεί στη Ρώμη, προκειμένου να ζητήσει από τον αυτοκράτορα Τιβέριο να αποδοθεί πλήρως δικαιοσύνη για την άδικη καταδίκη που εξέδωσε ο Πιλάτος [5]. Παρουσιάστηκε ενώπιον του αυτοκράτορα με ένα αυγό στο χέρι και του δήλωσε ότι μετά το Πάθος ο Χριστός ανέστη κομίζοντας σε όλους τους ανθρώπους την επαγγελία της Αναστάσεως· και τότε το αυγό βάφτηκε κόκκινο [6]. Ο Τιβέριος άκουσε το αίτημά της και κάλεσε τον Πιλάτο καθώς και τους δύο χριστοκτόνους αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Ο Καϊάφας πέθανε καθ’ οδόν προς την Κρήτη· όσο για τον Άννα τιμωρήθηκε κλεισμένος σε ένα βουβαλίσιο τομάρι. Ο Πιλάτος παρουσιάσθηκε στο δικαστήριο του αυτοκράτορα και προσπάθησε να δικαιολογηθεί επικαλούμενος τις πιέσεις που δέχθηκε από τους Εβραίους και τον κίνδυνο εξέγερσης κατά των ρωμαϊκών Αρχών. Ο Καίσαρας όμως έμεινε απαθής μπροστά στην απολογία του και τον φυλάκισε. Αναφέρεται ότι κυνηγώντας ένα ελάφι σε κάποιο κυνήγι που οργάνωσαν φίλοι του Πιλάτου, έξω από την πόλη και κάπου κοντά στη φυλακή, προκειμένου να κολακεύσουν και να ευμενίσουν τον αυτοκράτορα με σκοπό να μεταβάλλουν την καταδικαστική του απόφαση, ο Τιβέριος έριξε ένα βέλος το οποίο βρήκε στην καρδιά τον Πιλάτο καθώς βρισκόταν στο παράθυρο της φυλακής του.


     Επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ η Μαρία η Μαγδαληνή, ακολούθησε την αποστολική πορεία του αγίου Πέτρου. Τέσσερα χρόνια μετά την Ανάσταση, καθώς οι Απόστολοι βρίσκονταν διεσπαρμένοι σε διάφορες περιοχές του κόσμου, η αγία συνόδευσε τον άγιο Μάξιμο, έναν από τους Εβδομήκοντα Μαθητές [4 Ιαν.], στη διάδοση του Ευαγγελίου. Συνελήφθησαν από τους Εβραίους και εγκαταλείφθηκαν μαζί με άλλους χριστιανούς στο πέλαγος δίχως τροφή σε ένα καράβι χωρίς πανιά και κουπιά. Το πλεούμενο ωστόσο οδηγήθηκε από τον Χριστό, τον Πιλότο της Σωτηρίας μας, στη Μασσαλία της Γαλατίας [7]. Αφού έπιασαν στεριά σώοι και αβλαβείς, οι άγιοι Απόστολοι δοκιμάστηκαν από την πείνα, τη δίψα και την περιφρόνηση των κατοίκων της περιοχής, που ήσαν φανατικοί ειδωλολάτρες οι οποίοι δεν τους προσέφεραν καμία βοήθεια. Μια μέρα που είχαν συγκεντρωθεί για τις ασεβείς θυσίες τους, η αγία Μαρία παρεισέφρησε με θάρρος στη συνάθροιση και τους προέτρεψε να αναγνωρίσουν ως μόνο Θεό, τον Κύριο, τον Ποιητή ουρανού και γης. Σαγηνευμένοι από το θάρρος της και από την ακτινοβολία του προσώπου της, οι ειδωλολάτρες πρόσεξαν τα λόγια της. Επανέλαβε αυτή την ομιλία της μπροστά στον Ρωμαίο διοικητή της περιοχής, ονόματι Υπάτιο, που είχε έρθει με τη σύζυγό του να φέρουν τις προσφορές τους στα είδωλα για να αποκτήσουν τέκνο. Διστακτικός στην αρχή ο Υπάτιος, μετά από τρεις εμφανίσεις της αγίας δέχθηκε τη Μαρία και τους συντρόφους της στο παλάτι και ζήτησε να πληροφορηθεί επαρκώς για την Πίστη τους. Χάρη στη μεσιτεία της Μαρίας απέκτησε παιδί, αλλά η γυναίκα του πέθανε στη γέννα. Μετά από σύντομη παραμονή στη Ρώμη, ο Υπάτιος ξεκίνησε για προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ· αλλάζοντας όμως ξαφνικά γνώμη, αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο όπου είχε ενταφιασθεί η γυναίκα του. Πόση όμως ήταν η έκπληξή του βρίσκοντας αυτήν και το παιδί του στη ζωή και μαθαίνοντας ότι είχαν επιβιώσει χάρη στις προσευχές και τις φροντίδες της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής! Ευχαριστώντας τον Θεό, ο άρχοντας, όπως και όλος ο οίκος του, βαπτίσθηκαν τότε και έγιναν διάπυροι κήρυκες της αληθείας του Χριστού.


     Φεύγοντας από τη Γαλατία, η αγία Μαρία συνέχισε τις αποστολικές περιοδείες της στην Αίγυπτο, τη Φοινίκη, τη Συρία, την Παμφυλία και άλλους τόπους, διαδίδοντας παντού την ευωδία του Χριστού. Πέρασε κάποιο διάστημα στην Ιερουσαλήμ, κατόπιν δε αναχώρησε για την Έφεσο, όπου συνάντησε τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και μοιράστηκε τις δοκιμασίες του, απολαμβάνοντας τις θεόπνευστες διδαχές του.


      Αφού εκπλήρωσε την αποστολή που της είχε εμπιστευθεί ο Θεός, μετά από σύντομη ασθένεια παρέδωσε ειρηνικά τη ψυχή της στον Κύριο και ενταφιάσθηκε στην είσοδο του σπηλαίου όπου εκοιμήθησαν μεταγενέστερα οι άγιοι Επτά Παίδες [4 Αυγ.]. Πλήθος θαυμάτων επιτελέσθηκαν στον τόπο εκείνο μέχρι που, δέκα σχεδόν αιώνες αργότερα (899), ο ευσεβής βασιλεύς Λέων ΣΤ΄ο Σοφός (866-912) διέταξε την ανακομιδή των λειψάνων της αγίας Ισαποστόλου στην Κωνσταντινούπολη [4 Μαΐου]. Τα υποδέχθηκε με μεγάλη ευλάβεια με την αθρόα παρουσία του λαού και, φέροντάς τα επάνω στους ώμους του, βοηθούμενος και από τον αδελφό του Αλέξανδρο, τα κατέθεσε στο αριστερό μέρος του ιερού της Μονής του Αγίου Λαζάρου την οποία είχε ιδρύσει ο ίδιος.


     Επιβιώνοντας μέσα από τις περιπέτειες της ιστορίας το αριστερό χέρι της αγίας Μυροφόρου Μαγδαληνής Μαρίας, το οποίο διατηρεί τη θερμοκρασία του σώματος ενός ζωντανού ανθρώπου και το οποίο αναδίδει άρρητη και πλούσια ευωδία, αποτελεί τρανό και ευλαβικό προσκύνημα σήμερα στην ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους, η οποία τιμά την αγία Μαγδαληνή, τη Μαθήτρια και Μυροφόρο του Σωτήρος Χριστού και Ισαπόστολο της Εκκλησίας Του, ως δεύτερη κτιτόρισσά της και πανθαύμαστη έφορό της.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Χριστῷ τῷ δι’ ἡμᾶς, ἐκ Παρθένου τεχθέντι, σεμνὴ Μαγδαληνή, ἠκολούθεις Μαρία, αὐτοῦ τὰ δικαιώματα, καὶ τοὺς νόμους φυλάττουσα· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαῖς σου λαμβάνομεν.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Μαρία ἡ σεμνή, τετρωμένη τῷ πόθῳ, Χριστοῦ τοῦ ἑαυτῆς οὐρανίου Νυμφίου, τὰ μύρα ἐκόμισε, πρὸς τὸ Μνῆμα τὸ ἅγιον· ἧς τὴν πάντιμον, χεῖρα πλουτοῦντες ἡμεῖς δέ, ἀσπαζόμεθα, ταύτην σὺν πόθῳ τὴν χάριν, αὐτῆς ἀρυόμενοι.


—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
ὑπερούσιος Θεὸς ἐν τῷ κόσμῳ, μετὰ σαρκὸς ἐπιφοιτήσας Μαρία, σὲ ἀληθῆ μαθήτριαν προσήκατο, ὅλην σου τὴν ἔφεσιν, πρὸς αὐτὸν κεκτημένην· ὅθεν καὶ ἰάματα, ἐπιτέλεσας πλεῖστα· καὶ μεταστᾶσα νῦν ἐν οὐρανοῖς, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, πρεσβεύεις ἑκάστοτε.

—ΕΤΕΡΟΝ ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν Χριστοῦ Μαθήτριαν, καὶ πρώτην ἐν Μυροφόροις, τὴν εὐαγγελίσασαν τοῖς Ἀποστόλοις τὸ χαῖρε· ἅπαντες ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις ἀνευφημοῦμεν, αἴνεσιν ἀναπέμποντες Θεῷ τῶν ὅλων, τῷ τοιαύτην ἐν τῷ κόσμῳ, πηγὴν θαυμάτων, χαρισαμένῳ ἡμῖν.


—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Τάφῳ προσελθοῦσα τοῦ Ἰησοῦ, τοῦτον ἐθεάσω, ἀναστάντα ἐν τῶν νεκρῶν. Ὅθεν Ἀποστόλοις, Μαγδαληνὴ Μαρία, χαρᾶς εὐηγγελίσω τὰ εὐαγγέλια.

—ΕΤΕΡΟΝ ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις Ἰσαπόστολε τοῦ Χριστοῦ, χαίροις ὦ Μαρία, Μυροφόρων ἡ καλλονή, χαίροις ἡ τὸ χαῖρε, μετὰ τῆς Θεοτόκου, φαιδρῶς ἑνωτισθεῖσα, τῆ Ἀναστάσει Χριστοῦ.


— ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ —
 
[1]  Τα Μάγδαλα (e-Megdel· Μάγαδα ή Δαλμανουθά) πιθανόν να ταυτίζονται με τη Μεγαλά Αρίμ της φυλής Νεφθαλείμ (βλ. Ιησ. Ν. 19, 38).
[2]  Η δυτική παράδοση, από την εποχή του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου [12 Μαρτ.] («Ομιλία εις τα Ευαγγέλια» 24 και 33, PL 76, 1189, 1239· «Ομιλία εις Ιεζεκιήλ» 8, PL 76, 854) εξομοίωσε τη Μαρία τη Μαγδαληνή με τη μετανοούσα αμαρτωλή που ήλθε να αλείψει με μύρο τα πόδια του Χριστού (Λουκ. 7, 36-38) και ακόμη με τη Μαρία, την αδελφή του Λαζάρου. Ο συνταυτισμός αυτός όμως δεν έχει κανένα απολύτως στήριγμα στο Ευαγγέλιο και αγνοείται από τους περισσότερους ανατολικούς Πατέρες. Ο δαιμονισμός άλλωστε δεν προϋποθέτει έκλυτο βίο. Ο άγιος Συμεών ο Μεταφραστής (900-987) [9 Νοεμ.] ερμηνεύει με αλληγορικό τρόπο τα «επτά δαιμόνια» ως τα επτά πάθη που θέτουν εμπόδια στην αρετή· σε αυτό πάντως δεν τον ακολουθούν άλλοι Πατέρες.
[3]  Ο θρήνος αυτός είναι το θέμα του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου.
[4]  Κατά τον άγιο Ρωμανό τον Μελωδό (6ος ή 8ος αι.) [1 Οκτ.] και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (1296-1359) [14 Νοεμ. και Β΄ Κυρ. Νηστειών] η «άλλη Μαρία» δεν μπορεί να είναι άλλη από την Παναγία, διότι άρμοζε να είναι η πρώτη που θα έβλεπε την Ανάσταση του Υιού της. Για τους περισσότερους όμως Πατέρες, η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν εκείνη που είδε πρώτη τον Κύριο, σύμφωνα με τα λόγια του Ευαγγελίου (Μάρκ. 16, 19) και η «άλλη Μαρία» ήταν η μητέρα του Ιακώβου [23 Οκτ.]. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς προσπάθησαν να συμβιβάσουν με διαφορετικούς τρόπους τις επί μέρους διηγήσεις των ιερών Ευαγγελίων όσον αφορά την επίσκεψη ή τις επισκέψεις των αγίων Μυροφόρων γυναικών στον Τάφο. Συνοψίζουμε εδώ την εκδοχή του Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου (14ος αι.) [22 Νοεμ].
[5]  Η διήγηση αυτή της εκδίκησης κατά του Πιλάτου και του θανάτου του αναφέρεται μόνο από τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή, πιθανώς υπό την επίδραση του απόκρυφου «Ευαγγελίου του Νικοδήμου» («Πράξεις του Πιλάτου», 5ος αι.), όπου διαδραματίζει ρόλο η αγία Βερονίκη [12 Ιουλ.]. Το έτος 36, ο Πιλάτος καθαιρέθηκε από το αξίωμά του και στάλθηκε στη Ρώμη για να δώσει λογαριασμό για την κακοδιοίκησή του, κατά την οποία αφθονούσαν οι βιαιότητες και οι αυθαίρετες εκτελέσεις. Κατά τον ιστορικό Ευσέβιο Καισαρείας (263-339), φέρεται να αυτοκτόνησε (βλ. Εκκλ. Ιστ. 2, 7) ή ίσως και να εκτελέσθηκε. Διάφορες απόκρυφες παραδόσεις προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τον Πιλάτο, υποθέτοντας ακόμη ότι δήθεν μεταστράφηκε και μεταφέρουν όλη την ευθύνη για το Πάθος στους Εβραίους.
[6]  Η παράδοση αυτή εξηγεί το έθιμο των πασχαλινών αυγών, που έχει διαδοθεί σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο.
[7]  Η διήγηση αυτή της αποστολής της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, που αναφέρεται από τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή, απηχείται τρόπον τινά σε διάφορες παραδόσεις διαδεδομένες στη Γαλλία, όσον αφορά την τιμή της αγίας. Η παράδοση της ανακομιδής του λειψάνου της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής στην Μονή του Vézelay στη Βουργουνδία δείχνει να είναι η παλαιότερη και υπήρξε η απαρχή ενός ονομαστού προσκυνήματος. Κατά ορισμένους τα λείψανα αυτά προήλθαν από την Προβηγκία, κατ’ άλλους από την Παλαιστίνη. Από τον 12ο αιώνα άρχισε να τιμάται στη Sainte-Baume, πενήντα χιλιόμετρα από τη Μασσαλία, ένα σπήλαιο όπου η αγία φέρεται να ασκήτευσε επί τριάντα χρόνια. Παράλληλα, αναπτύχθηκε προσκύνημα στο χωριό «Άγιος Μαξιμίνος», είκοσι χιλιόμετρα από εκεί, όπου ανακαλύφθηκε σε κρύπτη μια σαρκοφάγος της αγίας Μυροφόρου. Έκτοτε τιμώνται στην Προβηγκία η αγία Μαρία η Μαγδαληνή και οι συν αυτή: ο άγιος Μαξιμίνος, πρώτος επίσκοπος του Αιξ, ο άγιος Σιδώνιος, η αγία Μαρκέλλα και δύο άλλα παιδιά. Ας σημειώσουμε εξάλλου ότι στο Saintes-Maries de la Mer, στην Καμάργκ, τιμώνται οι άγιες Μυροφόροι Μαρία, μήτηρ του Ιακώβου, και η Μαρία η Σαλώμη, που φέρεται να συντρόφευσε την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή στην αποστολή της.



[ (1) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
σελ. 239–245.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 20082.
(2) Αγίου Νικοδήμου
του Αγιορείτου:
«Συναξαριστής
των ΙΒ΄ μηνών ενιαυτού».
Τόμ. Γ΄, σελ. 359–360.
Εκδόσεις «Δόμος»·
Αθήνα, 20052.
(3) Ματθαίου Λαγγή:
«Μέγας Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμος Ζ΄, σελ. 425–437.
Αθήνα, Φεβρουάριος 19985.
(4) Θρησκευτική και Ηθική
Εγκυκλοπαίδεια·
Τόμ. 8ος, σελ. 723–724,
άρθρο Γεωργίου Γρατσέα
(1920–1997)·
Αθήνα, 1966.
 (5) (†) Δημητρίου Γ. Τσάμη:
«Μητερικόν»·
Τόμ. Ε΄, κεφ. 2ο («Βίοι»),
§8, σελ. 406–413,
–Μετάφραση της
Ολυμπίας Σιλουανίδου–
Έκδοση
Ι. Μονής Χρυσοπηγής, Χανίων·
Θεσσαλονίκη 1995.
(6) Μητροπολίτου Γουμενίσσης,
Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου
κ.κ. Δημητρίου (Μπεκιάρη):
«Η ευαγγελίστρια της Αναστάσεως».
Έκδοση Ιεράς Κοινοβιακής Μονής
Αγ. Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης·
Γρίβα Γουμένισσας, 1994.
(7) «Ακολουθίαι
Οσ. Σίμωνος του Μυροβλύτου
και Αγ. Μαρίας της Μαγδαληνής»,
σελ. 96, 109 και 121.
Έκδοσις
Ι. Μονής Σίμωνος Πέτρας,
Άγιον Όρος·
Ιούλιος, 1992
(8) Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ Ο ΘΕΣΒΙΤΗΣ


Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ Ο ΘΕΣΒΙΤΗΣ


     Ο άγιος και μέγας προφήτης Ηλίας, αυτός ο άγγελος μέσα σε σώμα, που έλαβε από τον Θεό την εξουσία να ανοίγει και να κλείνει τους ουρανούς, καταγόταν από την Θέσβη της Γαλαάδ (σημ.: Λιστίμπ, νοτίως του Ουάντι Γιαμπίς). Λέγεται ότι την στιγμή της γέννησής του ο πατέρας του είδε άνδρες λευκοφόρους να τον σπαργανώνουν με φωτιά και, ονομάζοντάς τον, του έδωσαν να καταπιεί μια φλόγα, σύμβολο του θείου ζήλου που έμελλε να τον κατατρώει καθ’ όλη την ζωή του. Από παιδί τηρούσε αυστηρά όλες τις εντολές του Νόμου και στεκόταν νομίμως ενώπιον του Θεού με την απαθή παρθενία του, την διαρκή νηστεία και την φλογερή προσευχή, που έκαναν την καρδιά του σαν φωτιά και τον κατέστησαν υπόδειγμα μοναχικού βίου.

     Όταν ο Αχαάβ ανήλθε στον θρόνο του βασιλείου του βορρά, που είχε αποσχισθεί από τα χρόνια του Ιεροβοάμ, έφθασε στο απόγειό της η ασέβεια και η αχρειότητα των προκατόχων του. Με την ενθάρρυνση της γυναίκας του, της μιαρής Ιεζάβελ, εδίωκε τους προφήτες και όλους τους ανθρώπους που έμεναν πιστοί στον Θεό και επιδόθηκε στην λατρεία των ψευδοθεών: του Βάαλ και της Αστάρτης. Ο προφήτης Ηλίας μετέβη τότε στον βασιλιά και του δήλωσε: «Ζη Κύριος ο Θεός των Δυνάμεων, ο Θεός του Ισραήλ, μπροστά στον Οποίον εγώ παραστέκομαι, και λέγω ότι τα επόμενα χρόνια δεν θα πέσει στην γη δροσιά ούτε βροχή, παρά μόνο με προσταγή δική μου» (Γ΄ Βασ. 17, 1). Με τα λόγια του προφήτη μια τρομερή ξηρασία ενέσκηψε τότε σαν πυρετός στην γη: όλα ξεράθηκαν, ερημώθηκαν, κάηκαν· άνδρες, γυναίκες, παιδιά, κατοικίδια ζώα και αγρίμια, όλα πέθαιναν από έλλειψη τροφής· οι πηγές στέρεψαν, τα φυτά μαράθηκαν και τίποτε δεν γλύτωσε από την μάστιγα που επέτρεψε ο Θεός με την ελπίδα ότι ο λιμός θα οδηγούσε τον λαό του Ισραήλ στην μετάνοια.


     Με εντολή Θεού, ο προφήτης που φορούσε μηλωτή και δερμάτινη ζώνη, άφησε το βασίλειο του Ισραήλ και μετέβη στον χείμαρρο Χερίθ, ανατολικά του Ιορδάνη. Κατά την εκκλησιαστική παράδοση, στον τόπο αυτό ακριβώς ανεγέρθη μεταγενέστερα η Μονή του Χοζεβά, που υπάρχει και σήμερα [8 Ιαν.]. Εκεί, ο προφήτης του Θεού έπινε νερό από τον χείμαρρο και ο Κύριος τού έστελνε κόρακες –πουλιά που οι Ισραηλίτες τα θεωρούσαν ακάθαρτα, τα οποία ήσαν γνωστά για την σκληρότητά τους απέναντι στα νεογνά τους– για να του φέρνουν ψωμί το πρωί και κρέας το δειλινό (Γ΄ Βασ. 17, 6), προτρέποντας έτσι τον προφήτη Του να είναι εύσπλαχνος απέναντι στον δοκιμαζόμενο λαό Του. Αυτό το γεγονός αποτελεί το θέμα πολλών πατερικών ομιλιών για τον προφήτη Ηλία και συγκεκριμένα το κοντάκιο Ζ΄ του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού (SC 99, 309-341) [1 Οκτ.]. Όταν ο χείμαρρος ξεράθηκε κι αυτός, ο Θεός έστειλε τον δούλο Του στην Σαρεπτά της Σιδωνίας, δείχνοντάς του καθ’ οδόν τα ολέθρια αποτελέσματα της ανομβρίας, για να τον παραινέσει για μια φορά ακόμη να είναι συμπονετικός. Έφθασε σε μια φτωχιά χήρα ειδωλολάτρισσα, που μάζευε ξύλα για να ψήσει ψωμί για την ίδια και τον γιο της. Παρά την έσχατη ένδεια στην οποία βρισκόταν, έβαλε πρώτα από όλα το καθήκον της φιλοξενίας και, μόλις ο προφήτης τής το ζήτησε, πήγε να ετοιμάσει γι’ αυτόν μία λαγάνα με το λίγο αλεύρι και λάδι που της είχε απομείνει. Σύντομα αποζημιώθηκε για την φιλοξενία της: με τα λόγια του προφήτη το πιθάρι με το αλεύρι και το δοχείο με το λάδι δεν επρόκειτο να αδειάσουν μέχρι να έλθει η πολυπόθητη βροχή. Κατέλυσε για λίγες ημέρες στο σπίτι της χήρας, αλλά εν τω μεταξύ ο γιος της αρρώστησε και πέθανε. Η γυναίκα μέσα στον πόνο της κατηγόρησε τον άνθρωπο του Θεού ότι έφερε δυστυχία και όλεθρο μέσα στο σπίτι της. Ο προφήτης Ηλίας ανέβασε το παιδί στο ανώγι όπου έμενε και, αφού επικαλέστηκε τον Θεό και ενεφύσησε τρεις φορές στο άψυχο παιδί και προσευχήθηκε στον Κύριο, επέστρεψε στην μητέρα τον γιο της ζωντανό, προφητεύοντας έτσι την Ανάσταση των νεκρών (Γ΄ Βασ. 17, 10-24).


     Η ανομβρία βασάνισε την περιοχή επί τρία έτη και μεγάλο μέρος του πληθυσμού είχε αποδεκατισθεί· ο Θεός όμως, σεβόμενος τον όρκο του προφήτη Του, δεν ήθελε να δείξει την ευσπλαχνία Του προτού καταλάβει ο Ηλίας ότι επιθυμία Του δεν είναι ο θάνατος των αμαρτωλών, αλλά η μεταστροφή τους (βλ. Ιεζ. 33, 11). Απέστειλε τότε τον προφήτη στον βασιλιά Αχαάβ για να του αναγγείλει ότι η ξηρασία επρόκειτο να πάψει σύντομα. Ο Ηλίας παρουσιάστηκε στον έκπληκτο βασιλιά, που έβλεπε να έρχεται ελεύθερα αυτός που είχε βάλει πριν να τον αναζητούν παντού, και τον κάλεσε να συγκεντρώσει όλον τον λαό του Ισραήλ στο Καρμήλιον όρος για να παραστεί μάρτυρας στην αντιπαράθεσή του με τους τετρακόσιους πενήντα προφήτες του Βάαλ και τους τετρακόσιους προφήτες των ιερών αλσών που συντηρούσε η Ιεζάβελ. Μόλις έγινε η μεγάλη αυτή σύναξη, ο Ηλίας είπε στον λαό: «Ως πότε θα αμφιταλαντεύεστε; Αν ο Κύριος είναι στ’ αλήθεια ο Θεός, ακολουθήστε Τον· κι αν είναι θεός ο Βάαλ, ακολουθήστε τότε εκείνον!» (Γ΄ Βασ. 18, 21). Έδωσε εντολή να ετοιμασθούν προς θυσία δύο μοσχάρια και να τοποθετηθούν πάνω στα ξύλα, χωρίς όμως να ανάψουν φωτιά, και άφησε τους ψευδοπροφήτες να θυσιάσουν πρώτοι αυτοί. Αυτοί, πάλι, με μεγάλες φωνές επικαλούνταν τον Βάαλ κάνοντας χαρακιές στα σώματά τους από το πρωί ως το βράδυ, αλλά ματαίως. Ο Ηλίας τούς ενέπαιζε προτρέποντάς τους να φωνάξουν ακόμη πιο δυνατά, μήπως και ο θεός τους είχε αποκοιμηθεί ή ήταν απασχολημένος σε άλλη δουλειά (!). Όταν βράδιασε, ο προφήτης ανήγειρε θυσιαστήριο με δώδεκα πέτρες, που παρίσταναν τις φυλές του Ισραήλ, έσκαψε γύρω του ένα μεγάλο αυλάκι και τοποθέτησε πάνω στα ξύλα του θυσιαστηρίου το κομματιασμένο μοσχάρι. Είπε τότε να περιχύσουν τρεις φορές άφθονο νερό πάνω στο ολοκαύτωμα και στα ξύλα και έτσι το αυλάκι γέμισε από τα νερά που έτρεχαν. Έπειτα ανεβόησε προς τον ουρανό επικαλούμενος τον Θεό του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Στην στιγμή έπεσε φωτιά από τον ουρανό και έκαψε εντελώς το ολοκαύτωμα, τα ξύλα και τις πέτρες, γλείφοντας ως και το νερό. Τότε ο λαός έσκυψε το κεφάλι στην γη φωνάζοντας: «Στ’ αλήθεια ο Κύριος, Αυτός είναι ο Θεός!» (Γ΄ Βασ. 18, 39). Με εντολή του Ηλιού συνελήφθησαν οι ψευδοπροφήτες και ο άνθρωπος του Θεού τούς έσφαξε με τα ίδια του τα χέρια στον χείμαρρο Κισσών. Κατόπιν ανήγγειλε στον Αχαάβ ότι η ανομβρία θα έπαιρνε σύντομα τέλος. Ο ίδιος ανέβηκε στην κορυφή του Καρμηλίου και, προσπίπτοντας στην γη με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα και τον νου συγκεντρωμένο στην καρδία του, προσευχήθηκε. Επτά φορές έστειλε τον υπηρέτη του να ατενίσει τον ορίζοντα κατά την θάλασσα, και την εβδόμη φάνηκε μακριά ένα μικρό σύννεφο, σε λίγο δε ο ουρανός σκοτείνιασε και ξέσπασε δυνατή βροχή σκορπίζοντας στην γη την ουράνια ευλογία.


     Όταν η βασίλισσα Ιεζάβελ έμαθε την σφαγή των προφητών της, εξοργίστηκε και ορκίστηκε να εκδικηθεί. Ο Ηλίας, που δεν είχε φοβηθεί το πλήθος των ψευδοπροφητών, αυτή την φορά εγκαταλείφθηκε από την Χάρη του Θεού και, κυριευμένος από μικροψυχία, έφυγε για την Βηρσαβεέ, στην γη του Ιούδα. Εξαντλημένος από την οδοιπορία στην έρημο, κάθισε στην σκιά ενός δένδρου και ζήτησε από τον Θεό να του πάρει την ζωή. Άγγελος Κυρίου επεφάνη τότε σ’ αυτόν και του έδωσε μια λαγάνα κι ένα κανάτι νερό. Αναζωογονημένος από την θεϊκή αυτή αρωγή, μπόρεσε να περπατήσει σαράντα ημέρες μέσα στην έρημο μέχρι το βουνό του Θεού, το Χωρήβ, την κορυφή του όρους Σινά, εκεί όπου ο Θεός εμφανίστηκε στον Μωυσή (βλ. Εξ. 33). Μπήκε εκεί σε ένα κοίλωμα βράχου, όπου είχε κρυφτεί άλλοτε ο Μωυσής, και κατέλυσε την νύκτα. Ο Θεός τότε του απευθύνθηκε και ο Ηλίας απάντησε: «Με ζήλο μεγάλο αγωνίστηκα για Σένα, Κύριε, Παντοκράτορα! Αλλά να, που οι Ισραηλίτες αθέτησαν την διαθήκη Σου, γκρέμισαν τα θυσιαστήριά Σου και κατάσφαξαν τους προφήτες Σου· μονάχα εγώ απέμεινα μόνος εδώ και ζητούν κι εμένα τώρα να με θανατώσουν» (Γ΄ Βασ. 19, 10). Ο Θεός τον πρόσταξε να βγει από εκεί και να σταθεί πάνω στο βουνό, για να Τον δει. Τότε, σφοδρός άνεμος έσχιζε τα όρη και συνέτριβε τους βράχους, αλλά ο Κύριος δεν ήταν μέσα στον άνεμο· κατόπιν έγινε ισχυρός σεισμός, αλλά ο Κύριος δεν ήταν μέσα στον σεισμό· και μετά τον σεισμό έγινε μεγάλο πυρ, αλλά ο Κύριος δεν ήταν στο πυρ· και μετά το πυρ ήλθε μία φωνή που ήταν σαν αύρα λεπτή (Γ΄ Βασ. 19, 12) την οποία, μόλις την άκουσε και την αισθάνθηκε ο Ηλίας, σκέπασε από ευλάβεια το πρόσωπό του με την μηλωτή του και στάθηκε στην είσοδο του σπηλαίου, διότι ο Θεός ήταν στ’ αλήθεια μέσα σε αυτή την λεπτή αύρα, την οποία οι άγιοι Πατέρες μας την ερμήνευσαν ως προτύπωση της Ενανθρωπήσεως του Χριστού, ανώτερη κατά πάντα από τις τρομακτικές θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Κύριος τον βεβαίωσε ότι δεν ήταν ο Ηλίας ο μόνος δίκαιος, καθότι άλλοι επτά χιλιάδες Ισραηλίτες δεν είχαν σκύψει το κεφάλι μπροστά στον Βάαλ, και τον διέταξε να επιστρέψει από τον ίδιο δρόμο για να χρίσει βασιλέα της Συρίας τον Αζαήλ και τον Ιού βασιλέα του Ισραήλ, κατόπιν δε να χρίσει διάδοχό του τον Ελισαίο [14 Ιουν.]. Ο Ηλίας βρήκε τον Ελισαίο να οργώνει με δώδεκα ζευγάρια βόδια και, ρίχνοντας πάνω του την μηλωτή του, τον έκανε μαθητή του.


     Ο βασιλιάς Αχαάβ ωστόσο συνέχισε τις ασεβείς πράξεις του και άρπαξε το αμπέλι του Ναβουθαί του Ιεζραηλίτη, προκαλώντας δολίως την θανάτωσή του κατόπιν συμβουλής της Ιεζάβελ. Ο προφήτης Ηλίας, που είχε σιωπήσει για κάποιο διάστημα, στάλθηκε από τον Κύριο στην Σαμάρεια και είπε στον βασιλέα: «Στον τόπο όπου τα σκυλιά έγλυψαν το αίμα του Ναβουθαί, θα γλύψουν και το δικό σου το αίμα κι όλες οι πόρνες πρόκειται να λουστούν μ’ αυτό» (Γ΄ Βασ. 21, 19). Πρόσθεσε ότι συμφορά θα έπεφτε σε όλον τον οίκο του Αχαάβ και ότι τα σκυλιά θα κατασπάραζαν το σώμα της Ιεζάβελ στο περιτείχισμα του Ιεζράελ. Στα φοβερά λόγια αυτά ο βασιλιάς έπεσε σε συντριβή· έσκισε τα ρούχα του, φόρεσε σάκκο και νήστεψε. Ο Κύριος είδε ευνοϊκά την μετάνοιά του και ανήγγειλε στον προφήτη του ότι δεν θα άφηνε να ξεσπάσει η οργή του παρά μόνο στις ημέρες τις βασιλείας του γιου του.

     Ο Αχαάβ πέθανε λίγο αργότερα και ανέλαβε την εξουσία ο γιος του Οχοζίας, άνθρωπος δεισιδαίμων. Αρρώστησε και έστειλε μηνυτές να συμβουλευτούν τον Βεελζεβούλ, τον θεό των Ακκαρών. Ο προφήτης Ηλίας παρουσιάστηκε στους απεσταλμένους αναγγέλλοντας ότι ο βασιλιάς δεν θα αναλάμβανε. Όταν αυτοί μετέδωσαν το μήνυμα περιγράφοντας τον προφήτη, ο βασιλιάς, αναγνωρίζοντας τον Ηλία, έστειλε ένα απόσπασμα από πενήντα άνδρες να τον συλλάβουν. Δύο φορές όμως που έγινε αυτό, φωτιά έπεσε από τον ουρανό με την επίκληση του προφήτη και έκανε στάχτη τους στρατιώτες. Ο τρίτος πεντηκόνταρχος ικέτευσε έντρομος τον Ηλία να τον λυπηθεί, και ο προφήτης τον εισάκουσε και πήγε μόνος του στον βασιλέα αναγγέλλοντας με ζωηρή φωνή ότι επρόκειτο να πεθάνει διότι κατέφυγε στους ψευδοθεούς. Ο Οχοζίας πέθανε πράγματι λίγες ημέρες αργότερα και ο αδελφός του Ιωράμ έγινε βασιλιάς του Ισραήλ. Κατά τα δώδεκα έτη της βασιλείας του κατήργησε την λατρεία του Βάαλ, αλλά δεν έβαλε τέρμα στο αμάρτημα του Ιεροβοάμ, που είχε προκαλέσει το σχίσμα στον λαό του Θεού και είχε ενθαρρύνει την ειδωλολατρεία. Γι’ αυτό και ο Θεός έστειλε συμφορές στον οίκο του και εκπλήρωσε την προφητεία που ανήγγειλε ο Ηλίας την εποχή του Αχαάβ: ο Ιού πήρε την εξουσία μετά από συνωμοσία κατά του Ιωράμ και, μπαίνοντας στην πόλη Ιεζράελ, θανάτωσε την Ιεζάβελ γκρεμίζοντάς την από ένα ψηλό παράθυρο. Το αίμα της έβαψε τον τοίχο και τα σκυλιά κατασπάραξαν το σώμα της πριν μπορέσουν να την θάψουν (Δ΄ Βασ. 1, 1-18).


     Μετά από δεκαπέντε έτη προφητικής λειτουργίας, έχοντας εκπληρώσει την αποστολή που του εμπιστεύθηκε ο Θεός, ο Ηλίας μετέβη από τα Γάλγαλα στην Βαιθήλ συνοδευόμενος από τον Ελισαίο που αρνιόταν να εγκαταλείψει τον δάσκαλό του. Από εκεί πήγαν στην Ιεριχώ. Φθάνοντας στην όχθη του Ιορδάνη, ο Ηλίας πήρε την μηλωτή του, την τύλιξε και κτύπησε με αυτή τα νερά, που χώρισαν στα δύο για να τους αφήσουν να περάσουν αβρόχοις ποσίν. Όταν ο Ελισαίος τού ζήτησε να έρθει σ’ αυτόν διπλάσιο το προφητικό πνεύμα, ο Ηλίας απάντησε: «Δύσκολο πράγμα μού ζήτησες. Ωστόσο, αν με δεις την στιγμή που θα φεύγω από κοντά σου, τότε θα γίνει αυτό που ζήτησες. Αν όμως δεν με δεις, δεν θα γίνει» (Δ΄ Βασ. 2, 10). Ενώ λοιπόν βάδιζαν στην έρημο συζητώντας, ένα άρμα από φωτιά που έσερναν πύρινα άλογα εμφανίσθηκε ανάμεσά τους. Ο Ηλίας ανέβηκε στο άρμα και ανελήφθη «ὡς εἰς τὸν οὐρανόν» (Δ΄ Βασ. 2, 11), μέσα σε ένα ανεμοστρόβιλο, ενώ ο Ελισαίος τού φώναξε: «Πατέρα μου, πατέρα μου! Εσύ είσαι το άρμα και ο αρματηλάτης του Ισραήλ!» (Δ΄ Βασ. 2, 12). Οι Πατέρες υπογράμμισαν ότι αυτό το «ὡς», που προσέθεσε η μετάφραση των Εβδομήκοντα [Ο΄], δείχνει ότι ο Ηλίας δεν αναλήφθηκε σωματικά στους Ουρανούς, πράγμα αδύνατον πριν την Ανάσταση και την Ανάληψη του Ιησού Χριστού, αλλά ότι απέφυγε τον θάνατο όπως ο Ενώχ και ακόμη ότι τον φύλαξε ο Θεός σε τόπο άγνωστο μέχρι την εσχάτη ημέρα. Ο Ελισαίος πήρε την μηλωτή του προφήτη και διδασκάλου του, που είχε πέσει πάνω του και, κτυπώντας τα νερά δύο φορές, μπόρεσε να διασχίσει τον Ιορδάνη· ενώ οι υπόλοιποι υιοί των προφητών τον χαιρετούσαν λέγοντας: «Το πνεύμα του Ηλία αναπαύθηκε κι έμεινε στον Ελισαίο» (Δ΄ Βασ. 2, 15).

     Αναλαμβανόμενος σωματικώς στα απροσπέλαστα ύψη του ουρανού, ο προφήτης Ηλίας προτύπωσε κατ’ αυτό τον τρόπο την Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και με την πέμψη της μηλωτής του επί του μαθητού του, του Ελισαίου, ανήγγειλε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής (Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός, Κοντάκιον Ζ΄, Εις τον Προφήτην Ηλίαν 33, SC 99, 341).


     Επιφανής εκπρόσωπος του τάγματος των Προφητών και έχοντας φθάσει με τον πρωτοφανή ζήλο του στην κορυφή της αρετής, ο Ηλίας κρίθηκε άξιος να δει πρόσωπο με πρόσωπο την δόξα του Ενανθρωπήσαντος Θεού μαζί με τον Μωυσή και τους τρεις Αποστόλους κατά την ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (βλ. Ματθ. 17), όπου ανήγγειλε την Δευτέρα Παρουσία Του. Κατεβαίνοντας από το Θαβώρ, οι Μαθητές ρώτησαν τον Κύριο αν ο Ηλίας θα ερχόταν πριν την ανάσταση των νεκρών για να αποκαταστήσει τα πάντα, όπως διδάσκουν οι προφήτες (Μαλ. 3, 23). Ο Χριστός τούς απάντησε: «Σας βεβαιώνω πως ο Ηλίας ήδη έχει έλθει, μα δεν τον αναγνώρισαν και του έκαναν ό,τι ήθελαν» (Ματθ. 17, 12), υπαινισσόμενος τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και Βαπτιστή, που ήλθε να προετοιμάσει την έλευση του Χριστού «με το πνεύμα και την δύναμη του προφήτη Ηλία» (Λουκ. 1, 17). Η σεπτή εκκλησιαστική παράδοση είδε συχνά δύο μάρτυρες που θα νικηθούν κατά την έσχατη μάχη με τον Αντίχριστο (Αποκ. 11): τον Ενώχ και τον Ηλία, οι οποίοι αμφότεροι διέφυγαν τον θάνατο για τον εσχατολογικό αυτό σκοπό. Όπως ο Ιωάννης υπήρξε ο Πρόδρομος της πρώτης εν σαρκί παρουσίας του Υιού και Λόγου του Θεού, έτσι και ο Προφήτης Ηλίας πιστεύεται ακράδαντα από την συνείδηση της Εκκλησίας ότι θα είναι ο δυναμικός πρόδρομος της Δευτέρας και ενδόξου Παρουσίας του Χριστού κατά την φοβερή και ανεκδιήγητη συντέλεια των αιώνων.


— ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ —
Ἦχος γ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
     ἔνσαρκος Ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος Πρόδρομος, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Ἠλίας ὁ ἔνδοξος, ἄνωθεν καταπέμψας, Ἐλισσαίῳ τὴν χάριν, νόσους ἀποδιώκει, καὶ λεπροὺς καθαρίζει· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα.

— ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ —
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
     πολαύσας Κυρίου τὸ φῶς τὸ ἄκτιστον, ἐν τῷ Θαβὼρ διφρηλάτα τῶν οὐρανῶν Ἠλιού, προσευχῆς ἀδιαλείπτου ἐργαστήριον, εἴληφας χάριν δαψιλῆ, ἱκετεύειν τὸν Χριστὸν διδόναι ἡμῖν εἰρήνην, καὶ κατειδεῖν ἀξιῶσαι, ἡμᾶς τὸ κάλλος τοῦ προσώπου αὐτοῦ.

— ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ —
[Ὑπὸ Στυλιανοῦ Πρεσβυτέρου τοῦ Καρπαθίου.]
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
     Τὸν θεηγόρον καὶ κλεινὸν ὑποφήτην, τῶν ἀποῤῥήτων τοῦ Θεοῦ μυστηρίων, ἐν ἐγκωμίοις ᾄσωμεν Ἠλίαν οἱ πιστοί, ζήλῳ γὰρ τῆς Πίστεως, ἐμπνευσθεὶς τῷ ἐνθέῳ, πέλει διαπρύσιος τῆς Τριάδος ἱκέτης, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύων ἐκτενῶς, τοῦ λυτρωθῆναι, δεινῶν περιστάσεων.

— ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ —
[Ὑπὸ Σεραφεὶμ Ἀργυρουπόλεως]
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
     Τὸν τῶν ἀῤῥήτων μυστηρίων ἐπόπτην, καὶ ζηλωτὴν τοῦ Θεοῦ ζῶντος Προφήτην, ἀνευφημοῦντες κράξωμεν ἐκ βάθους ψυχῆς· Ἠλία μεγαλώνυμε, ταῖς πρεσβείας σου ῥῦσαι, ἐκ τῶν ἀναγκῶν ἡμᾶς, καὶ παντοίων κινδύνων, καὶ πάσης ἄλλης βλάβης καὶ φθορᾶς, τοὺς προσφυγόντας, Θεόπτα τῇ σκέπῃ σου.

— ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ —
Ἦχος β΄. Αὐτόμελον.
     Προφῆτα καὶ προόπτα τῶν μεγαλουργιῶν τοῦ Θεοῦ, Ἠλία μεγαλώνυμε, ὁ τῷ φθέγματί σου στήσας τὰ ὑδατόρρυτα νέφη, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν, πρὸς τὸν μόνον Φιλάνθρωπον.

— ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ —
     Ζήλῳ οὐρανίῳ πυροποληθείς, φλέγεις τὴν ἀπάτην, ὡς πυρίπνους καὶ ζηλωτής· ὅθεν ἀνυψώθης, ἐν ἅρματι πυρίνῳ, ὦ Ἠλιοὺ Προφῆτα, πρὸς βίον ἄφθαρτον.




[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 11ος (Ιούλιος),
σελ. 212–218,
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 2008.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.